0
Your Καλαθι
Του νεκρού αδελφού
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από τα πρώτα κιόλας ποιήματα του βιβλίου του, ο Δημήτρης Κοσμόπουλος δείχνει να θέλει να προϊδεάσει τον αναγνώστη του ότι έχει, μάλλον διαισθητικά, εμπειραθεί πτυχές ενός κόσμου μυστικού, πνευματικού θα έλεγα καλύτερα. Κι αν δεν τον εμπειράθηκε, πάντως, αξιώθηκε, σε στιγμές πνευματικών ενατενίσεων, βάσιμα να υποψιαστεί και να αισθανθεί την ύπαρξή του -ας είναι αυτός ένας κόσμος «αθέατος στους πολλούς» και ας «σκοτώνει η καθαρή του ανάσα». Κι ακόμα δείχνει ότι επιθυμεί διακαώς, και νηφάλια αγωνιώντας, να διακρίνει σημάδια αυτού του κόσμου σε απλές -κι ωστόσο ενδεικτικές του «άλλου» που βρίσκεται, εν υπνώσει, μέσα στον κάθε άνθρωπο, περιμένοντας το κατάλληλο έναυσμα για να εκδηλωθεί- εκδοχές-συμπεριφορές της καθημερινής πραγματικότητας.
Τέτοιες εκδοχές του «αθέατου» αναζητά, εντοπίζει και, στη συνέχεια, με κατάνυξη παρακολουθεί ο ποιητής, έτσι καθώς τα βλέπει να «υλοποιούνται» στη φύση με λόγια, πράξεις, κινήσεις και χειρονομίες ανθρώπων που βρίσκονται σε εξαιρετικές ή συνηθισμένες, πάντα, όμως, σημαδιακές περιστάσεις της ζωής τους· όπως είναι ο έρωτας και, κυρίως, ο θάνατος, που για τους πολλούς και ανυποψίαστους σημαίνει το οριστικό τέλος, ενώ για τους λίγους αποτελεί την άλλη λάμψη του μυστηρίου της δημιουργίας. Μάλιστα γι' αυτούς, τους τελευταίους, ο ύπνος είναι το προσφορότερο στάδιο προετοιμασίας και δοκιμασίας της ψυχής και του σώματος, το οποίο, σημειωτέον, από τη στιγμή που έχει «ακτινοβοληθεί» από το πνεύμα, διατηρεί στο ακέραιο την υπέρτατη ουσία του· «ας σπαταλιέται με μικρόφωνα σε σκάλες και γραφεία». Ο ύπνος και, βέβαια, ο έρωτας -η ενεργοποιός αυτή κατάσταση της ψυχής-, κάτω από την επίφοβη δύναμη του οποίου το σώμα μετέχει -και πάλι- του θανάτου· δοκιμάζει πώς είναι προς τα μέρη του θανάτου, αλλ' άφοβα, επειδή πραγματικός θάνατος δεν υπάρχει· ο πραγματικός θάνατος συντελείται με το φόβο του.
Ολα, στον κόσμο του ποιητή, είναι πλήρη ζωής και, συνάμα, υμνητικά του θανάτου, αφού, στο κάτω της γραφής, αυτός αποτελεί τη μοναδική προϋπόθεσή της. Και οι πεθαμένοι, αθέατοι αλλά πάντα παρόντες, είναι οι θεατές και οι αυστηροί κριτές των όσων γίνονται στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Το χώμα είναι το μόνο χώρισμα των δύο κόσμων, είναι, όμως, και η πάντα ζωντανή και ακατάπαυστα παλλόμενη μήτρα, που εγγυάται τη διάρκεια της ζωής· είναι η αενάως ανοιχτή μητρική αγκαλιά· «το ξαπλωμένο ύψος», στους αχανείς κόλπους του οποίου συνυπάρχουν αρμονικά πετούμενα και ερπετά. Και οι δρόμοι που οδηγούν στον πάνω και στον κάτω κόσμο, στη ζωή και στο θάνατο, είναι οι ίδιοι και πάντα ελεύθεροι να τους διασχίσει ο καθένας, αρκεί να έχει γνωρίζει την ηδύπαθη οδύνη της πνευματικής δοκιμασίας· κυρίως, να έχει ανεπιφύλακτα αποδεχθεί την ιερότητα της ζωής και την αναγκαιότητα του θανάτου, από τον οποίο είναι, υπό προϋποθέσεις, δυνατή η επιστροφή.
Αυτό δηλώνει, εξάλλου, και ο τίτλος του βιβλίου, στα ποιήματα του οποίου είναι διάχυτη η πίστη ότι ο όρκος της επιστροφής στον πάνω κόσμο, για την εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, που δόθηκε κάποτε, μπορεί να τηρηθεί, αφού, όπως επισημάνθηκε, οι δρόμοι επικοινωνίας του πάνω με τον κάτω κόσμο είναι μονίμως αφύλαχτοι και ανοιχτοί για τον καθένα. Ο όρκος της επιστροφής κανοναρχεί μνήμες, βιώματα του παρόντος, χειρονομίες, επικοινωνίες και συμπεριφορές, φτάνει να διατηρεί κανείς μέσα του ζωντανούς μύθους και ιστορίες συνεκτικές της έννοιας της πατρίδας και της φυλής, ώστε να μπορούν, με τη μορφή της παράδοσης, να παίζουν τον παραμυθητικό τους ρόλο, με εναλλασσόμενους ρυθμούς και με ποικίλλουσα ένταση, όποτε το απαιτούν οι περιστάσεις.
Ολα τα επιμέρους ποιήματα της συλλογής, χωρίς να χάνουν την αυτοτέλειά τους, συνθέτουν ένα ποίημα-παραλογή, με λυρικά ενδιάμεσα περάσματα, τα οποία λειτουργούν και σαν διακριτικοί συνθετικοί αρμοί. Και το ποίημα ολόκληρο αποτελεί μια ωδή στον «ξένο» που, τηρώντας μια προθανάτια υπόσχεσή του, επιστρέφει, μετά θάνατον, για την εκπλήρωσή της· η οποία, εκπλήρωση, σημαίνει την ένωση της ζωής με την προϋπόθεσή της: το θάνατο, αλλά και το αντίστροφο: την αξίωση, δηλαδή, της ζωής, ως προϋπόθεση του θανάτου. Κάτι που «συμβαίνει» μέσα σε μια κατάσταση της φύσης έκρυθμη, κατά την οποία όλα διακυβεύονται και επαναπροσδιορίζονται αενάως, καταργώντας κάθε έννοια και βεβαιότητα του αυτονόητου, αφού παντού και πάντα καιροφυλακτεί, ως υπέρογκη δυνατότητα, το θαύμα. Κυοφορείται, ακατάπαυστα, στα σπλάχνα του κόσμου, και ο άνθρωπος μπορεί, αν όχι να το γνωρίσει, πάντως, αποδεσμευμένος από τις άχαρες επιταγές του καθ' ημέραν βίου, τουλάχιστον να το διαισθανθεί. Και το μπορεί αυτό αν εξαγνισθεί μέσω του πόνου και της αδικίας -που Εκείνος αγίασε-, αν καταφέρει να κρατηθεί αλώβητος από το πέρασμα του «σαρκοφάγου καιρού» και από «της μοίρας τα καρφιά».
Ο ποιητής, θρεμμένος με οργανικά στοιχεία της λαϊκής και της λόγιας παράδοσης, διαπερασμένος από μνήμες της ιστορίας του Ελληνισμού, τόσο της παλαιάς όσο και της νεότερης, εν επιγνώσει αφήνεται και γίνεται ευάλωτος στα σύμβολα και στα ξαφνικά περάσματα γλυκόπικρων και πάντα καλοδεχούμενων μηνυμάτων. Κι επιθυμεί οι μνήμες του να ζωντανέψουν· να φωτιστούν πράξεις, χειρονομίες και περιστάσεις παλιές, πρόσωπα, χαμένα από καιρό, να πάρουν πάλι σάρκα και οστά, να ξαναϋπάρξουν, στα περιθώρια της κάθε μέρας, έστω για μία στιγμή, όσο κρατάει το θαύμα που είναι πάντα μία στιγμιαία έκλαμψη. Πρόσωπα-σύμβολα ενός άλλου κόσμου, στα σπλάχνα του οποίου επωάζονται γνωστές και άγνωστες, ξεχασμένες μα πάντα επίφοβες πτυχές της ιστορίας· ενός κόσμου θερμαντικού για το νου και την ψυχή όποιου έχει επίγνωση της συνέχειας της ζωής και της ζωογόνας δύναμης του θανάτου. Κι όλ' αυτά με τρόπους εναλλασσόμενους· με ύφος ενιαίο, θα τολμούσα να χαρακτηρίσω συμπαγές, ποικιλμένο, ωστόσο, με στίχους άλλοτε «ελευθερωμένους», άλλοτε ελεύθερους, άλλοτε αμιγείς ή κατακερματισμένους δεκαπεντασύλλαβους, ποικιλότροπα ομοιοκατάληκτους, προσαρμοσμένους με φυσικότητα στο εκάστοτε κινούν αίτιο, διακριτικά υποταγμένους στην εκάστοτε επιδιωκόμενη εκφραστική σκοπιμότητα.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/05/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις