0
Your Καλαθι
Η αυτολογοκριμένη μνήμη
Τα τάγματα ασφαλείας και η μεταπολεμική εθνικοφροσύνη
Περιγραφή
[...]«Η αυτολογοκριμένη μνήμη» καταγράφει την επιχειρηματολογία και τα ιδεολογήματα, βάσει των οποίων επιχειρήθηκε μεταπολεμικά η δικαίωση του ένοπλου δωσιλογισμού. Εγχείρημα πολλαπλά επίκαιρο, καθώς στις μέρες μας η ιστορία της δεκαετίας του '40 ξαναγράφεται με διακηρυγμένο στόχο την προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στη νεοταξική «κανονικότητα» του τέλους της Ιστορίας και της ταύτισης κάθε δομικής αντιπολίτευσης με την «τρομοκρατία».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα μπορούμε, σύμφωνα με τον Max Friss, να τη χαρακτηρίσουμε εποχή «αμνημοσύνης», την πρώτη του 21ου θα υποστήριζα ότι αυτό που τη χαρακτηρίζει είναι η συνειδητή πια και διάχυτη προσπάθεια μετα-αναθεωρητικών αντιστροφών τόσο του αξιακού περιεχομένου των εννοιών που μας συνέχουν από την εποχή του Διαφωτισμού, όσο συνακόλουθα και αναγκαία των γεγονότων που συγκροτούν την ιστορική μας μνήμη.
Το φαινόμενο έχει αρχίσει να παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, εμφανίστηκε δε και στα καθ' ημάς όχι τόσο στο πεδίο των ιστορικών, όπου οι μεθοδολογικές πειθαρχίες είναι λίγο-πολύ σαφέστερες και καθολικότερα αποδεκτές, όσο στο πεδίο των υπόλοιπων κοινωνικών επιστημών, και ιδιαίτερα σ' αυτό της Πολιτικής Επιστήμης.
Εδώ μια μετα-νεωτερική αντίληψη ενός αυτοχαρακτηριζόμενου «νέου κύματος στην επιστήμη», υπερβαίνοντας συνειδητά και αυθαίρετα επιστημονικές πειθαρχίες και μεθοδολογικούς κανόνες -και η Πολιτική Επιστήμη έχει προφανώς και επιστημονικές πειθαρχίες και μεθοδολογικούς κανόνες- μέσω των στηλών της εφημερίδας «Τα Νέα», την άνοιξη του 2004, ήρθε να συνταυτιστεί με λογοτεχνικές απόπειρες της δεκαετίας του '90, του επιπέδου της «Ελένης» του Γκατζογιάννη και της «Ορθοκωστά» του Βαλτινού, και να επαναφέρει στη μνήμη τις μετεμφυλιακές θεωρήσεις του προπαγανδιστικού λόγου της εθνικοφροσύνης , για τα μεγάλα και τραυματικά που βίωσε ο κοινωνικός μας σχηματισμός στη δεκαετία του 1940, σε μεγάλο βαθμό με τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα σε ένα ίσως πιο εκσυγχρονισμένο και επιστημονικοφανές πλαίσιο.
Στις δύο τελευταίες συναντήσεις του δικτύου για τη μελέτη των εμφύλιων πολέμων στη Σαμοθράκη πέρσι και ιδιαίτερα στην Πρέβεζα φέτος -ίσως γιατί σ' αυτή δεν είχαμε το εθνικό-ενωτικό κλίμα του πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου- αναδείχτηκαν καθαρά και η ιδεολογικο-πολιτική στοχοθεσία και οι μέθοδοι στις οποίες στηρίζεται όλη τούτη η προσπάθεια και η χρήση του ιστορικού γίγνεσθαι που αυθαίρετα επιχειρεί και η αδυναμία ενός στοιχειώδους επιστημονικού διαλόγου με τους φορείς αυτών των απόψεων.
Απάντηση στην αντιστροφή του νοήματος
Απέναντι σ' αυτές τις συνειδητές απόπειρες αντιστροφής του νοήματος και του αντιφασιστικού χαρακτήρα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και της συνακόλουθης πρωτοφανέρωτης λαϊκής αντίστασης, που υπερέβαινε τις κυρίαρχες αστικές πολιτικές επιλογές και οδηγούσε σε μια αριστερή ταυτότητα το μέγιστο των αγωνιστών που την πλαισίωσαν παντού στην Ευρώπη, το βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου αποτελεί μια επιστημονικά άψογη και εξαντλητικά ολοκληρωμένη ιστορική μονογραφία.
Αποτελεί μια πολιτική, με τη βαθύτερη έννοια του όρου, πράξη αντίστασης.
Η δε αποδοχή που έχει ήδη από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό -δεύτερη έκδοση σ' ένα πεντάμηνο -αποδεικνύει αυτό που έγραφε και ο Κώστας Βούλγαρης στις «Αναγνώσεις της Κυριακάτικης Αυγής» στην κριτική του για το βιβλίο, ότι: « Η ανάγκη της κοινωνίας για αφηγήσεις του άμεσου παρελθόντος παραμένει ισχυρή, τώρα μάλιστα που το απολιτικό αίτημα των ίσων αποστάσεων μπορεί να ικανοποιηθεί διά της "υπερβάσεως" του σχήματος του αντιφασιστικού Μεγάλου Πολέμου, μέσα από καινοφανείς και ρηξικέλευθες προσεγγίσεις. Εστιάζοντας, π.χ., στην εντοπιότητα, στο φαντασιακό, στα ανθρωπολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, ή αναγορεύοντας τις τοπικές και εθνοτικές αντιθέσεις ως κυρίαρχες, σε σχέση με το ίδιο το γεγονός και τα διακυβεύματα του πολέμου. Οχι για να εμπλουτιστεί η εικόνα που έχουμε, να τροποποιηθεί, να γειωθεί περισσότερο στην πραγματικότητα, αποκαθάροντας την και από τις μυθολογίες που επικάθισαν, αλλά για να καταργηθεί η δεσπόζουσα πρόσληψη της, αφαιρώντας της το πολιτικό στοιχείο, σκιάζοντας την έντονη και γενικευμένη διαδικασία πολιτικοποίησης μιας ολόκληρης κοινωνίας» που δημιούργησε.
Απέναντι σ' αυτή την τάση μιας δήθεν εμπειρικής και δήθεν απολίτικης και αποϊδεολογικοποιημένης προσέγγισης του χθες χρόνου, που στο βάθος της προσπαθεί να κρυφτεί το νεο-συντηρητικό προσωπείο μιας μετα-νεωτερικής και μετα-αναθεωρητικής σχολής ιστορικών και πολιτικών επιστημόνων της σημερινής νέας τάξης πραγμάτων, με ό,τι αυτή εμπεριέχει, η εργασία που καταθέτει ο Κωστόπουλος, με τα εξαντλητικά ντοκουμέντα της, το αδημοσίευτο και δημοσιευμένο αρχειακό υλικό που φέρνει στο φως, τα αποσπάσματα από εφημερίδες και πρακτικά της Βουλής, που θυμίζουν στους παλιότερους και φωτίζουν στους νεότερους χαρακτηριστικές στιγμές και γεγονότα, τις λεπτομερείς και ενδιαφέρουσες σημειώσεις, τη δευτερογενή βιβλιογραφία της -12 ολόκληρες σελίδες καταλαμβάνει η βιβλιογραφία που παραθέτει-, αλλά και τις συγκλονιστικές φωτογραφίες από τη δράση των Ταγμάτων Ασφαλείας που εμπεριέχει ως παράρτημα, έρχεται να αφαιρέσει κάθε επιχείρημα συμψηφισμού και άρα υποδόριας νομιμοποίησης της «μαύρης τρομοκρατίας» ως δήθεν φυσικής αντίδρασης στην ομόλογή της «ερυθρά τρομοκρατία», κάθε επιχείρημα επιστροφής στην περίφημη θεωρία των τριών γύρων, κάθε νεόκοπη προσπάθεια, όπως αυτή του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Σαρτζετάκη να μας επιστρέψει στη φρασεολογία και το κλίμα της δεκαετίας του '50.
Ερχεται ψύχραιμα και με έναν λόγο απλό και κατανοητό, μετά εξήντα χρόνια, να δείξει με στοιχεία και των ίδιων των ταγματασφαλιτών -και αυτό είναι από τα πιο αποκαλυπτικά μέρη του βιβλίου- το γιατί στην κοινωνική συνείδηση και μνήμη οι γερμανοντυμένοι «ταγματασφαλίτες», όπως τους είχε η κοινωνία βαφτίσει από τότε, παραμένουν ηθικά απόβλητοι στην ευρύτερη κοινή συνείδηση.
Η ενσωμάτωση στον εθνικόφρονα κορμό
Ενας αγνός αστός, αντιστασιακός τού τότε, όπως και της πρόσφατης δικτατορίας, ο Θεόφιλος Φραγκόπουλος, περιγράφει καθαρά τούτη την κοινωνική αίσθηση. Πρόκειται, γράφει στην «Τειχομαχία» του, για «έναν φρικαλέο συρφετό από αληταριό και χυδαιότητα, που προξενούσε τον αποτροπιασμό και την αηδία και στους ίδιους τους πιο λυσσαλέους αντικομμουνιστές...»
Γεγονός που αναδεικνύει και εξηγεί ταυτόχρονα, όπως αποδεικνύει ο Κωστόπουλος, και το γιατί ενώ οι ίδιοι οι υπηρετήσαντες στα Τάγματα Ασφαλείας -που δημιούργησαν και όπλισαν οι κατακτητές ναζί, ύστερα από εισήγηση της «κυβέρνησης» του Κουίσλιγκ «πρωθυπουργού» Ιωάννη Ράλλη- ενσωματώθηκαν στον εθνικόφρονα κορμό, φτάνοντας να πάρουν επί χούντας και συντάξεις «αντιστασιακών»! Τα στρατιωτικά σώματα, στα οποία υπηρέτησαν ένοπλα τον κατακτητή, ούτε νομιμοποιήθηκαν ποτέ ούτε αποκαταστάθηκαν από τη νικήτρια του εμφυλίου πολέμου αστική τάξη, της οποίας, και μάλιστα του βενιζελογενούς εν πολλοίς τμήματός της, δημιούργημα υπήρξαν.
Αποκαλυπτικός στο σημείο αυτό ο βαθιά διεισδυτικός λόγος τού επίσης βενιζελογενούς πολιτικού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη: «Το δράμα της Ελλάδος οφείλεται εις ένα κατά βάσιν γεγονός ότι η ιθύνουσα τάξις της χώρας δεν εξεπλήρωσεν εις την σκληράν εκείνην περίοδον του έθνους το χρέος το οποίον είχε έναντι του λαού και έναντι της ελληνικής πατρίδος...»
Γι' αυτό στο Λόγο των νικητών του Εμφυλίου μια συνειδητή στρατηγική λήθης, ένας πέπλος σιωπής, μια αυτολογοκριμένη μνήμη -όπως αναφέρει πετυχημένα και ακριβοδίκαια ο τίτλος του βιβλίου- τα ακολουθεί τούτα τα Τάγματα.
Γι' αυτό στον όγκο των δημοσιευμάτων και απομνημονευμάτων αγωνιστών της δεκαετίας του '40, που είδε το φως της δημοσιότητας στη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν υπάρχουν καθόλου οι δικές τους μαρτυρίες, οι δικές τους προσπάθειες δικαίωσης.
Η νομική φόρμουλα, την οποία εφηύρε κιόλας το 1945 ο Θεμιστοκλής Τσάτσος: «Από διεθνούς απόψεως, ο σχηματισμός των ταγμάτων ασφαλείας απετέλει ενίσχυσιν της γερμανικής δυνάμεως. Από ελληνικής όμως απόψεως, επειδή υφίστατο εσωτερικός κίνδυνος, ο οποίος έδει να εξουδετερωθή, νομίζω ότι οι δημιουργήσαντες τα τάγματα ασφαλείας δεν ενεφορούντο από προδοτικήν διάθεσιν», μπορεί να αρκούσε για την απαλλαγή σχεδόν όλων όσοι έφτασαν μπροστά στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων στις συνθήκες τού τότε, ποτέ όμως δεν στάθηκε αρκετός για να στοιχειοθετήσει μια ευρύτερη νομιμοποίηση των ταγμάτων.
Γι' αυτό και θα υποστήριζα, τελειώνοντας, σε αντίθεση με την καταληκτήρια φράση του συγγραφέα τού βιβλίου -ας υπάρξει και κάποια επιτέλους αντίθεση μαζί του-, ότι και εδώ όπως και αλλού η προσπάθεια να ξαναγραφτεί η Ιστορία με τον τρόπο που επιχειρούν διανοούμενοι του «νέου κύματος», αποτελεί μια μόδα που επειδή δεν μπορεί να στηριχτεί σε στοιχεία, έχει προσδιορισμένη ημερομηνία λήξης. Και όσο κατατίθενται έρευνες όπως αυτή που παρουσιάζουμε, τούτη η ημερομηνία έρχεται κοντύτερα.
ΑΛΚΗΣ ΡΗΓΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/02/2006
Κριτικές
17/02/2021, 21:24
13/11/2013, 16:44