0
Your Καλαθι
Το αγαπημένο παιχνίδι
Περιγραφή
Στο Αγαπημένο Παιχνίδι, ο Κοέν αναδεικνύεται μαιτρ της αφήγησης, ιδιοφυής νοσταλγός, και σκληρά συμπονετικός, όπως ο Νέλσον Όλγκρεν. Οι εναλλγές της ψύχραιμης, εποπτευτικής ματιάς και της φορτισμένης με λεπταίσθητη συγκίνηση νοσταλγίας είναι συναρπαστικές. Βολικά χωρισμένο σε τέσσερα βιβλία, το μυθιστόρημα απλώνεται σε δύο δεκαετίες, από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 έως τα τέλη της δεκαετίας του 1950, και ιστορεί τις φάσεις της διάπλασης και της διαμόρφωσης ενός ποιητή που είναι εραστής της ζωής, λάτρης αθεράπευτος του κάλλους, καταγραφέας των ψυχικών και πνευματικών διακυμάνσεων, παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του, σε μιαν εποχή ραγδαίων αλλαγών (πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών, πολεοδομικών). Τα τέσσερα βιβλία παρακολουθούν τέσσερις περιόδους της ζωής του Λόρενς Μπρίβμαν (παιδική ηλικία, εφηβεία, πρώτη νιότη, ενηλικίωση) που όλες είναι διάστικτες από τον ερωτικό πόθο, τη λαχτάρα για γνώση, και κυρίως για έκφραση αυτής της γνώσης, για μια ποιητική του βίου.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο τραγουδοποιός/ποιητής Λέοναρντ Κοέν (1934), σε πείσμα του κανόνα, έγραψε μόνο δύο, και μάλιστα αξιόλογα, αφηγηματικά βιβλία μεταξύ του 1963 και 1966: το ανά χείρας αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα και το ανέκδοτο παρ' ημίν Θαυμάσιοι αποτυχημένοι. Και αυτά ήταν αρκετά για να τον κατατάξουν, οι Ευρωπαίοι κυρίως, στη χορεία των ιδιαίτερων λογοτεχνικών φωνών.
Ο Καναδός, εβραϊκής καταγωγής, τροβαδούρος, είχε αναμφίβολα και τη στιχουργική ως δεύτερο εκφραστικό όπλο, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να συνεχίσει και τη συγγραφική του καριέρα, κάτι που δεν το θέλησε. Μετρημένος, όπως και στα λιτά, ρεμβώδη τραγούδια του, δεν ζήτησε από τον εαυτό του περισσότερα από αυτά που ένιωθε να τον αντιπροσωπεύουν απόλυτα. Σπάνιο φαινόμενο στον καλλιτεχνικό χώρο, όπου οι δημιουργοί παράγουν αλλοτριωμένοι, έχοντας απολέσει τη συνείδησή τους από τη βία της αγοράς.
Το Αγαπημένο παιχνίδι (που στην ελληνική έκδοση υποστηρίζεται, εκτός από την αποδοτικότατη μετάφραση της Χίλντας Παπαδημητρίου, και από μια εισαγωγή ιδιαίτερης θερμοκρασίας του Γ. Ι. Μπαμπασάκη), είναι μία πλάγια αυθιστόρηση που διεκδικεί μια θέση παρτιτούρας στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λογοτεχνικού είδους.
Γιατί στις σελίδες της η ποιητική γλώσσα συναντά ευδόκιμα το μουσικό βηματισμό, τη διανοητική ευστροφία και το διεισδυτικό βλέμμα, προτείνοντας ένα ήθος που δεν το συναντάς εύκολα στη ρομαντική πρόζα της αυτοβιογραφίας.
Πολλοί επώνυμοι, διανοούμενοι και μη, προσπάθησαν να υπηρετήσουν τη συγκεκριμένη γραφή, αλλά, εδώ που τα λέμε, λίγοι τα κατάφεραν. Μην κοιτάτε που οι περισσότεροι αποδέκτες των έργων αυτών αναζήτησαν εν πολλοίς στις σελίδες τους φιλολογικά ή και απλώς ηδονοθηρικά την πληροφορία, το σκάνδαλο, και όχι το λογοτεχνικό στοιχείο, αναγάγοντας έτσι το τετριμμένο σε αξία.
Η εξομολογητική γραφή είναι μεγάλος Γολγοθάς και βάζει τρικλοποδιές καμιά φορά και στους ταλαντούχους αλλά όχι ευφυείς (υπάρχει και αυτή η κατηγορία συγγραφέων). Ισως ένας από τους λόγους της αποτυχίας κάποιων εγχειρημάτων οφείλεται στο εξής: ο αφηγούμενος πιστεύει ότι μπορεί να εμμείνει στην όποια αλήθεια των βιωμάτων του και δεν ανοίγεται ευρύτερα στον ορίζοντα του σωτήριου ψεύδους της αναπαράστασης. Παρ' ότι, στην πραγματικότητα, επειδή όλα είναι «ιστορίες» προς αφήγηση, θα έπρεπε κανείς να αντιλαμβάνεται και τη μνημονική πράξη ως μία ακόμα αφορμή για μυθοπλασία.
Θέλω να πω ότι πολλοί αυθιστορώντας (έστω μέσω τρίτου, κεκαλυμμένα, όπως ο Κοέν) έχουν την εντύπωση πως εξυπηρετούν κάποια αντικειμενικότητα, μιας μορφής Ιστορία προς την οποία οφείλουν, τάχα, να είναι συνεπείς, και έτσι μπλοκάρονται.
Ο Κοέν, ένας καλλιτέχνης με γνήσια ποιητική αίσθηση των πραγμάτων, ναι μεν αφήνεται να παρασυρθεί από τις αναμνήσεις του, αλλά υπό προϋποθέσεις. Με τη λογοτεχνία παρούσα και ελέγχουσα, πετυχαίνει τη χρυσή τομή. Μπορεί, δηλαδή, να θυμάται και να παίζει ταυτόχρονα, έχοντας συνεχώς συνείδηση του ανοιχτού, όσο και επικίνδυνου, διαλόγου της ποιητικής του διάθεσης με το χωρόχρονο.
Ο ευφυής Εβραιοκαναδός ανατρέχει μέσα από τέσσερα κεφάλαια στη ζωή του, χρησιμοποιώντας τριτοπρόσωπη αφήγηση και τους ρυθμούς μιας μπαλάντας. Η γραφή του, έξυπνα αφοριστική όσο και συγκρατημένη, στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης, λυρική, μιλάει για τρεις δεκαετίες ζωής. Από τη δεκαετία του '30 μέχρι και αυτήν του '60 η ενηλικίωση, οι ερωτικές εμπειρίες, οι υπαρξιακές αγωνίες, οι κοινωνικές και αισθητικές ανησυχίες καταγράφονται χρωματικά από ένα σίγουρο χέρι.
Η φωνή που ακούμε ξέρει τι σημαίνει απόχρωση, υπαινιγμός, διφορούμενο, ειρωνεία, αυτοσαρκασμός. Ο ήρωας Μπρίβμαν, περσόνα βέβαια του Κοέν (με αυτό το χαρακτηριστικό, στα αγγλικά, όνομα) «αναπνέει» με τις συγκοπές που χρειάζεται ο ποιητικός λόγος, η εκφορά μιας συγκεκριμένης γλώσσας με τους δικούς της συνειρμικούς αιφνιδιασμούς.
Ο Κοέν σκέπτεται πρώτα σαν ποιητής και μετά αναλαμβάνει να θυμηθεί, έχοντας συλλάβει τη γραφή ως μία αναπεπταμένη διαδικασία σε οντολογικά πλαίσια. Οπότε «θυμάται τη γλώσσα» πριν από οτιδήποτε άλλο. Να γιατί πετυχαίνει σε αυτό το ανάλαφρο, όσο και ιριδίζον κείμενο: με γλώσσα αφαιρετική αλλά και όσο χρειάζεται ρεμβαστική, ανασυνθέτει εσωτερικούς και άλλους πίνακες με την ευγλωττία εκείνου που γνωρίζει εξαρχής τι σημαίνει η λέξη «ποιώ».
Το διπλό του αναμνηστικό ταξίδι ( γλώσσα και βίωμα) αποδίδει εύγευστους καρπούς καθώς η αφήγηση χορδίζεται σε κλίμακες ρευστές, τρυφερές και σκληρές, πετυχαίνοντας μικρές όσο και κρυστάλλινες ωδές στο ασήμαντο που ξέρει να μεταμορφώνεται σε μείζον. Ταυτόχρονα, η φυλετικής καταγωγής οξύνοια και ειρωνική ανατρεπτικότητα του αφηγητή εισάγει τον χιουμοριστικό συντελεστή με τρόπο οξύ και λυτρωτικό, δίνοντας στα πράγματα την ευλυγισία που χρειάζονται.
Το ιστορικό πλαίσιο, στα κρίσιμα χρόνια που περιλαμβάνει η εξιστόρηση, αιμοδοτεί μεν αλλά και δεν γίνεται μια βασανιστική σκιά ώστε να εκτοπίσει τον εσωτερικό απολογισμό. Γιατί ο Κοέν ενδιαφέρεται, και καλά κάνει, για τη μία και μοναδική περιπέτεια της ατομικότητας, αφήνοντας την Ιστορία στο δικό της αυτισμό.
Εντούτοις αυτή η κινητική ματιά δεν αφήνει τίποτε έξω από το πεδίο της. Και η πολιτική μπαίνει στο χορό γιατί ο ανήσυχος, νεαρός κάποτε Κοέν μέχρι και από τον στρατευμένο Μαρξισμό πέρασε μέχρι να καταλήξει να υπηρετεί τον προσωπικό του λόγο, χωρίς προγράμματα.
Η πρόζα και ο στίχος του Κοέν πέρασαν μέσα από την εξαιρετική εκείνη αισθητική που καλλιέργησε ο μεταπόλεμος σε Ευρώπη και Αμερική. Μεγαλώνοντας σε μία ατμόσφαιρα σπουδαίων πειραματισμών και εκφραστικών αναζητήσεων, όπου τα πάντα περνούσαν μέσα από νέα φίλτρα, ο Κοέν βρήκε το στίγμα του αντλώντας ερεθίσματα από τις συγκλίσεις μιας κουλτούρας πριν από την παγκοσμιοποίησή της. Γέρνοντας με την πιο στοχαστική πλευρά της προσωπικότητάς του προς το ευρωπαϊκό spleen, τη μελαγχολία (αν και δεν του λείπει η χαρά της απόλαυσης), έχει γίνει πιο δημοφιλής στη γηραιά ήπειρο παρά στην ευρύτερη αγγλόφωνη πατρίδα του. Καίτοι από την τελευταία έχει δανειστεί πολλούς ήχους και αποχρώσεις μοναδικών φωνών της.
Το Αγαπημένο παιχνίδι, συν τοις άλλοις, είναι ένα υπόδειγμα ύφους όσον αφορά τη νεανική του ανατρεπτικότητα, τον τρόπο με τον οποίο μια φρέσκια συνείδηση προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο μέσα από ένα «παιχνίδι» αγάπης και άπωσης. Οταν γράφτηκε, η ορμητικότητα της αμφισβήτησης «χωρίς αιτία» περνούσε σε καινούργια φάση, και ο Κοέν ήταν ένας από τους πιο σοβαρούς εκπροσώπους της, χωρίς να είναι πολύ νέος. Ωστόσο η αφή του έχει κάτι αέρινο, κλειστό και ενδοτικό ταυτόχρονα, μια χροιά που χαρακτηρίζει τη νεανική στάση απέναντι σε όλα. Ιδιαίτερα μπροστά στο ερωτικό, προς χάριν του οποίου, από ένα σημείο και μετά, νομίζεις ότι έχουν γεννηθεί οι λέξεις του βιβλίου.
Οντως, η γυναίκα βρίσκεται συνεχώς στο κέντρο και γύρω της δορυφορούν τα πάντα. Ο Κοέν βρίσκει έναν ιδιαίτερο τρόπο να την πλησιάσει, χωρίς προκαταλήψεις, άμεσα, ειρωνικά ενίοτε, όπως και λατρευτικά. Σε μια γυναίκα, εξάλλου, διηγείται τη ζωή του ο αφηγητής σαν να απολογείται.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/07/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις