0
Your Καλαθι
Η λύσσα
Περιγραφή
Σ' ένα απομονωμένο χωριό της Πίνδου ξεσπά μια επιδημία λύσσας. Παγιδευμένος στο χιόνι και στην αρρώστια, που κατασπαράζει το χωριό με τρομαχτικούς ρυθμούς, ο αφηγητής της ιστορίας προσπαθεί ν' ανιχνεύσει την προέλευση του Κακού ή να βρει κάποια ελπίδα σωτηρίας. Πρόσωπο-κλειδί σ' αυτή του την προσπάθεια θα είναι το στοιχειό του χωριού, ένας παράξενος νέος με τ' όνομα Δημήτρης απ' τον οποίο και ξετυλίγεται όλη η ιστορία.
Ο Αύγουστος Κορτώ διολισθαίνει δεξιοτεχνικά από την αγωνία της πλοκής στην αγωνία της ύπαρξης και ο αναγνώστης με τη σειρά του παγιδεύεται, βαθμιαία, σε ένα συναρπαστικό εσωτερικό θρίλερ.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Αύγουστος Κορτώ θα συμπληρώσει τα είκοσι έξι του χρόνια τον ερχόμενο Ιανουάριο και ήδη έχει πίσω του τόσες έντυπες σελίδες από μυθιστορήματα, διηγήματα, νουβέλες, ποιήματα και μεταφράσεις που δεν έχουν άλλοι συγγραφείς με τη διπλάσια από αυτόν ηλικία. Θα μου πείτε: Η δημιουργία είναι θέμα ηλικίας; Η δημιουργία, όχι, αλλά ο τρόπος και το βάρος που αποκτά αυτή, στο πέρασμα των χρόνων, ναι. Τι προλαβαίνεις να πράξεις και να βιώσεις μέχρι τα είκοσί σου χρόνια, όταν μάλιστα ανήκεις σε μια γενιά με ελάχιστες εξωτερικές πιέσεις και ανύπαρκτα αιτήματα ανατροπών; Από την άποψη αυτή, ελάχιστα, από μιαν άλλη όμως, αρκετά, ώστε αν συνδυαστούν με μια πλούσια φαντασία να δώσουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Και η άλλη άποψη έχει να κάνει όχι με το βίωμα αυτό καθεαυτό αλλά με τη φαντασιακή του πλευρά, η οποία δημιουργείται μέσα από τα διαβάσματα και την καλλιέργεια που αποκτά ένα προικισμένο άτομο στην παιδική και εφηβική του ηλικία. Είναι άραγε τυχαίο ότι κάποιοι νεότατοι συγγραφείς μας υιοθετούν αφηγηματικά περιβάλλοντα άσχετα με την καθημερινή τους πραγματικότητα, δραπετεύουν από τον ιστορικό χρόνο και τόπο και ανοίγονται σε υπαρξιακά πεδία των οποίων η ταυτότητα θα μπορούσε να είναι οποιασδήποτε εθνικότητας; Και είναι τυχαίο το γνωστικό υπόβαθρο που κρύβουν τα γραπτά τους ή ότι προχωρούν σε άμεσες συνομιλίες με άλλα λογοτεχνικά κείμενα ξένων, βασικά, συγγραφέων; Των Ελλήνων ή τα περιφρονούν ή δεν τα γνωρίζουν. Ο,τι απαντήσεις μπορούμε να δώσουμε, ένα είναι το σίγουρο, πως βρισκόμαστε μπροστά σε μιαν άλλη λογοτεχνία, με διαφορετικές παραμέτρους και διαφορετικά λογοτεχνικά αιτήματα, που απαιτεί -και δικαιούται να την έχει- τη δική της δίκαια αξιολόγηση.
Ο νεαρός Αύγουστος Κορτώ (Θεσσαλονικεύς μέχρι πρότινος) θεωρώ ότι είναι από τους βασικούς εκπροσώπους αυτής της λογοτεχνικής τάσης (τουλάχιστον με τα μέχρι σήμερα λογοτεχνικά του δεδομένα). Από όσα διάβασα σ' ένα «διαδικτυακό» αυτοβιογραφικό του κείμενο, γραμμένο σε καλά αγγλικά, στην ιστοσελίδα του περιοδικού δέλεαρ, μας πληροφορεί ότι τόσο το ψευδώνυμό του και τα γαλλικά ονόματα που δίνει στους μυθιστορηματικούς του ήρωες όσο και η βάση της φιλοσοφίας του οφείλεται στο πάθος του και στη συγγένεια που έχει αναπτύξει, εδώ και πολύ καιρό, με τον Μποντλέρ, τον Προυστ και τον Σαντ. Για να διευκρινίσει αμέσως μετά, ότι η συγγένειά του δεν έχει να κάνει ούτε με το αφηγηματικό του ύφος ούτε με την ευαισθησία του αλλά με το φιλοσοφικό υπόβαθρο εκείνων, που λέει ότι η ζωή είναι φρικαλέα! Δεν γνωρίζω τι ώθησε έναν εικοσάχρονο νέο να υιοθετεί, ως φιλοσοφική στάση, την άποψη ότι η ζωή είναι φρικαλέα - εδώ υποπτεύομαι ότι ισχύουν τα περί φαντασιωτικής πρόσληψης της ζωής, που είπα ήδη παραπάνω, μέσω των λογοτεχνικών κειμένων- το σίγουρο είναι πως ο Αύγουστος Κορτώ πέρασε από την άποψη στη λογοτεχνική πράξη. Ολόκληρο σχεδόν το μέχρι σήμερα έργο του διαπνέεται από την αίσθηση της κακότητας ή της απειλής του Κακού. Μη εξαιρουμένης και της πρόσφατης νουβέλας του με τον εύγλωττο τίτλο Η λύσσα.
Η νουβέλα αυτή διαφέρει από τα άλλα του μυθιστορήματα ή νουβέλες ως προς το ότι οι ήρωες δεν έχουν γαλλικά ονόματα, και η υπόθεση διαδραματίζεται σ' ένα απομονωμένο ελληνικό χωριό, κάπου στην Πίνδο. Βέβαια και σ' αυτή την περίπτωση ο συγγραφέας μάς πληροφορεί ότι «η κεντρική ιδέα της προκείμενης νουβέλας αποτελεί προϊόν θεματολογικής κλοπής του μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί Η πανούκλα». Ας πάμε λοιπόν στη νουβέλα του Αύγουστου Κορτώ. Τόπος, το χωριό Μαυρόδασο, στην Πίνδο, χρονολογία, κάπου μέσα στη δεκαετία του 1970, αφηγητής, ο βασικός ήρωας, ο εικοσιτριάχρονος Δημήτρης, δευτεραγωνιστές, κάτοικοι του χωριού, ο γιατρός του χωριού, μια νεαρή έγγυος ονόματι Πετρούλα, και μια γάτα, η Μπέλλα. Η νουβέλα χωρίζεται σε τρία μέρη, σύμφωνα με την εξέλιξη της επιδημίας της λύσσας: Η μόλυνση, Η επώαση, Η ερήμωση.
Η μόνη παραφωνία
Στο πρώτο μέρος οι κάτοικοι του χωριού εμφανίζονται ως η ενσάρκωση του καλού καγαθού, η δε απλή, μετρημένη, σύμφωνα με τη φύση ζωή τους, περίπου όπως ο χαμένος παράδεισος. Παρά την απομόνωσή τους , παρά το ότι ο εικοστός αιώνας σχεδόν δεν έχει έρθει γι' αυτούς, είναι ευτυχισμένοι. Μόνη παραφωνία ο νεαρός Δημήτρης. Γιος μιας παράξενης γυναίκας, της Μπέλλας, κάτι ανάμεσα σε ξωτικό και μάγισσα, που διαβάζει βιβλία και παίζει μαντολίνο και η οποία ήρθε από τη Σικελία [!], εγκαταστάθηκε στο Μαυρόδασο, γέννησε τον Δημήτρη, τον μεγάλωσε με τον δικό της τρόπο, του έμαθε γράμματα και μουσική, και μια μέρα, όταν εκείνος ήταν δεκαεφτά χρονώ χάθηκε, όπως ήρθε, στο δάσος. Οταν αρχίζει η ιστορία μας ο Δημήτρης παραδίδει μαθήματα γραφής σε παιδιά του χωριού, ζει με πολλές γάτες, αλλά η αγαπημένη του είναι η Μπέλλα που του θυμίζει τη μητέρα του. Κι όλα πηγαίνουν υπέροχα, σαν σε παιδικό παραμύθι, όταν το Κακό κάνει την πρώτη του εμφάνιση. Θα το φέρει το πιο αγαπημένο πλάσμα τού Δημήτρη: η Μπέλλα, η οποία αφανίζεται πρώτη.
Από κει και πέρα, ύπουλα και αναπάντεχα, με αργούς ρυθμούς στην αρχή, γρήγορα στη συνέχεια, σχεδόν ασθματικά μετά, το Κακό σαν ένας λεκές από τοξικό υγρό που απλώνεται και κατατρώει το ρούχο, καταλαμβάνει τον έναν μετά τον άλλο τους κατοίκους, καθώς, χωρίς να το καταλάβουν αλληλομολύνονται. Αυτός βέβαια που τους μολύνει πρώτος είναι το ξωτικό, ο Δημήτρης, αφού η Μπέλλα τού έχει μεταδώσει με μια νυχιά την αρρώστια. Στο τέλος, το Μαυρόδασο πληρώνει το τίμημα της υπερφίαλης ευτυχίας του στο βωμό του Κακού. Ερημώνεται ολοσχερώς, θάνατος και φωτιά είναι οι τελευταίες του εικόνες. Το τρίτο μέρος είναι το πιο δυνατό της νουβέλας. Ο συγγραφέας όμως αισθάνθηκε την ανάγκη να σπάσει την αληθοφάνεια που ακολουθούσε έως τότε και να προσθέσει έναν επίλογο όπου πετάει την αφηγηματική μάσκα και αποκαλύπτει ότι αυτός που μας εξιστόρησε όλα αυτά είναι ο ίδιος ο Δημήτρης.
Μόλις όμως τελειώνει αυτή η συγγραφική ομολογία, ο αφηγητής ξαναγυρίζει εκεί που είχε κλείσει το τρίτο μέρος και προχωρεί σε νέα κορύφωση, έτσι ώστε ν' αναρωτιέσαι τι χρειαζόταν αυτό το τέχνασμα. Η νουβέλα του Κορτό έχει τα χαρακτηριστικά τού θρίλερ, ιδιαίτερα στο δεύτερο και τρίτο μέρος, γιατί το πρώτο θυμίζει παλιό παραμύθι με μάγισσες και ξωτικά. Ο νεαρός και αναμφισβήτητα ταλαντούχος συγγραφέας υφαίνει πόντο τον πόντο την απειλητική ατμόσφαιρα που σταδιακά καταλαμβάνει τη νουβέλα του και τον αναγνώστη της. Στο τέλος, όταν το Κακό έχει διαβρώσει τα πάντα, ο αναγνώστης νιώθει να πνίγεται. Κι ενώ ανακουφίζεται όταν ο Δημήτρης καταφέρνει να επιζήσει (πολύ δυνατή η σκηνή που πίνει το γάλα από το στήθος της ετοιμοθάνατης Πετρούλας) ο συγγραφέας μάς ανατρέπει και πάλι. Το Κακό από το χωριό μεταφέρεται στην πόλη και βεβαίως, ξανά προς τη δόξα τραβά! Αλλωστε, σύμφωνα με τα φιλοσοφικά πιστεύω του εικοσιπεντάχρονου συγγραφέα, η ζωή είναι φρικαλέα! Η νουβέλα του όμως σίγουρα είναι ενδιαφέρουσα.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/11/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις