Η θλίψη του Βελγίου

143294
Συγγραφέας: Κλάους, Ούγκο
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:602
Μεταφραστής:ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2002
ISBN:9789600331059


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Ο Λουί Σαϊνάβε είναι ένας έφηβος που μεγαλώνει εσώκλειστος σε μια καθολική σχολή καλογραιών. Επαναστάτης, αντισυμβατικός, ανήσυχος. Όταν θα φύγει από τη σχολή και θα επιστρέψει στην οικογένειά του, θα γνωρίσει μια πραγματικότητα που θα τον σοκάρει, περισσότερο και από τις σεξουαλικές του εμπειρίες: μια μάνα συνεργάτρια των Γερμανών, μια πατρίδα δωσίλογων, έναν κόσμο συγκεχυμένο, δύσκολο, ακατανόητο, στον οποίο ο Σαϊνάβε θα πρέπει να μεγαλώσει. [...]

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ενα φάντασμα πλανάται επάνω από την Ευρώπη, προειδοποιούσε πριν από ενάμιση αιώνα ο Καρλ Μαρξ έχοντας βεβαίως κατά νου τον επερχόμενο κομμουνιστικό άνεμο που θα σάρωνε - ως ιστορική, δήθεν, αναγκαιότητα - την ήπειρο απ' άκρου εις άκρον βάζοντας ένα τέλος στις ανισορροπίες της Βιομηχανικής Επανάστασης και στο ασφυκτικό πλαίσιο του τότε έθνους-κράτους. Ενα φάντασμα πλανάται επάνω από την Ευρώπη, προειδοποιεί με τον δικό του, χαμηλόφωνο, τρόπο και ο Ούγκο Κλάους, το φάντασμα της ενοχής και του κατακερματισμού, το φάντασμα της υποκρισίας και του στρουθοκαμηλισμού. Και πράγματι ολόκληρο το έργο του ιδιόμορφου και ιδιοφυούς ετούτου Φλαμανδού μοιάζει να στοχεύει τα ίδια τα θεμέλια της ευρωπαϊκής φαντασίωσης, της φαντασίωσης μιας ενότητας που ουδέποτε πραγματώνεται, ενός μύθου που ενσαρκώνεται ξανά και ξανά μέσα στην Ιστορία αφήνοντας πίσω του εκατόμβες και άσβεστα μίση. Πρώτα ο Ναπολέων, έπειτα ο Χίτλερ, μετά τι; φαίνεται να αναρωτιέται. Μήπως η περιλάλητη ευρωπαϊκή ταυτότητα αποκτά υπόσταση μονάχα κάτω από την μπότα του εκάστοτε μεγαλομανούς κατακτητή;

Πρώτα όμως λίγα λόγια για τη Φλάνδρα, πατρίδα αλλά και «θέμα» του Ούγκο Κλάους, αφού το πεζογραφικό τουλάχιστον έργο του δύσκολα θα μπορούσε να αποσυνδεθεί από την «εθνική» και γλωσσική ιδιαιτερότητά του. Το κράτος του Βελγίου - που δημιουργήθηκε ως τέτοιο μόλις στα 1830 - απαρτίζεται από δύο διαφορετικές εθνότητες, τους Φλαμανδούς, που μιλούν τη φλαμανδική γλώσσα (ένα είδος αρχαΐζουσας ολλανδικής), και τους Βαλόνους, που μιλούν τη γαλλική. Οι Φλαμανδοί ήταν οι αδικημένοι αυτής της μοιρασιάς, αφού τόσο κοινωνικά όσο και οικονομικά υπήρξαν οι παρίες του νεοσύστατου κράτους. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη στο πλαίσιο της φλαμανδικής κοινότητας ποικίλων πατριωτικών ή εθνικιστικών κινημάτων, που τόσο εξαιτίας της αντιγαλλικής τους συγκρότησης όσο και εξαιτίας του αντικομμουνισμού τους οδηγήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου σε μια, λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτή, φιλοναζιστική στάση. Το στίγμα των «συνεργατών» έκτοτε τους ακολουθεί.

Αυτές ακριβώς τις πληγές - εθνική και γλωσσική «μοναξιά», φιλοναζιστική στάση - ήρθε και σκάλισε ο Ούγκο Κλάους με τούτο το ογκωδέστατο και πλουσιότατο μυθιστόρημα που, μολονότι μετράει ήδη 20 χρόνια από την κυκλοφορία του, παραμένει, από άποψη εμβέλειας και στόχευσης, το σημαντικότερο έργο του. Η θλίψη του Βελγίου είναι το χρονικό μιας ταραγμένης εποχής - από το 1939 ως το 1947 περίπου - αλλά και ένα ταξίδι μύησης στον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, μέσα στον οποίο καλείται στο τέλος να πάρει μια θέση και να δημιουργήσει ο ήρωας-συγγραφέας του βιβλίου. Οι δύο αυτοί κεντρικοί άξονες του μυθιστορήματος αντικατοπτρίζονται και στη δομή του: το πρώτο μέρος, Η θλίψη, αφορά την παιδική-εφηβική ηλικία του Λουί Σαϊνάβε, την περίοδο όπου μεγαλώνει σε μια αυστηρή σχολή καλογραιών, και αποτελεί στην πραγματικότητα το πρώτο του μυθιστόρημα, έτσι όπως το συνέλαβε χρόνια αργότερα. Η γραφή είναι ονειρική, γλιστράει διαρκώς από το πραγματικό στο φανταστικό, ο κόσμος του μικρού Λουί εμφανίζεται τρομακτικός, γεμάτος σκιές και φαντάσματα, και διαβρώνει με την οξύτητά του τη γύρω πραγματικότητα. Από την άλλη, στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Του Βελγίου, η οπτική γωνία πλησιάζει πια πολύ την κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση, όσο και αν παρεμβάλλονται συχνά-πυκνά στοιχεία που τονίζουν τον ενδοσκοπικό και μοντερνιστικό χαρακτήρα της. Στο κέντρο της αφήγησης είναι πια όλη η οικογένεια του Λουί και μαζί τους σύμπασα η κοινότητα του Βάλε, καθ' όσον η επέλαση του Χίτλερ βγάζει στην επιφάνεια τον βαθύτερο διχασμό ενός λαού που δεν έχει αποφασίσει ακόμη - όπως και μεγάλο μέρος της τότε Ευρώπης - σε ποιον ακριβώς πολιτισμό ανήκει.

Ο Λουί αφήνει πίσω του το κλειστό περιβάλλον της σχολής καλογραιών και έρχεται αντιμέτωπος με μια αμείλικτα διφορούμενη πραγματικότητα. Η Μάνα του (πάντοτε με κεφαλαίο σε αυτό το βιβλίο) όχι μονάχα συνεργάζεται με τους Γερμανούς, αλλά επιπλέον γίνεται η ερωμένη ενός από αυτούς. Ο πατέρας του (με μικρό πάντοτε), αν και γνωρίζει, προτιμά να στρουθοκαμηλίζει, μα και όταν τελικά αντιδρά, η αντίδρασή του είναι θολή και άτολμη, όπως άλλωστε και τα περισσότερα πρόσωπα αυτού του μυθιστορήματος: ζαλισμένες φιγούρες που φλερτάρουν με την τρέλα ή τη διαστροφή, πρόσωπα δίχως πραγματικά ιδανικά, που άγονται και φέρονται σύμφωνα με τα κελεύσματα των καιρών· μια πλατιά «γκρίζα ζώνη», την οποία ο Λουί αφήνει πίσω του μονάχα προς το τέλος του βιβλίου, χειραφετημένος συγγραφέας πια, κύριος του πεπρωμένου του.

Η θλίψη του Βελγίου είναι ένα βιβλίο βγαλμένο από τη μεγάλη ευρωπαϊκή παράδοση, με την οποία συνδιαλέγεται και την οποία ταυτόχρονα αμφισβητεί. Είναι μια αφήγηση επικών διαστάσεων, πολυδαίδαλη και πολυεπίπεδη, που, ακόμη και αν σε κάποια σημεία δυσκολέψει τον έλληνα αναγνώστη - κυρίως λόγω της πληθώρας στοιχείων από τη φλαμανδική ιστορία -, προσφέρει γνήσια αναγνωστική ικανοποίηση. Και βεβαίως την αίσθηση της αμετάκλητης και αδυσώπητης κίνησης της Ιστορίας που μονάχα το σπουδαίο μυθιστόρημα μπορεί να συλλάβει και να μεταδώσει.



Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 03-11-2002






ΚΡΙΤΙΚΗ



Παρατεταμένες ενοχές, αυτοκτονίες, μοιχείες, αυτοευνουχισμοί, σωρευτικές προδοσίες, δωσιλόγων πάθη, γενική έκπτωση των ηθών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της βελγικής Φλάνδρας, απομυθοποίηση του καθολικισμού, βίαιες εμπειρίες μιας διαταραγμένης εφηβείας, ομοφυλοφιλικές εκτονώσεις, αλλά και πάμπολλες, άμεσες κι έμμεσες, αναφορές στη διαμόρφωση του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού, σε συνδυασμό με την αυταπάρνηση, που διέκρινε την αντιστασιακή - αντιφασιστική δράση των Λευκών Ταξιαρχιών, συγκροτούν τις κυριότερες θεματολογικές πτυχώσεις του διπλού αυτού μεγα-μυθιστορήματος, δηλαδή «Της θλίψης» (σ. 13-231) και «Του Βελγίου» (σ. 233-601). Το πρώτο μέρος, πρωτόλειο υποτίθεται αφήγημα του κεντρικού ήρωα Λουί Σαϊνάβε, σε είκοσι εφτά κεφάλαια, παρακολουθεί τις διαδοχικές φάσεις της ενηλικίωσης και της διαμόρφωσης της καλλιτεχνικής συνείδησης του ατίθασου νεαρού συγγραφέα, μέσα από τις τολμηρές εξομολογήσεις του, ενώ το δεύτερο μέρος, που δεν διακρίνεται σε επί μέρους ενότητες, συνιστά μια διευρυμένη τοιχογραφία της κοινωνίας, που ενέπνευσε και στιγμάτισε μέσα από τις αντιφάσεις, τις ακρότητες και τις εμφανείς αναπηρίες της τον Λουί Σαϊνάβε. Η σκοτεινή περίοδος, που υπονόμευσε την όλη εξέλιξη της Ευρώπης, ξεκινώντας από το δυσοίωνο 1939 και τερματίζοντας στο καθημαγμένο 1947, αποτελεί το αναγκαίο ιστορικό πλαίσιο, ενώ οι ενδοβελγικές τριβές και αντιπαλότητες προσδιορίζουν με ακρίβεια το ειδικότερο πλέγμα των ανελίξεων της ασίγαστης εσωτερικής και εξωτερικής δράσης.

Ο Ούγκο Κλάους, που γεννήθηκε στη βελγική Μπριζ το 1929, αυτοβιογραφείται εδώ, καθ' ομολογίαν του. Γι' αυτό και τα επεισόδια διατηρούν συχνά όλη εκείνη τη δραματική φόρτιση που χαρακτηρίζει συνήθως την πηγαία, εκ βαθέων ανάπλαση του τραυματικού παρελθόντος, οι δε αλλεπάλληλες, αποκαλυπτικές μαρτυρίες προσδίδουν στην όλη κειμενική τάξη το χαρακτήρα της βαρύνουσας βιωματικής αλήθειας. Ο ευέλικτος, πολλές φορές απρόοπτος αφηγηματικός λόγος επιβάλλεται προοδευτικά στη συνείδηση του αποδέκτη τους, εκτίθεται δηλαδή μ' ενάργεια όχι μόνον η αλυσίδα των αιτίων και των αιτιατών των δεινών, αλλά κι ένα σημαντικό μέρος του ανεξέλεγκτου μυστηρίου του ζωώδους υποστρώματός μας, για το οποίο μιλούσε τόσο κατηγορηματικά ο Yeats. Από την άλλη πλευρά, το γνωστό χρόνιο γλωσσικό πρόβλημα των γαλλόφωνων Βαλόνων του Νότου και των Φλαμανδών του Βορρά, το ιδίωμα των οποίων παρουσιάζει λίγες παραλλαγές προφοράς και λεξιλογίου από τα ολλανδικά, συντηρώντας τον εξόφθαλμο εθνικό διχασμό του μικρού αυτού κράτους, που ανεξαρτητοποιήθηκε ως Βέλγιο μόλις το 1830, παρέχει στον πολυμήχανο Ούγκο Κλάους το ικανό εννοιολογικό - αισθητικό υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομείται ένας ολόκληρος κόσμος ενδογενών αντιθέσεων, αυτοκαταστροφικών ερίδων και βασανιστικών πλεγμάτων. Εξού και η τραγική αποστροφή που συνοψίζει την υποτροπή της συλλογικής αβελτηρίας: «Είναι λόγω πολέμου που δεν μπορούμε να πούμε πια καμία ευλογημένη λέξη χωρίς να σκεφτούμε κατευθείαν την αντίθετη; 'Η που ό,τι σκεφτούμε το κάνουμε κατευθείαν κομμάτια;» (βλ. σελ. 576).

Στο βαθμό μάλιστα που «η γλώσσα είναι μία αυθόρμητη, σκοτεινή αφ' εαυτής και αδέξια επιστήμη», όπως κατέδειξε ο Μισέλ Φουκό στο θεμελιώδες έργο του «Οι λέξεις και τα πράγματα» (βλ. την ελληνική έκδοση σε μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη, στη «Γνώση», 1986), τότε οι επιθετικοί χαρακτήρες που συνωστίζονται στις εμπύρετες σελίδες της «Θλίψης του Βελγίου», πρέπει να θεωρηθούν εξ υπαρχής αθύρματα, παίγνια στα χέρια των θεών, το δίχτυ των οποίων παραμένει μεν δυσδιάκριτο, αλλά δεν παύει να προσδιορίζει απολύτως την τύχη των απονενοημένων αυτών πράξεων, οι οποίες καλούνται, κατά συνεκδοχή, διαβίωση εν καιρώ πολέμου στη Φλάνδρα. Τα εμπόδια της γλώσσας, οι καθημερινές δυσλειτουργίες της επικοινωνίας αποτυπώνουν, δηλαδή, ολοκάθαρα το ευρύτερο υπαρξιακό αδιέξοδο. Οι λέξεις εκδικούνται τους υπερφίαλους χρήστες τους, τα πράγματα υπερβαίνουν τις πεπλανημένες οριοθετήσεις που επέβαλε ένα επιπόλαιο λεξικό αδελφοκτόνων. Εξού και η «θλίψη του Βελγίου», το περιώνυμο δηλαδή άγος που στρέφει τους υπεροπτικούς Βαλόνους κατά των εγωτικών Φλαμανδών.

Επενδύοντας στο παλαιό εύρημα του βιβλίου μέσα στο βιβλίο, ο συγγραφέας συμπλέκει ρεαλιστικότατες, αληθοφανείς, ονειρικές και υπερβατικές καταστάσεις χωρίς να χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του: το μυθιστόρημα αυτό επιμένει να είναι από την αρχή ώς το τέλος ένα ιδιότυπο χρονικό εμφύλιας αγωνίας. Η τυπική μικροαστική οικογένεια του άβουλου Σαφτ και της ανερμάτιστης Κονστάνς Σαϊνάβε θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν μία οικογένεια χαρακτηριστική του ευρωπαϊκού τοπίου εν γένει, που αυτοταπεινώνεται με ιδιάζουσα συχνότητα, επιβεβαιώνοντας τη μειωμένη αντοχή της και τις πεπερασμένες αντιστάσεις της στο Κακό. Γι' αυτό και με επιστημονικό θα έλεγα τρόπο η υπόθεση του έργου οδηγείται στην αιματηρή έξοδό της ανάμεσα στη Σκύλλα των εθνικών μειοδοσιών και στη Χάρυβδη των προσωπικών ηττών. Με την υποδειγματική μάλιστα χρήση ενός διακριτικού φάσματος συναρπαστικών κειμενικών τροπισμών, όπου η επίπεδη αναφορικότητα συνδιαλέγεται αρμονικά με ένα είδος αποσπασματικής, αφαιρετικής γραφής, που ανάγεται στους όψιμους πειραματισμούς του Τζέιμς Τζόις, ο λόγος δικαιώνει την αρχική πρόθεση του συγγραφέα να ταξινομήσει τους Εφιάλτες του Βελγίου. Οι άφθονες διακειμενικές στρωματώσεις, άλλοτε επιμελώς κεκρυμμένες -πόσοι φερ' ειπείν καλοπροαίρετοι αναγνώστες θα θυμούνται ότι το «Αρμόνιο» (Harmonium), που μνημονεύεται με έμφαση στις σελίδες 521, 524 και 586, είναι ένα σημαδιακό ποιητικό βιβλίο του Αμερικανού στιλίστα Γουάλας Στίβενς που εκδόθηκε το 1923;- κι άλλοτε επιμελώς σχολιασμένες, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τις τρεις σεξπιρικές μάγισσες στη φλαμανδική εκδοχή τους (βλ. σελ. 524) παράγουν τους απαραίτητους γνωσιολογικούς συσχετισμούς, που αναβαθμίζουν στην πράξη τη συνολική μυθιστορηματική πρόταση.

Στους αντίποδες της βαθιάς κρίσης που διακατέχει τον Λουί Σαϊνάβε, ενώ μεγαλώνει εσώκλειστος σε μια καθολική σχολή καλογραιών, ερωτικά υπερβουλιμικών, θα στέκεται πάντα άσπιλο το παράδειγμα του αλληλέγγυου ουμανισμού, η διαχρονική πνευματική κληρονομιά της Δύσης, οι εφαρμογές της ευρωπαϊκής αισθητικής, ο Διαφωτισμός και βεβαίως, η εμπέδωση της ελληνορωμαϊκής παράδοσης στο σύνολό της: αυτό άλλωστε συνδηλώνουν οι παντοίοι αυτοϋπομνηματισμοί του αφηγητή και οι εμπεριστατωμένες εξαγγελίες ορισμένων δορυφορικών προς αυτόν προσώπων. Φρονώ λοιπόν ότι η «Θλίψη του Βελγίου» θα μπορούσε να θεωρηθεί συν τοις άλλοις ένας εύχρηστος οδηγός των πηγών, των αφορμών και των επιτευγμάτων της σκέψης στη γηραιά ήπειρο.

Οι βιβλικές παράμετροι, οι πολιτικοί αναστοχασμοί ώς και η μασονική πρακτική συμπληρώνουν δεόντως την εννοιολογική τοπογραφία, χωρίς να αλλοιώνουν τη θετή κειμενική συμμετρία.

Ο μεταφραστής μετέπλασε πράγματι με μαεστρία το λίαν απαιτητικό πρωτότυπο, όπου τα γλωσσικά πάθη και οι αγεφύρωτες γραμματικές και λοιπές δομικές διαφορές των ολλανδοφώνων και γαλλόφωνων καθιστούν τη μετάφραση πραγματικό άθλο. Οι παραγωγικές υποσελίδιες σημειώσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην ολοκλήρωση της αναγνωστικής απόλαυσης, ενώ οι εισαγωγικές παρατηρήσεις βοηθούν τους αναγνώστες να αντιληφθούν επαρκώς το μέγεθος των εκρηκτικών εκείνων καταστάσεων που προκάλεσαν τη «Θλίψη του Βελγίου» κατά τρόπο αναπόφευκτο και επώδυνο.



ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/02/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!