0
Your Καλαθι
Ο πειρασμός ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
73%
73%
Περιγραφή
Στις τρεις νουβέλες αυτής της συλλογής ο αναγνώστης θα συναντήσει τα πιο χαρακτηριστικά θέματα του έργου του Ούγκο Κλάους: τη θρησκευτική εμμονή στον "Πειρασμό" όπου η αδελφή Ματθίλδη, μια ηλικιωμένη μοναχή, παραπαίει μεταξύ παραληρήματος και διαύγειας και αφηγείται τη ζωή της και το αυτοκαταστροφικό πάθος της για το λατρεμένο της Νυμφίο· τις δύσκολες οικογενειακές σχέσεις και το οιδιπόδειο σύμπλεγμα στο "Τελευταίο κρεβάτι", όπου ένα ζευγάρι λεσβιών που η σχέση τους έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο αποφασίζουν ν' αυτοκτονήσουν σ' ένα δωμάτιο παραθαλάσσιου ξενοδοχείου· το όνειρο στο "Μια υπνοβασία", έναν παραληρηματικό μονόλογο ενός άντρα που αναθυμάται τη ζωή του ανίκανος να διακρίνει το πραγματικό από το ονειρικό, την ανάμνηση από την επιθυμία. Και στα τρία αφηγήματα κυριαρχούν η μισητή καταπίεση που επιβάλλει η καθωσπρέπει αστική κοινωνία στο άτομο που αρνείται να συμμορφωθεί, η διεστραμμένη σεξουαλικότητα, το βαθύτατο μίσος για την Εκκλησία, η αμφισβήτηση κάθε αστικής αξίας, το μαύρο χιούμορ, ο σαρκασμός και η βιαιότητα με τα οποία ο Ούγκο Κλάους ανατέμνει για μια ακόμα φορά τη σύγχρονη κοινωνία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ούγκο Κλάους, ήδη με τα πρώτα του μυθιστορήματα -τα οποία εξέδωσε σε μεγάλη ηλικία, πάνω από 50 ετών- καθιερώθηκε στη συνείδηση της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής κοινότητας, αλλά και του κοινού, ως ένας από τους μείζονες Ευρωπαίους συγγραφείς. Και με το κορυφαίο του βιβλίο, τη «Θλίψη του Βελγίου» (1983), απέκτησε πανευρωπαϊκή φήμη, την οποία επιβεβαίωσε χαρμόσυνα με τα μυθιστορήματα που ακολούθησαν («Οι φήμες», «Ανολοκλήρωτο παρελθόν»).
Εδώ, στον «Πειρασμό» του, μας προτείνει τρεις νουβέλες, στις οποίες ακολουθεί πιστά, επικυρώνοντάς τες, τις κατευθυντήριες γραμμές που χάραξε με τα πρώτα του βιβλία.
Στην πρώτη, που έχει ψευδο-επιστολιμαία μορφή, ένα ζευγάρι λεσβιών κλείνεται στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου σε μια μουντή πόλη της βελγικής επαρχίας με απώτερο σκοπό την κοινή αυτοκτονία. Σε μια άκρως κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και με συνεχείς αναδρομές τόσο στην παιδική τους ηλικία όσο και στο οικογενειακό και κοινωνικό παρελθόν τους, ο Κλάους, υιοθετώντας την υποκειμενική ματιά της μίας από τις δύο γυναίκες -της ξερακιανής, αγγλικής καταγωγής Εμιλι-, βυθίζεται στον άγριο, εφιαλτικό κόσμο της, σκάβοντας τη σύμβασή του σε ακραίο βάθος: σ' αυτό που ορίζει η βαθιά, αμετάκλητη απελπισία τού εσαεί αδικαίωτου ανθρώπου.
Ολο το κείμενο του «Τελευταίου κρεβατιού», της πρώτης αυτής νουβέλας, είναι οργανωμένο σε μικρές ενότητες, κάπως μεγαλύτερες από παραγράφους, οι οποίες βαίνουν παράλληλα ακολουθώντας τρεις διαφορετικές τροχιές: α) του παρόντος (στο ξενοδοχείο), β) του παρελθόντος, όπου αναδιφείται κυρίως η οικογενειακή ζωή των δύο γυναικών και γ) της τροχιάς του συναισθηματικού χρόνου της αφηγήτριας, όπου διαπλέκονται το συναισθηματικό παρόν και παρελθόν με τη (σιωπηρή) προβολή του μέλλοντος, η οποία περιλαμβάνει πρωτίστως την προοπτική της κοινής αυτοκτονίας.
Στην «Υπνοβασία», τη δεύτερη νουβέλα, ενώ ακολουθείται η ίδια αφηγηματική τεχνική και η ίδια πάνω κάτω γλωσσική οργάνωση του κειμένου, προστίθεται ένα νέο στοιχείο: το όνειρο.
Ενας άντρας, το ένα ήμισυ ενός καθωσπρέπει άτεκνου ζευγαριού, εγκαταλείπει χωρίς λόγο εν μιά νυκτί τη γυναίκα του, με μοναδική αιτία ένα όνειρο (ή μήπως αυτό συμβαίνει μόνο στο όνειρό του;). Η φυγή αυτή, ονειρική ή πραγματική, αληθινή ή συμβολική, ταυτίζεται με την περιπλάνηση στο παρελθόν του -αγαπημένη εμμονή του Κλάους- είτε αυτή οδηγεί στο ατύχημα με τον ποδηλάτη-πατέρα του είτε καταλήγει στις μακρινές εκείνες διακοπές που έκανε στον ιταλικό Νότο.
Ο Βέλγος συγγραφέας γνωρίζει πως, αν στο ένα άκρο της συγγραφικής χειρονομίας ασημίζει η μνήμη, στο άλλο τρεμοπαίζει η επιθυμία. Και προκρίνει το πιο ευάγωγο υλικό, ικανό να γεφυρώσει αυτά τα δύο άκρα: το όνειρο. Χρησιμοποιώντας επιδέξια αυτό το αιθέριο υλικό -το πιο συγγενές από τα στοιχεία της βιοτικής, εξωλογοτεχνικής πραγματικότητας προς το λογοτεχνικό φαινόμενο-, το εντάσσει αρμονικά και αδιατάρακτα στην όλη αφήγηση, έτσι που στο τέλος ο αναγνώστης να διστάζει να αποφασίσει: είναι το όνειρο που ξεχείλισε και έγινε πιο πραγματικό από την πραγματικότητα που το περιέχει ή η τελευταία, σε μια άγνωστη έξαρσή της, πήρε λίγο από τον αιθερικό του χαρακτήρα;
Στην τρίτη νουβέλα, τον «Πειρασμό», ο Κλάους συνεχίζει την ίδια αφηγηματική στρατηγική, προσθέτοντας όμως ακόμη ένα νέο στοιχείο, παραπλήσιο του ονείρου: το παραλήρημα.
Η αδελφή Ματθίλδη, μια ηλικιωμένη καθολική μοναχή, παρίσταται σε μια εκδήλωση που γίνεται προς τιμήν της. Μέσα από ένα παραλήρημα, που εν μέρει το προκαλεί η προχωρημένη ηλικία της και εν μέρει ο διαταραγμένος ψυχισμός της, επιστρέφει -και αυτή- στο παρελθόν της, επιστροφή που συνδέεται με την αμφίθυμη σχέση που έχει η ίδια με το Θείο. Η όλη αφήγηση σφραγίζεται από το ευφυές παιχνίδισμα που κάνει ο συγγραφέας ανάμεσα στον βιβλικό Ιωσήφ, το πρόσωπο του Ιησού και έναν -υποθετικό, ενδεχόμενο ή πραγματικό- εραστή της Ματθίλδης.
Αν σε αυτή την τελευταία νουβέλα ο συγγραφέας υιοθετεί την ίδια αφηγηματική στρατηγική και τεχνική που είχε στις δύο προηγούμενες, δεν συμβαίνει το ίδιο με τη γλώσσα του κειμένου: εδώ ο προφορικός λόγος της κεντρικής ηρωίδας στην κυριολεξία θρυμματίζεται, εισάγοντας έτσι μια αντιγραμματική μεν, λειτουργική δε οργάνωση του λόγου. Επειδή ακριβώς η σχέση της Ματθίλδης με το Θείο είναι πολυπρισματική και, πιθανότατα, άκρως διαταραγμένη, ο λόγος της είναι αποδιαρθρωμένος, αποσπασματικός, όλο ρήγματα και χάσματα, σχεδόν ξεριζωμένος, θα λέγαμε, από τους ριζιμιούς κώδικές του, τη γραμματική και το συντακτικό, υπακούοντας στον εσωτερικό ρυθμό της ηρωίδας και αφηγήτριας, αλλά και στον οργανωμένα ανοργάνωτο λόγο του συγγραφέα.
Ο φλαμανδόφωνος Ούγκο Κλάους είναι από εκείνους τους μεγάλου βεληνεκούς Ευρωπαίους συγγραφείς -όπως ο Μούλις, ο Κέρτες, ο Σαραμάγκου, ο Κούντερα ή ο Πάβιτς- που, περίπου από τη δεκαετία του '70, έδωσαν νέα τροπή στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα, μπολιάζοντάς το με ένα καινούριο, ιδιότυπο είδος στοχασμού, τον μυθιστορηματικό. Σε αντίθεση με τον σχεδόν ομόγλωσσό του Μούλις, δεν ενθέτει ευθέως αυτόν το στοχασμό στα κείμενά του, αλλά τον ξεδιπλώνει μέσω της συναισθηματικής-διανοητικής πορείας των ηρώων του. Ταυτόχρονα, από γλωσσική άποψη, είναι ο συγγραφέας με τα πιο λιτά μέσα. Καμία λέπτυνση, καμία εκζήτηση, καμία απόχρωση δεν ποικίλλει αυτή την οστεώδη, σιδερένια γραφή. 'Η, κατά το κοινολεκτούμενο: το μόνο ύφος του είναι η πλήρης απουσία ύφους.
Οι κοντινότεροι συγγενείς του Κλάους είναι οι συμπατριώτες του Φλαμανδοί ζωγράφοι των προηγούμενων αιώνων: η ίδια γυμνή σκληρότητα, η ίδια βία, η ίδια μουντάδα - ένα απροσδόκητο Βέλγιο. Ο κόσμος μέσα στον οποίο ο συγγραφέας κινεί τους ήρωές του, σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοτέχνους του, είναι ένα αποπνευματωμένο, σχεδόν άυλο παρόν. Και μολονότι ο «Πειρασμός» δεν φτάνει στο ύψος της «Θλίψης του Βελγίου» ή των «Φημών», ο Βέλγος μυθιστοριογράφος μάς μαθαίνει πως το πρώτο πράγμα από το οποίο πρέπει να παραιτείται ο πραγματικά μεγάλος συγγραφέας είναι η εξυπνάδα του.
Η μετάφραση του Γιάννη Ιωαννίδη μεταφέρει με εκπλήσσουσα ευχέρεια ένα κείμενο που ξεχωρίζει για την τραχύτητά του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/10/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις