0
Your Καλαθι
Δοκίμιο περί της καταγωγής των ανθρωπίνων γνώσεων
Όπου όλα τα σχετικά με την ανθρώπινη νόηση ανάγονται σε μιαν αρχή
Περιγραφή
Η επιστήμη που φωτίζει περισσότερο το πνεύμα, που το καθιστά ακριβές και ευρύ, και η οποία κατά συνέπεια οφείλει να προετοιμάσει τη μελέτη όλων των άλλων, είναι η μεταφυσική. Σήμερα στη Γαλλία αυτή η επιστήμη είναι τόσο παραγκωνισμένη, ώστε η σκέψη μας θα φανεί ασφαλώς παράδοξη σε πολλούς αναγνώστες. Ομολογώ ότι άλλοτε θα είχα κι εγώ την ίδια γνώμη. Ανάμεσα στους φιλοσόφους, οι μεταφυσικοί μου φαίνονται οι λιγότερο σοφοί: τα βιβλία τους δεν με δίδασκαν: παντού σχεδόν έβρισκα φαντάσματα και θεωρούσα έγκλημα κατά της μεταφυσικής τις πλάνες εκείνων που την υπηρετούσαν.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Coudillac (1715-1780) υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος του εμπειρισμού στη Γαλλία του Διαφωτισμού. Σπουδαστής ιεροδιδασκαλείου κι έπειτα ιερέας στο Παρίσι, δεν ικανοποιείται μόνο με αυτό το ρόλο, αλλά διαμορφώνει τις δικές του φιλοσοφικές θέσεις και συνδέεται με τους διαφωτιστές. Το 1758 ο Λουδοβίκος ο ΙΕ τον στέλνει στην Πάρμα για παιδαγωγό του γιου του. Στην Ιταλία παρέμεινε ώς το 1767. Με την επιστροφή του στη Γαλλία γίνεται δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. Σημαντικότερα έργα του είναι το «Δοκίμιο περί καταγωγής των ανθρωπίνων γνώσεων» (1746), η «Πραγματεία περί ζώων» (1755), το «Πρόγραμμα μελετών» (1755) και η «Λογική» (1780).
Ο Locke θέτει τις βάσεις της αισθησιαρχικής θεωρίας καταφέρνοντας τα πρώτα χτυπήματα κατά του νοησιαρχικού ορθολογισμού. Οι βασικές αρχές της γνωσιοθεωρίας του Locke, όπως είναι η απόρριψη των έμφυτων ιδεών, ο αγώνας κατά των υποθέσεων και η αποδοχή των αισθήσεων ως πηγή της γνώσης αποτελούν τον πυρήνα και της γνωσιοθεωρίας του Coudillac. Ο τελευταίος όμως περισφίγγει αυτόν τον πυρήνα, αφού δεν αρκείται στην υποστήριξη αυτών των θέσεων, αλλά «απλοποιεί» την αισθησιαρχική θεωρία αρνούμενος ότι η γνώση σχηματίζεται από τη συνεργασία των αισθήσεων με την αυτοανακλαστικότητα της νόησης. Η reflection δεν αποτελεί αυτόνομο μηχανισμό της νόησης. Είναι πολύτιμο μεν στοιχείο της, όχι όμως και αυτόνομο. Ουσιαστικά αποτελεί μια εσωτερική βαθμίδα στη διαδικασία της νόησης, μοναδική πηγή της οποίας όμως είναι οι αισθήσεις.
Η μελέτη του τρόπου διαμόρφωσης της σκέψης δεν στοχεύει στην ανακάλυψη της φύσης του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά στην αποσαφήνιση εκείνων των διεργασιών που διευκολύνουν τη διαδικασία της νόησης και τον καθορισμό των ορίων της γνώσης. Ο Coudillac για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων προσφεύγει στη βοήθεια της συνειρμικής θεωρίας. Ο φιλόσοφος απορρίπτει τη «φιλόδοξη μεταφυσική», η οποία επιδιώκει να «διαλευκάνει όλα τα μυστήρια και τις πιο απόκρυφες αιτίες» για χάρη της «μετριοπαθούς μεταφυσικής», που γνωρίζει «την αδυναμία του ανθρώπινου πνεύματος να δει τα πράγματα όπως όντως είναι». Οι προηγούμενοι φιλόσοφοι, οι καρτεσιανοί, εφάρμοσαν την πρώτη μεταφυσική, η οποία είναι πηγή συνεχών σφαλμάτων. Η δεύτερη, της οποίας, κατά τον Coudillac, κυριότερος εκπρόσωπος είναι ο Locke, οδηγεί σε ελάχιστες, αλλά σίγουρες γνώσεις.
Ο Coudillac διαμορφώνει τη δική του θεωρία της γνώσης, ξεκινώντας με την παραδοχή ότι οι αισθήσεις και οι ψυχικές διεργασίες αποτελούν το υλικό όλων των γνώσεών μας. Οι πρώτες μας σκέψεις είναι απότοκα των αισθήσεών μας, ενώ οι δεύτερες και πιο περίπλοκες είναι αποτέλεσμα των ψυχικών διεργασιών. Αυτές οι διεργασίες ενεργοποιούνται μέσω ενός διαβαθμισμένου μηχανισμού συνειρμικών λειτουργιών. Ολες οι συνειρμικές διεργασίες της ψυχής συσχετίζουν τις ιδέες με τα αντικείμενα, αυτή είναι η βάση της αλήθειας. Ο φιλόσοφος, αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Locke, θεωρεί πως ο κόσμος των σωμάτων και οι ιδιότητές τους που αφυπνίζουν τις αισθήσεις μας, βρίσκονται έξω από εμάς. Ετσι αποφεύγει μία σημαντική αντίφαση της αισθησιαρχικής φιλοσοφίας. Με τη νόηση γνωρίζουμε τον αναβαθμισμένο αισθητό κόσμο και όχι το νοητό. Ταυτόχρονα όμως δεν πέφτει στην παγίδα των φληναφημάτων της θεωρίας της αντανάκλασης, αφού παρ' όλο που ο αισθητός κόσμος είναι αυθύπαρκτος, είναι ασήμαντος χωρίς τη γνώση του. Αυτή η αμφισημία της σχέσης αντικειμένου και υποκειμένου της γνώσης οδηγεί σε κενά το επεξηγηματικό υλικό του, χωρίς να υποσκάπτει τα θεμέλια της γνωσιοθεωρίας του.
Από την αντίληψη στη συνείδηση
Οι αισθήσεις δεν επιδρούν άμεσα στη νόηση, αλλά μέσω διαβαθμισμένων ψυχικών διεργασιών. Η αντίληψη αποτελεί την πρώτη διεργασία τής άμεσα προερχόμενης από τις αισθήσεις νόησης. Οι αποκτώμενες μέσω της αντίληψης ιδέες δεν έχουν λελογισμένο χαρακτήρα, γιατί στηρίζονται στις εντυπώσεις που δημιουργούνται από την παρουσία των αντικειμένων. Από την αντίληψη γεννιούνται διαδοχικά τρεις άλλες διεργασίες. Η συνείδηση είναι εκείνη η διεργασία η οποία ειδοποιεί την ψυχή για το τι συμβαίνει μέσα της, την ειδοποιεί πως έχει κάποιες αντιλήψεις. Οταν τα πράγματα ερεθίζουν το θυμικό και τα πάθη μας, τότε εμφανίζεται η προσοχή. Αυτή διασώζει τις εντυπώσεις που αφήνουν τα αντικείμενα όταν απομακρυνθούν. Η ανάμνηση αποτελεί το δεσμό που συντηρεί την αλληλουχία των προηγούμενων τριών διεργασιών.
Η φαντασία, αντίθετα από τα υποστηριζόμενα από τους επικριτές του Διαφωτισμού, αποτελεί για τους philosophes ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα της γνώσης. Αυτή, σύμφωνα με τον Coudillac, εμφανίζεται όταν η αντίληψη ανασχηματίζεται στηριγμένη στο δεσμό της προσοχής με τα αντικείμενα. Η φαντασία αποτελεί μία ατελή μνήμη, γιατί η πρώτη διατηρεί την αντίληψη που υπάρχει για τα αντικείμενα, ενώ η δεύτερη, τις περιστάσεις και τα ονόματα που συνδέονται με τα αντικείμενα, η δε ανάμνηση αναγνωρίζει τις ήδη κεκτημένες αντιλήψεις. Ο έλεγχος της φαντασίας αποτελεί βασικό μοχλό της νόησης. Το δε σωστό μέτρο φαντασίας - μνήμης, γέφυρα του οποίου είναι η συνετή χρήση της γλώσσας, αποτελεί το προαπαιτούμενο της αληθινής γνώσης. Ο ιερέας Coudillac μας προειδοποιεί μάλιστα ότι «ορισμένα ευσεβή βιβλία γράφτηκαν με ισχυρή και μεταδοτική φαντασία» και αυτό πρέπει να το λαμβάνουν υπόψη όσοι τα διαβάζουν.
Βασικός συντελεστής της γνώσης είναι ο αναλογισμός, γιατί αυτός διευκολύνει το διαχωρισμό των ιδεών και όχι απλώς των παραστάσεων, δείχνει τα διακριτά τους σημεία και αποτελεί το βασικό εργαλείο για τη σύνθεση και αποσύνθεση των ιδεών. Ο αναλογισμός διαθέτει την προσοχή εναλλάξ σε αντικείμενα ή σε διάφορα μέρη των αντικειμένων, το δε εργαλείο του είναι η αφαίρεση. Η κριτική της χρήσης των αφαιρέσεων αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ένα από τα πιο ισχυρά σημεία της γνωσιοθεωρίας του Coudillac. Οι αφηρημένες έννοιες σχηματίζονται όταν παύουμε να σκεπτόμαστε τις ιδιότητες που διαχωρίζουν τα πράγματα κι επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ό,τι είναι κοινό. Οι φιλόσοφοι όμως, κατά τον Coudillac, εξέλαβαν τις αφαιρέσεις ως «αυθύπαρκτα όντα, με πραγματική ύπαρξη ανεξάρτητη από εκείνη των πραγμάτων», και έτσι «υπέπεσαν σε ένα σφάλμα που είχε δεινές συνέπειες» (αυτή η κριτική προσομοιάζει στις μεταγενέστερες θέσεις του Μαρξ για την άνοδο της γνώσης από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο και στην κριτική του κατά του Χέγκελ, ο οποίος έπεσε στην αυταπάτη να θεωρεί πραγματικό αυτό που αποτελεί αποτέλεσμα της σκέψης).
Υποτίμηση της ανάλυσης
Ο Coudillac προειδοποιεί πως οι γενικές αρχές και προτάσεις είναι προκαταλήψεις που οδηγούν στην υποτίμηση της ανάλυσης. Αυτές δεν πρέπει να συνιστούν την αρχή, αλλά το αποτέλεσμα των επιμέρους γνώσεών μας. Η ανάλυση όμως είναι το «μοναδικό αληθινό μυστικό των ανακαλύψεων», επειδή, ξεκινώντας από τη μελέτη της καταγωγής των πραγμάτων, παρακολουθεί τη γέννηση των ιδεών και προβαίνοντας σε συγκρίσεις στρώνει το δρόμο για την απόκτηση της αληθινής γνώσης. Οταν η σκέψη ξεκινάει από ορισμούς οδηγείται σε ανυπέρβλητα σφάλματα. Η χρήση της ανάλυσης, όπλο της οποίας είναι ο συνειρμός των ιδεών, καταλήγει στις αισθήσεις ως αρχή της ανθρώπινης γνώσης. Αυτή η αρχή εμφανίζεται ως μια γενική πρόταση, αλλά είναι το αποτέλεσμα των επιμέρους γνώσεών μας, της καθόδου μας στις απλούστερες (αφηρημένες) ιδέες για να ανέλθουμε από εκεί στις ανώτερες. Η θεωρία της γνώσης ολοκληρώνεται στη νόηση και στο πνεύμα μέσα από το τρίπτυχο κρίση - συλλογισμός - σύλληψη.
Ο χώρος είναι περιορισμένος για να αναφερθώ πληρέστερα στη θεωρία του Coudillac για την ιστορική διαδρομή της γλώσσας, της γραφής και των λέξεων ως απαραίτητων σημείων για την απόδοση των ιδεών (εδώ παίρνει τη σκυτάλη από τον Πλωτίνο και τον Αυγουστίνο). Αξίζει πάντως να σημειωθεί η ιδιαίτερη σημασία που ο φιλόσοφος αποδίδει στη γλώσσα ως έναν από τους παράγοντες (οι άλλοι δύο είναι το κλίμα και η διακυβέρνηση) που εξηγούν γιατί κάποιοι λαοί αναπτύσσουν περισσότερο τις τέχνες και τις επιστήμες από κάποιους άλλους. Το άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η σύνδεση του χαρακτήρα μιας γλώσσας με την πολιτική. «Στρατηγοί και πολιτικοί πρώτης τάξεως» υπάρχουν σε μια χώρα όπου υπάρχουν μεγάλοι συγγραφείς και οι τελευταίοι υπάρχουν σ' εκείνη τη χώρα όπου γίνεται σωστή χρήση της γλώσσας. Μια χώρα παρακμάζει όταν παρακμάζει η γλώσσα της και αυτό συμβαίνει όταν δεν υπάρχει σωστή αναλογία μεταξύ φαντασίας και ανάλυσης. Οταν οι συγγραφείς, στην αγωνία τους να προσπεράσουν τους άλλους, δεν ασχολούνται με θέματα ουσίας, αλλά προχωρούν σε γλωσσικές εκζητήσεις, οδηγούν στην απονέκρωση της ζωντανής γλώσσας.
Ο Coudillac είναι πολύ περισσότερο χρήσιμος απ' όσο φανταζόμαστε για την ερμηνεία ορισμένων σύγχρονων θεωρήσεων που αμφισβητούν την αναλυτική σκέψη και την αναστοχαστική σημασία της. Το κύριο δεν είναι οι μεθοδολογικές λεπτομέρειες, αλλά η απαραίτητη για την ανασυγκρότηση της σύγχρονης σκέψης αναλογία της ανάλυσης και της σύνθεσης των εννοιών.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/01/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις