Η λέσχη των τιποτένιων

122520
Συγγραφέας: Κόου, Τζόναθαν
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:571
Μεταφραστής:ΤΣΑΚΝΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2007
ISBN:9789608132436


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η λέσχη των τιποτένιων είναι μια κεφάτη κωμωδία, για έφηβους μαθητές που περνάνε καλά και για ενηλίκους που περνάνε χάλια· ένα μυθιστόρημα στο οποίο το προσωπικό και το πολιτικό διασταυρώνονται ξαφνικά και αναπάντεχα· η καταγραφή μιας εποχής στην οποία ο ρατσισμός και η πάλη των τάξεων αφορούσαν εξίσου ένα εργοστάσιο και μια σχολική αίθουσα. Έξυπνο, δηκτικό και παράξενα ρομαντικό, προσεγγίζει τη δεκαετία του 1970 με τον τρόπο που το κλασικό μυθιστόρημα του Τζόναθαν Κόου Τι ωραίο πλιάτσικο! προσέγγιζε τη δεκαετία του 1980.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Με μια φράση περίπου 15.000 λέξεων ολοκληρώνεται το καινούργιο μυθιστόρημα του Βρετανού Τζόναθαν Κόου, γνωστού και στη χώρα μας από την επιτυχία των Τι ωραίο πλιάτσικο! και Το σπίτι του ύπνου (και τα δύο από τις εκδόσεις Πόλις). Το νέο έργο φέρει τον τίτλο Η Λέσχη των Τιποτένιων και σκιαγραφεί τη Βρετανία της δεκαετίας του '70.

Η αναπαράσταση μιας περιόδου μέσα από το πρίσμα μιας οικογενειακής ιστορίας δεν αποτελεί νέα συγγραφική μέθοδο για τον 40χρονο Κόου, καθώς συγκροτεί τον πυρήνα τού Τι ωραίο πλιάτσικο!, το 1994. Τότε αντικείμενο καταγραφής ήταν η Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ και η δεκαετία του '80. Στο Το σπίτι του ύπνου ασχολείται κυρίως με τη δυναμική μιας ιδιόμορφης ομάδας ηρώων, για να επιστρέψει στην αρχική συνταγή με το νέο του βιβλίο.

Η δράση ξεκινά από τη Βρετανία του 1973 και καλύπτει την περίοδο ως το τέλος της δεκαετίας του '70, που σημαδεύτηκε πολιτικά από τις κυβερνήσεις των Χιθ, Γουίλσον και Κάλαχαν, για να καταλήξει στο πολιτικό σκηνικό που έφερε τη Μάργκαρετ Θάτσερ στην εξουσία. Οι κεντρικοί ήρωες είναι μαθητές στο σχολείο Κινγκ Γουίλιαμς στο Μπέρμιγχαμ, ωστόσο η δράση ακολουθεί κυρίως έναν από αυτούς, τον Μπέντζαμιν Τρότερ, στο όνομα του οποίου βασίζεται και ο πρωτότυπος τίτλος (το σχολικό παρατσούκλι του Μπεν Τρότερ είναι «Μπεντ Ρότερ», λέξεις που σημαίνουν αντίστοιχα ομοφυλόφιλος ­στη βρετανική αργκό­ και τιποτένιος. Την κεντρική ομάδα των ηρώων συνοδεύει ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων με έντονο κωμικό χαρακτήρα, που συχνά αγγίζουν τα όρια της καρικατούρας.

Χιούμορ, συναισθηματική πλοκή και σκοτεινή τρυφερότητα συναρμολογούνται με φόντο μια πληθώρα κοινωνικών θεμάτων της περιόδου. Η ιδέα να χρησιμοποιηθεί ο μικρόκοσμος ενός σχολικού περιβάλλοντος ως πρωταρχικό πεδίο καταγραφής των κοινωνικών τάσεων δεν είναι πρωτότυπη, ωστόσο εξακολουθεί να είναι επιτυχής. Τα περιστατικά φωτίζουν τα φαινόμενα ρατσισμού και ελιτισμού της εποχής και τα αναμειγνύουν με τη σκληρότητα και την αμηχανία της εφηβικής ηλικίας. Μόνο που κάποιες από τις «φάρσες» δεν είναι αληθοφανείς (π.χ. το πλαστικό χέρι με το οποίο αστειεύεται ο ήρωας χωρίς να γνωρίζει ότι ανήκει στην κυρία Διευθυντού ­ για ποιον λόγο θα μπορούσε να το έχει αφήσει στο τραπέζι μπροστά του;) και ο αναγνώστης μένει με την απορία αν τα συγκεκριμένα δείγματα ανωριμότητας σχετίζονται αποκλειστικά με τους νεαρούς ήρωες ή και με τον ίδιο τον συγγραφέα του βιβλίου.

Ο Κόου έχει άλλωστε παραδεχθεί ότι πολλά από τα περιστατικά της ζωής του νεαρού κεντρικού ήρωα προέκυψαν από εφηβικές φοβίες του ιδίου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το μυθιστόρημα είναι αυτοβιογραφικό. Ο συγγραφέας δεν ανακάλυψε τυχαία ένα μαγιό την ημέρα που είχε ξεχάσει το δικό του και είχαν μάθημα κολύμβησης, με αποτέλεσμα να πιστέψει ξαφνικά στον Θεό, όπως έγινε με τον Μπεν Τρότερ, αλλά υπήρχε στο σχολείο του ο κανονισμός ότι όποιος ξεχνούσε το μαγιό του έπρεπε να κολυμπήσει γυμνός και, κατ' επέκταση, να υποστεί τα κακεντρεχή σχόλια των συμμαθητών του. «Αν στην πισίνα κυκλοφορούσε ένα ζεύγος γεννητικών οργάνων και αυτά τύχαιναν να είναι δικά σου, ευχόσουν να πεθάνεις πριν αρχίσει η καζούρα».

Το μυθιστόρημα εναλλάσσει τριτοπρόσωπη με πρωτοπρόσωπη αφήγηση, άρθρα σχολικών εφημερίδων με αποσπάσματα ημερολογίου, νοσταλγικές ομιλίες με εσωτερικούς μονολόγους με τρόπο ιδιοφυή, ενώ με την περίοδο των 15.000 λέξεων παραπέμπει στον Τζόις και δείχνει να κλείνει το μάτι στον μοντερνισμό. Το θέμα του βιβλίου είναι αυστηρά βρετανικό, όμως το χιούμορ και η παιχνιδιάρικη διάθεση, στοιχεία τα οποία διαφοροποιούν τον Κόου από πολλούς συγχρόνους του άγγλους συγγραφείς, διατηρούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη σε υψηλά επίπεδα, ακόμη και αν δεν είναι εξοικειωμένος με το πολιτικό και το κοινωνικό κλίμα της εποχής. Αρτια τοποθετημένες είναι κάποιες παύσεις ύστερα από πολύ σημαντικά γεγονότα, όπως μετά την έκρηξη από βόμβα στην Ταβέρνα στην Πόλη τον Νοέμβριο του 1974, τη στιγμή που δύο από τους ήρωες σκοπεύουν να ανταλλάξουν όρκους αιώνιας πίστης. Ο αναγνώστης ενημερώνεται για το συμβάν με τον ίδιο αναπάντεχο τρόπο που το βιώνουν οι ήρωες, και μεσολαβούν πολλές σελίδες ώσπου να μάθει τι απέγιναν, γεγονός που ενισχύει τη δραματικότητα και αφήνει χρόνο προκειμένου να συνειδητοποιήσει κανείς τη βαρύτητα, σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο, της συγκεκριμένης πράξης.

Ωστόσο το πλαίσιο μέσα από το οποίο προκύπτει η όλη αφήγηση αποτυγχάνει με τρόπο ανεξήγητο. Το βιβλίο ξεκινά «μια νύχτα ξάστερη, χωρίς φεγγάρι, στην πόλη του Βερολίνου, το έτος 2003», όπου δύο νέοι, η Σόφι και ο Πάτρικ, βγαίνουν για φαγητό μετά την τυχαία συνάντηση των γονιών τους, που γνωρίζονταν παλαιότερα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα η χειμαρρώδης αφήγηση που ακολουθεί ανήκει στη νεαρή Σόφι, όμως ο αναγνώστης δεν πείθεται με κανέναν τρόπο ότι η αφηγήτρια μπορεί να γνωρίζει με τόσες λεπτομέρειες μια εποχή κατά την οποία δεν ήταν καν παρούσα. Οι πομπώδεις δισταγμοί της αφηγήτριας διαρκούν για μερικές σελίδες και από αυτό το σημείο δύσκολα αναγνωρίζει κανείς την οπτική γωνία του κειμένου. Εξίσου βίαια εμφανίζονται και οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου (αμέσως μετά την πολύ εντυπωσιακή φράση των 15.000 λέξεων). Εκεί ο συγγραφέας θεωρεί απαραίτητη την επιστροφή στους αρχικούς συνομιλητές, τους οποίους ο αναγνώστης είχε καταφέρει να ξεχάσει, μόνο και μόνο για να ενημερωθεί, εμμέσως από τη συνομιλία των νεαρών ηρώων και ξεκάθαρα από σημείωση του συγγραφέα, ότι «θα υπάρξει συνέχεια στη Λέσχη των Τιποτένιων, με τίτλο Ο Κλειστός Κύκλος, που θα ξαναπιάνει στην ιστορία στα τέλη της δεκαετίας του 1990».

Εφόσον το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί, καμία κριτική εκτίμηση δεν μπορεί να είναι οριστική. Αλλωστε το βιβλίο διαβάζεται απνευστί και ο επιμελής αναγνώστης δεν συνειδητοποιεί παρά ύστερα από ημέρες ότι ο συγγραφέας αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο πένθος και στον σαρκασμό. Η ελληνική απόδοση του κειμένου αποδίδει όλα τα παραπάνω επιτυχώς.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 12-08-2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!