0
Your Καλαθι
Τα πλήκτρα στα νερά
Περιγραφή
Μια σαραντάχρονη γυναίκα περιπλανιέται νύχτα στα δωμάτια του σπιτιού και του μυαλού της. Στον πραγματικό χώρο ή στις αναμνήσεις της, ξετυλίγεται κάθε φορά εμπρός της μια απρόβλεπτη διαδρομή κι εκείνη την ακολουθεί χωρίς αντιρρήσεις.
Αυτή την κρίσιμη νύχτα τη βασανίζουν ή την πραγηρορούν πράγματα μικρά και μεγάλα: το μέγεθος του κόσμου, όπως αυτό υπολογίζεται μέσα από ένα άδειο σπίτι, κυρίως όμως η πληθωρική παρουσία των παιδιών, των δικών μας και των άλλων, και μάλιστα εκείνων που μπορούν να βλέπουν τα πλήκτρα στα νερά...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τελικά οι γυναίκες λένε ή και γράφουν περισσότερες ιστορίες από τους άνδρες; Κι αν ναι, ιστορίες πολλές και διαφορετικές ή μία ιστορία, τη δική τους ιστορία; «Περισσότερες γυναίκες, περισσότερες ιστορίες, αναμνήσεις. Περισσότερα θέματα», διαβάζουμε στο καινούριο μυθιστόρημα της Μαρίας Κονδύλη, και η συγγραφέας μάλιστα μας διευκρινίζει: οι γυναίκες λένε οπωσδήποτε, αλλά και γράφουν περισσότερες ιστορίες. Ισως γιατί θυμούνται πιο πολύ, ίσως γιατί καθεμία επιθυμεί να πει τη δική της ιστορία, με πολλούς τρόπους, σε πολλά βιβλία, με πολλούς κάθε φορά αφηγητές.
Ξεκινώντας λοιπόν από την παραδοχή -ή και την αποδοχή;- ότι το βίωμα και οι επάλληλοι κύκλοι της εμπειρίας αποτελούν την αφηγηματική μαγιά της πλοκής, τα «Πλήκτρα στα νερά» θα μπορούσαν να συνταχθούν με το είδος που ίσως καταχρηστικά ονομάζουμε γυναικεία γραφή και λογοτεχνία. Μια σαραντάχρονη γυναίκα περιπλανιέται νύχτα στα άδεια -πλέον- δωμάτια του σπιτιού και του μυαλού της, αναζητώντας και μαζεύοντας το νήμα της ζωής της. Οι διαδρομές λοξοδρομούν απρόβλεπτα από το οικείο στο ανοίκειο, από το γνωστό στο ξεχασμένο, από το τραυματικό στο φωτοβόλο, από τα μεγάλα στα μικρά, από τη ματαίωση στην επιθυμία.
«Το σπίτι μας ήταν γεμάτο μυστικά. Τώρα τα πιο πολλά τα θεωρώ ανούσια, όπως το ποιος ακριβώς ήταν ο μισθός ή η σύνταξη του καθενός. Υπήρχαν όμως και εκείνα -αλήθεια ήταν; ψέματα;- τα γαργαλιστικά, τα λίγο βρόμικα». Μυστικά, ψέματα, αλήθειες και ξεχασμένες κουβέντες αποτιμώνται και εξιστορούνται από το παρόν της ηρωίδας, δίχως να αποφεύγουν, σχεδόν φλερτάροντας με τον παραμορφωτικό καθρέφτη της επιλεκτικής μνήμης αλλά και μιας προϊούσης, βασανιστικής αϋπνίας. Καθώς ο χαρακτήρας της γυναίκας αναπτύσσεται, το ψηφιδωτό της αφήγησης συμπληρώνεται σταδιακά. Στην αρχή, έχεις την εντύπωση κάπως άναρχα, μεταπηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο, αφήνοντας το ένα νήμα και πηγαίνοντας σ' ένα άλλο -όμοια με κάποιον που περιφέρεται άσκοπα στα δωμάτια ενός παλιού σπιτιού, από την πολυθρόνα στον καναπέ, περνώντας το χέρι πάνω από ξεχασμένα αντικείμενα ή φυλλομετρώντας βιβλία που στη συνέχεια τα παρατά ανοιχτά.
«Στα άδεια σπίτια -όμως- δεν περνάει η ώρα». Και η αφηγήτρια το γνωρίζει καλά. Οσο λοιπόν η νύχτα προχωρεί, η ιστορία εξελίσσεται, οι παραφυάδες πληθαίνουν και η μοναχική ηρωίδα εναλλάσσει συνομιλητές -φανταστικούς καλεσμένους- σκοντάφτοντας, καθώς περιφέρεται από το ένα δωμάτιο στο άλλο, στον αόρατο θίασο της ζωής της. Η κυρίαρχη μάνα, οι θορυβώδεις και ιδιόμορφοι θείοι, οι παιδικές φίλες, τα νεανικά χρόνια στο Παρίσι, ο αχνός πατέρας, ο Τάσος και ο αποτυχημένος γάμος, το ταξίδι στην Αμερική, από την οποία «μετανιώνει πικρά που έφυγε», μια μάλλον απογοητευτική επαγγελματική διαδρομή, «ποια δουλειά είναι λοιπόν για μένα;», το παιδί που χάθηκε στους τρεις μήνες, οι «ακαταμάχητοι» στίχοι που ποτέ δεν ξεχάστηκαν και οι απέναντι -η αντανάκλαση του πολυπρόσωπου παρελθόντος και η προβολή ενός ευκταίου μέλλοντος.
«...Αυτό το σπίτι έχει πολλά άδεια μέρη. Εχουν φύγει τόσοι άνθρωποι από δω κατά καιρούς, κι ο καθένας κάτι πήρε μαζί του. Αν ήταν κείμενο, θα ήταν ξερό, αν ήταν πουλί, θα ήταν πουλί μαδημένο». Πάντως το μυθιστόρημα της Μαρίας Κονδύλη, μόνο «ξερό» και «μαδημένο» δεν είναι. Η γραφή, πλούσια, άλλοτε διεξοδική κι άλλοτε υπαινικτική, διεισδύει στον πυρήνα των γεγονότων δίχως να τα εξαντλεί, με διάθεση ονειροπόλα ή περιπαικτική, ανασύρει την ευαισθησία δίχως να αφήνει την ιστορία να βυθιστεί σε μια μονοδιάστατη ή πένθιμη μελαγχολία. Ο θάνατος των αγαπημένων, καταστάσεων αλλά κυρίως προσώπων, έρχεται αιφνίδιος και καταλυτικός, δίχως να προαναγγέλλεται, αμετάβατος στην επόμενη φράση, αλλά ενταγμένος με εντυπωσιακή αφηγηματική ηπιότητα στην ανάπτυξη της πλοκής. Αλλωστε η ιστορία ή οι ιστορίες δεν σταματούν εκεί.
«Εικόνες εγκαταστημένες αυθαίρετα σ' έναν ασύμμετρο ιστό. Δεν ξέρω πού θα πάει το μυαλό μου μετά, το αφήνω, τι σημασία έχει; Ολα αυτά είναι εδώ, όλα είναι τώρα, αιωρούνται αθόρυβα από αόρατα νήματα γύρω μου. Στη φωλιά μου». Εκεί λοιπόν, στη «φωλιά» της σαραντάχρονης γυναίκας, το παρελθόν συμφύρεται με το παρόν, θυμίζοντας τον αποσπασματικό και ενίοτε αυθαίρετο τρόπο που εικονοποιούν τα όνειρα.
Τα όνειρα της νύχτας, αλλά και τα όνειρα της μέρας. Βλέπω πολλά όνειρα, λέει η ηρωίδα, όνειρα που πέραν της λογικής προοικονομούν απροσδόκητα τη ζωή, όνειρα όπου οι χαρές ζυγίζονται με τις απώλειες, διασώζοντας στο «πηλίκον» τον αφρό των γεγονότων που δεν θέλει να μοιραστεί παρά μόνο με τους αναγνώστες. Ονειρα όπου οι εικόνες, τα σημάδια, οι προβολές, τα τραύματα, οι αναμνήσεις, οι μεταφορές, οι μεταμορφώσεις, οι αντιμεταθέσεις κυκλοφορούν στους ανεξέλεγκτους διαύλους που συνδέουν το σήμερα με το χθες, τη σαραντάχρονη γυναίκα και το παιδί. «Εγώ έχω το χάρισμα να βλέπω όνειρα της μέρας, μου έχει πει ο μικρός τής απέναντι. Μπορώ να πηγαίνω πάνω-κάτω και να βλέπω ένα σωρό πράγματα. Αλλά δεν βλέπω όνειρα τη νύχτα». Το ιδιόρρυθμο, «πολύτιμο» παιδάκι των απέναντι είναι εκείνο που όρθιο στη θάλασσα, μέχρι το λαιμό, θα απλώσει τα δάχτυλά του παίζοντας πιάνο πάνω στο νερό, «δανείζοντας» στη Μαρία Κονδύλη αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι, τα «Πλήκτρα στα νερά», τον τίτλο του μυθιστορήματος που εν μέρει γεννήθηκε από κουβέντες παιδιών, όπως μας είπε. Συμπληρώνοντας ότι υπάρχουν πράματα που δεν τα βλέπουμε όλοι, όπως αυτά τα πλήκτρα στα νερά, μια πραγματικότητα που ίσως δεν είναι αμέσως ορατή για όλους και που μπορεί να αποτελεί το σύμπαν ενός ανθρώπου. Εδώ δεν είναι που υπεισέρχεται συνήθως ο συγγραφέας;
ΕΡΙΦΥΛΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/01/2006
Κριτικές
08/04/2012, 09:13