0
Your Καλαθι
Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα 1875-1881
Από τις επαναστάσεις Βοσνίας - Ερζεγοβίνας στην ενσωμάτωση της Θεσσαλίας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Νηφάλια και αντικειμενική μελέτη της ελληνικής διπλωματικής ιστορίας που ξεφεύγει από την παραδοσιακή θεώρηση που την περιόριζε στο επίπεδο των σχέσεων του ελληνικού βασιλείου με τις Μεγάλες δυνάμεις και εξετάζει τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Βαλκανική σε συνάρτηση με τον πανελλήνιο αγώνα για απελευθέρωση και εθνική αποκατάσταση. Είναι αξιοσημείωτο το ότι σ' ένα βιβλίο που αναφέρεται βασικά στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδος κατά την Ανατολική Κρίση του 1875-1878 γίνεται τόσο ευρύς λόγος για τη Μακεδονία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αποτελεί αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση του αγγλικού Greece and the Eastern Crisis, 1875-1878 (Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ, 1977), που είχε τιμηθεί από την Ακαδημία Αθηνών και είχε αποσπάσει λαμπρές κριτικές σε διεθνές επίπεδο. Αν η εμβέλεια και η σημασία ενός έργου κρίνονται και από τον αριθμό των παραπομπών σε αυτό στη διεθνή βιβλιογραφία, τότε το βιβλίο του Ευ. Κωφού θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σταθμός για την ελληνική διπλωματική ιστορία της περιόδου 1875-1878. Διαβάζοντάς το παρατηρεί κανείς ότι το κείμενο διατηρεί ακέραια τη φρεσκάδα που είχε εδώ και 25 χρόνια. Παράλληλα καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρο για τα Βαλκάνια των αρχών του 21ου αιώνα. Η βαθιά κρίση που συγκλόνισε τη Βαλκανική κατά την κρίσιμη δεκαετία 1990-2000, και σε πολλές περιπτώσεις συνεχίζεται ως τις μέρες μας, επανέφερε κατά οδυνηρά επιτακτικό τρόπο την ανάγκη κατανόησης των διαδικασιών που οδήγησαν στον σχηματισμό των βαλκανικών κρατών κατά τον 19ο αιώνα. Θα μπορούσε εξάλλου να λεχθεί ότι η περίοδος που εξετάζει ο συγγραφέας υπήρξε η πλέον καθοριστική για τη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής μπροστά στα διλήμματα της νέας εποχής που άνοιγε τότε, λόγω των σημαντικότατων εδαφικών ανακατατάξεων που προκάλεσε. Αν μια χρονολογία αξίζει να συγκρατηθεί στη νεότερη ιστορία των Βαλκανίων, αυτή σίγουρα είναι το 1878.
Το βιβλίο ξεκινά με μια εισαγωγική εξέταση της κατάστασης και των διλημμάτων του Ελληνισμού κατά τις παραμονές της ανατολικής κρίσης. Αναφορά γίνεται τόσο στους Ελληνες του Βασιλείου όσο και στον Ελληνισμό της Διασποράς. Ο συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα τη σύγκρουση ανάμεσα στην «εθνική προσέγγιση» του ελληνικού ζητήματος από τους εκπροσώπους του ελλαδικού κράτους και στην «οικουμενική» θεώρηση του Πατριάρχη.
Ακολουθεί μια παρουσίαση των επαναστάσεων στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και της βουλγαρικής εξέγερσης καθώς και των επιπτώσεών τους στην Ελλάδα, όπως επίσης και της ώθησης που έδωσαν στις ελληνοσερβικές και ελληνοβουλγαρικές σχέσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν εδώ οι απαρχές του γνωστού σε όλους μας συνθήματος«Ελλάδα-Σερβία-Συμμαχία», που τόσο πολύ ακούστηκε κατά την πρόσφατη γιουγκοσλαβική κρίση της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα ο συγγραφέας μάς παρέχει μια πλήρη εικόνα για αυτό που θα ονομάζαμε «ελληνικά lobbies» της εποχής και τους μηχανισμούς κινητοποίησης των υπόδουλων ομογενών. Οι παράλληλες δραστηριότητες και ενέργειες των δύο κέντρων του Ελληνισμού, της Αθήνας και της Κωνσταντινούπολης, καθιστούν εμφανείς τις πολλαπλές δυναμικές και τα παράλληλα δίκτυα που ενεργοποιούνταν για την επίτευξη των εθνικών στόχων.
Ο συγγραφέας παρουσιάζει κατά απόλυτα τεκμηριωμένο τρόπο τις διαδικασίες που οδήγησαν την Ελλάδα στον πόλεμο, περιγράφοντας την εισβολή στη Θεσσαλία αλλά και τις εξεγέρσεις που η ανατολική κρίση πυροδότησε εκεί αλλά και στην Ηπειρο, στην Κρήτη και στη Μακεδονία.
Κορύφωση του βιβλίου αποτελεί το κεφάλαιο για τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και το Συνέδριο του Βερολίνου και τη θέση του Ελληνισμού στους υπολογισμούς των ισχυρών στη διεθνή σκακιέρα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η αξιολόγηση στην οποία προχωρεί ο συγγραφέας για τις επιπτώσεις του σημαντικού αυτού συνεδρίου στη μοίρα του Ελληνισμού. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι τη στιγμή που η Ρωσία φαίνεται να επιβάλλει τους όρους της στην Τουρκία, η Βρετανία δείχνει να αναζητεί στην Ελλάδα τον ρόλο «αναχώματος» στη «σλαβική πλημμυρίδα», ρόλο που ως τότε διαδραμάτισε η καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο συγγραφέας εμπλουτίζει και εδώ τον προβληματισμό του με εντυπωσιακές δηλώσεις βρετανών πολιτικών και διπλωματών κατά τους κρίσιμους μήνες Μάρτιο - Μάιο 1878. Στη συνέχεια παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο το «ελληνικό ζήτημα» - δηλαδή οι εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας - βοήθησε τους Βρετανούς να εκβιάσουν την Υψηλή Πύλη για την παραχώρηση της Κύπρου και πώς τελικά η εκχώρηση της Κύπρου στη Βρετανία μετέστρεψε τη βρετανική πολιτική, με σοβαρές επιπτώσεις στο «ελληνικό ζήτημα».
Ο συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη μια αξιολόγηση στη βάση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του Ελληνισμού, ξεπερνώντας τα περιθωριακά εδαφικά κέρδη. Το μικρό αδύναμο ελληνικό κράτος δεν είχε τη δυνατότητα αναχαίτισης του δυναμικού σλαβικού στοιχείου στα Βαλκάνια. Χρειαζόταν λοιπόν πίστωση χρόνου, που μόνο οι καλές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία μπορούσαν να εξασφαλίσουν. Συνέβη όμως το ακριβώς αντίθετο. Η λύση που επέλεξαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για το Κρητικό Ζήτημα επιδείνωσε περαιτέρω την κατάσταση.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται με αναφορά στις διαδικασίες της περιόδου 1878-1881 που οδήγησαν στην προσάρτηση της Θεσσαλίας και Αρτας. Παρουσιάζονται οι εξελίξεις στην Ανατολική Ρωμυλία, στη Μακεδονία, στην Κρήτη. Ενδιαφέρουσα είναι η εξέταση της περίπτωσης της Κύπρου και της πρώτης περιόδου της βρετανικής διοίκησης του νησιού, που στηριζόταν στη λογική «διαίρει και βασίλευε»: αφενός εποικισμός με μουσουλμάνους ώστε να ισοσκελιστεί κατά το δυνατόν η ελληνική - 1 προς 5 - πλειοψηφία του πληθυσμού και αφετέρου η εισαγωγή καθολικών Μαλτέζων για να «συγκρατούνται» οι Ελληνες.
Γενικά, οι διευθετήσεις που ολοκληρώνονται το 1881 άλλαξαν ριζικά την εικόνα της Βαλκανικής. Τα Βαλκάνια παύουν να είναι απλώς η σκακιέρα των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά βλέπουμε και τους περιφερειακούς παίκτες να ενεργοποιούνται και να διεκδικούν τον ρόλο που τους ανήκει. Για τον Ελληνισμό, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η προσάρτηση της Θεσσαλίας και η εμπειρία που αποκτήθηκε σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο θα αποτελέσουν το «εφαλτήριο» για την παραπέρα εθνική ολοκλήρωση.
Η σημαντική συμβολή του βιβλίου σε σχέση με άλλες αντίστοιχες μελέτες είναι ότι ξεπερνάει την παραδοσιακή προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους και αναφέρεται στους στόχους, στις επιδιώξεις, στα οράματα του Ελληνισμού στο σύνολό του. Ετσι οι στόχοι των «αλύτρωτων» Ελλήνων και η δυναμική τους παίζουν έναν κεντρικό ρόλο στην όλη σύλληψη του βιβλίου.
Ο συγγραφέας στηρίζει τη μελέτη του σε μια ενδελεχή μελέτη των πηγών, τόσο του αρχείου του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών όσο και ξένων αρχείων, κυρίως των αγγλικών. Στην παρούσα έκδοση φρόντισε να εμπλουτίσει το κείμενο με νέες πηγές, ενώ το χρονικό φάσμα της έρευνας επεκτείνεται ως το τέλος του αιώνα. Πιστεύω ότι το βιβλίο αποτελεί ένα έργο που πρέπει να βρει θέση στη βιβλιοθήκη κάθε μελετητή της νεότερης ιστορίας του Ελληνισμού αλλά και των Βαλκανίων. Η διεθνής αναγνώριση του έργου και η σωρεία θετικών κριτικών που έχει λάβει πιστοποιούν το κύρος μιας μελέτης απόλυτα τεκμηριωμένης, που αναφέρεται με «ψυχρή αντικειμενικότητα» σε μια «θερμή» περίοδο των εθνικών θεμάτων.
Η κυρία Μαριλένα Κοππά είναι λέκτωρ Βαλκανικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορεί το βιβλίο της «Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια, 19ος αιώνας. Τρεις και μία περιπέτειες».
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΟΠΠΑ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 28-07-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο του ιστορικού Ευάγγελου Κωφού αποτελεί απόδοση στα ελληνικά, με τις αναγκαίες βέβαια βιβλιογραφικές και άλλες προσθήκες και βελτιώσεις, της βραβευμένης από την Ακαδημία Αθηνών μελέτης του Greece and the Eastern Crisis, 1875-1878, που εκδόθηκε πριν από 25 και πλέον χρόνια (1975).
Οι συνταρακτικές αλλαγές που συντελέστηκαν στα Βαλκάνια την περασμένη δεκαετία (οι οποίες ίσως «δικαίωσαν» κατά τραγικό τρόπο τα στερεότυπα περί πυριτιδαποθήκης και «βαλκανιοποίησης» του γεωγραφικού αυτού χώρου) και μετέβαλαν εκ νέου τον πολιτικό χάρτη της περιοχής μετά την παγίωση συνόρων και καθεστώτων που διαμόρφωσαν οι μεταπολεμικές διευθετήσεις, καθιστούν το βιβλίο άκρως επίκαιρο και πολύτιμο ως ιστορικό υπόβαθρο.
Εάν η ιστορία επαναλαμβανόταν ως φάρσα ή τραγωδία δεν θα είχαμε παρά απλώς να κάνουμε με τους πρωταγωνιστές και την ταύτιση με τα δρώμενα επί της σκηνής, πράγμα άνευ περαιτέρω συνεπειών. Οι κινητήριες όμως δυνάμεις των ιστορικών αλλαγών, ενδεικτικά τα συγκρουόμενα συμφέροντα των κρατών, οι οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, οι ιδεολογίες, η κρατική ισχύς, η γεωπολιτική συνιστώσα κ.τ.λ., οι δυνάμεις δηλαδή που διαμορφώνουν καθοριστικά το διεθνή χάρτη, τις ισορροπίες στο διεθνές σύστημα, ασύμμετρες ή όχι, μολονότι λειτουργούν υπό την επίδραση νέων δεδομένων, εντός νέου εγχώριου και διεθνούς πλαισίου, παραμένουν «σταθερές». Γι' αυτό, η επίκληση της «ιστορίας» και η προσφυγή σ' αυτήν ως ερμηνευτικής μήτρας σε ένα βαθμό σύγχρονων εξελίξεων, υπερβαίνει τα όρια της ιστορικής αποτίμησης διότι αναπόφευκτα αθροίζεται και ενσωματώνεται στους τρόπους προσέγγισης και πρόσληψης των σημερινών προβλημάτων. Απ' αυτή την άποψη, η επιστημονική ιστορική ανάλυση είναι αναντικατάστατη και ως απομυθοποιητική διαδικασία και εθνική αυτογνωσία και ως ιχνηλασία συλλογικών και κρατικών στάσεων και συμπεριφορών.
Η περίοδος που καλύπτει το βιβλίο αναδεικνύει όλη την πολυπλοκότητα του Ανατολικού Ζητήματος (ζήτημα που κατ' ευφημισμόν ή αναλογία χρησιμοποιείται ωσάν ανεξίτηλο συνειδησιακό αποτύπωμα για να υποδηλώσει δυσεπίλυτα ή ανεπίδεκτα λύσεως προβλήματα του βίου μας) και την κατάσταση που επικρατούσε σε ολόκληρο τον Ελληνισμό στις παραμονές της Ανατολικής Κρίσης. Από την υπόθεση αυτή κερδισμένη βγήκε τελικά και η Ελλάδα με την ενσωμάτωση ορισμένων αλύτρωτων εδαφικών περιοχών στο μικρό και τύποις ανεξάρτητο ελληνικό κράτος (της Θεσσαλίας και της επαρχίας της Αρτας), πετυχαίνοντας κι αυτή να διαμοιραστεί ολίγα από τα δικαιούμενα ιμάτια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λίγο μετά το Συνέδριο του Βερολίνου του 1878, το οποίο και αποτέλεσε σταθμό στην ανέλιξη αρκετών βαλκανικών λαών. Τυχαίνει βέβαια στη διεθνή πολιτική ό,τι αποτελεί εθνικό «όραμα» για ένα λαό, θεμιτό ή αθέμιτο, εφικτό ή ανέφικτο, όπως η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, η οποία δημιουργούσε ένα μεγάλο βουλγαρικό κράτος με νότια όρια τη Θεσσαλονίκη, να θεωρείται εφιάλτης για άλλο λαό. Το Συνέδριο του Βερολίνου επέβαλε άλλες διευθετήσεις, που κι αυτές αποδείχτηκαν προσωρινές. Αλλά έτσι συμβαίνει στην Ιστορία.
Δεν θα είχε νόημα να υπεισέλθει κανείς στην ουσία των θεμάτων που διαπραγματεύεται ο Κωφός, πόσο μάλλον στην «αντοχή» των συμπερασμάτων του υπό το φως νέων ιστορικών ερευνών που έχουν μεσολαβήσει. Η σοβαρότητα των ζητημάτων αποκλείει εξ ορισμού επιφανειακές και επί τροχάδην κρίσεις. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμίσει κανείς είναι ότι η ενδελεχής και εξαντλητική αξιοποίηση ανέκδοτων αρχειακών πηγών (ελληνικών, βρετανικών, γαλλικών, αυστριακών και σερβικών), η επιστημονική και εξονυχιστική εξέταση κάθε πτυχής της ελληνικής δραστηριότητας και πολιτικής του Ελληνισμού πέρα από τα σύνορα του τότε εθνικού μας κράτους, καθιστά το βιβλίο θεμέλιο λίθο για κάθε ιστορική έρευνα και ερμηνεία της περιόδου αυτής. Και συνάμα εξόχως «διδακτικό» υπό την έννοια της υπόρρητης υπόμνησης ότι στη διεθνή σκηνή τα μικρά κράτη, όσο αδύναμα κι αν είναι, μπορούν να αποκομίζουν κέρδη από τη διεθνή συγκυρία υπό ορισμένους όρους, εάν είναι σε θέση να παίζουν σωστά τα όσα χαρτιά διαθέτουν στην επιδίωξη συγκεκριμένων και ρεαλιστικών στόχων.
Τέλος, θα ήταν σοβαρή παράλειψη εάν δεν τονιζόταν η υψηλή ποιότητα του εκδοτικού αποτελέσματος. Να υποθέσει κανείς ότι τέτοιες εκδόσεις είναι εφικτές μόνο με τη συνδρομή χορηγίας;
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΠΕΤΑΝΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις