0
Your Καλαθι
Η λέπρα στον Ελλαδικό χώρο
Ιστορία και ιστορικά τεκμήρια (19ος-20ός αιώνας)
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το καινούργιο βιβλίο του καθηγητή Κώστα Κόμη έρχεται να καλύψει ένα σοβαρό κενό της ελληνικής ιστοριογραφίας. Κατ’ αρχάς, σε ένα εκτενές εισαγωγικό κείμενο,διερευνάται γενικώς η παρουσία της λέπρας στον ελλαδικό και ευρωπαϊκό χώρο, στη μακρά διάρκεια, από τους ελληνιστικούς χρόνους έως τις μέρες μας περίπου. Ακολούθως, στην ίδια θέση, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στον ελλαδικό χώρο, διατρέχοντας μία μεγάλη ιστορική περίοδο, από τους βυζαντινούς έως τους οθωμανικούς χρόνους, την περίοδο της Επανάστασης του 1821 και τις απαρχές του ελληνικού κράτους, καταλήγοντας στον μεσοπόλεμο και τη σύγχρονη εποχή.
Εν συνεχεία, ο συγγραφέας, παραμένοντας στον ίδιο χώρο, εξειδικεύει την έρευνά του σε ελληνικές περιοχές στις οποίες η νόσος παρέμεινε δραστήρια για μία μακρά χρονική περίοδο, προκαλώντας σοβαρές κοινωνικές παρενέργειες. Έτσι, μελετώνται, σε σχέση με τη λέπρα, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος-Ικαρία-Χίος και Λέσβος), τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη με την Σπιναλόγκα. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στις κοινωνικές επιπτώσεις της νόσου καθώς και στον τρόπο διαχείρισής της από την εξουσία (τοπική και κεντρική), με ειδική αναφορά στο θέμα των λεπροκομείων, των τοπικών κατ’ αρχάς (Σάμου-Χίου-Σπιναλόγκας) και αργότερα του κεντρικού (Αντιλεπρικός Σταθμός Αθηνών).
Για την άντληση στοιχείων ως προς το θέμα, ο συγγραφέας διέτρεξε την νησιωτική κυρίως Ελλάδα, προκειμένου, εκτός της κεντρικής υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους (Αθήνα), να συμβουλευτεί επίσης τα τοπικά Αρχεία (Αρχεία Νομού Σάμου, Χίου, Λέσβου και Δωδεκανήσου· επίσης το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης αλλά και τα δημοτικά Αρχεία Καλύμνου, Τήλου κ.ά.). Είναι δε άξιο αναφοράς το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από τα χρησιμοποιούμενα, στο κυρίως τμήμα του βιβλίου, αρχειακά τεκμήρια δημοσιεύεται στο Παράρτημα, γεγονός που καθιστά το βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο, για μελλοντικές εργασίες, επί του θέματος ή όχι, από άλλους ερευνητές.
Εκτός των αρχειακών τεκμηρίων, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μία εκτενή βιβλιογραφία, ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση, αποτελούμενη τόσο από παλαιότερους και άγνωστους τίτλους όσο και από πρόσφατες (θεωρητικού κυρίως τύπου) επιστημονικές μελέτες. Με δύο λόγια, τα δυσεύρετα ή και άγνωστα ιστορικά τεκμήρια είναι από τις βασικές μέριμνες του συγγραφέα, χωρίς όμως να παραβλέπει και τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή ή ακόμη και διαδικτυακές πηγές.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο, στο κυρίως μέρος του, εμπεριέχονται δεκαπέντε στατιστικοί πίνακες και τριάντα οκτώ φωτογραφίες, οι περισσότερες έργο του ιδίου του συγγραφέα. Οι φωτογραφίες αποτελούν στην ουσία ιστορικά τεκμήρια, έχοντας ως κύριο αντικείμενο κτήρια και ερείπια λεπροκομείων ή διάφορες έρημες, σήμερα, θέσεις στις οποίες εγκαθίσταντο κατά το παρελθόν οι λεπροί της περιοχής (όπως στη Λέσβο). Ακόμη, άλλες φωτογραφίες αναφέρονται σε διάφορα ιστορικά κτήρια, κυρίως έρημες μονές, για τα οποία κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκαν αιτήματα ή προτάσεις, για τη μετατροπή τους σε λεπροκομεία. Κοντολογίς, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν περιορίζεται σε μία απλή μονογραφία για τη λέπρα στον ελλαδικό χώρο, αλλά παράλληλα προσφέρει στην έρευνα και ένα πλήθος από σχετικά ιστορικά τεκμήρια, πάσης φύσεως, διευκολύνοντας την παραγωγή και άλλων πονημάτων στο μέλλον.
Εν συνεχεία, ο συγγραφέας, παραμένοντας στον ίδιο χώρο, εξειδικεύει την έρευνά του σε ελληνικές περιοχές στις οποίες η νόσος παρέμεινε δραστήρια για μία μακρά χρονική περίοδο, προκαλώντας σοβαρές κοινωνικές παρενέργειες. Έτσι, μελετώνται, σε σχέση με τη λέπρα, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Σάμος-Ικαρία-Χίος και Λέσβος), τα Δωδεκάνησα και η Κρήτη με την Σπιναλόγκα. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα εστιάζεται στις κοινωνικές επιπτώσεις της νόσου καθώς και στον τρόπο διαχείρισής της από την εξουσία (τοπική και κεντρική), με ειδική αναφορά στο θέμα των λεπροκομείων, των τοπικών κατ’ αρχάς (Σάμου-Χίου-Σπιναλόγκας) και αργότερα του κεντρικού (Αντιλεπρικός Σταθμός Αθηνών).
Για την άντληση στοιχείων ως προς το θέμα, ο συγγραφέας διέτρεξε την νησιωτική κυρίως Ελλάδα, προκειμένου, εκτός της κεντρικής υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους (Αθήνα), να συμβουλευτεί επίσης τα τοπικά Αρχεία (Αρχεία Νομού Σάμου, Χίου, Λέσβου και Δωδεκανήσου· επίσης το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης αλλά και τα δημοτικά Αρχεία Καλύμνου, Τήλου κ.ά.). Είναι δε άξιο αναφοράς το γεγονός ότι μεγάλο μέρος από τα χρησιμοποιούμενα, στο κυρίως τμήμα του βιβλίου, αρχειακά τεκμήρια δημοσιεύεται στο Παράρτημα, γεγονός που καθιστά το βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο, για μελλοντικές εργασίες, επί του θέματος ή όχι, από άλλους ερευνητές.
Εκτός των αρχειακών τεκμηρίων, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μία εκτενή βιβλιογραφία, ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση, αποτελούμενη τόσο από παλαιότερους και άγνωστους τίτλους όσο και από πρόσφατες (θεωρητικού κυρίως τύπου) επιστημονικές μελέτες. Με δύο λόγια, τα δυσεύρετα ή και άγνωστα ιστορικά τεκμήρια είναι από τις βασικές μέριμνες του συγγραφέα, χωρίς όμως να παραβλέπει και τη σύγχρονη βιβλιοπαραγωγή ή ακόμη και διαδικτυακές πηγές.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στο βιβλίο, στο κυρίως μέρος του, εμπεριέχονται δεκαπέντε στατιστικοί πίνακες και τριάντα οκτώ φωτογραφίες, οι περισσότερες έργο του ιδίου του συγγραφέα. Οι φωτογραφίες αποτελούν στην ουσία ιστορικά τεκμήρια, έχοντας ως κύριο αντικείμενο κτήρια και ερείπια λεπροκομείων ή διάφορες έρημες, σήμερα, θέσεις στις οποίες εγκαθίσταντο κατά το παρελθόν οι λεπροί της περιοχής (όπως στη Λέσβο). Ακόμη, άλλες φωτογραφίες αναφέρονται σε διάφορα ιστορικά κτήρια, κυρίως έρημες μονές, για τα οποία κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκαν αιτήματα ή προτάσεις, για τη μετατροπή τους σε λεπροκομεία. Κοντολογίς, το συγκεκριμένο βιβλίο δεν περιορίζεται σε μία απλή μονογραφία για τη λέπρα στον ελλαδικό χώρο, αλλά παράλληλα προσφέρει στην έρευνα και ένα πλήθος από σχετικά ιστορικά τεκμήρια, πάσης φύσεως, διευκολύνοντας την παραγωγή και άλλων πονημάτων στο μέλλον.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις