0
Your Καλαθι
Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (το πρώτο μου ταξίδι) ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
85%
85%
Περιγραφή
28 Μαρτίου 1936. Ένα ταξίδι-πρόκληση. Ο Ζαν Κοκτώ μαζί με τον Μαρσέλ Χιλ επιχειρούν ξανά το Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες ακολουθώντας τα ίχνη του Φιλέα Φογκ και του Πασπαρτού, των διάσημων ηρώων του Βερν.
Ρώμη, Αθήνα, Κάιρο, Πεκίνο, Χονγκ-Κονγκ, Νέα Υόρκη, κάποιοι από τους εφήμερους σταθμούς. Πόλεις, τοπία και άνθρωποι εναλλάσσονται σε ένα καλειδοσκόπιο εικόνων, σχημάτων και χρωμάτων που γεφυρώνει τη γραφικότητα με την εκκεντρική ομορφιά, το όνειρο με την πραγματικότητα. Ιστορικά μνημεία και κακόφημες συνοικίες. Άρωμα μαστίχας και μύρου στις υπαίθριες αγορές. Το Κομπακίρ, η περίφημη συνοικία του έρωτα στην Αλεξάνδρεια. Ο γρύλος Σπόρος, το ξεχωριστό δώρο μιας Αμερικανίδας θαυμάστριας. Η συνάντηση με τον Τσάρλι Τσάπλιν, το οικείο θαύμα αυτού του ταξιδιού.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Ζαν Κοκτώ υπήρξε σε όλα του ποιητής. Και στην πρόζα του και στα κριτικά του κείμενα και στις ταινίες του. Είναι ποιητής κι εδώ, στα σύντομα, ακαριαία σχεδόν, ταξιδιωτικά του κείμενα που απαρτίζουν τον τόμο Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες.
Ο τίτλος παραπέμπει βέβαια στο πασίγνωστο μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, στον οποίο ο Κοκτώ αναφέρεται με ανυπόκριτο θαυμασμό, αφού το 1936, με τη συμπλήρωση 100 ετών από τη γέννηση του Βερν, ο συγγραφέας ως άλλος Φιλέας Φογκ και ο φίλος του Μαρσέλ Χιλ ως νεότερος Πασπαρτού αποφάσισαν να κάνουν το ίδιο περίπου ταξίδι με τον ήρωα του παλιού μυθιστορήματος, χωρίς φυσικά να έχουν βάλει κάποιο στοίχημα. Μολονότι όμως οι χρονοαποστάσεις στον Μεσοπόλεμο είχαν μειωθεί αισθητά σε σχέση με τον 19ο αιώνα, η έξαψη και η φαντασία παρέμεναν το ίδιο έντονες. Ηταν μια ευκαιρία να τιμήσουν οι δύο φίλοι τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Βερν και ο Κοκτώ να γράψει για λογαριασμό της εφημερίδας «Paris-Soir» τις εντυπώσεις του, οι οποίες θα αποτελούσαν και το υλικό του βιβλίου του.
Το ταξίδι είναι μακρύ και περιπετειώδες. Οι δύο φίλοι ξεκινούν στις 28 Μαρτίου από το Παρίσι με στόχο να επιστρέψουν στις 17 Ιουνίου, πριν από τα μεσάνυχτα, ώστε να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα των 80 ημερών. Πρώτος σταθμός τους η Ρώμη. Από εκεί πηγαίνουν στο Μπρίντιζι και με το πλοίο φτάνουν στον Πειραιά. Κατόπιν μεταβαίνουν στη Ρόδο και συνεχίζουν για την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, το Δέλτα του Νείλου, το Πορτ Σάιντ και το Αντεν. Ο επόμενος σταθμός τους είναι οι Ινδίες, κατόπιν η Σιγκαπούρη και έπειτα το Χονγκ Κονγκ. Στις 9 Μαρτίου, μέσα σε τέσσερις μόνο υπέροχες γραμμές, ο Κοκτώ δίνει όλη την ερημιά και τη θλίψη ενός μεσοπολεμικού ασιατικού λιμανιού: «Το μεσημέρι περιφέρουν το ξυλόφωνο μες στους διαδρόμους, που αναγγέλλει το μεσημεριανό. Από τα δεξιά μας πέρασε, ερχόμενο από την Κίνα, ένα γιγάντιο νεκρό φύλλο όρθιο πάνω στη θάλασσα, μια μούμια ιστιοφόρου».
Η μόνη ήπειρος που απομένει (αν εξαιρέσει κανείς την Αυστραλία) να επισκεφθούν είναι η Αμερική. Δεν διασχίζουν βέβαια όλη την ήπειρο αλλά ένα αρκετά μεγάλο τμήμα των ΗΠΑ: Χονολουλού, Σαν Φρανσίσκο, Χόλιγουντ, Γκραν Κάνιον, Νέα Υόρκη, Κόνεϊ Αϊλαντ. Ο Κοκτώ όμως κουβαλάει μαζί του τη Γηραιά Ηπειρο, γι' αυτό και στη λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης βλέπει το Μεγάλο Κανάλι της Βενετίας, όπου τώρα οι γόνδολες έχουν αντικατασταθεί από τα αυτοκίνητα της Κυριακής, τα οποία πλέουν αργά μέσα σε τούτο τον «πέτρινο κήπο». Υστερα από αυτόν τον «περίπλου», θα έλεγε κανείς ότι είναι αναπόφευκτο η επιστροφή του συγγραφέα στη Γαλλία να συνοδεύεται από ένα αίσθημα ανακούφισης.
Λυρικό μοντάζ
Τα κείμενα είναι σύντομα, ακαριαία σχεδόν, όπως και τα περάσματα του Κοκτώ από τις πόλεις και τους τόπους. Δεν υπάρχουν αναλυτικές περιγραφές, λείπει η αίσθηση του πανοράματος, όχι όμως και η αίσθηση του βάθους, όπου υποφώσκουν εικόνες ενός μακρινού χρόνου και αναδύονται εμπειρίες άλλων εποχών. Αλλά αυτές ακριβώς είναι που τον βοηθούν να οικειοποιείται το τοπίο και να το αναδημιουργεί. Αλλωστε τι μπορεί κανείς να δει και πόσα να αφομοιώσει από ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο μέσα σε 80 ημέρες; Ο Κοκτώ δεν μας παρουσιάζει μια μικρογραφία του πλανήτη αλλά το μοντάζ των εντυπώσεών του, των στιγμών, των ακαριαίων σκέψεων, των συλλήψεων και των συγκρίσεων που αφθονούν στα κείμενά του. Εχεις συχνά την εντύπωση πως μολονότι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά εξακολουθεί να βρίσκεται στη Γαλλία ή καλύτερα στο Παρίσι, πως αυτό που περιγράφει δεν είναι παρά οι παραθλάσεις του ή το λαμπερό μετείκασμά του, λες και οι εικόνες του κόσμου έρχονται σαν ανταύγειες από την αριστερή όχθη του Σηκουάνα και ο Κοκτώ τις μορφοποιεί και τις μετατρέπει σε μινιατούρες ενός φανταστικού μικροσύμπαντος.
Ρεπορτάζ-βιντεοκλίπ, θα λέγαμε, αλλά με πόση τέχνη, ευρηματικότητα και ποιητικότητα στημένο! Κανένα ρεπορτάζ ωστόσο δεν μπορεί να μην είναι χρονολογημένο. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ, με τη διαφορά ότι από το μικρό, το λίγο και το φαινομενικά ασήμαντο ο Κοκτώ ανασύρει ψήγματα αιωνιότητας, λάμψεις ενός κόσμου που συναρπάζει τον παρατηρητή και τον μετατοπίζει στα πεδία μιας ποιητικής την οποία ως τότε δεν την είχε καν υποπτευθεί. Αν κανείς αφήσει κατά μέρος τον ναρκισσισμό και την αναπόφευκτη - γι' αυτόν ειδικά τον συγγραφέα -, αν και αδιόρατη, υπεροψία, η οποία εκδηλώνεται κάποτε και με αυταρέσκεια, χάνεται μέσα σε τούτο το λυρικό μοντάζ και δεν θέλει να αφήσει το βιβλίο προτού φτάσει στην τελευταία σελίδα.
Η «αέρινη» Αθήνα
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι το βιβλίο είναι αρκετά «κινηματογραφικό», αφού ο συγγραφέας των Τρομερών παιδιών εκμεταλλεύεται την κινηματογραφική τεχνική, την οποία άλλωστε γνωρίζει άριστα. Ετσι κάθε πόλη είναι μία σεκάνς και κάθε στιγμή ένα πλάνο. Αλλά αυτός ο ιδιοφυής σε κάθε σελίδα έχει μία φράση τουλάχιστον που μόνο θαυμασμό σού προκαλεί: λ.χ., όταν γράφει «επιστρέφουμε στο Κάιρο, τον μεγάλο σκουπιδοτενεκέ που σκαλίζει ο Ανουβης με τα αυτιά σηκωμένα» ή όταν στη Ρόδο αισθάνεται «το πρώτο αεράκι από την Αίγυπτο: τη γρανιτένια μαντίλα που σκεπάζει το κεφάλι των θεών της». Υπάρχουν εικόνες απίστευτης ωραιότητας, όπως αυτή όπου ο συγγραφέας παρομοιάζει τον Παρθενώνα με ένα υπερκόσμιο κλουβί: «Κι έτσι, σιωπηλός, μαγνητισμένος, κοιτάζω το κλουβί που ξεπροβάλλει κάτω από τον αγκώνα της κοπέλας, το κλουβί όπου οι Αθηναίοι κρατούσαν φυλακισμένη την Αθηνά, την ακρίδα του ελληνικού βράχου». Κι ακόμη: «Ναι, όπως το Κολοσσαίο της Ρώμης βουλιάζει στραβά και κάτω από το φως της Σελήνης μου θύμιζε τη ναυτική πίστα του Νέου Τσίρκου, έτσι και πάνω στην Ακρόπολη, λουσμένη στο φως του ήλιου, νόμιζα ότι χιλιάδες φτερά τραβούν το σύνολο και το ξεκολλούν από τη βάση του».
Δεν είναι ίσως τυχαίο που τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου του ο Κοκτώ τις αφιερώνει στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο. Ενώ βρίσκει τη Ρώμη βαριά και ακίνητη, φαντάζεται την Αθήνα αέρινη, μετέωρη, έτοιμη να υπερυψωθεί πάνω από την Ακρόπολη, στον ουρανό ενός διάφανου σύμπαντος, όπου όλα είναι φωτεινά και ορατά.
Ο Κοκτώ είναι Ευρωπαίος και η κουλτούρα του βαθιά ποτισμένη από τον Παλαιό Κόσμο. Η περιγραφή, λ.χ., της συνάντησής του με τον Τσάπλιν μοιάζει με σενάριο ταινίας του ίδιου του Τσάπλιν. Και μολονότι θέλει να δείχνει πως αντιμετωπίζει με άνεση και τον Νέο Κόσμο, παρά τις θαυμάσιες και κάποτε οξείες παρατηρήσεις του, θυμίζει τον Φρόιντ που όταν πρωταντίκρισε τη Νέα Υόρκη είπε: «Ενα τεράστιο λάθος». Επιστρέφοντας στις 17 Ιουνίου στη Γαλλία ο πολυτάλαντος και εστέτ Κοκτώ είναι ευτυχής που γυρίζει εκεί. Φτάνοντας στη Χάβρη νιώθει ανακούφιση που άφησε πίσω του τις γιγάντιες μητροπόλεις των ΗΠΑ και γυρίζει στην Ευρώπη, όπου μπορεί κανείς εύκολα να βρει «μια συγκινητική πόλη, μια πόλη στα μέτρα του ανθρώπου».
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ
Το ΒΗΜΑ, 03/09/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις