0
Your Καλαθι
Διπλωματία και πολιτική
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Η υπόθεση Οτσαλάν και η διεθνής τρομοκρατία
Η κρίση στη Γιουγκοσλαβία
Η υπόθεση Λοϊζίδου
[...] Περίπλοκα θεσμικά και πολιτικά ζητήματα προσεγγίζονται με έναν τρόπο γραφής ακριβή, προσιτό και παράλληλα συναρπαστικό, από τον οποίο δεν λείπει το χιούμορ. Ένα ταξίδι στον κόσμο της «διπλωματίας και της πολιτικής» με οδηγό έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες διεθνολόγους, κατά τη διάρκεια του οποίου ο αναγνώστης συχνά θα εκπλήσσεται το ίδιο με το συγγραφέα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Λίγοι ευρωπαίοι πολίτες, και ακόμη λιγότεροι έλληνες, γνωρίζουν τη θέση, την αποστολή, τον ρόλο και τη σημασία του Συμβουλίου της Ευρώπης, της πρώτης πανευρωπαϊκής εκδήλωσης κοινής πολιτικής βούλησης μετά τον πόλεμο και του πλέον επιτυχημένου, σε επίπεδο πολυμερών οργανισμών, εκφραστή και υποστηρικτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το βιβλίο του Δημήτρη Κώνστα Διπλωματία και Πολιτική αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον εργαλείο προσέγγισης του αρχαιότερου ευρωπαϊκού οργανισμού, καθώς πραγματεύεται την - κάθε άλλο παρά εύκολη - περιδιάβαση ενός ακαδημαϊκού στα δύσβατα μονοπάτια της άσκησης διπλωματίας, υπό την ιδιότητά του ως πρέσβη εκ προσωπικοτήτων, για περισσότερο από δύο χρόνια (Μάιος 1997 - Σεπτέμβριος 1999) και κατά τη διάρκεια των γιουγκοσλαβικών κρίσεων, της υπόθεσης Οτσαλάν και, κυρίως, της απόφασης του Δικαστηρίου του Στρασβούργου για την υπόθεση Λοϊζίδου.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον - και χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολυεπίπεδης ανάγνωσης και ερμηνείας της λειτουργίας του Συμβουλίου της Ευρώπης - ότι η σχέση του συγγραφέα με το ΣτΕ είναι μακρά και, εν πολλοίς, ιδιόμορφη: ξεκινά με την επιστημονική μελέτη, στο πλαίσιο εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής, της αποπομπής της Ελλάδας από το ΣτΕ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, περνά - κατά τη διάρκεια της πολύχρονης πανεπιστημιακής καριέρας του - από μια φάση ακαδημαϊκής προσέγγισης της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, γενικότερα, και της λειτουργίας του ΣτΕ, ειδικότερα, και καταλήγει με την εμπλοκή του συγγραφέα στην καθημερινή διαμόρφωση εξωτερικής πολιτικής, ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στο ΣτΕ. Με την εμπειρία λοιπόν «του θεωρητικού που προσπαθεί να αφομοιώσει τον ρόλο του υπηρεσιακού παράγοντα» ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τον ρόλο και τη σημασία του Συμβουλίου της Ευρώπης, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα και τα όρια δράσης του θεσμού αυτού. Αρωγοί στην προσπάθεια αυτή η ικανότητά του «να μετατρέπει τις πληροφορίες σε γνώση», ο ρεαλισμός και μια ιδιαίτερη αίσθηση χιούμορ. Ειδικά όσον αφορά το τελευταίο, οι περιγραφές της επίσκεψης στον Καύκασο στο πλαίσιο εξέτασης της υποψηφιότητας της Γεωργίας, της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν να καταστούν μέλη του ΣτΕ καθώς και οι αναφορές στα καθημερινά προβλήματα διαβίωσης και λειτουργίας της πρεσβευτικής κατοικίας είναι πραγματικά απολαυστικές, ακόμη και ευεργετικές, κυρίως όσον αφορά την πάντα ευαίσθητη σχέση πρέσβεων εκ προσωπικοτήτων και διπλωματών καριέρας.
Ο λόγος του βιβλίου είναι ισορροπημένος, διδακτικός και, κυρίως, προσιτός. Αρκετά μεγάλο μέρος του αφιερώνεται στην εξοικείωση του αναγνώστη με το όχι και τόσο απλό θεσμικό πλαίσιο του ΣτΕ και τον τρόπο προσαρμογής του στα νέα δεδομένα που δημιούργησε το τέλος της διπολικής αντιπαράθεσης, κυρίως μέσω της διαδικασίας ελέγχου υποχρεώσεων, γνωστής ως «monitoring». Η διαδικασία αυτή έφερε μια πραγματικά νέα εποχή στις προτεραιότητες και στις μεθόδους εργασίας του οργανισμού αναφορικά με τη βασική του στοχοθεσία, δηλαδή την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (μέσω της θέσπισης του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) και των εθνικών μειονοτήτων. Το βιβλίο εντοπίζει επίσης διάφορες αδυναμίες στη λειτουργία του ΣτΕ, προσφέροντας παράλληλα και ορισμένες σκέψεις για την υπέρβαση των λειτουργικών ελλειμμάτων του οργανισμού, την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων σχέσεων με άλλους οργανισμούς, όπως ο ΟΑΣΕ και η ΕΕ, και, κυρίως, τη δυνατότητα υλοποίησης των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο συγγραφέας δεν διστάζει να σταθεί κριτικά απέναντι στη γενικότερη πορεία της Ελλάδας στο ΣτΕ, όπου η ελληνική στάση σε σχέση με τα ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα χαρακτηρίζεται «αμυντική» απέναντι στους θεσμούς του ΣτΕ. Η παραδοσιακή από μέρους της ελληνικής πολιτείας αντιμετώπιση των «λεπτών» αυτών θεμάτων με τη συμμόρφωσή της στο ελάχιστο επιτρεπτό επίπεδο με συγκεκριμένες δικαστικές αποφάσεις και την τήρηση τακτικής κωλυσιεργίας (κατά πόσον είναι στα αλήθεια ευρύτερα γνωστό ότι ως την Υπόθεση Λοϊζίδου τα πρωτεία κατείχε η Ελλάδα;) ή επιδεικτικής αδιαφορίας έναντι γενικών συμβατικών ή πολιτικών υποχρεώσεων είχαν καταστήσει τα θέματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων «αχίλλειο πτέρνα» της ελληνικής πολιτικής.
Το βιβλίο κατορθώνει επίσης να προσφέρει πολύ περισσότερα από ό,τι ο συγγραφέας - με ιδιαίτερη μετριοφροσύνη - δηλώνει πως θα επιχειρήσει να κάνει σε σχέση με το σημαντικότατο ζήτημα που αφορά το κατά πόσον οι διεθνείς θεσμοί συνιστούν αντανάκλαση του συσχετισμού δυνάμεων ή ουσιαστικό περιορισμό της κρατικής συμπεριφοράς. Με πλήθος εμπειρικών αναφορών και αναλύσεων συγκεκριμένων περιπτώσεων (με χαρακτηριστικότερες τις υποθέσεις Οτσαλάν και Λοϊζίδου), ο συγγραφέας δεν αναδεικνύει απλώς το παραπάνω σημαντικό ερώτημα αλλά προσφέρει ταυτόχρονα ουσιαστικές και εμπειρικά θεμελιωμένες απαντήσεις που αποδεικνύουν τη δυνατότητα των διεθνών θεσμών (με έμφαση βεβαίως στο Συμβούλιο της Ευρώπης) να συνιστούν κάποτε αντανάκλαση του συσχετισμού δυνάμεων και άλλοτε περιορισμό της κρατικής συμπεριφοράς. Εν κατακλείδι, το βιβλίο του Δημήτρη Κώνστα δεν προσφέρει μόνο ένα εξαιρετικά χρήσιμο - από πλευράς πληροφοριών και αναλυτικής γραφής - κείμενο αναφοράς για τον ιστορικό του μέλλοντος αλλά, κυρίως, αποτελεί ένα μοναδικό εργαλείο ανάλυσης, κατανόησης και άσκησης της διπλωματίας, καθώς και ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο παράδειγμα σύνδεσης της ελληνικής επιστημονικής και διπλωματικής κοινότητας.
Παναγιώτης Τσάκωνας (καθηγητής Διεθνών Σχέσεων)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 06-04-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μία από τις πτυχές της γοητείας των διεθνών σχέσεων έγκειται στο γεγονός ότι μπορεί κάποιος να τις βιώσει από πολλές διαφορετικές πλευρές. Ο καθηγητής Δημήτρης Κώνστας πρέπει να αισθάνεται, υπ' αυτή την έννοια, προνομιούχος, διότι του έχει δοθεί η ευκαιρία να ζήσει αυτή την πολυδιάσπαση των διεθνών σχέσεων από κάθε σχεδόν πιθανό μετερίζι: το ακαδημαϊκό, το συγγραφικό, το πολιτικό και το διπλωματικό. Το απόσταγμα της πολυσχιδούς του εμπειρίας μετουσιώνεται σε βιβλίο με τον τίτλο «Διπλωματία και πολιτική», στο οποίο αντικατοπτρίζονται περισσότερο οι διπλωματικές του αρετές, όπως αυτές περιγράφονται κατά το διάστημα της υπηρεσίας του ως πρέσβη εκ προσωπικοτήτων στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Μέσω της επιτόπιας προσωπικής μαρτυρίας του συγγραφέα ζωντανεύουν, στις σελίδες του βιβλίου, λεπτομέρειες από τις κυριότερες πολιτικές και διπλωματικές ζυμώσεις της περιόδου 1997-1999, με επιπτώσεις για τη διεθνή υπόσταση της χώρας μας -την υπόθεση Οτσαλάν, την κρίση στη Γιουγκοσλαβία και την υπόθεση Λοϊζίδου- οι οποίες δίνουν το συνολικότερο στίγμα του τρόπου διαμόρφωσης και επηρεασμού των διεθνών σχέσεων εν γένει, μέσα από έναν διεθνή οργανισμό.
Το εν λόγω βιβλίο πετυχαίνει ποικίλους στόχους. Δίνεται η ευκαιρία στον αναγνώστη να διαπιστώσει την ύπαρξη ή μη μύθων σχετικά με τη διπλωματική ζωή, να κατανοήσει τις ισορροπίες που πρέπει να διατηρηθούν σε μια διαδικασία λήψης αποφάσεων, αλλά και τις εσωτερικές διαπλοκές, τα γραφειοκρατικά κωλύματα και τις άλλες άδηλες διεργασίες που τόσο σημαντικές είναι για το τελικό αποτέλεσμα, πλην όμως λίγοι είναι εκείνοι που τις γνωρίζουν πριν απ' αυτό.
Ο καθηγητής Δημήτρης Κώνστας καταφέρνει να δώσει μια πιο ανάλαφρη νότα, ξεφεύγοντας από την αναγκαστική αυστηρότητα ή σοβαρότητα της ουσίας των πεπραγμένων, διανθίζοντάς τα με γλαφυρές και σε μεγάλο βαθμό συναισθηματικές -ανεκδοτικού τύπου- αφηγήσεις της καθημερινότητας, συμβάλλοντας έτσι στην εξασφάλιση μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας της ζωής ενός πρέσβη, μακριά από διαβουλεύσεις και γραφειοκρατικές παγίδες. Το γεγονός αυτό δεν στερεί βέβαια από την ουσιαστική προσφορά και συμβολή στην ανάλυση των καυτών για την Ελλάδα θεμάτων -περιλαμβάνοντας μάλιστα και περίοδο προεδρίας της χώρας μας- που χειρίστηκε ο συγγραφέας.
Το βιβλίο είναι σωστά δομημένο κι εύκολο στην ανάγνωση, ακόμα και από τους μη μυημένους στα διεθνολογικά τεκταινόμενα. Αυτό οφείλεται αφενός στην παράθεση επεξηγηματικών κεφαλαίων σχετικά με τους θεσμούς με τους οποίους καταπιάνεται ο συγγραφέας, και τη λειτουργία τους, αφετέρου και στη σύντομη ιστορική αναδρομή πριν από κάθε ένα από τα τρία ζητήματα τα οποία αναλύει.
Επίσης, ο ρεαλισμός της αφήγησης αποτελεί προσόν του βιβλίου, καθώς διατηρεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο ακόμα και στα σημεία που έχουν να κάνουν με αμιγώς διαδικαστικά και συνεπώς βαρετά θέματα. Η απουσία καθαρότητας στην αφήγηση αλλά και της διεισδυτικής ματιάς του Δημήτρη Κώνστα θα αποστερούσαν από το βιβλίο το ενδιαφέρον του και θα το καθιστούσαν μια απλή παράθεση περιγραφών διαδικαστικού τύπου. Αντίθετα, ο συγγραφέας ξεφεύγει απ' το συγκεκριμένο σκόπελο και μέσα από τη ζωντάνια της περιγραφής των λειτουργιών του οργανισμού και των διαβουλεύσεων αναδύονται και αναδεικνύονται η δυσκολία λήψης αποφάσεων, το άγχος για τον έλεγχο του ορθού χειρισμού των υποθέσεων, η ακροβασία των διπλωματικών ελιγμών αλλά και η αγωνία για την τελική έκβασή τους.
Επιπλέον, σημαντική είναι η προβολή που γίνεται, μέσω του βιβλίου, του Συμβουλίου της Ευρώπης -του αρχαιότερου αμιγώς ευρωπαϊκού οργανισμού- ο οποίος είναι ένας μάλλον παραγνωρισμένος διεθνής οργανισμός. Αμφιβάλλω εάν είναι αρκετοί, στη χώρα μας αλλά κι αλλού, εκείνοι που πραγματικά γνωρίζουν την ύπαρξη και την αποστολή του συγκεκριμένου οργανισμού. Είχα την ευκαιρία και την τιμή να είμαι μέλος -ως παρατηρητής μακράς διάρκειας- στην Αποστολή Εκλογικής Παρατήρησης του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις Δημοτικές Εκλογές στο Κόσοβο το 2002 και μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές για μένα όταν ανέφερα ποιον οργανισμό εκπροσωπούσα, αν και ορισμένοι θα έπρεπε να με δεχθούν τουλάχιστον με επιφύλαξη -λόγω παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αργότερα κατάλαβα ότι ένας από τους λόγους που συνέβαινε αυτό ήταν το γεγονός ότι οι περισσότεροι συνέχεαν το Συμβούλιο της Ευρώπης με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η αποκατάσταση λοιπόν της ηθικής τάξης και της αλήθειας για το συγκεκριμένο οργανισμό, τουλάχιστον για τη χώρα μας, παρέχεται από το βιβλίο του καθηγητή Δημήτρη Κώνστα, μαζί με την ευκαιρία γνωριμίας και εξοικείωσης του αναγνώστη με τη δομή, τις λειτουργίες, την αποστολή αλλά και τις αδυναμίες του οργανισμού αυτού. Γεγονός εξαιρετικά χρήσιμο για τη διαπίστωση των ευκαιριών δράσης που παρέχονται σε κρατικό αλλά και σε προσωπικό επίπεδο, μέσω του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε ότι ένα επιπλέον πλεονέκτημα του βιβλίου βρίσκεται στις τελευταίες του σελίδες. Είναι τα υπομνήματα, και συγκεκριμένα ο 40σέλιδος χρονολογικός πίνακας παράλληλης παράθεσης των σημαντικότερων πολιτικών γεγονότων της τριετίας 1997-1999, τόσο όσον αφορά τις εξελίξεις στο Συμβούλιο της Ευρώπης, τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό αλλά και τα Βαλκάνια και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Τέλος, το βιβλίο απευθύνεται σε ολόκληρη τη διεθνολογική κοινότητα με την ευρεία της έννοια αλλά όχι αποκλειστικά και μόνο σ' αυτήν. Είναι επίσης εξαιρετικά χρήσιμο ανάγνωσμα για τους φοιτητές πολιτικών επιστημών και διεθνών σχέσεων, καθώς θα τους παράσχει μια ρεαλιστική αποτύπωση των αντικειμένων με τα οποία ευελπιστούν να ασχοληθούν. Η πιθανή αποθάρρυνσή τους εξαιτίας της περιγραφής των δυσκολιών είναι ένα ενδεχόμενο μετά την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου, πλην όμως η πρότερη γνώση είναι πάντα προτιμότερη της ύστερης.
ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΠΑΠΑΔΗΜΟΣ (Διεθνολόγος)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/07/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις