0
Your Καλαθι
Το θήλυ και το ιερό ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Υπάρχει ή όχι μια έννοια του ιερού, η οποία φέρει τα αποκλειστικά χαρακτηριστικά του θήλεος; Ποιά είναι η θέση του θήλεος μέσα στις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες, τον ιουδαϊσμό, το χριστιανισμό και τον ισλαμισμό;
Πώς αναδύεται η ισότητα του θήλεος στο βουδισμό, στον κομφουκιανισμό, στον τατοϊσμό και τις ανιμιστικές θρησκείες της Αφρικής; Αν αληθεύει ότι οι γυναίκες αφυπνίζονται κατά την καινούργια χιλιετία, ποιά πρέπει να είναι η βαθύτερη σημασία αυτής της αφύπνισης;
Σ' αυτά τα ερωτήματα επιχειρούν να δώσουν έγκυρες απαντήσεις οι δύο εξέχουσες εκπρόσωποι της σύγχρονης γαλλικής διανόησης, η Κατρίν Κλεμάν και η Τζούλια Κρίστεβα, καλύπτοντας ένα ευρύτατο φάσμα αναζητήσεων, ψυχολογικών, κοινωνιολογικών, φιλοσοφικών και θρησκειολογικών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τι είδους βιβλίο είναι Το Θήλυ και το Ιερό; Οι εκδότες του προτιμούν τον όρο «επιστολική αφήγηση» και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν έχουν άδικο. Γιατί το σημαντικότερο ίσως επίτευγμα του βιβλίου είναι ότι οι σπουδαίες αυτές κυρίες της διανόησης χωρίς απαραιτήτως να το επιδιώκουν ήρθαν με αυτή την «απόπειρά» τους να εξερευνήσουν (όπως ο Μπυτόρ) χώρους κρυφούς και ανεξερεύνητους της λογοτεχνίας: αν ο Laclos με τις Επικίνδυνες σχέσεις προσπάθησε να χαλιναγωγήσει το μυθιστόρημα στα όρια των επιστολών, η Τζούλια Κρίστεβα και η Κατρίν Κλεμάν κατόρθωσαν να απελευθερώσουν την αφήγηση μέσα από το δοκίμιο με τη μεταξύ τους αλληλογραφία.
Οι δύο φωνές αυτού του βιβλίου ανήκουν σε δύο εξέχουσες προσωπικότητες του σύγχρονου στοχασμού που μοιράζονται τη μαθητεία πλάι στον Ζακ Λακάν και τη δημιουργική εμπλοκή σε ζητήματα της διανόησης, της γραφής και του λόγου από πολλές ξεχωριστές θέσεις (της ψυχανάλυσης, της λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας). Με διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές καταβολές η Κρίστεβα είναι βουλγαρικής καταγωγής και χριστιανή ορθόδοξη ενώ η Κλεμάν γέννημα θρέμμα της Γαλλίας και εβραία το θρήσκευμα και συχνά απόψεις, οι πορείες τους διασταυρώνονται καθώς διανύουν πια την τρίτη δεκαετία της ζωής τους. Τότε είναι που μοιράζονται επίσης τα βιώματα του Μάη του '68 από την όχθη των «επαναστατημένων».
Τριάντα χρόνια αργότερα η πρόκληση μιας εκ βαθέων συν-διάλεξης γύρω από ένα θέμα εξαιρετικά δυσπρόσιτο όσο και ενδιαφέρον τίθεται επί τάπητος από την Κρίστεβα: «Υπάρχει μια έννοια του ιερού αποκλειστικά θηλυκή; Ποια θέση κατείχαν οι γυναίκες στην Ιστορία που χρονολογείται από τη γέννηση του Ιησού και μετά, ποια θέση υπάρχει γι' αυτές δύο χιλιάδες χρόνια μετά; Τι συμβαίνει με το θήλυ στις θρησκείες του ιουδαϊσμού, του βουδισμού, του κομφουκιανισμού, του ταοϊσμού, του ισλαμισμού, στις ανιμιστικές θρησκείες της Αφρικής και αλλού;»
Μέσα από την αλληλογραφία τους προβάλλουν εκφάνσεις του ιερού «παραβατικές», όπως η γυναικεία έκσταση, «αμφιλεγόμενες», όπως η εμπειρία της μητρότητας και το ίδιο το γυναικείο σώμα, αλλά και «αυτονόητες», όπως η αγάπη. Η Τζούλια Κρίστεβα εμμένει ας μην ξεχνάμε ότι είναι χριστιανή ορθόδοξη στη μορφή της Παναγίας ως της πιο γνήσιας έκφρασης μιας ιερότητας που πραγματώνεται στη μητρική αγάπη. Από την άλλη, η Κλεμάν, επηρεασμένη από τις εμπειρίες της παραμονής της σε διάφορες χώρες του κόσμου, υπεραμύνεται των γυναικών που «υπηρετούν την έννοια του ιερού με μεγαλύτερη εξυπνάδα απ' ό,τι εμείς (δηλαδή, οι Γαλλίδες): στην Ινδία, στην Αφρική, ακόμη και στην Αυστρία».
Οι εμπειρίες και οι προσωπικές στιγμές των δύο γυναικών διεισδύουν αβίαστα στη συλλογιστική τους ενώ παρεμβάλλονται και εμπλέκονται ουσιαστικά (στον διάλογό τους) ένα πλήθος πρόσωπα και θέματα που απασχολούν τις ίδιες και την επικαιρότητα στο διάστημα που αλληλογραφούν: η Ντυράς, ο Βολταίρος, ο Καντ, η Μήδεια, ο Νίτσε, ο Κ. Λ. Στρος, ο Κίρκεγκορ, ο Κερουμπίνι, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, η Κάλλας κ.ά. Παράλληλα μας επιτρέπουν να «βιώσουμε» τις συναισθηματικές και ψυχικές μεταπτώσεις τους είτε σχετίζονται με τον διάλογό τους είτε όχι και να «κρυφακούσουμε» τον εύστοχο σχολιασμό τους για τις αποστολές π.χ. του πράκτορα της οθόνης Τζέιμς Μποντ και τον θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνας.
Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την οξύτητα και τη διαύγεια του πνεύματος της Κρίστεβα, το διακριτικό της χιούμορ και την καυστικότητα, τις χωνεμένες γνώσεις της. Παρόμοιες είναι η οξύτητα και η διαύγεια της παρορμητικότητας και της εκπαιδευμένης ευαισθησίας της Κλεμάν, αφοπλιστικά «καθημερινή» και ταυτόχρονα πολυσπερμική η «γονιμοποίηση» από μέρους της των εξωτερικών ερεθισμάτων.
Το όλο εγχείρημα, όπως και οι ίδιες παραδέχονται, θα ήταν εξαιρετικά φιλόδοξο αν προσπαθούσαν να εξαντλήσουν ένα θέμα τόσο ευρύ και απαιτητικό. Η συμβολή αυτής της προσέγγισής τους εντοπίζεται πολύ περισσότερο στον «αρχιτεκτονικό σχεδιασμό» ενός «οικοδομήματος» εκτός μεθοδολογίας, που διαθέτει προσωπικό λόγο, συγκίνηση και θεατρικότητα, αρετές σπάνιες δηλαδή που θα ζήλευε και ένα καλό μυθιστόρημα.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 08-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε ένα μεγάλο χωριό της Σενεγάλης, κάπου τριάντα χιλιόμετρα έξω από το Ντακάρ, γίνεται ένα καθολικό προσκύνημα προς τιμήν της Μαύρης Παρθένου. Στην ελάχιστη σκιά που προσφέρουν λίγα καχεκτικά δεντράκια, απέναντι από ένα βάθρο όπου τελούν από κοινού λειτουργία οι επίσκοποι της Σενεγάλης και χοροστατεί ο Καρδινάλιος του Ντακάρ, κάπου ενενήντα χιλιάδες πιστοί συνωστισμένοι, με σαράντα βαθμούς υπό σκιάν.
Δίπλα από την Αγία Τράπεζα, η εξέδρα των επισήμων, ανάμεσα στους οποίους και μια Γαλλίδα σύζυγος διπλωμάτη: η Catherine Clement. Ξαφνικά, μεσ' από το πλήθος ακούγονται διαπεραστικά ουρλιαχτά: είναι η φωνή μιας γυναίκας. Νοσοκόμοι πετάγονται από κάπου, δένουν γερά στο φορείο τη γυναίκα που ουρλιάζει κι εξαφανίζονται. Δέκα λεπτά αργότερα πάλι το ίδιο και στη διάρκεια των δύο ωρών της λειτουργίας το μοτίβο επαναλαμβάνεται με σταθερό ρυθμό: ουρλιαχτά γυναικών, νοσοκόμοι, φορείο, μεταφορά. Μια λέξη στριφογυρίζει στο μυαλό της Γαλλίδας: έκσταση! Κάποια στιγμή, στρέφεται προς τον Αφρικανό επίσημο που στεκόταν δίπλα της σφιγμένος μέσα στη στολή του. Εκείνος της ψιθυρίζει χαμογελώντας συγκαταβατικά: «Κρίσεις υστερίας· συνηθισμένο φαινόμενο!».
Με αυτό το παραστατικό επεισόδιο διαλέγει η Catherine Clement να ξεκινήσει μια αλληλογραφία με την Julia Kristeva πάνω στη σχέση του θήλεος και του ιερού, ιδέα μάλλον της τελευταίας, όπως φαίνεται από τον πρόλογο του βιβλίου, που αναπτύσσεται πάνω στα ίχνη μιας κοινής αναζήτησης και μιας μακρόχρονης προσωπικής σχέσης.
Δύο μεγάλα ερωτήματα διασταυρώνονται εδώ, όπως οι δύο γυναίκες θα το θέσουν ρητά εξαρχής: το πρώτο αφορά την ίδια την αινιγματική έννοια του ιερού, που δεν είναι ούτε η «θρησκεία ούτε το αντίθετό της... αλλά η εμπειρία εκείνη που οι θρησκείες τόσο πολύ προστατεύουν όσο και εκμεταλλεύονται, το σημείο όπου διασταυρώνονται η σεξουαλικότητα και η σκέψη, το σώμα και η αίσθηση»· το δεύτερο αφορά ακριβώς τη γυναικεία ταυτότητα, σε μια στιγμή όπου αναδύεται πανίσχυρος ένας λόγος περί της γυναικείας αφύπνισης εν όψει της ερχόμενης χιλιετίας και τίθεται το ερώτημα του «ποια θα μπορούσε να είναι η βαθύτερη σημασία αυτής της αφύπνισης, αυτού του πολιτισμού» (σ. 16).
Το παραπάνω επεισόδιο, που η Clement περιγράφει στην πρώτη της επιστολή του 1996, είναι λοιπόν κρίσιμο, όχι μόνο επειδή συνδέει καταστατικά τις γυναίκες με το ιερό αλλά επειδή επιπλέον εγγράφει τούτη τη σχέση μέσα σε ένα ολόκληρο δίκτυο αντιθέσεων μέσα στο οποίο και μόνο μπορεί αυτή να σημασιοδοτηθεί. Υπάρχει εν πρώτοις ένας αποικιακός πολιτισμός κι ένας αποικιοκρατούμενος πολιτισμός· υπάρχει μια επίσημη τελετουργική θρησκεία, με όλα τα τυπικά εχέγγυα του θεσμού, και μια λαϊκή παράφορη ανταπόκριση που δίνει μια ολωσδιόλου διαφορετική διάσταση στο θρησκευτικό συμβάν· υπάρχει ακόμη ένας «ανδρικός» κι ένας «γυναικείος» τρόπος συμμετοχής, στον οποίο διακυβεύεται μια διαφορετική σχέση με το σώμα και με τους τρόπους ομιλίας του· υπάρχει τέλος μια παράδοξη διασταύρωση των λόγων, όταν το θέσει αποικιοκρατικό υποκείμενο υιοθετεί τρόπους ερμηνείας που διαρρηγνύουν τα παραδοσιακά εξηγητικά του πλαίσια, ενώ το θέσει αποικιοκρατούμενο υποκείμενο υιοθετεί το πλαίσιο εξήγησης που του προσφέρει η επιστήμη των κυριάρχων.
Αν τώρα μεταφερθούμε από αυτή την πρωταρχική σκηνή στο φιλολογικό τόπο της αλληλογραφίας που ξετυλίγεται μπροστά μας στη διάρκεια είκοσι πέντε αμοιβαίων επιστολών σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους, θα διαπιστώσουμε όλως παραδόξως αυτά τα χιάσματα να αναπαράγονται στις ρητορικές θέσεις των δύο συνομιλητριών - και δεν είναι σαφές αν οι ίδιες έχουν επίγνωση του γεγονότος.
Μέσα από τις μακρόχρονες επαγγελματικές περιπλανήσεις της και τις συνεχείς αλλαγές τόπων, η Catherine Clement ανοίγεται βιωματικά και υιοθετεί την αποκεντρωμένη οπτική που τίθεται εκτός του δυτικού πολιτισμού, από τον οποίο προέρχεται: η εμπειρία των γυναικών της Αφρικής, των αφροαμερικανικών λατρειών, της Ινδίας, που έχει γνωρίσει από τόσο κοντά, των παραγκωνισμένων παραδόσεων σμίγει μ' εκείνη των «υστερικών» γυναικών από τις λαϊκές τάξεις της Ευρώπης που περιέγραψαν ο Σαρκό και ο Φρόιντ και, μέσα στη ρητορική της, αναδεικνύονται σε ισάριθμες φωνές κριτικής ενός πολιτισμού ταξικού, αποικιοκρατικού και λογοκρατούμενου - και όχι λιγότερο, βεβαίως, πατριαρχικού και μονοθεϊστικού. Στη ρητορική της Clement, λοιπόν, η σύνδεση του γυναικείου κόσμου με το ιερό αναδεικνύεται (ακόμη και όταν αυτό δεν λέγεται τόσο άμεσα) ως ο τόπος στον οποίο αρθρώνεται μια στρατηγική πολιτισμικής αντίστασης εκείνου που είναι πληβειακό, μη ιεραρχικό, σωματικό, μιαρό, επισήμως αποκλεισμένο..
.
Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε τη θέση από την οποία η Catherine Clement έρχεται. Γαλλίδα, ιουδαϊκής καταγωγής, γέννημα μιας μητροπολιτικής ακαδημαϊκής παράδοσης και πρώιμα πιασμένη (όπως και η συνομιλήτριά της άλλωστε) στη γοητεία «πατρικών» μορφών, όπως ο Lacan και ο Levi-Strauss, ξεκινάει από την καρδιά της παράδοσης που μπορεί να λογίζεται ως ιουδαιοχριστιανική και διαφωτιστική, δηλαδή τα πιο ισχυρά σημεία ταυτότητας του κυρίαρχου πολιτισμικού μοντέλου της Δύσης. Η κίνησή της πρέπει να θεωρηθεί λοιπόν ως κεντρόφυγη, και αυτό έχει έννοια τόσο στο άμεσο γεωγραφικό επίπεδο όσο και στο συμβολικό ή πολιτισμικό.
Αντίθετα, η κίνηση της Kristeva μπορεί να χαρακτηριστεί απ' όλες τις απόψεις ως κεντρομόλος: Βαλκάνια και ορθόδοξη εκ καταγωγής (γεννήθηκε στη Βουλγαρία), έρχεται από ένα πολιτισμικό περιβάλλον που μόνο με πολύ προβληματικούς όρους εντάσσεται στον κορμό του κυρίως ευρωπαϊκού πολιτισμού και οπωσδήποτε, πάντως, στην περιφέρειά του. Όσοι έχουν από παλιά παρακολουθήσει το έργο αυτής της συγγραφέως, θα δουν εδώ, σε τούτη την αλληλογραφία, να αναπαράγονται όλοι οι κοινοί τόποι και οι ρητορικές καταχρήσεις με τις οποίες τους αρθρώνει ακούραστα εδώ και τρεις δεκαετίες.
Η εμμονή της να πορθήσει τα κάστρα της δυτικής παιδείας, να υιοθετήσει με άκριτη αυταρέσκεια έναν τύπο ορθολογικότητας που έχει από καιρό γίνει προβληματικός για τους πιο υποψιασμένους εκπροσώπους του, να υπερασπιστεί κατ' επέκταση τους πυρήνες και τα σύμβολα (ας πούμε, η Παρθένος Μαρία, αρχετυπική πατριαρχική κατασκευή της θηλυκότητας) μιας μονοθεϊστικής ιδεολογίας, η οποία στάθηκε το μυστικό απόθεμα ισχύος του ιμπεριαλιστικού ιδιώματος που μιλούσε ανέκαθεν η δυτική εθνότητα, ή ακόμη -για να το πούμε με έναν «άγριο» ψυχαναλυτικό χαρακτηρισμό- να γίνει η αντάξια και παθητική κόρη του Πατέρα, όλο αυτό το πεισματικό και αντιφατικό εγχείρημα της Kristeva μοιάζει ειρωνικά με την πολιτισμική ενδοτικότητα του Αφρικανού αξιωματούχου που με γνήσια επιστημονική ανωτερότητα ψιθυρίζει: «Κρίσεις υστερίας· συνηθισμένο φαινόμενο!».
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/07/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις