Οι ακρωτηριασμένοι

259851
Συγγραφέας: Κομάν, Μπερνάρ
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:108
Μεταφραστής:ΣΤΡΙΓΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2004
ISBN:9789600338812


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Μια μεγάλη εταιρεία σκοπεύει να λανσάρει στην αγορά μια νέα εφαρμογή της πληροφορικής η οποία μετατρέπει τον προφορικό λόγο σε γραπτό, και ταυτόχρονα τον μεταφράζει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Προκειμένου να αποδείξουν τη λειτουργικότητα του προγράμματος, οι υπεύθυνοι της εταιρείας καλούν για διαφημιστικούς λόγους πέντε «ανθρώπους-κορμούς», που είτε λόγω κάποιας ασθένειας είτε λόγω κάποιου δυστυχήματος, έχασαν τα χέρια και τα πόδια τους, για να πραγματοποιήσουν μια ζωντανή επίδειξη του νέου αυτού τεχνολογικού επιτεύγματος. Την παράδοξη αυτή εμπειρία θα αρχίσει να αφηγείται ένας από τους «ανθρώπους-κορμούς», ο Λουί, με ένα ύφος που περνά από το σαρκασμό στην τρυφερότητα και από τη μελαγχολία στην ιλαρότητα αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το σκληρό πρόσωπο μιας κοινωνίας που βασίζεται μονάχα στο κέρδος, στην ανθρώπινη εκμετάλλευση και στο παιχνίδι της προσωπικής προβολής και του ανταγωνισμού, με τον κυνισμό εκείνου που δεν έχει πλέον τίποτα να χάσει ή να κερδίσει. Ένα μυθιστόρημα που δεν θυμίζει κανένα άλλο.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου







ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Ελβετός Μπερνάρ Κομάν στη σύντομη αλλά πυκνή στη γλώσσα και σε νοήματα αλληγορική νουβέλα του καταγράφει το ζοφερό τοπίο του χώρου της σύγχρονης τέχνης και τις στρατηγικές διαφήμισης και μάρκετινγκ που επιστρατεύουν, οι οποίες χρησιμοποιώντας ως άλλοθι κάποιες μεταμοντέρνες θεωρίες της εννοιολογικής τέχνης (conceptual art) χωρίς καμία ηθική αναστολή παρεκτρέπονται σε σημείο που δεν διστάζουν να θίξουν κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια, υιοθετώντας μεθόδους που μας γυρίζουν πίσω στο Μεσαίωνα. Ταυτόχρονα, παρωδεί τη σύγχρονη τάση μετατροπής των πάντων σε θέαμα με στόχο τον εύκολο εντυπωσιασμό και την αφοπλιστική επινοητικότητά που επιδεικνύουν οι προαγωγοί των «προϊόντων», προκειμένου να διεισδύσουν στην ήδη κορεσμένη και πλημμυρισμένη από εντυπώσεις συνείδηση του θεατή. Είμαστε ήδη εξοικειωμένοι με αυτές τις τακτικές, από τα ζωντανά γλυπτά πλήθους «πρωτοπόρων» καλλιτεχνών, τη φάλαινα στη φορμόλη και τα βαλσαμωμένα πρόβατα του Ντάμιεν Χιρστ, αλλά και τις γιγαντοαφίσες της «Μπένετον», όπου ανενδοίαστα προβάλλουν πρόσωπα καταδικασμένων σε θάνατο και υποσιτισμένα παιδιά. Η τέχνη και η διαφήμιση μέσα από μια αχαλίνωτη τάση εντυπωσιασμού προκαλούν την ηθική αλλά και κάθε σύμβαση πάνω στην οποία έχει εδραιωθεί ο πολιτισμός μας, με το άλλοθι της «καταγγελίας».

Ο Κομάν προφανώς εμπνέεται από τους «καλλιτέχνες» εκείνους που έχουν ως πρώτη ύλη το ίδιο τους το σώμα και δεν διστάζουν να προχωρήσουν σε επεμβάσεις, προκείμενου να προβάλουν τη διαμαρτυρία τους, το αίτημα τους ή τις αισθητικές τους αναζητήσεις, ανάγοντας το σώμα τους σε έργο τέχνης ή κείμενο, ώστε ο θεατής / αναγνώστης οφείλει να καταφύγει στις θεωρίες και τα άρθρα που γράφονται προκειμένου να τα «αναγνώσει». Τοποθετώντας την ιστορία του σε μια καρικατούρα της δικής μας, ή μιας κοντινής μελλοντικά εποχής, παρουσιάζει την τελευταία τάση της σύγχρονης τέχνης: έκθεση και προβολή αναπήρων ανθρώπων, τους «άντρες-κορμούς», όρος που εκφράζει καλύτερα την καλλιτεχνική τους υπόσταση, μιας και πρόκειται για «έργα τέχνης», ιδιοκτησία των πιο «προχωρημένων» συλλεκτών. Σ' αυτή τη δυστοπική πόλη, που δεν είναι άλλη από το Παρίσι, υπάρχουν διαφημιστές που κάνουν τα πάντα για να προβάλουν τα «έργα», δημοσιογράφοι που αναζητούν με ζήλο το θέμα που θα προκαλέσει την κοινή γνώμη, με μοναδικό στόχο τη δική τους διάκριση. Τα «Ζωντανά έργα τέχνης» αποτελούν ιδανικό πρόσχημα για εμφανιστούν σχολιαστές κάθε τύπου, ενώ, σύμφωνα με τους υπερασπιστές αυτής της τάσης, το ρεύμα αυτό αποτελεί επανάσταση στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, καθώς μετατοπίζει την ευθύνη στο βλέμμα του θεατή, ακόμα κι αν αυτός περιορίζεται αποκλειστικά στο συλλέκτη, γιατί, λόγω της περιπλοκότητας της συντήρησής τους, τα μουσεία ακόμα δεν έχουν προβεί σε επενδύσεις τέτοιου είδους.

Ο Κομάν κατασκευάζει έναν σύγχρονο μύθο για τα δεινά και τα σφάλματα της πολύπαθης μεταμοντέρνας εποχής μας, υιοθετώντας τη φωνή ενός ακρωτηριασμένου που έχει προαχθεί σε έργο τέχνης, έναν άντρα-κορμό, ο οποίος για την ανάγκη της προώθησης ενός νέου προγράμματος ηλεκτρονικών υπολογιστών αφήνει προσωρινά το χώρο έκθεσής του, στην κατοικία του «ιδιοκτήτη-συλλέκτη» του, και μεταφέρεται στο Παρίσι για να παραστεί σ' ένα συνέδριο μαζί με άλλα παρόμοια «έργα». Το θέμα του συνεδρίου φέρει τον τίτλο «Και όμως, γράφουν», και πρόκειται να γίνει η επίδειξη ενός επαναστατικού προγράμματος που μετατρέπει αυτομάτως τον προφορικό λόγο σε γραπτό σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Η συμμετοχή σ' αυτό το συνέδριο ανεβάζει και την τιμή του και ευνοεί τον ιδιοκτήτη, καθώς είναι ένας από τους πέντε κορμούς που επιλέχτηκαν ανάμεσα σε ογδόντα τρεις και η εικόνα του θα κάνει το γύρο του πλανήτη.

Σε πρώτο πρόσωπο ακούμε τη φωνή του ακρωτηριασμένου Λούι, ο οποίος ύστερα από ένα τροχαίο ατύχημα κατά το οποίο απώλεσε και τα τέσσερα μέλη του και αφού ανένηψε από ένα μακροχρόνιο κώμα, προκειμένου να απαλλάξει την οικογένειά του από τα βάρη και να αποφύγει τη νοσηλεία σε κάποιο καταθλιπτικό νοσοκομείο, προτίμησε να πουληθεί σ' έναν εκκεντρικό τραπεζίτη συλλέκτη, ο οποίος τον τοποθετεί ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα της συλλογής του, που είναι ως επί το πλείστον αλλόκοτες κατασκευές. Περήφανος για το πρόσφατο απόκτημά του, ο συλλέκτης το επιδεικνύει στους έκπληκτους επισκέπτες του, ενώ κρυφά το βράδυ επιδίδεται στο κρυφό του πάθος, που δεν είναι άλλο από το να σπάει τα μπιμπίκια του αποκτήματός του.

Στις πρώτες σελίδες παρουσιάζεται ο διάλογος του Λούι με έναν δημοσιογράφο που ερευνά το θέμα και αναζητά τον τίτλο και τον τρόπο παρουσίασής του για να κερδίσει τις εντυπώσεις, ενώ ταυτόχρονα προκαλεί τον Λούι, προκειμένου να αποσπάσει τις θέσεις του πάνω στη σύγχρονη τέχνη και τη μεταστροφή των ανθρώπων σε διακοσμητικά αντικείμενα. Η αντιπαράθεση αυτή προβάλλεται από το συγγραφέα με ιδιαίτερη επιδεξιότητα, καθώς κατορθώνει με μια πρόταση που καταλαμβάνει σχεδόν δύο σελίδες, να ξετυλίξει τον προβληματισμό του δημοσιογράφου και να καταγγείλει αυτή την τακτική ως μια μορφή σύγχρονου δουλεμπορίου, επισημαίνοντας τον κίνδυνο του εθελοντικού ακρωτηριασμού, ιδιαίτερα ανθρώπων από υποσιτισμένες χώρες, οι οποίοι μπορεί να θεωρήσουν τη μοίρα του διακοσμητικού αντικείμενου πιο προνομιούχα από τη δική τους ακραία στέρηση.



Κυνικό εμπόριο



Πιο κάτω παρατίθεται και η θέση των εμπόρων έργων τέχνης, οι οποίοι ισχυρίζονται πως δεν πρόκειται για ένα καινούργιο φαινόμενο και πως η παραμόρφωση του ανθρώπινου σώματος πάντα προκαλούσε το ενδιαφέρον. Αυτό το κυνικό εμπόριο ανθρώπινων σωμάτων, λένε, δεν είναι καινούργια ιδέα, οι συλλέκτες κορμών αυξάνονται καθημερινά καθώς πρόκειται για μια μόδα που κέρδισε πρώτα τους «γνώστες» και μετά εξαπλώθηκε στους ευκατάστατους συλλέκτες. Κάποτε δημιουργούσαν νάνους, τέρατα, ενώ τώρα απλώς προωθούν τους ήδη ακρωτηριασμένους. Η αγορά έχει κατακλυστεί από τέτοιους ανθρώπους-κορμούς, ολοκαίνουργες γλάστρες αμφιβόλου κατασκευής, έτσι όπως συνέβαινε άλλωστε στις χειρότερες περιόδους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, όπου κατασκεύαζαν νάνους κλείνοντας νεογέννητα μωρά σε καλούπια.

Με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία ο Κομάν μάς εισάγει και κάποιους δευτερεύοντες χαρακτήρες που λειτουργούν ανακουφιστικά, προσφέροντας ανάσα στον αναγνώστη από το ασφυκτικό αυτό τοπίο, όπως η Λουσίλ, η νεαρή συνοδός του ανθρώπου-κορμού, η οποία συγκινημένη επαναλαμβάνει πως «τίποτα ανθρώπινο δεν την αηδιάζει», μια φράση από μια χολιγουντιανή ταινία.

Ο Λούι υπερασπίζεται, σε κάθε ευκαιρία, την επιλογή του να αγοραστεί και να χρησιμεύσει έστω σε κάποιον που ικανοποιεί μια διαστροφή του, καθώς ακόμα και οι διαστροφές, σύμφωνα με τον Μαρκήσιο ντε Σαντ, είναι δείγμα ευαισθησίας.

Το μυθιστόρημα κορυφώνεται με ένα κρεσέντο, όπου η αντιπαράθεση προφορικού λόγου και γραφής, ιστορικής παράδοσης και αχαλίνωτης καινοτομίας, σώματος και ψυχής παρουσιάζεται μέσα από το κείμενο του Ρεμπό «Μια εποχή στην Κόλαση», το οποίο διαβάζει ο Λούι κατά την επίδειξη του προγράμματος στο κοινό.

Η επιθυμία, έστω και σε ένα ακρωτηριασμένο σώμα, ποτέ δεν ακρωτηριάζεται, όπως δεν ακρωτηριάζεται και η ανάγκη της σιωπής, που πνίγεται μέσα σ' αυτό το κραυγαλέο παραλήρημα των αδίστακτων μέσων προώθησης και αγοράς.

Το ακρωτηριασμένο σώμα παρουσιάζεται και ως ένα σύγχρονο μεταμοντέρνο κείμενο, πάνω στο οποίο προβάλλεται όλη η αποσπασματικότητα ενός κόσμου που ρευστοποιεί την όποια ιδιαιτερότητα, το συναίσθημα και κάθε ανάγκη συστολής και απόσυρσης, αφήνοντάς το στο έλεος της τρομοκρατίας της ματαιοδοξίας. Κάθε απώλεια χρησιμοποιείται, όμως εκείνο που περισσότερο φοβίζει τον Λούι, ακόμα κι από την απώλεια των μελών του, είναι η απώλεια της φωνής του, που μέχρι σήμερα είχε διατηρηθεί ακέραια και τώρα κινδυνεύει από την αναισθησία της αισθητικής των τεχνοκριτικών και την αναλγησία των τεχνοκρατών, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να καταλάβουν ούτε έναν στίχο του Ρεμπό. Ο λόγος του ποιητή τον βοήθησε, έστω και μέσα στην παραλυσία του, να αποφύγει τη συναισθηματική παραλυσία, από την όποια πάσχουν υπερασπιστές και προαγωγοί του.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/12/2004

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!