0
Your Καλαθι
Σμύρνη (1870 - 1922)
Πόλη και αρχιτεκτονική. Η συμβολή των Ελλήνων.
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Επισκέφθηκα τη Σμύρνη για πρώτη φορά το 1995. Χωρίς να έχω οικογενειακή σχέση με τον μικρασιατικό ελληνισμό, βρέθηκα εκεί ως βασικός συνεργάτης του τριετούς προγράμματος της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Tεχνολογίας Kαταγραφή των ελληνικών αρχιτεκτονικών μνημείων και συνόλων στη Bαλκανική χερσόνησο και τον ευρύτερο χώρο της Aνατολικής Μεσογείου, 19ος-20ός αιώνας. A’ Φάση: Kωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Kάιρο, Aλεξάνδρεια.
Σε σύγκριση με τις άλλες τρεις πόλεις του προγράμματος η Σμύρνη δεν είχε να παρουσιάσει εκ πρώτης όψεως μια εξίσου εντυπωσιακή αρχιτεκτονική… Κάθε μέρα όμως που περνούσε προσέθετε νέα στοιχεία στο παλίμψηστο της χαμένης εικόνας της, την οποία προσπαθούσαμε να ανασυνθέσουμε μέσα από χάρτες, φωτογραφίες, και τις διηγήσεις των λίγων Ελλήνων που είχαν παραμείνει στην πόλη ως ξένοι υπήκοοι και έζησαν την πορεία του μετασχηματισμού της άλλοτε κοσμοπολίτικης πολιτείας στην εθνοτικά ομοιογενή πόλη της δεκαετίας του 1990. Εκτός όμως από τα νέα στοιχεία που σταδιακά συμπλήρωναν τη χαμένη εικόνα, η περιδιάβαση στις γειτονιές που δεν κάηκαν και δεν υπέκυψαν στην ανοικοδόμηση του ‘60 και του ’70, με ζωντανά ακόμη κάποια διακριτικά της ταυτότητας των ιδιοκτητών τους, και η περιορισμένη χρήση της αναψυχής –σε αντίθεση με τη σημερινή εικόνα– διατήρησαν μια ακαθόριστη αίσθηση για το τι συνέβαινε στους ίδιους αυτούς δρόμους, "στα μπουλβάρια και τα σοκάκια" της Σμύρνης που τριγύριζε "ώρες ολόκληρες" ο ήρωας της Δ. Σωτηρίου και πριν κοιμηθεί της έλεγε: "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"1. Τα ίχνη αυτής της ομορφιάς αναζητήσαμε στην Πούντα (Αλσαντζάκ), στον Πάνω Μαχαλά, στις εγκαταλελειμμένες εκκλησίες, στην αγορά, και αισθανθήκαμε την ασφάλεια και τη γοητεία του οικείου χώρου.
Λίγα χρόνια αργότερα, στo πλαίσιo του ευρωπαϊκού προγράμματος Euromed II με τίτλο Patrimoines Partages (2001-05) και θέμα την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Mεσογείου (1850-1950), είχαν προταθεί από πλευράς των εθνικών υπευθύνων των κρατών-μελών μονογραφίες με σχετική θεματολογία. Aνάμεσα σε αυτές που αποφασίστηκε να υλοποιηθούν, προωθώντας τον στόχο του προγράμματος για τη διερεύνηση της κοινής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μεταξύ των χωρών της Mεσογείου, ανήκε και η μελέτη μου Έλληνες Αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορίa (19ος-20ός αιώνας), που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ολκός στα ελληνικά και αγγλικά.
Η μελέτη από το έργο των αρχιτεκτόνων και δευτερευόντως μέσα από την εν γένει δραστηριότητα των Eλλήνων στην παραγωγή του δομημένου χώρου, εστιάστηκε στα τρία αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας: την Kωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα και "εθνικό" κέντρο της περιόδου των Οθωμανικών Mεταρρυθμίσεων, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη, ως τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα-λιμάνια στις δύο πλευρές του Aιγαίου, στη σφαίρα επιρροής των οποίων κινείται μια τεράστια ενδοχώρα (M. Aσία, Mακεδονία).
Το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάστηκε σε πολλά πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ωστόσο, το ενδιαφέρον των διοργανωτών εστιαζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη, δικαιολογημένα ίσως, καθώς κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της έκδοσης, με το αντίστοιχο κτιριακό απόθεμα να διατηρείται σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε το διαφορετικό καθεστώς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που τους εξαιρούσε από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923), εξασφάλιζε τις απαραίτητες συνέχειες στην ταύτιση των ιδιοκτησιών και των κτιρίων.
Αυτό δεν ίσχυε προφανώς στην περίπτωση της Σμύρνης, η οποία εκτός από τις συνέπειες της ανταλλαγής των πληθυσμών υπέστη και μια ολοσχερή καταστροφή του ιστορικού της κέντρου, γεγονός που δημιούργησε ένα τεράστιο κενό στην εικονογραφία της πόλης, το οποίο προσπάθησε να αναπληρώσει η πλούσια βιβλιογραφία για την ιστορία του σμυρνιώτικου ελληνισμού. Σε αντίθεση με τα ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, που αποτέλεσαν σοβαρό αντικείμενο έρευνας και μελέτης, οι δημοσιεύσεις για την αρχιτεκτονική και την πόλη ήταν περιορισμένες.
Έκτοτε όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και την Τουρκία υπήρξε μια πληθώρα επιστημονικών μελετών, διδακτορικών διατριβών και άρθρων για τη Σμύρνη με εκτενείς αναφορές στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης και την ανάδειξή της σ’ ένα σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή την πληθώρα δημοσιεύσεων για τον δημόσιο χώρο δεν ακολούθησαν αντίστοιχες μελέτες για την αρχιτεκτονική, με εξαίρεση κάποιες σποραδικές αναφορές στα σπίτια των Λεβαντίνων στα προάστια κυρίως της πόλης, με ελλιπή τεκμηρίωση ωστόσο ως προς την εθνο-θρησκευτική ταυτότητα των ιδιοκτητών τους.
Η διαρκής ενασχόλησή μου με την αρχιτεκτονική της περιόδου των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων και η συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και ερευνητικά κέντρα της γειτονικής χώρας καθώς και η συμμετοχή μου στην προετοιμασία της έκδοσης και της έκθεσης Σμύρνη Θεσσαλονίκη: αδελφές πόλεις που οργάνωσε ο Δήμος Σμύρνης και το ΜΙΕΤ το 2019 με οδήγησαν ύστερα από 25, περίπου, χρόνια πίσω στη Σμύρνη και, στη συνέχεια, για μια ακόμη φορά, στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά αρχεία στην Κωνσταντινούπολη. Η έρευνα έφερε στο φως νέα στοιχεία για την αρχιτεκτονική δραστηριότητα της ελληνορθόδοξης κοινότητας στους τομείς της εκπαίδευσης και της λατρείας, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές στους Έλληνες αρχιτέκτονες της πόλης συνεχίζουν να είναι περιορισμένες και συχνά ασαφείς.
Με αυτά τα δεδομένα πρότεινα στις εκδόσεις University Studio Press να εμπλουτισθεί η αρχική μου μελέτη με τα αποτελέσματα της νέας έρευνας και, αφού λάβει υπόψη τις δημοσιεύσεις των τελευταίων 20 χρόνων, να αποτελέσει μια νέα αυτοτελή έκδοση. Tα χρονικά όρια της έρευνας αντιστοιχούν στην έναρξη μιας περιόδου μεγάλων έργων για τον εκσυγχρονισμό της πόλης και στην καταστροφική πυρκαγιά του 1922, ενώ τα χωρικά όρια, εκτός από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης και τα προάστιά της περιλαμβάνουν και κοντινούς οικισμούς για τους οποίους υπάρχουν επαρκή στοιχεία δραστηριοποίησης των Ελλήνων κατοίκων τους στους τομείς που προαναφέραμε.
Όσον αφορά τη διάρθρωση του κειμένου στη νέα αυτή έκδοση, παρουσιάζονται καταρχήν τα γενικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου, όπως αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο των Tανζιμάτ, στοιχεία που αφορούν την προέλευση, τα αριθμητικά δεδομένα και τις ασχολίες του ελληνικού πληθυσμού, καθώς και τη συγκρότηση και την εξέλιξη της ελληνικής κοινότητας.
Ακολουθεί εκτενής αναφορά στους Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς και την ενεργό συμμετοχή τους στη δημόσια, όσο και την ιδιωτική αρχιτεκτονική της πόλης, αλλά και τη συμβολή τους στη διαδικασία του πολεοδομικού εκσυγχρονισμού και τα δημόσια έργα.
Στη συνέχεια, η υπάρχει η αναλυτική παρουσίαση των κτιρίων που οφείλονται σε κοινοτική ή συλλογική πρωτοβουλία (εκκλησίες, σχολεία, ευαγή ιδρύματα), κτιρίων που στεγάζουν εμπορικές χρήσεις και χρήσεις αναψυχής και, βέβαια, των διαφόρων τύπων κατοικίας που εντοπίστηκαν στην πόλη και τα προάστια.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αναφέρεται στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης, ως το οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Στην έκδοση επισημαίνεται επίσης η ακτινοβολία αυτής της αρχιτεκτονικής στον ευρύτερο μικρασιατικό χώρο, αλλά και τον απέναντι αιγιακό, καθώς οι αμφίδρομες διαδρομές/επιρροές δεν περιορίζονταν στο επίπεδο της λόγιας αρχιτεκτονικής, αλλά μεταφέρονται και στην ανώνυμη λαϊκή παράδοση.
Αντί επιλόγου, ως επίμετρο, η αρχιτεκτονική της προσφυγικής πλέον κατοικίας στη νέα πατρίδα, την Ελλάδα, όταν οι πρόσφυγες ήταν αναγκασμένοι να προσαρμόσουν τον προηγούμενο τρόπο ζωής τους στη νέα πραγματικότητα.
Σε σύγκριση με τις άλλες τρεις πόλεις του προγράμματος η Σμύρνη δεν είχε να παρουσιάσει εκ πρώτης όψεως μια εξίσου εντυπωσιακή αρχιτεκτονική… Κάθε μέρα όμως που περνούσε προσέθετε νέα στοιχεία στο παλίμψηστο της χαμένης εικόνας της, την οποία προσπαθούσαμε να ανασυνθέσουμε μέσα από χάρτες, φωτογραφίες, και τις διηγήσεις των λίγων Ελλήνων που είχαν παραμείνει στην πόλη ως ξένοι υπήκοοι και έζησαν την πορεία του μετασχηματισμού της άλλοτε κοσμοπολίτικης πολιτείας στην εθνοτικά ομοιογενή πόλη της δεκαετίας του 1990. Εκτός όμως από τα νέα στοιχεία που σταδιακά συμπλήρωναν τη χαμένη εικόνα, η περιδιάβαση στις γειτονιές που δεν κάηκαν και δεν υπέκυψαν στην ανοικοδόμηση του ‘60 και του ’70, με ζωντανά ακόμη κάποια διακριτικά της ταυτότητας των ιδιοκτητών τους, και η περιορισμένη χρήση της αναψυχής –σε αντίθεση με τη σημερινή εικόνα– διατήρησαν μια ακαθόριστη αίσθηση για το τι συνέβαινε στους ίδιους αυτούς δρόμους, "στα μπουλβάρια και τα σοκάκια" της Σμύρνης που τριγύριζε "ώρες ολόκληρες" ο ήρωας της Δ. Σωτηρίου και πριν κοιμηθεί της έλεγε: "Είσαι όμορφη, το ξέρεις; Είσαι πολύ όμορφη!"1. Τα ίχνη αυτής της ομορφιάς αναζητήσαμε στην Πούντα (Αλσαντζάκ), στον Πάνω Μαχαλά, στις εγκαταλελειμμένες εκκλησίες, στην αγορά, και αισθανθήκαμε την ασφάλεια και τη γοητεία του οικείου χώρου.
Λίγα χρόνια αργότερα, στo πλαίσιo του ευρωπαϊκού προγράμματος Euromed II με τίτλο Patrimoines Partages (2001-05) και θέμα την αρχιτεκτονική κληρονομιά της Mεσογείου (1850-1950), είχαν προταθεί από πλευράς των εθνικών υπευθύνων των κρατών-μελών μονογραφίες με σχετική θεματολογία. Aνάμεσα σε αυτές που αποφασίστηκε να υλοποιηθούν, προωθώντας τον στόχο του προγράμματος για τη διερεύνηση της κοινής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς μεταξύ των χωρών της Mεσογείου, ανήκε και η μελέτη μου Έλληνες Αρχιτέκτονες στην Οθωμανική Αυτοκρατορίa (19ος-20ός αιώνας), που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ολκός στα ελληνικά και αγγλικά.
Η μελέτη από το έργο των αρχιτεκτόνων και δευτερευόντως μέσα από την εν γένει δραστηριότητα των Eλλήνων στην παραγωγή του δομημένου χώρου, εστιάστηκε στα τρία αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας: την Kωνσταντινούπολη, ως πρωτεύουσα και "εθνικό" κέντρο της περιόδου των Οθωμανικών Mεταρρυθμίσεων, τη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη, ως τα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα-λιμάνια στις δύο πλευρές του Aιγαίου, στη σφαίρα επιρροής των οποίων κινείται μια τεράστια ενδοχώρα (M. Aσία, Mακεδονία).
Το συγκεκριμένο βιβλίο παρουσιάστηκε σε πολλά πανεπιστήμια του εσωτερικού και του εξωτερικού. Ωστόσο, το ενδιαφέρον των διοργανωτών εστιαζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη, δικαιολογημένα ίσως, καθώς κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της έκδοσης, με το αντίστοιχο κτιριακό απόθεμα να διατηρείται σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε το διαφορετικό καθεστώς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που τους εξαιρούσε από την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, σύμφωνα με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923), εξασφάλιζε τις απαραίτητες συνέχειες στην ταύτιση των ιδιοκτησιών και των κτιρίων.
Αυτό δεν ίσχυε προφανώς στην περίπτωση της Σμύρνης, η οποία εκτός από τις συνέπειες της ανταλλαγής των πληθυσμών υπέστη και μια ολοσχερή καταστροφή του ιστορικού της κέντρου, γεγονός που δημιούργησε ένα τεράστιο κενό στην εικονογραφία της πόλης, το οποίο προσπάθησε να αναπληρώσει η πλούσια βιβλιογραφία για την ιστορία του σμυρνιώτικου ελληνισμού. Σε αντίθεση με τα ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας, που αποτέλεσαν σοβαρό αντικείμενο έρευνας και μελέτης, οι δημοσιεύσεις για την αρχιτεκτονική και την πόλη ήταν περιορισμένες.
Έκτοτε όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και την Τουρκία υπήρξε μια πληθώρα επιστημονικών μελετών, διδακτορικών διατριβών και άρθρων για τη Σμύρνη με εκτενείς αναφορές στην πολεοδομική εξέλιξη της πόλης και την ανάδειξή της σ’ ένα σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου.
Αυτή την πληθώρα δημοσιεύσεων για τον δημόσιο χώρο δεν ακολούθησαν αντίστοιχες μελέτες για την αρχιτεκτονική, με εξαίρεση κάποιες σποραδικές αναφορές στα σπίτια των Λεβαντίνων στα προάστια κυρίως της πόλης, με ελλιπή τεκμηρίωση ωστόσο ως προς την εθνο-θρησκευτική ταυτότητα των ιδιοκτητών τους.
Η διαρκής ενασχόλησή μου με την αρχιτεκτονική της περιόδου των Οθωμανικών Μεταρρυθμίσεων και η συνεργασία με επιστημονικούς φορείς και ερευνητικά κέντρα της γειτονικής χώρας καθώς και η συμμετοχή μου στην προετοιμασία της έκδοσης και της έκθεσης Σμύρνη Θεσσαλονίκη: αδελφές πόλεις που οργάνωσε ο Δήμος Σμύρνης και το ΜΙΕΤ το 2019 με οδήγησαν ύστερα από 25, περίπου, χρόνια πίσω στη Σμύρνη και, στη συνέχεια, για μια ακόμη φορά, στα Οθωμανικά Πρωθυπουργικά αρχεία στην Κωνσταντινούπολη. Η έρευνα έφερε στο φως νέα στοιχεία για την αρχιτεκτονική δραστηριότητα της ελληνορθόδοξης κοινότητας στους τομείς της εκπαίδευσης και της λατρείας, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές στους Έλληνες αρχιτέκτονες της πόλης συνεχίζουν να είναι περιορισμένες και συχνά ασαφείς.
Με αυτά τα δεδομένα πρότεινα στις εκδόσεις University Studio Press να εμπλουτισθεί η αρχική μου μελέτη με τα αποτελέσματα της νέας έρευνας και, αφού λάβει υπόψη τις δημοσιεύσεις των τελευταίων 20 χρόνων, να αποτελέσει μια νέα αυτοτελή έκδοση. Tα χρονικά όρια της έρευνας αντιστοιχούν στην έναρξη μιας περιόδου μεγάλων έργων για τον εκσυγχρονισμό της πόλης και στην καταστροφική πυρκαγιά του 1922, ενώ τα χωρικά όρια, εκτός από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης και τα προάστιά της περιλαμβάνουν και κοντινούς οικισμούς για τους οποίους υπάρχουν επαρκή στοιχεία δραστηριοποίησης των Ελλήνων κατοίκων τους στους τομείς που προαναφέραμε.
Όσον αφορά τη διάρθρωση του κειμένου στη νέα αυτή έκδοση, παρουσιάζονται καταρχήν τα γενικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου, όπως αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο των Tανζιμάτ, στοιχεία που αφορούν την προέλευση, τα αριθμητικά δεδομένα και τις ασχολίες του ελληνικού πληθυσμού, καθώς και τη συγκρότηση και την εξέλιξη της ελληνικής κοινότητας.
Ακολουθεί εκτενής αναφορά στους Έλληνες αρχιτέκτονες και μηχανικούς και την ενεργό συμμετοχή τους στη δημόσια, όσο και την ιδιωτική αρχιτεκτονική της πόλης, αλλά και τη συμβολή τους στη διαδικασία του πολεοδομικού εκσυγχρονισμού και τα δημόσια έργα.
Στη συνέχεια, η υπάρχει η αναλυτική παρουσίαση των κτιρίων που οφείλονται σε κοινοτική ή συλλογική πρωτοβουλία (εκκλησίες, σχολεία, ευαγή ιδρύματα), κτιρίων που στεγάζουν εμπορικές χρήσεις και χρήσεις αναψυχής και, βέβαια, των διαφόρων τύπων κατοικίας που εντοπίστηκαν στην πόλη και τα προάστια.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αναφέρεται στην κοινωνική ζωή της Σμύρνης, ως το οικονομικό και ιδεολογικό πλαίσιο της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Στην έκδοση επισημαίνεται επίσης η ακτινοβολία αυτής της αρχιτεκτονικής στον ευρύτερο μικρασιατικό χώρο, αλλά και τον απέναντι αιγιακό, καθώς οι αμφίδρομες διαδρομές/επιρροές δεν περιορίζονταν στο επίπεδο της λόγιας αρχιτεκτονικής, αλλά μεταφέρονται και στην ανώνυμη λαϊκή παράδοση.
Αντί επιλόγου, ως επίμετρο, η αρχιτεκτονική της προσφυγικής πλέον κατοικίας στη νέα πατρίδα, την Ελλάδα, όταν οι πρόσφυγες ήταν αναγκασμένοι να προσαρμόσουν τον προηγούμενο τρόπο ζωής τους στη νέα πραγματικότητα.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις