0
Your Καλαθι
Πόλεμος και εθνοκάθαρση
Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης (1912-1922)
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
[...] Η καταγραφή αυτής της σκοτεινής πλευράς των πολέμων της "ένδοξης δεκαετίας" αποτελεί το αντικείμενο του παρόντος βιβλίου. Για τη συγγραφή του χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ημερολόγια κι απομνημονεύματα ελλήνων στρατιωτικών, σε συνδυασμό με αδημοσίευτο ή δημοσιευμένο αρχειακό υλικό. Σε ειδικά παραρτήματα σκιαγραφούνται, τέλος, ζητήματα όπως η τραγωδία του Πόντου, οι σφαγές των Τουρκοκρητικών το 1897 ή τα θύματα της βουλγαρικής κατοχής της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενας από τους πλέον ανθεκτικούς εθνικούς μύθους των Ελλήνων είναι «η εποποιία» των Βαλκανικών πολέμων, του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η γνωστή ως Μικρασιατική Εκστρατεία. Για την περίοδο 1912-1922 μία από τις μεγάλες αποσιωπήσεις της εθνικής αφήγησης είναι οι εκτεταμένες ελληνικές ωμότητες. Αντιθέτως, οι Ελληνες εμφανίζονται και κατά την περίοδο αυτή ως ένας γενναίος, ευγενικός, πολιτισμένος λαός, που δεν υπήρξε ποτέ θύτης αλλά μόνο θύμα. Την ειδυλλιακή αυτή εικόνα ήρθε να ταράξει για τα καλά το επίκαιρο και τεκμηριωμένο αυτό βιβλίο του Τάσου Κωστόπουλου.
Στο βιβλίο αυτό δίδεται έμφαση «στα εγκλήματα και τις εθνοκαθαρτήριες επιδόσεις του ελληνικού στρατού, χωρίς φυσικά να αποσιωπούνται οι αντίστοιχες αγριότητες των κατά καιρούς αντιπάλων τους» (σελ. 16). Ενα κύριο συμπέρασμα που εξάγεται από την έρευνα του Κωστόπουλου είναι το εξής: ότι μεγάλο μέρος της βίας του ελληνικού στρατού σε βάρος αλλοεθνών αμάχων δεν προέκυψε ως «παράπλευρη απώλεια» ούτε οφειλόταν σε εγγενή κτηνωδία, αλλά αποτελούσε συστατικό στοιχείο της «απελευθερωτικής» ελληνικής εξόρμησης, «προκειμένου η επέκταση της εθνικής επικράτειας να συνοδεύεται από την επιθυμητή πληθυσμιακή ομοιογένεια» (σελ. 18). Πρόκειται δηλαδή για χαρακτηριστική περίπτωση «εθνοκάθαρσης».
Ενα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου αυτού είναι ότι στηρίζεται κατά πρώτον λόγο σε ελληνικές πηγές (και όχι σε τουρκικές ή φιλοτουρκικές πηγές, που βέβαια βρίθουν από τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού), κυρίως σε δημοσιευμένα απομνημονεύματα και ημερολόγια φαντάρων και αξιωματικών που καθιστούν την προσπάθεια καταγραφής των ελληνικών αθλιοτήτων πολύ πιο πειστική.
Ο Κωστόπουλος ξεκινάει από ένα βασικό δεδομένο, το τελείως ανάμεικτο των πληθυσμών. Η γνωστή έκφραση «μακεδονική σαλάτα» δεν αφορούσε μόνο τη γεωγραφική Μακεδονία, αλλά το σύνολο των διεκδικούμενων από την Ελλάδα περιοχών, από τα Γιάννινα και το Μοναστήρι, μέχρι τη Σμύρνη και το Αϊδίνιο. Συγκεκριμένα, μέχρι το 1912, στην ευρύτερη Μακεδονία οι μουσουλμάνοι ήταν 900.000 (τουρκόφωνοι, αλβανόφωνοι, σλαβόφωνοι, ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι ή ρομανί), 900.000 ήταν οι σλαβόφωνοι χριστιανοί, περίπου 360.000 ήταν οι ελληνόφωνοι χριστιανοί (συν 100.000 Βλάχοι, 70-90.000 Εβραίοι και πολύ μικρότερες ομάδες αλβανόφωνων χριστιανών και Γκαγκαούζων). Ακόμη και στην περιοχή που στη συνέχεια έγινε ελληνική (Ελληνική Μακεδονία), 36% ήταν μουσουλμάνοι, μόλις 28% ελληνόφωνοι χριστιανοί και 20-25% σλαβόφωνοι χριστιανοί, χωρισμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς (με τους δεύτερους να τους διεκδικεί η Ελλάδα ως «ελληνόφρονες»). Τα ίδια ισχύουν στην ευρύτερη Ηπειρο και Θράκη (ανατολική και δυτική), την Κωνσταντινούπολη και τα ανατολικά παράλια της Μικράς Ασίας: σταθερά πρώτοι αριθμητικά έρχονται οι μουσουλμάνοι και έπονται οι λοιποί, με εξαίρεση την Κρήτη και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, στα οποία η πλειονότητα είναι όντως Ρωμιοί.
Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο μεγάλη δόση «εθνοκάθαρσης» χρειαζόταν για να πάρει η Ελλάδα τα εδάφη που διεκδικούσε και πόσο δύσκολα η διαδικασία αυτή μπορούσε να στοιχειοθετηθεί ως «απελευθέρωση». «Απελευθερωνόταν», κατά περίπτωση, το 1/3 με 1/10 του πληθυσμού και εκδιωκόταν ή εξοντωνόταν η πλειονότητα των γηγενών κατοίκων, δηλαδή όσοι βρίσκονταν στη λάθος πλευρά των επιδιωκόμενων συνόρων. Σημειωτέον ότι το πρώτο μεγάλο προσφυγικό κύμα ήταν αυτό των μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια, συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων, τουλάχιστον 300.000 (σελ. 63-64).
Στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο, Βούλγαροι, Σέρβοι και Ελληνες χρησιμοποίησαν απάνθρωπη βία εναντίον των άμαχων μουσουλμάνων (κάψιμο χωριών, βιασμοί, εκτελέσεις αιχμαλώτων κ.λπ.), κάτι που είχε γίνει ευρέως γνωστό τότε και από την έκθεση του Carnegie Endowment. Η εθνοκάθαρση αυτή συνεχίστηκε και στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον ελληνικό στρατό, αυτή τη φορά σε βάρος και άοπλων ή αιχμαλώτων Βουλγάρων, βλέπε, μεταξύ άλλων, το κάψιμο-ισοπέδωση του Κιλκίς, που ήταν το προπύργιο της βουλγαρικής εξαρχίας. Οπως παρατηρεί ο συγγραφέας με πικρή ειρωνεία, «περίεργη όντως απελευθέρωση» (σελ. 59).
Το σκηνικό αυτό επαναλαμβάνεται, με το παραπάνω, από τον ελληνικό στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία, σε μία «κατάδυση στην κόλαση», όπως παραστατικά τη χαρακτηρίζει ο Κωστόπουλος. Οπως γράφει ο συγγραφέας, η εκστρατεία του 1919-1922 «υπήρξε ευθύς εξαρχής ένα καθαρά τυχοδιωκτικό και σε μεγάλο βαθμό παράλογο εγχείρημα, που υποτιμούσε (ουσιαστικά διέγραφε από τον χάρτη) τους πολύ μεγαλύτερους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής» (σελ. 91). Πρόκειται για ιμπεριαλιστικό-αποικιοκρατικό εγχείρημα, που στόχευε και θεωρούσε εφικτή την ολοσχερή διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (δεν γινόταν αποδεκτό ούτε καν τουρκικό κράτος στο σύνολο της Μικράς Ασίας, ενώ οι Τούρκοι πλειοψηφούσαν), την εκδίωξη των μουσουλμάνων (Τούρκων), τον εποικισμό με Ελληνες (κατά το πρότυπο των βρετανικών και γαλλικών αποικιών) στις εύφορες κοιλάδες της Μικράς Ασίας (σελ. 91-94). Ο «ηρωικός», «απελευθερωτικός» αυτός πόλεμος έλαβε χώρα σε τρία στάδια, κατά τον συγγραφέα:
(α) Μάιος 1919-καλοκαίρι 1920, από την απόβαση στη Σμύρνη μέχρι την επέκταση σε μία διευρυμένη ζώνη, που περιλάμβανε την Προύσα και τη Νικομήδεια. Η βία ξεκίνησε με το που πάτησε το πόδι του ο ελληνικός στρατός (ο δήθεν ειρηνευτικός στρατός που εκπροσωπούσε τις νικητήριες μεγάλες δυνάμεις), με 200 νεκρούς άοπλους μουσουλμάνους και 2.500 συλληφθέντες και κακοποιηθέντες, μεταξύ τους μικρά παιδιά και ολόκληρες τάξεις με τους δασκάλους τους. Ωστόσο, σε σύγκριση με το τι επρόκειτο να ακολουθήσει, κατά την περίοδο αυτή (με τον Βενιζέλο στα ηνία) υπήρχε προσπάθεια αυτοσυγκράτησης, και έτσι τα έκτροπα δεν έλαβαν τεράστιες διαστάσεις.
(β) Επειτα έρχεται το δεύτερο στάδιο, από τον Μάρτιο του 1821 μέχρι τον Ιούλιο του 1922 (κατάληψη Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, σχεδόν επταπλασιασμός της περιοχής σε σχέση με την αρχική περιοχή υπό ελληνική διοίκηση που προβλεπόταν από τη Συνθήκη των Σεβρών). Τώρα πια ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε καθαρά εχθρικές περιοχές, με ούτε δείγμα Ελληνα ή χριστιανού ορθόδοξου. Τότε είναι που εγκαινιάστηκε η «πολιτική της καμένης γης» ως στρατηγική επιλογή. Απ' όπου περνούσε ο ελληνικός στρατός έβαζε φωτιά, μη αφήνοντας τίποτε όρθιο, εκατοντάδες χωριά και κωμοπόλεις ισοπεδώθηκαν. Η «απελευθέρωση» γίνεται «ισοπεδωτικός τυφώνας», «καταστροφικό μένος», ένας ολοκληρωτικός πόλεμος με στόχο την προσάρτηση της ευρύτερης αυτής περιοχής (και όχι μόνο της Σμύρνης) μέχρι και την Αγκυρα, με τον Κεμάλ να συνθηκολογεί όπως όπως.
(γ) Αύγουστος 1922 μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή (αρχές Σεπτεμβρίου 1922), εδώ πάλι φωτιές απ' όπου περνάει ο ελληνικός στρατός. Προς τι όλα αυτά, ενώ υποχωρούσαν άτακτα; Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας δεν είναι και πολύ διαφωτιστικός. Ηταν άραγε «καμένη γη» για να δυσκολευτεί ο αντίπαλος από πλευράς επισιτισμού α λα Κουτούζοφ και Ντε Τολέ (κατά την εισβολή του Ναπολέοντα στη Ρωσία), προϊόν οργής λόγω frustration, επειδή ξαφνικά «τα χάσαμε όλα», ή μήπως κάτι άλλο; Πάντως ο Κωστόπουλος καταθέτει πληθώρα αδιάσειστων τεκμηρίων για την εκ νέου «καμένη γη», ακόμη και τη μαρτυρία του ιδίου του Βενιζέλου (απορώ εν προκειμένω με την άποψη της Σίας Αναγνωστοπούλου, περί ισχνής τεκμηρίωσης εν προκειμένω, βλέπε «Ο Πολίτης», τχ.160, Νοέμβριος 2007, σελ. 57).
Τα μείον του βιβλίου περιορίζονται, κατά τη γνώμη μου, σε δύο μόνο σημεία:
(1) Την προσθήκη πολλών εκτενών παραρτημάτων, που όμως δεν συνιστούν παραρτήματα, αλλά ολόκληρα κεφάλαια με άλλη θεματική, υλικό για ξεχωριστό άρθρο ή και βιβλίο. Ειδικά με την εξέταση των δεινών που υπέστησαν οι Ρωμιοί του Πόντου και με το κάπως αδύναμο κεφάλαιο για τη γενοκτονία των Αρμενίων, δίδεται η εντύπωση συμψηφισμού με τις ελληνικές ωμότητες, κάτι που βέβαια δεν είναι στις προθέσεις του συγγραφέα.
(2) Η βεβαιότητα του συγγραφέα ότι τη φωτιά στη Σμύρνη την έβαλαν οι Τούρκοι. Τα στοιχεία που παραθέτει δεν είναι όλα αδιάσειστα. Η φωτιά μπορεί βέβαια να μην μπήκε από τους Ελληνες (η τουρκική αφήγηση θεωρεί τους Ελληνες υπεύθυνους, μια και είχαν τη συνήθεια από όπου περνούσαν να καίνε τα πάντα, ακόμη και στην άτακτη υποχώρηση τους). Είναι βέβαιο πάντως ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε στην αρμενική συνοικία. Ετσι δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς να την έβαλαν οι Αρμένιοι επίτηδες, προκειμένου να προκαλέσουν ξένη επέμβαση. Καταλήγοντας παραθέτω μία αποκαλυπτική μαρτυρία του Ισμέτ Ινονού, που θυμάται τον Κεμάλ (όταν είδε τη φωτιά και τέθηκε το ερώτημα τι κάνουμε) να λέει το εξής: «Αφήστε την να καεί, να ισοπεδωθεί». Με άλλα λόγια, τους βόλευε μία καμένη Σμύρνη και σίγουρα δεν έκαναν καμία προσπάθεια να σταματήσουν το κάψιμο της ωραίας αυτής και κοσμοπολίτικης πόλης.
ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/03/2008
Κριτικές
30/12/2019, 08:07
08/07/2016, 13:01