0
Your Καλαθι
Η Πατριαρχική και Συνοδική πράξις του 1928 παρακωλυομένη τοις όροις
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία εκδηλώνεται τον τελευταίο καιρό γύρω από την εφαρμογή της Πράξεως του 1928 και τη διοίκηση των μητροπόλεων της Βορείου Ελλάδος, είναι ένα κεντρικό θέμα του δημόσιου βίου μας. Παρά την απέχθεια και την αποστροφή που δείχνουν κάποιοι Νεοέλληνες προς καθετί εκκλησιαστικό, η ιστορία των σχέσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Εκκλησία της Ελλάδος φωτίζει με μοναδικό τρόπο την ταυτότητά μας. Ομαδικές αγκυλώσεις απέναντι στις εκδηλώσεις του θρησκευτικού φαινομένου μάς εμποδίζουν συχνά να αξιοποιήσουμε την εκκλησιαστική ιστορία για την κατανόηση βασικών ιδιοτήτων της πολιτικής παιδείας μας. Ενα νέο βιβλίο τού Μητροπολίτη Σεβαστείας κ. Δημήτριου Κομματά τοποθετεί και πάλι στο κέντρο του προβληματισμού μας τη θέση που εκ των πραγμάτων κατέχει η Εκκλησία στον δημόσιο βίο μας. Το βιβλίο που προσφέρει την οριστική συλλογή των στοιχείων, τα οποία συνιστούν το ζήτημα της εφαρμογής της Πράξεως του 1928, ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Μητροπολίτης Σεβαστείας, διευθυντής σήμερα του ιδιαιτέρου γραφείου του Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, έχει προσωπικά ζήσει από πολύ κοντά τις περιπέτειες του ζητήματος, τα τελευταία 30 χρόνια.
Η κατάργηση της ισομορφίας
Τα δύο αυτά στοιχεία βοηθούν στο να αναδειχθεί αβίαστα μέσα από το βιβλίο ένα πολύ απλό συμπέρασμα: οι κρίσεις στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών έχουν «οργανικό» χαρακτήρα. Ως την οριστική κατάργηση της ισομορφίας που συνοδεύει την εκκλησιαστική διοίκηση των «νέων χωρών» θα έχουμε μια φυσική ροπή σε τριβές και συγκρούσεις. Οι προσωπικότητες των πρωταγωνιστών, των αρχιεπισκόπων και πατριαρχών, και η γενικότερη συγκυρία δίνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε κρίσης. Ετσι η προηγούμενη μεγάλη κρίση (1972) για το θέμα των «νέων χωρών» οδήγησε σε παραίτηση του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερωνύμου. Ο σημερινός αρχιεπίσκοπος, ενισχυμένος και από την εμπειρία της διαχείρισης εκείνης της κρίσης που έζησε ως συνεργάτης του Ιερώνυμου, επέλεξε διαφορετική στάση. Αντί να παραιτηθεί όταν αποδοκιμάστηκαν οι απόψεις του και οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, έκανε απλώς στροφή 180 μοιρών και υποστήριξε τις ακριβώς αντίθετες θέσεις! Η τύχη των μητροπόλεων του Πατριαρχείου, οι οποίες βρίσκονται στις περιοχές που περιήλθαν στην πολιτική δικαιοδοσία της ελληνικής πολιτείας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τη Συνθήκη της Λωζάννης, δεν είναι δευτερεύον ζήτημα για το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Το Πατριαρχείο, ως αιωνόβιος θεσμός και εκκλησιαστική αρχή, ήταν το μεγαλύτερο θύμα (μαζί με τη Οθωμανική Αυτοκρατορία) των αλλαγών που επέφερε η νεωτερικότητα στην περιοχή μας. Με τη Συνθήκη της Λωζάννης το Πατριαρχείο στερήθηκε το πλήρωμά του, τους ορθόδοξους χριστιανούς της Μικράς Ασίας, οι οποίοι αντηλλάγησαν υποχρεωτικά με τους μουσουλμάνους κατοίκους των περιοχών που περιήλθαν στο Βασίλειο της Ελλάδος. Η τραγική αυτή συγκυρία εμπόδισε το Πατριαρχείο να δείξει την παραμικρή κατανόηση στις απόπειρες της Εκκλησίας της Ελλάδος να «εξομαλύνει» την κατάσταση και να απαλείψει κάθε διαχωρισμό μεταξύ των μητροπόλεων που αποτελούν κανονικό εκκλησιαστικό έδαφος της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος - που φθάνει ως τη Λάρισα - και των μητροπόλεων βορείως της Λάρισας που διοικούνται «επιτροπικώς» και «άχρι καιρού» από την Εκκλησία της Ελλάδος, βάσει των συμφωνιών που έχουν υπογράψει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, η Εκκλησία της Ελλάδος και η Ελληνική Πολιτεία. Αυτή είναι η Πατριαρχική Πράξη του 1928. Η τριμερής αυτή σύμβαση που έχει πλέον ενσωματωθεί στο Σύνταγμα του 1975 δεν αφορά μόνο τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Αφορά και την οργάνωση των σχέσεων της Εκκλησίας - Κράτους στη νέα ελληνική πολιτεία.
Τα δικαιώματα
Η Πράξη του 1928, η οποία έχει πολλές φορές χρησιμοποιηθεί από την ελληνική πολιτεία ως μοχλός για τον έλεγχο των εκκλησιαστικών πραγμάτων, μετά τη μεταπολίτευση (επί Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ) χρησιμοποιήθηκε αντίστροφα, ως ασπίδα προστασίας της Εκκλησίας της Ελλάδος από απόπειρες ελέγχου στις οποίες προέβαινε τότε η πολιτεία (νόμος Τρίτση). Ετσι έχουμε σειρά κειμένων τού τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και σημερινού Αρχιεπισκόπου κ. Χριστόδουλου Παρασκευαΐδη (αναπαράγονται στα παραρτήματα του βιβλίου του Μητροπολίτη Σεβαστείας) που τεκμηριώνουν τη θεμελιώδη σημασία της Πράξεως του 1928.
Τον Νοέμβριο του 2003 ο Αρχιεπίσκοπος εισηγήθηκε στη Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (και κατάφερε να συμπαρατάξει με την άποψή του τη μισή Ιεραρχία) να αγνοήσει τα δικαιώματα του Πατριαρχείου και να προχωρήσει στην εκλογή μητροπολιτών στις «νέες χώρες», χωρίς τη συμβολική συμμετοχή του Πατριαρχείου, όπως αυτή προβλέπεται από την Πράξη του 1928. Εν όψει της αντίστασης που εκδηλώθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος, στις άλλες ορθόδοξες εκκλησίες (Αλεξάνδρεια, Ιεροσόλυμα), και της αποφασιστικότητας του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, τον Μάιο του 2004 ο Αρχιεπίσκοπος επανήλθε στις παλαιότερες αντιλήψεις του και πρωταγωνίστησε στην υιοθέτηση από τη Σύνοδο της Ιεραρχίας διακήρυξης ότι η Πράξη του 1928 ισχύει απολύτως και πρέπει να εφαρμόζεται στο ακέραιο. Η θεαματική αυτή μεταστροφή της στάσης του Αρχιεπισκόπου οφείλεται βεβαίως στην αλλαγή της συγκυρίας. Ο κ. Χριστόδουλος δεν «φοβάται» πλέον το κράτος, όπως το φοβόταν την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης. Αντίθετα ο Αρχιεπίσκοπος εμφανίζεται πλέον ως υπέρμαχος του κράτους, των συμφερόντων του και της υπεροχής του ακόμη και απέναντι στους νόμους της Εκκλησίας! Ο δυσεξήγητος αυτός ελιγμός αποκαλύπτει τα μεγάλα ελλείμματα στην οργάνωση των σχέσεων της Εκκλησίας με το Κράτος.
Η οροθέτηση των σχέσεων αυτών, που πραγματοποιήθηκε από τη γερμανική αντιβασιλεία τον 19ο αιώνα και διατηρήθηκε ανέπαφη ως το 1977, αντιστοιχεί στις αντιλήψεις που κυριαρχούσαν την περίοδο της εθνογένεσης και της στερέωσης του αναδυόμενου από την οθωμανική επικράτεια νέου εθνικού ελληνικού κράτους. Η αποδέσμευση της Εκκλησίας της Ελλάδος από την άμεση κρατική χειραγώγηση έγινε πρώτη φορά στο πλαίσιο του Συντάγματος του 1975 (και του καταστατικού χάρτη της Εκκλησία της Ελλάδος του 1977). Ο συντηρητικός πυρήνας της Εκκλησίας φοβούμενος την εκσυγχρονιστική και δημοκρατική δυναμική τού μεταπολιτευτικού κράτους συγκατατέθηκε τότε στις αλλαγές αυτές και κατέφευγε στην προστασία του Πατριαρχείου και της Πράξεως του 1928 όταν αντιμετώπιζε προβλήματα. Οταν ο συντηρητικός πυρήνας της Εκκλησίας έγινε ο ίδιος εξουσία και αντιπαρατέθηκε στην πολιτική ηγεσία (ταυτότητες), πρώτη φορά μετά την μεταπολίτευση, άρχισε και πάλι να λακτίζει το Πατριαρχείο. Αρχισε να αφήνει υπαινιγμούς για την «εθνική» ανάγκη καταπάτησης των συμφωνιών του 1928 και κατάργησης των δικαιοδοσιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην επικράτεια του ελληνικού κράτους.
Προς την πορεία του εκδημοκρατισμού και της ένταξης στην ευρωπαϊκή οικογένεια, το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισαν και άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η Ισπανία και η Πολωνία, με ισχυρή παράδοση εθναρχούσης Εκκλησίας, Εκκλησίας δηλαδή που συνδέεται αναπόσπαστα με τη νέα εθνική τους ταυτότητα, επωφελήθηκαν από τη θετική συμβολή της Καθολικής Εκκλησίας και της Β' Συνόδου του Βατικανού και οδηγήθηκαν σε ένα νέο σχήμα οργάνωσης των σχέσεων κράτους-έθνους, ένα σχήμα που κατοχυρώνει τους απόλυτα διακριτούς ρόλους Εκκλησίας και Κράτους.
ΑΛΚΗΣ ΚΟΥΡΚΟΥΛΑΣ
Το ΒΗΜΑ, 18/02/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις