0
Your Καλαθι
Τα εφτά παράθυρα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
1967. Μέρες απατηλής δόξας, με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα να μεσουρανούν.
Στην Αλβανία, τελειόφοιτοι μαθητές γυμνασίου ζουν μια καθημερινότητα ασφυκτική και υποχρεωτικά ηρωική, με το Κόμμα πανταχού παρόν και το μέλλον προδιαγεγραμμένο. Κι ενώ αισιοδοξούν μέσα σε μια ψευδαίσθηση επιτυχίας, στα όρια του νεανικού παραληρήματος, αντιστέκονται σιωπηλά στην ατσάλινη πειθαρχία με μοναδικό τους όπλο τα όνειρα και σύμμαχο τον έρωτα και τη μαγεία του κινηματογράφου.
Μα όταν κάποιοι τολμούν να δραπετεύσουν από αυτή την αιχμαλωσία και να ανακαλύψουν τα μυστικά που κρύβονται πίσω από τα συνθήματα, τα όνειρα αντικρίζουν την πραγματικότητα και γίνονται εφιάλτες, τα χτυποκάρδια αλλάζουν φόρα και η θηλιά σφίγγει επικίνδυνα...
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο μάθημα του μαρξισμού είχε διαβάσει Λένιν, Στάλιν, Ενγκελς, ακόμη και Μάο Τσε Τουνγκ. Μόνο Μαρξ δεν είχε διαβάσει, μια και το Κεφάλαιο ήταν πολύ δύσκολο να μεταφραστεί στα αλβανικά. Με άλλα λόγια, σκορδαλιά χωρίς σκόρδο στην Αλβανία του Ενβέρη. Οχι στα πρώτα χρόνια μετά τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, όταν η Λαϊκή Δημοκρατία έτρεμε τους εχθρούς του λαού, αλλά πολύ αργότερα, όταν τους είχε ασφαλίσει στις φυλακές Αργυροκάστρου και στο στρατόπεδο του Σπατς. Πιο συγκεκριμένα, το 1967, την επομένη του πραξικοπήματος στην Ελλάδα, κοντά 10 χρόνια πριν από τον θάνατο του Μάο και σχεδόν 20 πριν από το τέλος του Εμβέρ. Την εποχή του μεγάλου έρωτα της Αλβανίας με την Κίνα, αφού είχε προ πολλού εγκαταλείψει τη σοβιετική αγκάλη στην οποία είχε βρει για χρόνια παρηγοριά μετά τη βίαια ρήξη με τον γείτονα στρατάρχη.
Το πώς ζούσε τότε η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας και αν κάποιοι βορειοηπειρώτες νεολαίοι πίστευαν πράγματι πως στάθηκαν τυχεροί που «συνέδεσαν το μέλλον τους με τον αλβανικό λαό και με τον σοσιαλισμό και έτσι γλίτωσαν μια για πάντα από τα δόντια του μοναρχοφασισμού και του ιμπεριαλισμού» ούτε η ίδια δεν θα πρέπει πια να το θυμάται έτσι διαμελισμένη που βρέθηκε και αγωνιούσα για την επιβίωση. Πολύτιμη λοιπόν η μαρτυρία έστω και της μυθιστοριογραφίας, η οποία, ως γνωστόν, συχνά συνάπτει στενές σχέσεις με την πραγματικότητα, ανεξάρτητα αν αυτή η συμπλοκή ενίοτε αποβαίνει άκρως επικίνδυνη.
Ο Τ. Κώτσιας είναι ο πρώτος βορειοηπειρώτης πεζογράφος που μας προέκυψε. Από χωριό της Δρόπολης, ήρθε προσωρινά στην Ελλάδα με το πρώτο μεγάλο κύμα φυγής των Βορειοηπειρωτών και την πλημμυρίδα των Αλβανών που ήρθαν κατόπιν, τότε που οι πάντες έσπευδαν να εγκαταλείψουν το ήδη καταρρέον τελευταίο οχυρό του κομμουνισμού στην Ευρώπη. Τελικώς όμως ουδέν μονιμότερον του προσωρινού. Εντεκα χρόνια αργότερα ο Κώτσιας, εγκατεστημένος συν γυναιξί και τέκνοις στην Ελλάδα, παραμένει ο γνωστότερος και παραγωγικότερος βορειοηπειρώτης συγγραφέας στα καθ' ημάς. Μετά την παρθενική συλλογή διηγημάτων Περιστατικό τα μεσάνυχτα και τις τρεις νουβέλες που ακολούθησαν, προσαρμοζόμενος κι αυτός στον συρμό του πολυσέλιδου μυθιστορήματος, απλώνει δεόντως το βιωματικό υλικό.
Το μότο ωστόσο του βιβλίου, με σκωπτική διάθεση, προειδοποιεί: «Οποιος ταυτίσει τους ήρωες με πραγματικά πρόσωπα καταδικάζεται από το άρθρο 64 ως εχθρός του λαού». Οπως διευκρινίζεται, πρόκειται για ένα «ντα-τσι-μπάο» ή, μεταφραζόμενο από την κινεζική στην αλβανική, ένα «φλετ-ρουφέ», όπερ ελληνιστί μια κόλλα χαρτί που ο καθένας μπορούσε να κολλήσει σε έναν πίνακα ανακοινώσεων με κόκκινο φόντο, όπου και έσερνε τα εξ αμάξης στους εχθρούς του. Φρούτο της περιβόητης Πολιτιστικής Επανάστασης και το φλετ-ρουφέ· μια λησμονημένη λέξη ενός αφανισμένου πλέον καθεστώτος που διασώζει το μυθιστόρημα, χωνεμένη στην ντοπιολαλιά των Βορειοηπειρωτών. Αν και δεν πρόκειται ακριβώς για διάλεκτο, μόλις μερικές ιδιωματικές φράσεις, ορισμένες λέξεις, λιγοστές λαϊκές ρήσεις, κάποτε και αθυρόστομες. Τελικώς η κοινή νεοελληνική, λίγο περισσότερο πλουτισμένη, γι' αυτό και μόνο το πρώτο βιβλίο του Κώτσια συνοδευόταν από γλωσσάρι. Στα παραμεθόρια χωριά της Δρόπολης έλεγαν: «Η πόρτα του κλαίει...» όταν κάποιον τον απέφευγαν, γιατί είχε «κακή βιογραφία», δηλαδή βεβαρημένο βιογραφικό. Παραστατική γλώσσα που θα χρειαζόταν ιδιαίτερη φροντίδα για να αναδειχθεί.
Το μυθιστόρημα στρέφεται γύρω από τη ζωή σε ένα αλβανικό γυμνάσιο μιας «μικρής πόλης» με κάστρο και παρακείμενο ποταμό· οι φωτογραφίες εξωφύλλου υποβάλλουν το Αργυρόκαστρο, ωστόσο ο συγγραφέας δεν την κατονομάζει.
Οι ήρωες, μια συντροφιά μαθητών· στο πρώτο κεφάλαιο πηγαίνουν στην Ενδεκάτη, στα δύο επόμενα είναι τελειόφοιτοι, ενώ στο τέταρτο και τελευταίο νεοσύλλεκτοι σε ένα στρατόπεδο, σε μια ερημική παραλία, βορειότερα του Δυρραχίου, ακόμη και του Λιάτς. Η σχολική καθημερινότητα διασκεδάζεται με κινηματογραφικές εξόδους, λαθραίες, όταν η ταινία είναι γαλλική, ή και επιβεβλημένες για τις αλβανικές παραγωγές επαναστατικού περιεχομένου, καθώς και με χοροεσπερίδες, όπου κλεφτά παίζονται και πωγωνίσια δημοτικά τραγούδια. 'Η με εξαιρετικά γεγονότα, όπως παρελάσεις, στρατιωτικές ασκήσεις, προπαντός εξορμήσεις για να γραφτεί το όνομα του αρχηγού, τεράστιο, στην πλαγιά ενός βουνού.
Τριτοπρόσωπη η αφήγηση, εστιάζεται στον Γιώργο, ο οποίος πηγαινοέρχεται ανάμεσα στην πόλη και στο μεθοριακό χωριό του. Οπως τους περισσότερους εφήβους, τον βασανίζουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα αλλά και η «κακή βιογραφία» του, με έναν θείο φυλακισμένο και έναν άλλον φυγάδα στην Ελλάδα. Παρ' όλα αυτά, τα όνειρά του είναι κομμένα, τουλάχιστον αρχικά, στα μέτρα των σοσιαλιστικών ιδανικών. Εν τέλει η ζωή των μαθητών δεν προβάλλει και τόσο ασφυκτική σε σύγκριση και με τον γειτονικό ελληνικό παράδεισο της εποχής. Εκτός και αν η εκ των υστέρων διήγηση εξωραΐζει κάπως τις αλλοτινές καταστάσεις καθώς ντύνει την ξύλινη γλώσσα του καθεστώτος με ανάλαφρη ειρωνεία. Νότες νοσταλγίας διαφεύγουν όταν ανιστορείται η δύσκολη συμβίωση με το καθεστώς της ελληνικής μειονότητας. Παραδόξως, όταν τα χριστιανικά και τα αρχαιοελληνικά ονόματα απαγορεύονταν και για βαπτιστικά επιβάλλονταν αλβανικά και ιλλυρικά και όταν οι νεολαίοι εξορμούσαν σε εβδομαδιαία βάση για την κατεδάφιση εκκλησιών, σθεναρή αντίσταση, κατά το μυθιστόρημα, πρόβαλλαν μόνο οι Βορειοηπειρώτισσες ζητώντας να περισώσουν την πίστη των παιδιών τους, ακόμη και αν αυτό σήμαινε τον κατατρεγμό τους.
Μυθιστόρημα διάπλασης, με ζωντανούς τους χαρακτήρες των εφήβων, όταν δεν παρεμβαίνουν ψυχολογικές εμβαθύνσεις, όπως στην περίπτωση του ταλαντούχου νέου που «η κηλίδα της βιογραφίας του» τον καταντά προδότη. Σε αντίθεση, οι αλβανοί συμμαθητές και τα κορίτσια αποδίδονται μάλλον σχηματικά: η γραμματέας της Νεολαίας, η κόρη του ρεβιζιονιστή ή η φεμινίστρια που μάχεται το έθιμο να «ζαλώνονται» οι κοπέλες τα προικιά. Εκτός από τις ταινίες, το μίασμα του δυτικού κόσμου το έφεραν στην Αλβανία και τα μυθιστορήματα.
Προσφιλέστερο Ο κόμης Μοντεχρίστος, που λειτουργεί και σε συμβολικό επίπεδο. Αντί για το φρούριο του Ιφ, το Κάστρο της πόλης και στη θέση του Εδμόνδου Δαντές ο Γιώργος, ο οποίος θα βρεθεί φυλακισμένος όταν τελικά θα αποφασίσει να «σκαπετήσει» πέρα από τα σύνορα.
Το μυθιστόρημα, όπως άλλωστε και τα περισσότερα ντόπια ιστορήματα τελευταίας σοδειάς, θα βελτιωνόταν με την περικοπή σελίδων. Οπως και στα προηγούμενα βιβλία του Κώτσια, οι αλληγορικές παρεκβάσεις και η κατάχρηση παρομοιώσεων αποδυναμώνουν τις εικόνες που ζητεί να φτιάξει, ενώ οι διάλογοι παραμένουν ο κινητήριος μοχλός της αφήγησης, ακόμη και όταν πρόκειται για σχοινοτενείς συζητήσεις νεολαιών. Ευτυχώς εδώ πληθαίνουν οι ερωτικές και ονειρικές περιγραφές προσφέροντας την ποιητική πνοή που έλειπε.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 30-03-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις