0
Your Καλαθι
Ο αγρός του αίματος
Περιγραφή
Δεν είναι να αναφερθώ σε ηρωισμούς και κατορθώματα, να εξάρω μνήμες ηρώων. Αλλά πως μέσα από τα αίματα και τις θυσίες να βρω το νόημα εκείνο που θα με κάνει να πιστέψω στη ζωή. Μέσα από τις πράξεις και τα παθήματά τους, δεν στοχεύω να αποκαταστήσω κάποια ενότητα. Δεν σκοπεύω να δημιουργήσω τραγικές μορφές που στο πρόσωπό τους να αποκτούν νόημα τα συμβαίνοντα , οδηγώντας σε κάποιο τέλος, όσον αφορά στη μοίρα των ανθρώπων. Θέλουμε να επέμβουμε στα πράγματα, να τα κατευθύνουμε, αλλά τα πράγματα κινούνται πέρα από μας. Η ιστορία δεν διδάσκει, το τέλος δεν ανταποκρίνεται σ' εκείνο που αρχικά γέμιζε με έκπληξη και θάμβος το νου. Βλέπουμε και δεν βλέπουμε την πραγματικότητα που μας περιβάλλει.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο A. Κοσματόπουλος έρχεται από την παράδοση της Θεσσαλονίκης και του ησυχασμού, μακριά από την τύρβη της αγοράς, και εντάσσεται στον βορειοελλαδικό κλώνο της γενιάς του '70, συγκεκριμένα στο λιγότερο γνωστό παρακλάδι της στοχαστικής αφήγησης. Εδώ και μία τριακονταετία δημοσιεύει ιδιόρρυθμα κείμενα περισυλλογής και εκδίδει, σε αραιά διαστήματα, βιβλία που τρέφονται από τη μνήμη. Γι' αυτόν, όπως δηλώνει και με τον τίτλο του αυτοβιογραφικού βιβλίου του, στη σειρά «Εν Θεσσαλονίκη», Ο πιο σύντομος δρόμος προς την ψυχή μας περνά μέσα από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που έφυγαν και την ιστορία των τόπων, όπου την πρώτη θέση κατέχει η «μεγαλόπολις» Θεσσαλονίκη. Στον Κοσματόπουλο έχει απονεμηθεί ο τίτλος του μαθητή, πιθανώς του μοναδικού του N. Γ. Πεντζίκη. Και πράγματι στα γραπτά του, όπως και στο σημαντικότερο από τα βιβλία του, Τα δύο φορέματα, προλογιζόμενο από τον Πεντζίκη, αντλεί από τον πεντζίκειο κόσμο τρόπους γραφής και πεδία θεματικής, ωστόσο τα όποια δάνεια συνιστούν μόνο το ένα «φόρεμα», ενώ το έτερον ένδυμα της γραφής πηγάζει, από μιας αρχής, από τις προσωπικές του αγωνίες.
Σε παρελθόντες χρόνους
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Πεντζίκη, το καινούργιο βιβλίο του Κοσματόπουλου προβάλλει αποκλειστικά δικής του έμπνευσης, το πιθανότερο, γραμμένο εν παραλλήλω με τη μετάφραση της Ιστορίας της Μακεδονίας του N. Χάμμοντ, που πάλευε τα τελευταία χρόνια. Μακριά περιδιάβαση όχι σε τόπους, όπως στο προηγούμενο Ταξείδι στην Αλεξανδρούπολη, αλλά αυτή τη φορά σε παρελθόντες χρόνους. Τώρα πλέον, ως γενεσιουργός αιτία του βιβλίου δηλώνεται η ανάγκη για ένα νόημα, που θα δώσει και πάλι πίστη στη ζωή, αφού το αίτημα παλαιότερων βιβλίων του να αποκατασταθεί μια ενότητα φάνηκε αδύνατο. Ηδη ο τίτλος του βιβλίου μαρτυρεί τη συγγραφική οπτική. Αγρός Κεραμέως απεκαλείτο ο τόπος ταφής των ξένων και των προσκυνητών στην Ιερουσαλήμ, αλλά επειδή οι αρχιερείς τον αγόρασαν με τα τριάκοντα αργύρια του μετανοήσαντος Ιούδα, επεκράτησε η ονομασία αγρός αίματος, εβραϊστί ακελδαμά. Το 1990 είχαν κυκλοφορήσει δύο ποιητικές συλλογές με παραλλαγές του ίδιου τίτλου· ο Αγρός Κεραμέως του Νίκου Αντωνάτου και το Ακελδαμά του νεότερου T. Καπερνάρου. Ο Κοσματόπουλος προτιμά την τρίτη εκδοχή, που δίνει την έμφαση στο αίμα ή, μάλλον ακριβέστερα, στο κέρδος άνομης προέλευσης, αντί να επιμένει στον δημιουργικό ρόλο του κεραμουργού, που είχε εμπνεύσει τους δύο ποιητές.
Και αυτό το βιβλίο του Κοσματόπουλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπονδυλωτό πεζογράφημα, καθώς αποτελείται από τρεις μεγάλες αφηγήσεις, μετά προλόγου και επιλόγου και ενδιαμέσως δύο στάσιμα. Μόνο που ο συγγραφέας δεν κάνει πλέον λόγο για «Αναβαθμούς και στάσιμα», αλλά επιστρατεύει, καθόλου τυχαία, τη λέξη διάψαλμα, που σύμφωνα με τις πατερικές διδαχές είναι κατά πολύ ευρύτερη ενός απλού αφηγηματικού διαλείμματος.
Σύντομα κείμενα, που προετοιμάζουν για την εναλλαγή του λόγου και ταυτόχρονα, όπως και τα δύο, με τα οποία ανοίγει και κλείνει το βιβλίο, νοηματοδοτούν τις αφηγήσεις. Αυτές οι τρεις ηρωικές και συνάμα παραινετικές αφηγήσεις απλώνονται σε διαφορετικές αναμεταξύ τους απομεμακρυσμένες χρονικές περιόδους και παρατάσσονται κατά παράβαση της χρονικής διαδοχής.
H πρώτη και συναρπαστικότερη αφήγηση ανατρέχει στις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Παραμερίζοντας τους Σουλιώτες, ο συγγραφέας εστιάζει το ενδιαφέρον του στα κατορθώματα των παραγνωρισμένων αρματολών και κλεφτών της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Επιλεκτικά, αφηγείται ιστορίες για τον Νικοτσάρα από τον Ολυμπο, που έσπευσε να συνδράμει τον Καραγεώργη και την εξέγερση των Σέρβων αλλά βγήκε διπλά προδομένος από τους Ρώσους, που εν τω μεταξύ συνθηκολόγησαν με τους Τούρκους, λησμονώντας τον, και από τους συντοπίτες του χριστιανούς που τον πυροβόλησαν θανατηφόρα σε ενέδρα. Και ακόμη για τον καπετάνιο της Θεσσαλίας παπα-Θύμιο Βλαχάβα και τον μοναχό Δημήτριο από τη Σαμαρίνα, που βρήκαν και οι δύο μαρτυρικό θάνατο στα χέρια του Αλή Πασά. Για τον Γεωργάκη Ολύμπιο από την αρματολική οικογένεια των Λαζαίων, που πολέμησε μέχρις εσχάτων στη μονή Σέκο της Μολδαβίας, ενώ ο αχώριστος σύντροφός του, Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι της Μακεδονίας, θα συλληφθεί κατά την πολιορκία της μονής και θα βασανιστεί στην Κωνσταντινούπολη. Για τον Εμμανουήλ Παπά από τις Σέρρες και την άτυχη επανάσταση στη Χαλκιδική. Και τέλος, για τον Τάσο Καρατάσο από τη Βέροια, τον αήττητο και ασύλληπτο, και την επίσης ατυχή επανάσταση της Νάουσας.
Παλαιές χρονογραφίες
Ολοι τους πρόδρομοι της Επανάστασης, που στην επίσημη Ιστορία επισκιάζονται από τους πρωταγωνιστές της, με το κέντρο βάρους της Ιστορίας να γέρνει μεροληπτικά ή όχι, πάντα προς την Πελοπόννησο. Ωστόσο, τα κατορθώματα και ο βίος τους σώθηκαν σε παλαιές χρονογραφίες και διηγήσεις, στις αφηγήσεις των περιηγητών και στα δημοτικά τραγούδια. Κάθε κλέφτης ή αρματολός κι ένα άσμα. Ο Κοσματόπουλος συμβουλεύεται τοπικά αρχεία και ιστορήσεις, μεταφέροντας αυτούσια αποσπάσματα, στιχομυθίες και στίχους. Δάνεια και αναδιηγήσεις που χωνεύονται σε μια αφήγηση με ελεγειακούς τόνους και επικές σκηνές. Γι' αυτό άλλωστε η πρώτη αφήγηση τιτλοφορείται Το τέλος του Επους.
Στη δεύτερη αφήγηση Το τέλος του Παύλου Μελά, ο συγγραφέας σημαίνει γενικό προσκλητήριο των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα, από τον Γερμανό Καραβαγγέλη ως τον Τέλλο Αγρα, όπου προέχουν οι διηγήσεις για το τέλος του Μελά και τις περιπέτειες της ταφής του. Και πάλι προδοσίες και μαρτυρικοί θάνατοι, δόλιοι και εξιλαστήρια θύματα. Δέκα χρόνια πριν, ο Νίκος Μπακόλας, αντλώντας έμπνευση από τις ίδιες ιστορίες και τους συναφείς θρύλους, έφτιαχνε ένα μοντέρνο μυθιστόρημα, την Κεφαλή. H τρίτη αφήγηση τοποθετείται στην καρδιά του 14ου αιώνα. Βουτιά στον χρόνο, για να επιστρέψει ο συγγραφέας στον πιο οικείο σε αυτόν χώρο του Βυζαντίου, όπου και ανιστορεί τα της κυριαρχίας του Ιωάννη Καντακουζηνού, από την εποχή της διαμάχης των δύο Ανδρόνικων, πάππου και εγγονού, ως την αναχώρηση από τα εγκόσμια του Ιωάννη και την εμφάνισή του ως μοναχού Ιωάσσαφ, συγγραφέα της χρονογραφίας του. Ταραγμένη περίοδος, με τους Ζηλωτές να αφήνουν βαθιά ίχνη στην ιστορία του τόπου, αλλά και τους Ησυχαστές, που κυρίως απασχολούν τον συγγραφέα, προσβλέποντας στην εξέχουσα μορφή του Γρηγορίου Παλαμά.
Προχωρώντας από τη δεύτερη στην τρίτη αφήγηση, ο συγγραφέας γίνεται λιγότερο ευρηματικός, δίνοντας στη διήγησή του μάλλον τη μορφή παραμυθητικού μνημονίου, χωρίς ωστόσο να νοθεύει τα συμβάντα ή το φρόνημα εκείνων των ανθρώπων. Πολύκλαδη ή μονόκλωνη, ως προς τις πηγές της, η αφήγηση του Κοσματόπουλου παραμένει παραστατική και χυμώδης.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-04-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις