0
Your Καλαθι
Η τέχνη του καφέ
Έκπτωση
10%
10%

Περιγραφή
Τρεις γυναίκες μοιράζονται την ίδια αυλή, για περισσότερο από τριάντα χρόνια, σε μια συνοικία της Θεσσαλονίκης. Το κοινό τους σημείο είναι η τέχνη του καφέ. Αιώνες παράδοσης και ιστορίας συνοψίζονται σε ένα μικρό φλυτζάνι. Ένα φλυτζάνι που ανοίγει τις ψυχές των ανθρώπων και τους φέρνει όλους πιο κοντά.
Το βιβλίο κρυφοκοιτάει τις ζωές τους και όσα σημάδεψαν την Θεσσαλονίκη το δεύτερο τρίμηνο του 1987. Τις ακολουθεί στα όνειρα, τις απογοητεύσεις, τις χαρές και τις λύπες. Ένα αρμονικό βαλς μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας, φορτωμένο με αναμνήσεις και προσδοκίες.
Κάθε όμορφη στιγμή που ερχόταν, αραιά και που, να θυμίζει πόσο μεγάλα είναι τα μικρά πράγματα, συνέβαινε πάντα εκεί στο ξύλινο τραπέζι της αυλής. Οι τρεις αρχόντισσες γύρω από το ίδιο τραπέζι. Ο καιρός να παιχνιδίζει ανοιξιάτικα, η βρύση να στάζει ρυθμικά και το κουτάλι να χτυπάει στο μπρίκι. Κουλουράκια μυρωδάτα και γλυκό καρυδάκι στο πιάτο να καμαρώνουν επάνω στο τραπεζομάντηλο.
«Πρέπει να ρίξεις τον καφέ όσο το νερό είναι κρύο. Ανακατεύεις απαλά. Αφήνεις το χέρι σου να ακολουθήσει την δίνη. Έτσι, όπως σε παίρνει το νερό. Το μπακίρι πρέπει να το χτυπάς στο τοίχωμα απαλά και κυκλικά. Θα αφήνεις να σε τραβήξει. Κοίτα, σε λέω. Σαν τον χορό των δερβίσηδων. Να έβλεπες τον παππού σου τον Χάρη, πως τον χόρευε... Χαρά Θεού!»
Η Κατερινούλα έσφιγγε στα δάκτυλά της το κουτάλι και προσπαθούσε να χαϊδεύει τα τοιχώματα στο μπρίκι. «Γιαγιά Θα μου δώσεις να πιώ κι εγώ;»
«Κουβέντα στη μάνα σου. Μη με μαρτυρήσεις! Κοίταξε πως αρχίζει να αφρίζει. Φουσκώνει από τα γύρω και σηκώνεται, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει. Τότε είναι έτοιμος. Βγάλ' τον από την φωτιά. Πάρε το φλυτζάνι και γέμισέ το από ψηλά.»
Το βιβλίο κρυφοκοιτάει τις ζωές τους και όσα σημάδεψαν την Θεσσαλονίκη το δεύτερο τρίμηνο του 1987. Τις ακολουθεί στα όνειρα, τις απογοητεύσεις, τις χαρές και τις λύπες. Ένα αρμονικό βαλς μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας, φορτωμένο με αναμνήσεις και προσδοκίες.
Κάθε όμορφη στιγμή που ερχόταν, αραιά και που, να θυμίζει πόσο μεγάλα είναι τα μικρά πράγματα, συνέβαινε πάντα εκεί στο ξύλινο τραπέζι της αυλής. Οι τρεις αρχόντισσες γύρω από το ίδιο τραπέζι. Ο καιρός να παιχνιδίζει ανοιξιάτικα, η βρύση να στάζει ρυθμικά και το κουτάλι να χτυπάει στο μπρίκι. Κουλουράκια μυρωδάτα και γλυκό καρυδάκι στο πιάτο να καμαρώνουν επάνω στο τραπεζομάντηλο.
«Πρέπει να ρίξεις τον καφέ όσο το νερό είναι κρύο. Ανακατεύεις απαλά. Αφήνεις το χέρι σου να ακολουθήσει την δίνη. Έτσι, όπως σε παίρνει το νερό. Το μπακίρι πρέπει να το χτυπάς στο τοίχωμα απαλά και κυκλικά. Θα αφήνεις να σε τραβήξει. Κοίτα, σε λέω. Σαν τον χορό των δερβίσηδων. Να έβλεπες τον παππού σου τον Χάρη, πως τον χόρευε... Χαρά Θεού!»
Η Κατερινούλα έσφιγγε στα δάκτυλά της το κουτάλι και προσπαθούσε να χαϊδεύει τα τοιχώματα στο μπρίκι. «Γιαγιά Θα μου δώσεις να πιώ κι εγώ;»
«Κουβέντα στη μάνα σου. Μη με μαρτυρήσεις! Κοίταξε πως αρχίζει να αφρίζει. Φουσκώνει από τα γύρω και σηκώνεται, σαν να προσπαθεί να ξεφύγει. Τότε είναι έτοιμος. Βγάλ' τον από την φωτιά. Πάρε το φλυτζάνι και γέμισέ το από ψηλά.»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις