0
Your Καλαθι
Δευτερόλεπτα του φόβου
Με πέντε πίνακες του Χρίστου Καρά
Περιγραφή
Κανένα άλλο βιβλίο του Κοντού δεν ήταν τόσο «εικονιστικό» όσο τα Δευτερόλεπτα. Οχι βεβαίως εξαιτίας των πέντε πινάκων του Χρίστου Καρά που το κοσμούν (άλλωστε και τα προηγούμενα είχαν «εικονογραφηθεί» από γνωστούς νεοέλληνες ζωγράφους) αλλά επειδή ο ποιητής συμπυκνώνει ακόμη περισσότερο τη ματιά του και το χέρι του χαράζει αδρές γραμμές που νοηματοδοτούν με τρόπο πολυσήμαντο τις εικόνες της ανθρώπινης περιπέτειας. Από αυτή την άποψη τα καινούργια ποιήματα του Κοντού φέρνουν στον νου, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, κάποια σκίτσα του Γκόγια (ας πούμε, εκείνα από τη σειρά «Ταυρομαχία»). Σύντομα σπαράγματα της ζωής, λοιπόν, πόσο μεστή όμως και ολοκληρωμένη είναι η εικόνα του βίου που μας δίνουν μέσα από την ελλειπτικότητά τους. Ενα φρούτο κύλησε στο δρόμο. / Ψάχνει για χώμα, / για να σαπίσει ήρεμα. Και αλλού: Τι ανηφόρες που έχει ο θάνατος. / Τι ξερά τοπία, τι μαύρα ποτάμια, / τι χιόνια. / Ομως, όσο πλησιάζουμε ανυπόδητοι / στον παράδεισο, βλέπουμε τα πρώτα αμπέλια / και ξεχνιούνται όλα - ελέγε ένα παιδί / σε ένα άλλο. 'Η το συγκινητικό που αφιερώνει στον πρόσφατα εκδημήσαντα συμποιητή και φίλο Βασίλη Στεριάδη: Μέχρι να ξύσει το δοντάκι της, / η μεγάλη νύχτα σε πήρε κοντά της. Αξίζει να προσεχθεί αυτό το βιβλίο γιατί κομίζει κάτι που κατά τη γνώμη μας εξαφανίζεται από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, θυσιασμένο στον άχαρο βωμό της «εγκεφαλικότητας» και του «ακαδημαϊσμού»: την επαφή με το σήμερα και την τρεχάμενη ζωή. Πάντως ακόμη και το βιογραφικό του ποιητή (τον οποίο φωτογραφίζει ο Δημήτρης Γέρος) στο «αφτί» ευθυγραμμίζεται με τη συνολική ατμόσφαιρα του βιβλίου. «Θα με βρείτε στην πόλη (στην Αθήνα) να κυνηγάω τα φαντάσματά μου. Μπερδεύομαι με τη ζωγραφική και το θέατρο και νομίζω ότι ποιώ μουσική. Τη στάθμη του σώματος δεν προσέχω και είμαι πάντα ένας πνιγμένος».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ
Το ΒΗΜΑ, 05/11/2006
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εχω γράψει και άλλοτε πως ο ποιητικός κόσμος του Γιάννη Κοντού διακατέχεται από ένα είδος ιερής οργής για την περιρρέουσα πραγματικότητα. Πρόκειται για μια πραγματικότητα την οποία μοιάζει να ταυτίζει με έναν σπασμένο και αποσυναρμολογημένο σκελετό -έναν σκελετό ο οποίος βαραίνει σαν σίδερο πάνω σε όποιον τολμήσει να αγγίξει ή να έρθει σε επαφή με τα κομματιασμένα μέλη του. Γράφοντας στίχους επί μία και πλέον τριακονταπενταετία, ο Κοντός μάχεται τον απωθητικό του περίγυρο, ζητώντας μας να μετατρέψουμε την απόγνωση την οποία μας προκαλεί η όψη του σε ξεσηκωμό και εξέγερση. Και απαιτώντας, βεβαίως, ξεσηκωμό και εξέγερση, ο Κοντός δεν μας καλεί να ζωστούμε τα όπλα και να πάρουμε τους δρόμους (κακά τα ψέματα: η ποίηση δεν γκρεμίζει καθεστώτα), αλλά να συνειδητοποιήσουμε το ελάχιστο -ότι ο τροχός γυρίζει εναντίον μας και ότι δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγούμε από τις τρομακτικές περιστροφές του.
Χωρίς να μπορώ να υποστηρίξω ότι αλλάζει ακριβώς γραμμή, θα έλεγα ότι στην καινούρια ποιητική συλλογή του ο Κοντός μοιάζει πιο συμφιλιωμένος με το περιβάλλον του. Συμφιλιωμένος, βεβαίως, είναι μια λέξη. Είναι και εδώ παρούσες οι εξοργιστικές διαστάσεις μιας ζωής η οποία θεμελιώνεται στην καθημερινή παράνοια και στην έλλειψη της οποιασδήποτε αυθεντικότητας και δεν λείπουν και από το ανά χείρας βιβλίο οι εφιαλτικές παραφωνίες μιας συλλογικής ύπαρξης η οποία οδεύει αμέριμνη προς το κενό. Παρ' όλα αυτά, ο ποιητής δείχνει τώρα προετοιμασμένος να δημιουργήσει ένα δικό του καταφύγιο, να περιχαράξει μιαν ατομική περιοχή με αποδεκτούς κανόνες και αναγνωρίσιμες αξίες.
Οι παρακαταθήκες της ποίησης
Αιφνιδιαστική αισιοδοξία; Κάθε άλλο. Ο Κοντός ξέρει πολύ καλά το τοπίο εντός του οποίου περιπλανάται και δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία ως προς το απώτερο βάθος του. Με φόντο, ωστόσο, μια τόσο πικρή επίγνωση, είναι εκ παραλλήλου σε θέση να αξιοποιήσει τις παρακαταθήκες τις οποίες του επιφύλαξε η πολύχρονη θητεία στην ποίηση και να δοκιμάσει να πορευτεί με κάποιον τρόπο και σε μιαν ορισμένη κατεύθυνση μαζί τους. Εκείνο, με άλλα λόγια, το οποίο γίνεται άμεσα αντιληπτό στα «Δευτερόλεπτα του φόβου» είναι ότι ποιητική όραση των πραγμάτων μπορεί να προσφέρει όχι ένα μίζερο δεκανίκι, αλλά ένα αληθινό και γνήσια λυτρωτικό αποκούμπι για την υπέρβασή τους. Και λυτρωτικό αποκούμπι είναι, περιέργως, ένα πλήθος στοιχείων και δεδομένων στα «Δευτερόλεπτα του φόβου»: η χαμηλή φωνή στις συνομιλίες και τις ανταλλαγές με φίλους, η αγάπη την οποία αποπνέει ένα ερωτευμένο σώμα, τα εύγλωττα όσο και μυστηριώδη χρώματα της νύχτας, αλλά και η πίστη πως δεν αποκλείεται κάποτε όλες οι τυραννίες να γκρεμιστούν καθώς και ότι κι αν δεν πιάσουμε ποτέ το όνειρό μας, η αύρα του θα φτάσει για να χτυπήσει κάποια στιγμή με δύναμη η καρδιά μας. Οπως ωραία το υπαινίσσεται ο Κοντός: «Μια πεταλούδα κυνηγούσα / σε ολόκληρη τη ζωή μου / που έμοιαζε με τη θάλασσα» ή «Το κουκούτσι της ροδακινιάς / μπορεί να γίνει δέντρο / και μια Παρασκευή να μοσκοβολά / έξω από το παράθυρο όπως τα μάτια σου».
Η αλλαγή της τεχνικής
Αν στα στα «Δευτερόλεπτα του φόβου» ο Κοντός δείχνει μιαν ελαφρά μετατόπιση ως προς τις μεθόδους με τις οποίες αντιδρά το ποιητικό συναίσθημα απέναντι στην πραγματικότητα, η τεχνική του μετακίνηση είναι εμφανέστερη και εκτενέστερη. Μολονότι δεν παύει να συνταιριάζει με λογικά ασύνδετα τις μορφές του, να αντλεί τόνους και σχήματα από την υπερρεαλιστική παράδοση, αλλά και να παίζει ποικιλοτρόπως με το απρόσμενο και τον αιφνιδιασμό, ο ποιητής διαλέγει για την καινούρια συλλογή του μιαν εξαιρετικά λιτή και απέριττη φόρμα, που θυμίζει τα χάι κου και βασίζεται από τη μια πλευρά στην αφαιρετικότητα και από την άλλη, στη συμπύκνωση.
Αποτέλεσμα μιας τέτοιας στροφής είναι μία ακόμη συμφιλίωση και ενανθρώπιση: από το βάρος και την αγριάδα των αντιθέσεων στις οποίες υποβάλλουν η εικονοποιία του παραλόγου και η γλώσσα του αποσπάσματος, όταν επιζητούν να αποκαλύψουν την εσωτερική ταραχή και αναστάτωση του ποιητικού υποκειμένου, ο Κοντός μεταβαίνει στην υπολογισμένη, αλλά κάθε άλλο παρά προσποιητή ή κατασκευασμένη σοφία του γνωμικού και της λογικής απόφανσης, καταλήγοντας σε έναν τόπο στον οποίο η επιμονή για απομάκρυνση κάθε μάταιης ελπίδας και ψευδαίσθησης δεν αγνοεί την ανάγκη για αποδοχή και κατανόηση ενός επί της ουσίας γίγνεσθαι. Η συνέχεια και η ενότητα της αφήγησης συμβάλλουν εν προκειμένω σε μιαν άλλου τύπου εξωτερίκευση: δίχως να παρακάμπτουν ή και δίχως να αντικρούουν τον φύσει τεμαχισμένο και διασπασμένο ιστό μιας ποίησης η οποία βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, έρχονται να εγγραφούν οργανικά στο πεδίο του και να αποτελέσουν αναφαίρετο όσο και ιδαίτερα ευδιάκριτο συστατικό του σε ένα σύνολο το οποίο κατά τα άλλα εύλογα αρνείται να αποβάλει τον υπερβατικό του χαρακτήρα: «Ο πεθαμένος έβαφε τα παπούτσια του. / Εχει να κάνει δρόμο και δρόμο / σε βραχώδη και σκονισμένα σύννεφα, / μέχρι να ξανάρθει στη γη / και να κρυφτεί στο σπιτάκι του κήπου» ή «Ακονίζω το μαχαίρι μου / στον κάτω κόσμο / και ανεβαίνω πάνω / να κόψω τα φρούτα σας. / Σκοντάφτω στη θάλασσα, / που είναι τρύπια και χάνεται».
Ο Κοντός προχωρεί στην ωριμότητά του με σιγουριά και έρμα. Εχοντας διαγράψει με προσοχή και ασφάλεια την πορεία του μπορεί άφοβα να επιχειρήσει ορισμένες καθ' όλα λειτουργικές αλλαγές, που ουδόλως μεταβάλλουν το βασικό της στίγμα, ανανεώνοντάς την εκ των ένδον.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 29/12/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις