0
Your Καλαθι
Περισσότερο φως
Ποιήματα, 1982- 2012
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Μνήμες
Ι
Είναι φορές που αποζητάς τη ζεστασιά της πέτρας
Με τον πρώτο ήλιο ψηλαφούσαμε τις επιφάνειες των
βράχων
Σκαλισμένα ονόματα συντρόφευαν τη μοναξιά μας
Ήταν τόσο συνηθισμένα
για πολλούς δεν εσήμαιναν τίποτα
- Μερικούς τους εξαγρίωναν κιόλας -
Μα για μας που τόσο πρόωρα χάθηκαν
που η μνήμη δεν τολμούσε να τ’ ανασύρει
Ήταν κρυφή χαρά η συντροφιά της αφής τους.
Η απορία μας δε λύθηκε
πώς και γιατί χαθήκαν.
«Σκοτώθηκαν», μας είπαν έτσι αόριστα,
«Ήταν εχθροί της Πατρίδος!»
ΙΙ
Βαδίζεις ολομόναχος και πικραμένος
Το γέλιο σου κρεμάστηκε στης σιωπής τα χείλη.
Σε λίγο θα περάσεις τη χαράδρα του θανάτου
Θ’ αναγκαστείς να δρασκελίσεις άψυχα κορμιά.
Σε λίγο θα ηχήσει το σκληρό παράγγελμα
΄Ενα δύο τρία πυρ!
Αλλά ο κρότος του πολυβόλου δε θ’ ακουστεί.
Μια λάμψη θ’ αστράψει απέναντι
κι οι κορφές των πεύκων θα γυρίσουν για λίγο.
Στην οθόνη των βλεφάρων σου σύντομα
θα περάσει η ξενοιασιά της ζωής σου.
Μια νάρκη θ’ αποκαρώσει τα μέλη σου
κι η απορία θα κοκαλώσει για πάντα.
(Έτσι μας χώρισαν, φίλε μου, στην αυγή της
ζωής μας)
ΙΙΙ
Μες στο σκοτάδι σύραμε την πληγωμένη μας ψυχή
Απ’ τ’ αναχώματα κρεμάστηκε η παιδική απορία.
Μόλις που διακρίναμε το νεκρικό τοπίο
Σωρός κουφάρια ανάκατα
Ένα φεγγάρι ματωμένο πρόβαλε
ζυγιάστηκε κατάκορφα
κι ήταν το φως του πρόκληση.
Ύψωσαν απειλητικά οι ζωντανοί τα χέρια
Το άρπαξαν απ’ τα μαλλιά και το ’χωσαν στη λάσπη.
Το ποδοπάτησαν σκληρά
Οι πρόκες από τ’ άρβυλα μες στα πλευρά καρφώνονταν.
Τέλος, το κρέμασαν στις καστανιές
κι έσταζε λύθρο στο χορτάρι.
IV
Καθόσουν κι έβλεπες, δεν έπαιζες
Η οβίδα σου είχε φάει το γόνατο.
Ι
Είναι φορές που αποζητάς τη ζεστασιά της πέτρας
Με τον πρώτο ήλιο ψηλαφούσαμε τις επιφάνειες των
βράχων
Σκαλισμένα ονόματα συντρόφευαν τη μοναξιά μας
Ήταν τόσο συνηθισμένα
για πολλούς δεν εσήμαιναν τίποτα
- Μερικούς τους εξαγρίωναν κιόλας -
Μα για μας που τόσο πρόωρα χάθηκαν
που η μνήμη δεν τολμούσε να τ’ ανασύρει
Ήταν κρυφή χαρά η συντροφιά της αφής τους.
Η απορία μας δε λύθηκε
πώς και γιατί χαθήκαν.
«Σκοτώθηκαν», μας είπαν έτσι αόριστα,
«Ήταν εχθροί της Πατρίδος!»
ΙΙ
Βαδίζεις ολομόναχος και πικραμένος
Το γέλιο σου κρεμάστηκε στης σιωπής τα χείλη.
Σε λίγο θα περάσεις τη χαράδρα του θανάτου
Θ’ αναγκαστείς να δρασκελίσεις άψυχα κορμιά.
Σε λίγο θα ηχήσει το σκληρό παράγγελμα
΄Ενα δύο τρία πυρ!
Αλλά ο κρότος του πολυβόλου δε θ’ ακουστεί.
Μια λάμψη θ’ αστράψει απέναντι
κι οι κορφές των πεύκων θα γυρίσουν για λίγο.
Στην οθόνη των βλεφάρων σου σύντομα
θα περάσει η ξενοιασιά της ζωής σου.
Μια νάρκη θ’ αποκαρώσει τα μέλη σου
κι η απορία θα κοκαλώσει για πάντα.
(Έτσι μας χώρισαν, φίλε μου, στην αυγή της
ζωής μας)
ΙΙΙ
Μες στο σκοτάδι σύραμε την πληγωμένη μας ψυχή
Απ’ τ’ αναχώματα κρεμάστηκε η παιδική απορία.
Μόλις που διακρίναμε το νεκρικό τοπίο
Σωρός κουφάρια ανάκατα
Ένα φεγγάρι ματωμένο πρόβαλε
ζυγιάστηκε κατάκορφα
κι ήταν το φως του πρόκληση.
Ύψωσαν απειλητικά οι ζωντανοί τα χέρια
Το άρπαξαν απ’ τα μαλλιά και το ’χωσαν στη λάσπη.
Το ποδοπάτησαν σκληρά
Οι πρόκες από τ’ άρβυλα μες στα πλευρά καρφώνονταν.
Τέλος, το κρέμασαν στις καστανιές
κι έσταζε λύθρο στο χορτάρι.
IV
Καθόσουν κι έβλεπες, δεν έπαιζες
Η οβίδα σου είχε φάει το γόνατο.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις