0
Your Καλαθι
Οι άθλιοι των Αθηνών Ι
Περιγραφή
Κριτική
Το μυθιστόρημα υπόσχεται να ανασυνθέσει με ακρίβεια και πληρότητα τη φυσιογνωμία της Αθήνας και να εκθέσει καυτά κοινωνικά προβλήματα. Ωστόσο, την αληθοφανή αναπαράσταση του κόσμου και του υποκόσμου της πρωτεύουσας υπονομεύουν υπερβολές, απιθανότητες, και ερεθιστικές λεπτομέρειες, που ανταποκρίνονται στον εθισμό του κοινού στα αγαπημένα μοτίβα της λαϊκότερης λογοτεχνίας. Η πρωτεύουσα εμφανίζεται ως χώρος επικίνδυνος και ρυπαρός, αναπαράγοντας μια στερεότυπη ταύτιση του άστεως με το κακό, ταυτόχρονα, όμως, ο αναγνώστης διδάσκεται τρόπους επιτυχούς διαβίωσης στην πόλη. Η αντινομία αυτή εξηγεί καλύτερα τη διττή ιδεολογική φορά του κειμένου. Η εμπειρία της Αθήνας των "Αθλίων", αμφίσημη και αντιφατική στην ουσία της, συμβαδίζει με την ευρύτερη διακύμανση της ελληνικής κοινωνίας του περασμένου αιώνα ανάμεσα στον θαυμασμό για τα επιτεύγματα του δυτικού πολιτισμού και τη δυσαρέσκεια για τα επισφαλή αποτελέσματα μιας ανεξέλεγκτης αστικοποίησης.
O Iωάννης Kονδυλάκης (1861-1920) λογοτέχνης και δημοσιογράφος, έγινε γνωστός για τη λεπτή ειρωνεία και το πνευματώδες χιούμορ του. Aρχικά, οι δύο τόμοι διηγημάτων με τίτλο «Όταν ήμουν δάσκαλος και άλλα διηγήματα» αποτυπώνουν μία αίσθηση πικρίας γιατί οι περισπάσεις του βίου του δεν του επέτρεψαν να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο αλλά και τις αρετές του που επικεντρώνονται στην απέριττη, λιτή, εύστοχη γραφή του. «O Πατούχας», γραμμένο με το ίδιο ανεπανάληπτο ύφος, αλλά και με καταλυτικό χιούμορ και ποιητική δροσιά, πλάθει τον πρωτόγονο έφηβο με τις αχαλίνωτες ορμές και την πονηράδα του αγριμιού. «Oι Αθλιοι των Aθηνών» αποκτούν ιδιάζουσα σημασία, χάρη στην ιδεολογική και κοινωνική διάσταση, μια διάσταση συχνά αντιφατική, όπου από τη μια η πρωτεύουσα εμφανίζεται σα χώρος επικίνδυνος και από την άλλη ο αναγνώστης διδάσκεται τρόπους επιτυχούς διαβίωσης μέσα σ' αυτήν. «H Πρώτη Aγάπη», τέλος, το κύκνειο άσμα του συγγραφέα, είναι η ιστορία του απελπισμένου και μοιραίου έρωτα ενός πεντάχρονου αγοριού προς μία πολύ μεγαλύτερή του κοπέλα. H ψυχογραφική του διεισδυτικότητα και η τόλμη τού συνήθως νηφάλιου και "συντηρητικού" Kονδυλάκη εκπλήσσουν και γοητεύουν το σύγχρονο αναγνώστη.
Αθλιοι στην Αθήνα υπήρχαν προφανώς πάντα, αλλά ο τίτλος «Οι Αθλιοι των Αθηνών» παραπέμπει ευθέως στον 19ο αιώνα και σε μια λογοτεχνική παράδοση αστικής πεζογραφίας που περιελάμβανε το πολυδιαβασμένο στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος «Τα μυστήρια των Παρισίων» του Ευγένιου Σύη και βέβαια τους «Αθλίους» του Βίκτωρος Ουγκό. Σε αυτό το πνεύμα κινήθηκε ο Ιωάννης Κονδυλάκης όταν θέλησε να αποτυπώσει τη ζωή της σύγχρονης πρωτεύουσας στο δικό του «Οι Αθλιοι των Αθηνών», το οποίο δημοσιεύθηκε σε επιφυλλίδες στην εφημερίδα «Εστία» το 1894 και διαφημιζόταν τότε ως εξής: «Εις τους Αθλίους θα παρελάσουν τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της εικοσαετίας...», εννοώντας προφανώς την εικοσαετία 1874-1894, δηλαδή την περίοδο του τότε εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος του Χαρίλαου Τρικούπη. Έναν αιώνα αργότερα, καθώς διανύουμε έναν δεύτερο μεγάλο εκσυγχρονισμό, μπορούμε να κάνουμε συγκρίσεις διαβάζοντας τόσο τη μελέτη της Μαρίας Κορασίδου για την αντίδραση της τότε κοινωνίας στα φαινόμενα της αθλιότητας και της εγκληματικότητας όσο και το έργο του Ιωάννη Κονδυλάκη που επανεκδόθηκε με κατατοπιστική εισαγωγή της Γεωργίας Γκότση.
Από την εποχή του Τρικούπη λοιπόν ώς σήμερα έχει αλλάξει η πεζογραφική παράδοση, έχει αλλάξει το θεσμικό πλαίσιο της πολιτείας για την καταπολέμηση της φτώχειας και της επαιτείας, αλλά η Μαριώρα του Κονδυλάκη, η αθώα και άδολη νέα από το χωριό της Τήνου που ήρθε στην Αθήνα για να βρει την τύχη της και κατάντησε τρελή στο φρενοκομείο της Κέρκυρας από την κακομεταχείριση, έχει υποκατασταθεί ίσως από κάποια αλλοδαπή κλεισμένη σε βίλα πολυτελείας. Βεβαίως η επιμελήτρια της έκδοσης του Κονδυλάκη μάς προειδοποιεί για τις υπερβολές που ενέχει ένα λαϊκό ανάγνωσμα, αλλά αναγνωρίζεται συγχρόνως ότι ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να ανασυνθέσει με ακρίβεια τη φυσιογνωμία της Αθήνας.
Η αποστασιοποιημένη σημερινή έρευνα δεν έχει το πάθος του Κονδυλάκη, αλλά παρουσιάζει περίπου την ίδια εικόνα. Δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο της Μαρίας Κορασίδου αναφέρεται σε δύο κυρίως κεφάλαια στην υπόθεση φτώχειας και φιλανθρωπίας στην Αθήνα του 19ου αιώνα: το ένα αφορά τις γυναίκες που έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης και το άλλο τα παιδιά. Ομοίως το βιβλίο του Κονδυλάκη εκτείνεται σε δύο μέρη, όπου παρακολουθούμε στο μεν πρώτο την τύχη της Μαριώρας και στο δεύτερο την τύχη ενός μικρού επαρχιωτόπουλου, του λουστράκου Τάσου. Γυναίκες και παιδιά λοιπόν έπεφταν θύματα οικτρής εκμετάλλευσης, ώσπου άρχισε μια δραστηριότητα φιλάνθρωπης συνδρομής και ενσωμάτωσης των απόκληρων στο κοινωνικό σώμα κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Βέβαια και σε αυτήν ο Κονδυλάκης ρίχνει καυστικό το βλέμμα του, αφού ο εκπρόσωπος του φιλανθρωπικού ιδρύματος που εμφανίστηκε ως σωτήρας της Μαριώρας είχε αποκλειστικό σκοπό την ικανοποίηση των «κτηνωδών ορέξεών» του.
Πού βρέθηκαν τόσοι άποροι και ζητιάνοι στην Αθήνα; Η Μαρία Κορασίδου ξεκινά με την εικόνα της Αθήνας του 1834, μιας κατεστραμμένης κωμόπολης που ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του νέου κράτους. Σε αυτό το νέο κέντρο, το οποίο βάδισε γρήγορα τον δρόμο της αστικοποίησης, μαζεύτηκε σταδιακά μεγάλος αριθμός αγωνιστών της Επανάστασης και οικογενειών των θυμάτων του Αγώνα που βρέθηκαν άποροι και στερημένοι από κάθε μέσο επιβίωσης. Στην πρωτεύουσα άρχισαν να συρρέουν από τη μια πλευρά οι πλούσιοι ομογενείς και οι νέες κυρίαρχες ομάδες και από την άλλη πρώην αγωνιστές και ένα πλήθος κόσμου, χήρες και ορφανά, που η επιστροφή τους ήταν αδύνατη στους τόπους καταγωγής τους, συχνά τόπους έξω από τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Τη νέα κοινωνία χαρακτήρισε εξαρχής «η βαθιά πολιτισμική ρήξη με το προεπαναστατικό παρελθόν της».
Οι προσπάθειες του ελληνικού κράτους να καταστείλει την επαιτεία στους δρόμους της Αθήνας τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα παρά να εντείνουν τελικά τις αδικίες, αφού κάποια βοηθήματα κατέληγαν πάλι στα χέρια των επιτήδειων και το 1860 η παρουσία των ζητιάνων εξακολουθούσε να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα στην Αθήνα. Η επιδημία χολέρας του 1854 ανέδειξε το μέγεθος του κοινωνικού προβλήματος που είχε ενταθεί καθώς οι εστίες φτώχειας είχαν πολλαπλασιαστεί με τον ερχομό ανθρώπων από διάφορα μέρη της επαρχίας. Καθώς η πολιτεία είχε εμφανώς αποτύχει να φέρει εις πέρας την αποστολή της και καθώς εργατικό κίνημα δεν είχε σχηματιστεί ακόμη στη χώρα, ανέλαβαν οι διανοούμενοι, μορφωμένοι και πλούσιοι να προστατεύσουν τόσο τους φτωχούς όσο και τις αξίες του κυρίαρχου κοινωνικού οικοδομήματος. Η συγγραφέας παρουσιάζει αναλυτικά τη φιλανθρωπική δραστηριότητα και τους πρωταγωνιστές της στην Αθήνα κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τις ιδέες που στήριζαν αυτές τις πράξεις, τους στόχους και τα αποτελέσματά τους. Ο Κονδυλάκης παρουσιάζει ασπαίροντα περιστατικά της ίδιας καθημερινότητας που, ας μην ξεχνάμε, συνέβαιναν λίγο πριν από τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 29-04-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις