Ο δαιμονιστής
Περιγραφή
Κριτική:
Ταιριάζοντας το αποτρόπαιο με το ηδονικό
Ανάμεσα στην υπερφυσική επιθυμία και στην κολοσσιαία μοναξιά
Ηδη έχω υπάρξει μια φορά αγόρι και κορίτσι, θάμνος και πουλί και βουβό ψάρι στη θάλασσα...
(Εμπεδοκλής Β' 117)
Δεν μπορώ να σας πω τ' όνομά μου, γιατί δεν έχω όνομα. Είμαι γόνος μιας αρχαίας ράτσας. Είμαι δαιμονιστής. Κι αυτή είναι η ιστορία μου».
Ετσι μας συστήνεται ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Αυγούστου Κορτώ, ο οποίος εκτός του ότι δεν έχει όνομα, δεν έχει, στην πραγματικότητα, ούτε γονείς. Ο μύθος αποδίδει τη γέννηση της ράτσας του στην παραβατική συνεύρευση μιας παρθένας ταγμένης στο Θεό των Εβραίων με τον Ασταρώθ, δαίμονα της ερωτικής δυσπραγίας (!!). Ως εκ τούτου, η γονική αγάπη παραμένει γι' αυτόν μια ξένη γλώσσα που ποτέ δεν θα μάθει, παρότι ηχεί πάντα στ' αυτιά του σαν αλλόκοτη και συγκινητική μελωδία.
Επιπλέον, δεν έχει δικό του σώμα. Αντ' αυτού, μεταπηδάει στο σώμα με το οποίο κάθε φορά συνουσιάζεται, χωρίς να έχει επί τούτου δικαίωμα επιλογής. Η σεξουαλική διείσδυση οποιουδήποτε τύπου σημαίνει, αυτομάτως, μια καινούρια ζωή μέσα στο σώμα και με την ιστορική ταυτότητα του πιο πρόσφατου συντρόφου. Το δε προηγούμενο σώμα καταρρέει σαν άδειο ρούχο και η συνείδηση την οποία στέγαζε συσκοτίζεται και εκλείπει. Αν ο δαιμονιστής επιθυμεί για οποιονδήποτε λόγο να παραμείνει σε ένα σώμα για κάποια χρονική περίοδο θα πρέπει, γι' αυτό το διάστημα, να απέχει από το σεξ.
Το εισαγωγικό πορτρέτο που σκιαγραφεί το εύρημα του μη ανθρώπινου εποικιστή είναι νευρώδες και περιεκτικό: 1) το σεξ έχει υπάρξει το όχημά του για να διασχίσει την ανθρώπινη ιστορία. 2) Η ταυτότητά του παραμένει ρευστή ανά τους αιώνες, μια και ποτέ δεν έχει εαυτό ολότελα δικό του. 3) Η συνύπαρξη και η αμοιβαιότητα είναι ιδιότητες επίκτητες και χωρίς ιδιαίτερη πειστικότητα, ειδικά εφόσον το κόστος τους είναι η επιβεβλημένη εγκράτεια.
Το μέτρο του (πρόσφατου) εξανθρωπισμού του είναι ότι έχει σταματήσει να καταναλώνει ζωές μεταπηδώντας από σώμα σε σώμα με βάση αποκλειστικά την παρόρμηση. Κατά τα άλλα, δεν έχει βρει ένα σύνολο προσωπικών αρχών που θα μπορούσαν να οργανώσουν την παράδοξη ανομία του. Το κατά πόσο θα μπορέσει να εξευγενίσει τον αμοραλισμό του είναι σαφώς ένα ανοιχτό στοίχημα, δεδομένου του πόσο επιρρεπής είναι στα πάθη του ενώ, παράλληλα, ελάχιστα τον προσδιορίζουν οι σχέσεις του με τους άλλους.
Αναπόφευκτα, σε αυτό το σημείο στο κείμενο διασταυρώνονται οι σκιές των υβριδίων άλλων δημιουργών, από τον Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον (Δρ Τζέκυλ και Μίστερ Χάιντ) μέχρι, πιο πρόσφατα, την Αμερικανίδα Αν Ράις (Συνέντευξη μ' έναν βρικόλακα, Τάλτος κ.ά.). Οι ταλαντώσεις της αγωνίας σ' εκείνες τις αφηγήσεις συνδέονται άμεσα με τα ηθικά διλήμματα των «τεράτων», καθώς αυτά βρίσκονται παγιδευμένα ανάμεσα στον ορμή υπερφυσικών επιθυμιών και σε μια εξίσου κολοσσιαία μοναξιά.
Αυτούς τους δύο πόλους ο Κορτώ τους περιγράφει επάξια. Γράφει, π.χ.: «Ακριβώς επειδή δεν μπορούμε να συνδεθούμε πραγματικά με κανέναν άνθρωπο -εξαιτίας του μυστικού της φύσης μας που αδυνατούμε να αποκαλύψουμε- δεν μπορούμε ποτέ να ορίσουμε απολύτως τον εαυτό μας, το ποιοι είμαστε».
Τέτοιου τύπου σχόλια μέσα στη ροή του κειμένου εξασφαλίζουν μιαν αποτελεσματική αλληλεπίδραση ανάμεσα σε αφηγητή και δέκτη, ενώνοντάς μας με τη συνενοχή αυτού που είναι αδύνατον να ειπωθεί. Αυτό το όριο ωστόσο -η παρουσία εντός μας του Αλλου- υφίσταται σε συνάρτηση με τον χρόνο και με την ιστορική διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Τι θα μπορούσε άραγε να δομήσει έναν μη θνητό ψυχισμό;
Οπως δεν έχουν όλοι οι βρικόλακες της Ράις το απαραίτητο ψυχικό σθένος για την αιωνιότητα, έτσι και με τον Δαιμονιστή, η συνείδηση του εαυτού του χάνει λίγη από τη συγκρότησή της με κάθε καινούρια ταυτότητα. Γεγονός που συμβάλλει στο να προωθείται η ηθική ψυχολογία του μέσα από τα δρώμενα πολύ λίγο και, οπωσδήποτε, χωρίς τη λεπτοφυΐα που της αναλογεί. Αντ' αυτού, το προσκήνιο μονοπωλεί η ασίγαστη σύγκρουση ανάμεσα στον φόβο και την επιθυμία του, καθώς ελάχιστα καταφέρνει να διαχειριστεί ή να μετουσιώσει την ιδρυτική απαγόρευση που τον αφορά, την απειλή της συνουσίας.
Αντιθέτως, την παράσταση κλέβουν από νωρίς οι σταθερές κλιμακώσεις της εξωτερικής περιπέτειας που αφορούν τις μετασωματώσεις του ανθρωποδαίμονα στη σημερινή Αθήνα. Επενδύοντας την αντρική ομοφυλοφιλία (που είναι ο κυρίαρχος προσανατολισμός του Δαιμονιστή) με τον πλέον νοσηρό αισθησιασμό, ο Κορτώ αποδύεται σε μια πλοκή που μοιάζει με το ηλεκτροκαρδιογράφημα επικείμενης καρδιακής προσβολής. Με άξονα τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που ο πρωταγωνιστής είναι (ένας υπερφυσικός ηδονοθήρας) και σ' αυτό που διακαώς ποθεί (να καταλυθεί το ανεκπλήρωτο!) ο συγγραφέας εκπονεί ένα λογοτεχνικό splater θηριώδους ευρηματικότητας, που βρίθει από απόηχους του Α. Αρτό, ή, ακόμα περισσότερο, του Τ. Μπάλαρντ (Εκθεση Ωμοτήτων).
Σε αυτό τον συγκερασμό του αποτρόπαιου και του ηδονικού δεν λείπουν ούτε η γόνιμη φαντασία ούτε η ποιητικότητα, που είναι μια φλέβα που πάλλεται σταθερά μέσα στο βιβλίο. Ούτε επίσης και το μελόδραμα ή η παιγνιώδης μεγαλομανία (όπως π.χ. όταν σαν το μόνο περιουσιακό στοιχείο του Δαιμονιστή, εγκιβωτίζεται στο κείμενο ένα αδημοσίευτο ποίημα του αυτόχειρα της Πρέβεζας...!). Είναι δε έως και συγκινητικός ο τρόπος του τέρατος να ακυρώνει τη συναισθηματική μέθεξη με τους όποιους οικείους του, με περιγραφές όπως «Με χάιδεψε σα να χάιδευε άνθρωπο».
Πέρα όμως από αυτά, η σκανδαλοθηρία της πλοκής δεν καταφέρνει να κρύψει μια βιασύνη στη σύλληψή της, σαν να επρόκειτο απλώς για ένα όχημα για τη σχηματοποίηση οριακών φαντασιώσεων. Ο πρωταγωνιστής δεν καταφέρνει να εξελιχθεί μέσα από τις αγωνιώδεις ματαιώσεις του και η τόση συσσωρευμένη εμπειρία του ουσιαστικά δεν αποκτά ανταλλακτική αξία ως μάθηση. Ετσι, η σκηνοθεσία της παραφροσύνης του συμπορεύεται με μια μάλλον επιδερμική αποτίμηση θεμάτων που, η αλήθεια είναι, δύσκολα θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν μέσα στις ταχύτητες που αναπτύσσει το κείμενο. Το τελικό εύρημα, όπου ο ορφανός αθάνατος αποφασίζει να παραμείνει εν ζωή μόνο και μόνο για να μας διηγηθεί τη διαδρομή του, σώζει στο τσακ την ιστορία από την επαναληπτικότητα και το αδιέξοδο.
Εφυγα από το μαρτυρολόγιο του Δαιμονιστή δεόντως σκανδαλισμένος, αλλά εν πολλοίς ανικανοποίητος.
ΚΩΝ/ΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 20/07/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις