0
Your Καλαθι
Οι φήμες
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Τοποθετώντας το μυθιστόρημα στη δεκαετία του '60, ο Κλάους καταγράφει το αδιέξοδο του επαναστατικού πνεύματος της περιόδου, αποτυπώνοντας ανάγλυφα την αποτυχία των πατέρων να ολοκληρωθούν, την αδυναμία των μητέρων να χειραφετηθούν και των νέων να αισθανθούν ότι είναι κάτι παραπάνω από μία διαρκή ψυχασθένεια. Το δηλητηριασμένο, κακοφορμισμένο παρελθόν ενός έθνους, μιας κουλτούρας, βρίσκει εύφορο έδαφος στη σφαίρα του προσωπικού, στο ερωτικό και στο οικογενειακό πεδίο όπου δεσπόζουν η ασφυκτική αγάπη αλλά και τα αβυσσαλέα μίση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πολυπράγμων και διασπασμένος σε πολλές επί μέρους καλλιτεχνικές δραστηριότητες (θέατρο, κινηματογράφος, ζωγραφική), ο Ούγκο Κλάους δεν είχε ως πρόσφατα κερδίσει τη φήμη που του αναλογούσε, περιοριζόμενος και από το φράγμα μιας γλώσσας μειονοτικής και δύσκολης στη μετάφραση, τα φλαμανδικά. Στη χώρα μας έγινε ευρύτερα γνωστός με την κυκλοφορία το 1998 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη του θεατρικού μονολόγου του Ο Ζιλ και η Νύχτα, ένα κείμενο που έδινε μια διαφορετική, ψυχαναλυτικών αποχρώσεων, διάσταση στην προσωπικότητα του Ζιλ ντε Ρε (Gilles de Rais), αμφιλεγόμενου άρχοντα της εποχής του Μεσαίωνα.
Οι φήμες, το τελευταίο μυθιστόρημά του, εγγράφεται με ποικίλους τρόπους στην ευρύτερη ευρωπαϊκή παράδοση, όχι μόνο λόγω της θεματολογίας του ξενοφοβία, τραυματικά βιώματα του πολέμου, αποικιοκρατία αλλά και του συνολικού τρόπου κατασκευής του. Τα αποτυπώματα του μεταμοντέρνου, οι διαφορετικές αφηγηματικές φωνές, οι εναλλαγές από το τρίτο στο πρώτο πρόσωπο, η συνειδητή υποβάθμιση των κλασικών τεχνικών ανάπτυξης της ιστορίας συνυπάρχουν με τη γοτθική ατμόσφαιρα και το μπαρόκ, τις αναφορές στην αρχαία τραγωδία ένα είδος «χορού» επεμβαίνει κάθε τόσο στην αφήγηση αλλά και τη φροντίδα για τη λείανση των χαρακτήρων και της πλοκής.
Η ιστορία: ένας νεαρός μισθοφόρος επιστρέφει στο χωριό του, κάπου στο Βέλγιο, έχοντας συμμετάσχει σε αποστολές στην Αφρική, στα πλαίσια των πολιτικών παιχνιδιών και της βαρβαρότητας που άσκησαν οι αποικιοκρατικές χώρες στη Μαύρη Ήπειρο κατά τη δύση της αυτοκρατορίας τους τις δεκαετίες του '50 και του '60. Η εμφάνισή του στο χωριό ταυτίζεται με το ξέσπασμα μιας μυστηριώδους θανατηφόρου επιδημίας που θα ανασύρει από τα βάθη της ψυχής των κατοίκων ξενοφοβικά αισθήματα, μνήμες από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, την ανάγκη δημιουργίας εξιλαστήριων θυμάτων. Η μικρή ήσυχη κοινωνία του χωριού αναταράσσεται και αναδύει πάνω στον βρασμό της οσμές αποσάθρωσης και σαπίλας, διαφθοράς και εσωτερικού τρόμου.
Ο συγγραφέας αναπτύσσει την αφήγησή του χαρίζοντας ξεχωριστή φωνή σε πολλούς από τους χαρακτήρες, στον μισθοφόρο Ρενέ, στον αδελφό του Νοέλ, στον πατέρα τους και στη μάνα τους, καθώς και σε αρκετούς άλλους, περισσότερο ή λιγότερο σημαντικούς για την εξέλιξη. Δημιουργεί επίσης και ένα επιπλέον «πρόσωπο», το οποίο πίσω από το πρώτο πληθυντικό τού Εμείς εκφράζει το συλλογικό υποκείμενο της κοινότητας παραγωγός και τρομαγμένο θύμα ταυτοχρόνως των κάθε λογής φημών , όπως αυτό παρουσιάζεται ως σχολιαστής των γεγονότων μέσα στο κεντρικό καφενείο. Πουριτανισμός και εκφυλισμός συνυπάρχουν ταυτόχρονα στη ζωή του χωριού, καθώς οι διαδοχικοί θάνατοι από την άγνωστη ασθένεια θερίζουν τους κατοίκους. Οι εξελίξεις στο χωριό τέμνονται κάθε τόσο από τις μνήμες του μισθοφόρου Ρενέ από την Αφρική, ένα χρονικό φρίκης και παραλογισμού, βιωμένο μέσα στη διαρκή παραζάλη από τη χρήση διαφόρων εξωτικών ουσιών και του αλκοόλ. Είναι σαν οι κάτοικοι του «αθώου» χωριού να πληρώνουν για τις αμαρτίες κάποιων δικών τους στην άλλη άκρη του κόσμου, ωσάν η φρίκη να μετανάστευσε μέσα στο σπίτι τους, βγάζοντας στην επιφάνεια ένα τεράστιο φορτίο ενοχών και φόβου, προερχομένων κάποτε από το παρόν και κάποτε από το παρελθόν τους και τη στάση τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι μνήμες μπερδεύονται, τα συναισθήματα αλληλοαναιρούνται και φέρνουν στο φως μια κοινωνία σε σύγχυση, σε παρακμή.
Οι φήμες, ωστόσο, είναι μια αλληγορική αφήγηση, ο συγγραφέας ούτε στιγμή δεν παρουσιάζεται ως εκφραστής κάποιας υποτιθέμενης αναντίρρητης πραγματικότητας. Μέσα από τις διαδοχικές αφηγήσεις των προσώπων διακλαδώνονται διαφορετικές οπτικές γωνίες, μικρές ιστορίες που συμπληρώνουν σταδιακά τα κομμάτια ενός χαλαρού παζλ, μιας συνολικής μεγάλης αφήγησης, που όμως δεν εξαντλεί τις επί μέρους πτυχές της ιστορίας ή τις ερμηνείες τους. Αυτή η χαλαρή δομή του μυθιστορήματος, σμιλευμένη με γλώσσα κοφτή, απλή και πλούσια συγχρόνως, δίνει το στίγμα, ορίζει την πυκνότητα και την πολυσημία του.
«Ο κόσμος όταν γράφω είναι διαφορετικός από τον κόσμο όπου ζω. Υπάρχει πάντα μια άλλη πραγματικότητα. Δεν αρνούμαι ότι υπάρχει ισχυρός δεσμός μεταξύ των δύο, αλλά δεν είναι ίδιες». Τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα σε συνέντευξή του στον Αριστομένη Καλκαβούρα δημοσιευμένη παλαιότερα στο Βήμα ξεκαθαρίζουν με τη μεγαλύτερη σαφήνεια τις προθέσεις του. Το μυθιστόρημα έχει τη δική του αυθύπαρκτη αλήθεια και είναι η πραγματικότητα εκείνη που έρχεται να το συναντήσει, που επικάθεται πάνω στα νοήματα και στις συνεκδοχές τους· είναι μέσα από το ιδιαίτερο που προσεγγίζεται το καθολικό. Και αν η σημερινή Ευρώπη τιμά τον Ούγκο Κλάους με το κατ' εξοχήν ευρωπαϊκό λογοτεχνικό βραβείο είναι επειδή η Ευρώπη αναγνωρίζει μέσα στο έργο του τον εαυτό της, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της και όχι επειδή ο συγγραφέας φαντασιώνεται τον εαυτό του στην Ευρώπη για να επιστρέψουμε στα καθ' ημάς και φτιασιδώνεται κουτοπόνηρα για τη θριαμβευτική υποδοχή του.
Κώστας Κατσουλάρης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις