0
Your Καλαθι
Η προστασία του περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ενωση με αναφορές στα ελληνικά δεδομένα...
... και κατάλογο της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στην Ελλάδα, την τελευταία ιδίως πενταετία, το δίκαιο (και η πολιτική) προστασίας του περιβάλλοντος γνωρίζει εντυπωσιακή άνθηση σε επιστημονικό επίπεδο, με έκδοση περιοδικών και βιβλίων, αρθρογραφία, οργάνωση συνεδρίων και σεμιναρίων κ.ά.
Ωστόσο ένα σημαντικό κενό στην ελληνική κοινοτική βιβλιογραφία (ορθότερα στην ελληνική βιβλιογραφία κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος) έρχεται να καλύψει με επιτυχία το πόνημα του Χρήστου Α. Κορκόβελου «Η προστασία του περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ενωση» με αναφορές στα ελληνικά δεδομένα και κατάλογο της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον.
Βέβαια προϋπήρξαν το βασικό και σημαντικό έργο των L. Kramer και Ν. Παλαιολόγου «Η Συνθήκη της ΕΟΚ και η προστασία του περιβάλλοντος» (εκδ. Α. Σάκκουλα, 1992) και ένα χρόνο αργότερα από τις ίδιες εκδόσεις «Ο τομέας του περιβάλλοντος στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο και στη νομολογία του ΔΕΚ» των Τζ. Χαροκόπου και Ε. Μαριά και, περισσότερο όμως υπό μορφή σχεδιάσματος αλλά όχι χωρίς αξία, η «Εισαγωγή στο Κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος» με επιμέλεια των Ι. Καράκωστα και Γλ. Σιούτη. Τα παραπάνω έφεραν έντονα τη σφραγίδα της νομικής προσέγγισης και τη μερικότητα στην ανάλυση. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε επίσης σειρά σχετικών άρθρων που δημοσιεύθηκαν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, στα επιστημονικά νομικά περιοδικά.
Τούτη η προσπάθεια, πέντε χρόνια αργότερα, παρουσιάζεται περισσότερο «πολιτική» και λιγότερο νομική, πιο συνολική και συνθετική, πιο επίκαιρη και ενημερωμένη (περιλαμβάνει τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του σχεδίου της Συνθήκης του Αμστερνταμ) περιέχοντας κεφάλαια που δεν μελετώνται συχνά (όπως η κοινοτική περιβαλλοντική αγωγή και εκπαίδευση, η περιβαλλοντική έρευνα). Παρουσιάζεται επίσης πιο «πρακτική», χωρίς να υπολείπεται σε κριτική και προβληματισμό, επί ενός αυτόνομου πλέον κλάδου του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνει «νομικοτεχνητά» και το δίκαιο και, αναγκαστικά, (ως την πλήρη κοινοτική δικαιική περιβαλλοντική αυτονόμηση) και την πολιτική περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια και ως σήμερα η τελευταία, παρά τη διαφαινόμενη, όπως θα δούμε παρακάτω, αντίθετη τάση, δεν προστατεύει αυτοτελώς το έννομο αγαθό περιβάλλον.
Εκτός του ότι συγκροτείται σε κλάδο που ερευνάται και διδάσκεται πλέον αυτοτελώς, η αυτονομία του γνωστικού αυτού αντικειμένου μαρτυρείται επίσης εκ του ότι η περιβαλλοντική συνιστώσα (οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις) επιβάλλεται δεσμευτικά και με άμεσα αποτελέσματα στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση όλων των άλλων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η παραπάνω αρχή της (οργανικής και τελικά εννοιολογικής) ενσωμάτωσης που θεσπίζεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (και εδραιώνεται ως θεμελιώδης πλέον γενική κοινοτική αρχή - δικαίωμα στο περιβάλλον (;) με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, δίδουσα έτσι την προτεραιότητα έναντι των άλλων πολιτικών) φαίνεται να αποτελεί για τον Χρ. Κορκόβελο τον μεθοδολογικό πυρήνα και τελικά την υπόθεση εργασίας του. Οπως ο ίδιος επισημαίνει (σελ. 5, 6) «δεν είναι δυνατό να σχηματίσουμε άποψη για τα περιβαλλοντικά δρώμενα στην Ευρωπαϊκή Ενωση αν δεν τα εντάξουμε οργανικά στα ευρύτερα πλαίσια των κεντρικών αναπτυξιακών προσανατολισμών της και δεν ερευνήσουμε τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των τομεακών της πολιτικών».
Μια στενή νομική προσέγγιση του περιβαλλοντικού προβλήματος στην ΕΕ περιλαμβάνει τη μελέτη των πρωτογενών και δευτερογενών περιβαλλοντικών διατάξεων, την τήρηση και εφαρμογή τους από τα κράτη - μέλη και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και κατ' ακολουθία τη νομολογία του Δικαστηρίου ΕυρωπαΪκών Κοινοτήτων, και παραπέρα, ειδικότερα τη θέση του περιβάλλοντος στο όλο κοινοτικό νομικό οικοδόμημα, ιδίως σε σχέση με άλλα προστατευόμενα έννομα αγαθά (ενιαία αγορά, ελεύθερος ανταγωνισμός). Μια πολιτική ανάλυση, όπως την επιχειρεί ο συγγραφέας, περιλαμβάνει την τήρηση των ανειλημμένων περιβαλλοντικών υποχρεώσεων από τα κράτη - μέλη και την ΕΕ, την εξέταση της υπάρχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος και την πρόοδο που έχει συντελεσθεί και τελικά την ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την προστασία του περιβάλλοντος. Για τη στήριξη μιας τέτοιας ανάλυσης σημαντικό ρόλο παίζουν, ανάμεσα σε άλλα, τα επίσημα κείμενα της ΕΕ όσο και τα ψηφίσματα και οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως κατ' εξοχήν πολιτικού οργάνου, στα οποία με επιτυχία βασίστηκε ο Χρ. Κορκόβελος.
Το συμπέρασμα της πολιτικής και τελικά της καθημερινής συνολικής εμπειρικής ανάλυσης είναι ότι η κυρίαρχη «οικονομικίστικη» και «αγοραία» θεώρηση της περιβαλλοντικής κρίσης, οδηγεί στη χειροτέρευση της κατάστασης του περιβάλλοντος. Και τούτο παρά τις καινοτόμες πολλές φορές προσπάθειες που παραμένουν όμως διαρθρωτικές και διαχειριστικές της κρίσης. (Αλλωστε το 5ο πρόγραμμα δράσης της ΕΕ για το περιβάλλον θεωρεί, στο πλαίσιο μιας τεχνορυθμιστικής αντίληψης, το περιβαλλοντικό πρόβλημα ως σύμπτωμα κακής ή καταχρηστικής διαχείρισης). Τούτο επίσης παρά την επισημανθείσα από συγγραφείς τάση των τελευταίων χρόνων αναγωγής του αγαθού περιβάλλον, τόσο στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ιδίως στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, όσο και σε μερικές παράγωγες κοινοτικές πράξεις (κανονισμός για τη διασυνοριακή μεταφορά των αποβλήτων, οδηγία για την οικολογική ποιότητα των επιφανειακών υδάτων) και σε μερικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως αυτόνομης κοινοτικής προτεραιότητας ισότιμης ή και υπερισχύουσας έναντι άλλων εννόμων (οικονομικών) αγαθών. Και, τέλος, παρά τη «συνταγματική» κατοχύρωση, πάλι στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, της βιώσιμης ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που αυτή αρχίζει να βάλλεται πανταχόθεν στον ίδιο της τον πυρήνα, ως νομιμοποιούσα τελικά το ήδη υπάρχον και μονοδρομικά εξελισσόμενο μοντέλο εντατικής και συσσωρευτικής οικονομικής ανάπτυξης. Οπως παρατηρεί ο Χρ. Κορκόβελος «το περιβάλλον συνεχίζει να υποβαθμίζεται και να καταστρέφεται με χρήματα (και) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο όνομα πλέον της αειφόρου ανάπτυξης» (σελ. 6).
Οι αρχές του δικαίου (αρχή της ενσωμάτωσης) είναι τελικά αδύναμες μπροστά στα πράγματα (αγοραιοποιημένη οικονομία) τα οποία έχουν της δικές τους ισχυρότερες αρχές και ιδίως την «αρχή της... απορρόφησης» των πρώτων. Από την άλλη μεριά και το ίδιο το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο (Συνθήκες) περιβάλλοντος, ενθαρρύνει ιστορικά και φιλοσοφικά αυτή τη δισυπόστατη κατάσταση, αφού όχι μόνο διακρίνεται από αντιφατικότητα ή τουλάχιστον ασάφεια (μετέχοντας προστατευτικά ταυτόχρονα και του περιβαλλοντικού και του «οικονομικίστικου») αλλά και από σοβαρό έλλειμμα στον τομέα του ελέγχου εφαρμογής και των κυρώσεων που οφείλεται κυρίως στην αρχή της επικουρικότητας βάσει της οποίας η προστασία του περιβάλλοντος κατανέμεται ανάμεσα σε δύο εξουσίες. Τούτο βέβαια δεν συμβαίνει στο εθνικό δίκαιο περιβάλλοντος, όπου η σύλληψή του, η υλοποίησή του και ο έλεγχος εφαρμογής του είναι ενιαία. Πράγματι, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας (σελ. 63), η παράβαση του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος αποτελεί αδίκημα (;) στερούμενο άμεσων και σοβαρών συνεπειών σε αντίθεση, θα προσθέταμε εμείς, με άλλο... ανταγωνιστικό (πραγματικό) αδίκημα, αυτό της παράβασης των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού για την οποία προβλέπεται άμεσο υψηλό χρηματικό πρόστιμο για τις επιχειρήσεις από την Επιτροπή. Μήπως ήρθε πλέον η ώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση να αποκτήσει αυτόνομες ελεγκτικές και κυρωτικές εξουσίες στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως στον τομέα του ανταγωνισμού; Οπως έχει προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η αποστολή αυτή θα μπορούσε να ανατεθεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος που εδρεύει στην Κοπεγχάγη.
Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια και ένα επίμετρο που αφορά το κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (eco-audit) αν και θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί ένα τέτοιο θέμα εξετάζεται σε επίμετρο και όχι σε ξεχωριστό κεφάλαιο μαζί με το οικολογικό σήμα (eco-label) ή έστω στο τρίτο κεφάλαιο που αφορά το 5ο πρόγραμμα δράσης του οποίου τα παραπάνω συστήματα αποτελούν συμβασιακά (εκούσια) εργαλεία.
Επίσης υπάρχουν δύο πολύ χρήσιμα παραρτήματα, το ένα με κατάλογο της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και το άλλο με ενσωματωτικές κανονιστικές πράξεις τής παραπάνω νομοθεσίας. Τέλος, μια συνοπτική έστω ελληνόγλωσση βιβλιογραφία in fine, ήδη αρκετά εκτεταμένη, θα εμπλούτιζε ωφέλιμα τον απλό αναγνώστη ή τον εξειδικευμένο μελετητή, θεωρητικό ή «πρακτικό», νομικό ή πολιτικό.
Τάκης Νικολόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
Στην Ελλάδα, την τελευταία ιδίως πενταετία, το δίκαιο (και η πολιτική) προστασίας του περιβάλλοντος γνωρίζει εντυπωσιακή άνθηση σε επιστημονικό επίπεδο, με έκδοση περιοδικών και βιβλίων, αρθρογραφία, οργάνωση συνεδρίων και σεμιναρίων κ.ά.
Ωστόσο ένα σημαντικό κενό στην ελληνική κοινοτική βιβλιογραφία (ορθότερα στην ελληνική βιβλιογραφία κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος) έρχεται να καλύψει με επιτυχία το πόνημα του Χρήστου Α. Κορκόβελου «Η προστασία του περιβάλλοντος στην Ευρωπαϊκή Ενωση» με αναφορές στα ελληνικά δεδομένα και κατάλογο της κοινοτικής νομοθεσίας για το περιβάλλον.
Βέβαια προϋπήρξαν το βασικό και σημαντικό έργο των L. Kramer και Ν. Παλαιολόγου «Η Συνθήκη της ΕΟΚ και η προστασία του περιβάλλοντος» (εκδ. Α. Σάκκουλα, 1992) και ένα χρόνο αργότερα από τις ίδιες εκδόσεις «Ο τομέας του περιβάλλοντος στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο και στη νομολογία του ΔΕΚ» των Τζ. Χαροκόπου και Ε. Μαριά και, περισσότερο όμως υπό μορφή σχεδιάσματος αλλά όχι χωρίς αξία, η «Εισαγωγή στο Κοινοτικό δίκαιο περιβάλλοντος» με επιμέλεια των Ι. Καράκωστα και Γλ. Σιούτη. Τα παραπάνω έφεραν έντονα τη σφραγίδα της νομικής προσέγγισης και τη μερικότητα στην ανάλυση. Δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε επίσης σειρά σχετικών άρθρων που δημοσιεύθηκαν και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80, στα επιστημονικά νομικά περιοδικά.
Τούτη η προσπάθεια, πέντε χρόνια αργότερα, παρουσιάζεται περισσότερο «πολιτική» και λιγότερο νομική, πιο συνολική και συνθετική, πιο επίκαιρη και ενημερωμένη (περιλαμβάνει τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ και του σχεδίου της Συνθήκης του Αμστερνταμ) περιέχοντας κεφάλαια που δεν μελετώνται συχνά (όπως η κοινοτική περιβαλλοντική αγωγή και εκπαίδευση, η περιβαλλοντική έρευνα). Παρουσιάζεται επίσης πιο «πρακτική», χωρίς να υπολείπεται σε κριτική και προβληματισμό, επί ενός αυτόνομου πλέον κλάδου του κοινοτικού δικαίου που περιλαμβάνει «νομικοτεχνητά» και το δίκαιο και, αναγκαστικά, (ως την πλήρη κοινοτική δικαιική περιβαλλοντική αυτονόμηση) και την πολιτική περιβάλλοντος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μια και ως σήμερα η τελευταία, παρά τη διαφαινόμενη, όπως θα δούμε παρακάτω, αντίθετη τάση, δεν προστατεύει αυτοτελώς το έννομο αγαθό περιβάλλον.
Εκτός του ότι συγκροτείται σε κλάδο που ερευνάται και διδάσκεται πλέον αυτοτελώς, η αυτονομία του γνωστικού αυτού αντικειμένου μαρτυρείται επίσης εκ του ότι η περιβαλλοντική συνιστώσα (οι περιβαλλοντικές απαιτήσεις) επιβάλλεται δεσμευτικά και με άμεσα αποτελέσματα στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση όλων των άλλων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η παραπάνω αρχή της (οργανικής και τελικά εννοιολογικής) ενσωμάτωσης που θεσπίζεται με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (και εδραιώνεται ως θεμελιώδης πλέον γενική κοινοτική αρχή - δικαίωμα στο περιβάλλον (;) με τη Συνθήκη του Αμστερνταμ, δίδουσα έτσι την προτεραιότητα έναντι των άλλων πολιτικών) φαίνεται να αποτελεί για τον Χρ. Κορκόβελο τον μεθοδολογικό πυρήνα και τελικά την υπόθεση εργασίας του. Οπως ο ίδιος επισημαίνει (σελ. 5, 6) «δεν είναι δυνατό να σχηματίσουμε άποψη για τα περιβαλλοντικά δρώμενα στην Ευρωπαϊκή Ενωση αν δεν τα εντάξουμε οργανικά στα ευρύτερα πλαίσια των κεντρικών αναπτυξιακών προσανατολισμών της και δεν ερευνήσουμε τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο των τομεακών της πολιτικών».
Μια στενή νομική προσέγγιση του περιβαλλοντικού προβλήματος στην ΕΕ περιλαμβάνει τη μελέτη των πρωτογενών και δευτερογενών περιβαλλοντικών διατάξεων, την τήρηση και εφαρμογή τους από τα κράτη - μέλη και τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα και κατ' ακολουθία τη νομολογία του Δικαστηρίου ΕυρωπαΪκών Κοινοτήτων, και παραπέρα, ειδικότερα τη θέση του περιβάλλοντος στο όλο κοινοτικό νομικό οικοδόμημα, ιδίως σε σχέση με άλλα προστατευόμενα έννομα αγαθά (ενιαία αγορά, ελεύθερος ανταγωνισμός). Μια πολιτική ανάλυση, όπως την επιχειρεί ο συγγραφέας, περιλαμβάνει την τήρηση των ανειλημμένων περιβαλλοντικών υποχρεώσεων από τα κράτη - μέλη και την ΕΕ, την εξέταση της υπάρχουσας κατάστασης του περιβάλλοντος και την πρόοδο που έχει συντελεσθεί και τελικά την ύπαρξη πολιτικής βούλησης για την προστασία του περιβάλλοντος. Για τη στήριξη μιας τέτοιας ανάλυσης σημαντικό ρόλο παίζουν, ανάμεσα σε άλλα, τα επίσημα κείμενα της ΕΕ όσο και τα ψηφίσματα και οι εκθέσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως κατ' εξοχήν πολιτικού οργάνου, στα οποία με επιτυχία βασίστηκε ο Χρ. Κορκόβελος.
Το συμπέρασμα της πολιτικής και τελικά της καθημερινής συνολικής εμπειρικής ανάλυσης είναι ότι η κυρίαρχη «οικονομικίστικη» και «αγοραία» θεώρηση της περιβαλλοντικής κρίσης, οδηγεί στη χειροτέρευση της κατάστασης του περιβάλλοντος. Και τούτο παρά τις καινοτόμες πολλές φορές προσπάθειες που παραμένουν όμως διαρθρωτικές και διαχειριστικές της κρίσης. (Αλλωστε το 5ο πρόγραμμα δράσης της ΕΕ για το περιβάλλον θεωρεί, στο πλαίσιο μιας τεχνορυθμιστικής αντίληψης, το περιβαλλοντικό πρόβλημα ως σύμπτωμα κακής ή καταχρηστικής διαχείρισης). Τούτο επίσης παρά την επισημανθείσα από συγγραφείς τάση των τελευταίων χρόνων αναγωγής του αγαθού περιβάλλον, τόσο στο πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο, ιδίως στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, όσο και σε μερικές παράγωγες κοινοτικές πράξεις (κανονισμός για τη διασυνοριακή μεταφορά των αποβλήτων, οδηγία για την οικολογική ποιότητα των επιφανειακών υδάτων) και σε μερικές αποφάσεις του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως αυτόνομης κοινοτικής προτεραιότητας ισότιμης ή και υπερισχύουσας έναντι άλλων εννόμων (οικονομικών) αγαθών. Και, τέλος, παρά τη «συνταγματική» κατοχύρωση, πάλι στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, της βιώσιμης ανάπτυξης, την ίδια στιγμή που αυτή αρχίζει να βάλλεται πανταχόθεν στον ίδιο της τον πυρήνα, ως νομιμοποιούσα τελικά το ήδη υπάρχον και μονοδρομικά εξελισσόμενο μοντέλο εντατικής και συσσωρευτικής οικονομικής ανάπτυξης. Οπως παρατηρεί ο Χρ. Κορκόβελος «το περιβάλλον συνεχίζει να υποβαθμίζεται και να καταστρέφεται με χρήματα (και) της Ευρωπαϊκής Ενωσης, στο όνομα πλέον της αειφόρου ανάπτυξης» (σελ. 6).
Οι αρχές του δικαίου (αρχή της ενσωμάτωσης) είναι τελικά αδύναμες μπροστά στα πράγματα (αγοραιοποιημένη οικονομία) τα οποία έχουν της δικές τους ισχυρότερες αρχές και ιδίως την «αρχή της... απορρόφησης» των πρώτων. Από την άλλη μεριά και το ίδιο το κοινοτικό πρωτογενές δίκαιο (Συνθήκες) περιβάλλοντος, ενθαρρύνει ιστορικά και φιλοσοφικά αυτή τη δισυπόστατη κατάσταση, αφού όχι μόνο διακρίνεται από αντιφατικότητα ή τουλάχιστον ασάφεια (μετέχοντας προστατευτικά ταυτόχρονα και του περιβαλλοντικού και του «οικονομικίστικου») αλλά και από σοβαρό έλλειμμα στον τομέα του ελέγχου εφαρμογής και των κυρώσεων που οφείλεται κυρίως στην αρχή της επικουρικότητας βάσει της οποίας η προστασία του περιβάλλοντος κατανέμεται ανάμεσα σε δύο εξουσίες. Τούτο βέβαια δεν συμβαίνει στο εθνικό δίκαιο περιβάλλοντος, όπου η σύλληψή του, η υλοποίησή του και ο έλεγχος εφαρμογής του είναι ενιαία. Πράγματι, όπως επισημαίνει και ο συγγραφέας (σελ. 63), η παράβαση του κοινοτικού δικαίου περιβάλλοντος αποτελεί αδίκημα (;) στερούμενο άμεσων και σοβαρών συνεπειών σε αντίθεση, θα προσθέταμε εμείς, με άλλο... ανταγωνιστικό (πραγματικό) αδίκημα, αυτό της παράβασης των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού για την οποία προβλέπεται άμεσο υψηλό χρηματικό πρόστιμο για τις επιχειρήσεις από την Επιτροπή. Μήπως ήρθε πλέον η ώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση να αποκτήσει αυτόνομες ελεγκτικές και κυρωτικές εξουσίες στον τομέα του περιβάλλοντος, όπως στον τομέα του ανταγωνισμού; Οπως έχει προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η αποστολή αυτή θα μπορούσε να ανατεθεί στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος που εδρεύει στην Κοπεγχάγη.
Το βιβλίο αποτελείται από οκτώ κεφάλαια και ένα επίμετρο που αφορά το κοινοτικό σύστημα οικολογικής διαχείρισης και οικολογικού ελέγχου (eco-audit) αν και θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς γιατί ένα τέτοιο θέμα εξετάζεται σε επίμετρο και όχι σε ξεχωριστό κεφάλαιο μαζί με το οικολογικό σήμα (eco-label) ή έστω στο τρίτο κεφάλαιο που αφορά το 5ο πρόγραμμα δράσης του οποίου τα παραπάνω συστήματα αποτελούν συμβασιακά (εκούσια) εργαλεία.
Επίσης υπάρχουν δύο πολύ χρήσιμα παραρτήματα, το ένα με κατάλογο της κοινοτικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας και το άλλο με ενσωματωτικές κανονιστικές πράξεις τής παραπάνω νομοθεσίας. Τέλος, μια συνοπτική έστω ελληνόγλωσση βιβλιογραφία in fine, ήδη αρκετά εκτεταμένη, θα εμπλούτιζε ωφέλιμα τον απλό αναγνώστη ή τον εξειδικευμένο μελετητή, θεωρητικό ή «πρακτικό», νομικό ή πολιτικό.
Τάκης Νικολόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις