0
Your Καλαθι
Οι φρουροί της αλήθειας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Τελευταίος επιζών μιας ξεπεσμένης οικογένειας βιομηχάνων ο Μπιλ επιστρέφει στην πόλη του που αργοπεθαίνει από την οικονομική ύφεση. Πιάνει δουλειά στην τοπική εφημερίδα. Στην επαρχιακή αυτή πόλη της Αμερικής δεν συμβαίνει ποτέ τίποτε. Ώς την ημέρα που ένας γέρος εξαφανίζεται και οι υποψίες πέφτουν στον γιο του το «κακό παιδί» της περιοχής. Τα ΜΜΕ στρέφουν την προσοχή τους στην ξεχασμένη πόλη που αρχίζει να ζει στο ρυθμό του βίαιου εγκλήματος που όλοι πιστεύουν πως έχει διαπραχθεί. Ο Μπιλ ξεκινά την έρευνά του. Τι κρύβεται πίσω από τις σιωπές, τα υπονοούμενα, τις φαντασιώσεις και εμμονές της τοπικής κοινωνίας; Είναι πράγματι σημαντικό να ανακαλύψει την αλήθεια, αν υποτεθεί ότι αυτή όντως υπάρχει; Η πόλη των βομηχανικών ερειπίων και των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων μετατρέπεται σε σύμβολο ενός έθνους που κινείται στο χείλος του μαρασμού και της παρακμής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μια σύγχρονη αμερικανική κωμόπολη σε κατάσταση οικονομικού μαρασμού είναι ιδανικός χώρος δράσης για μυθιστόρημα. Ένας τέτοιος οικισμός μπορεί να περιλαμβάνει, στην ευρύτερη περιοχή του, εγκαταλειμμένα εργοστάσια, μολυσμένα ποτάμια, τεράστιες χωματερές με βιομηχανικά απομεινάρια, πεδιάδες με ξεραμένα καλαμπόκια, σκονισμένα ταχυφαγεία, ύποπτα νυχτερινά μαγαζιά και άφθονα περιθωριακά και απελπισμένα άτομα. Επιπλέον σε τέτοια μέρη επικρατούν ακραία καιρικά φαινόμενα -καύσωνας το καλοκαίρι και παγετός τον χειμώνα- κι έτσι ο μεταβιομηχανικός ρομαντισμός του τεχνητού τοπίου ενισχύεται ακόμη περισσότερο. Δεν είναι παράξενο λοιπόν που ο ιρλανδός συγγραφέας Μάικλ Κόλλινς διάλεξε ένα τέτοιο προνομιακό σκηνικό για το μυθιστόρημά του Οι φρουροί της αλήθειας. Αλλωστε ο τριανταοκτάχρονος Κόλλινς ζει στις ΗΠΑ, εργάζεται στο Σιάτλ και, όπως φαίνεται από το βιβλίο του, έχει προλάβει να εσωτερικεύσει τα ήθη και τον τρόπο σκέψης που επικρατούν στη νέα του πατρίδα.
Οι φρουροί της αλήθειας είναι ένας τίτλος με διττή σημασία. Αφενός παραπέμπει στην αναζήτηση των αιτίων που οδηγούν κάποιες νησίδες ευημερίας στην παρακμή και στην απανθρωπιά. Αφετέρου σχετίζεται με την τοπική εφημερίδα Αλήθεια, στην οποία εργάζεται ο Μπιλ, ο νεαρός αφηγητής του μυθιστορήματος. Στο βιβλίο, η επιβίωσή της είναι ένα ζήτημα ζωής και θανάτου: αν κλείσει ή ενσωματωθεί σε κάποιο γιγάντιο συγκρότημα Τύπου, η μικρή πόλη θα σβηστεί από τις ανθρώπινες μνήμες. Η Αλήθεια ωστόσο είναι καταδικασμένη. Στην ανώνυμη κωμόπολη, που έχει σαρωθεί από την οικονομική ύφεση, σχεδόν τίποτε δραματικό δεν συμβαίνει και, όταν γίνεται κάποια ανατροπή τοπικής εμβέλειας, η τηλεοπτική ρεπόρτερ Λίντα Κάρτερ σπεύδει και αρπάζει την είδηση.
Ο Μπιλ ξέρει ποια είναι η θλιβερή πραγματικότητα, αλλά επιμένει να δίνει τον μάταιο αγώνα γιατί δεν του έχει μείνει κανένας άλλος λόγος για να παλεύει: είναι νέος και εύπορος, αλλά έχει ήδη περάσει πολλά και είναι βυθισμένος στην απογοήτευση. Έχει σπουδάσει δημοσιογραφία κατά τύχη και έχει επιστρέψει στη γενέθλια πόλη του για να αποφύγει την ένταση των μεγαλουπόλεων. Δεν έχει καταφέρει να πείσει τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε να τον παντρευτεί. Επιπλέον ο Μπιλ νιώθει εν μέρει υπεύθυνος για την κατάντια της μικρής πόλης, της ασήμαντης πια γενέτειράς του: ο παππούς του ήταν ένας από τους βιομήχανους που μετέτρεψαν την περιοχή από αγροτική σε βιομηχανική. Ο πατέρας του ήταν ένας άξιος επιχειρηματίας που φρόντισε αρχικά να μεταφέρει μέρος από τα κληρονομημένα εργοστάσια στη Νοτιοανατολική Ασία και ύστερα να χρεοκοπήσει.
Ο Μπιλ είναι καταθλιπτική προσωπικότητα και σκέφτεται συχνά την αυτοκτονία, αλλά κάποια στιγμή αχνοφαίνεται στον ορίζοντα μια ηλιαχτίδα ελπίδας: ένας γέρος εξαφανίζεται, οι υποψίες όλων πέφτουν στον βίαιο γιο του, τον Ρόνι Λότον, και τα τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας στρέφονται με ανθρωποφαγική μανία στη μικρή πόλη. Αυτή η εξαφάνιση μπορεί να οδηγήσει σε σπουδαία ρεπορτάζ, γι' αυτό ο νεαρός δημοσιογράφος ρίχνεται στην έρευνα. Πολύ σύντομα όμως καταλαβαίνει ότι έχει να αντιμετωπίσει ένα μυστήριο που αφορά όλους τους κατοίκους της πόλης. Αντιλαμβάνεται τη βαθιά αδυναμία του να βοηθήσει όσους τον έχουν ανάγκη και συνειδητοποιεί πόσο μάταιο είναι να δίνεις μάχες που είναι εκ των προτέρων χαμένες.
Τα παραπάνω εκτυλίσσονται στα πλαίσια μιας κοινωνίας αποβιομηχάνισης και χρόνιας ανεργίας, που φέρνει στον νου ταινίες σαν τον Μαντ Μαξ. Οι λίγοι που έχουν το προνόμιο της εργασίας υποαπασχολούνται βρίζοντας σε καντίνες και στέκια στριπτίζ. Ο Ρόνι Λότον είναι ολιγοφρενής, αγροίκος, έχει περάσει κολασμένη παιδική ηλικία με τον άνεργο πατέρα του, κάνει χρήση στεροειδών ουσιών και έχει αφύσικα αναπτυγμένους μυς. Η πρώην γυναίκα του έχει στοιχειώδες λεξιλόγιο, ζει σ' ένα μεταλλικό τροχόσπιτο και εγκαταλείπει το μωρό της για ώρες προκειμένου να πάει να εργαστεί στη νυχτερινή βάρδια. Τα περισσότερα πρόσωπα του βιβλίου παρουσιάζονται ως θύματα μιας δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, για την οποία δεν φέρουν καμία ευθύνη. Κανένα ωστόσο από αυτά τα θύματα δεν διαθέτει κοινωνική σκέψη. Είναι όλοι τους χαρακτηριστικοί Αμερικανοί και τους αρέσει να φαντάζονται ότι θα ξεπεράσουν τα προβλήματά τους χάρη στο δήθεν ανεξάντλητο ψυχικό τους δυναμικό και στη λεγόμενη ικανότητά τους για αέναη αυτοβελτίωση. Ρέπουν στην αυταπάτη και το γεγονός αυτό εξοργίζει τόσο τον αφηγητή όσο και τον συγγραφέα του βιβλίου.
Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα πάντως δεν πρέπει να γράφτηκε με μοναδικό σκοπό να διατυπωθούν αόριστα ανθρωπιστικά αισθήματα ή να στηλιτευθεί η νοοτροπία των Αμερικανών. Οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου δεν έχουν επίθετο, η κωμόπολη δεν έχει όνομα, η Πολιτεία δεν αναφέρεται ούτε μία φορά, δεν υπάρχει ούτε μία ημερομηνία και όλα αυτά δείχνουν ότι ο συγγραφέας στοχεύει μακρύτερα. Ίσως να θεωρεί ότι η Αμερική (ή και ο κόσμος όλος) παρακμάζει ταχύτατα και οδεύει προς την αυτοκαταστροφή. Η μόνη όμως διέξοδος που προτείνει ο Κόλλινς (πάντοτε έμμεσα και ψιθυριστά) είναι η καταφυγή σε αφελείς αναχωρητικές λύσεις, σαν κι αυτές που πρότειναν τον 19ου αιώνα ο Έμερσον και ο Θορώ.
Μιχάλης Μιχαηλίδης (συγγραφέας), ΤΟ ΒΗΜΑ , 07-07-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις