0
Your Καλαθι
Οι σχοινοβάτες
Περιγραφή
Μια παρέα ελλήνων φοιτητών στη Ρώμη, στα τέλη της δεκαετίας του '70, αναζητούν την πολιτική τους ταυτότητα στις παρυφές των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, φλερτάροντας με τις ένοπλες ομάδες που η παρουσία τους σημάδεψε το ιταλικό πολιτικό σκηνικό εκείνης της περιόδου. Είκοσι χρόνια μετά, ξαναβρίσκονται στην Αθήνα με αφορμή ένα θάνατο. Αυτοκτονία ή φόνος; Καθώς κινητοποιούνται οι μηχανισμοί της δικαιοσύνης, αναζητώντας τα αίτια και τις συνθήκες του «μυστηριώδους θανάτου», οι σχοινοβάτες του '70, βολεμένοι στις βεβαιότητες του παρόντος, βλέπουν με δέος να ξαναγράφεται αναδρομικά η ιστορία τους και ολόκληρη η ζωή τους να γίνεται ανακριτικό υλικό.
Τι ήταν οι σχοινοβάτες; Μια παρέα νεαρών που διάβηκαν τα μολυβένια χρόνια της σύγχρονης ιταλικής ιστορίας σαν να ήταν ένας περίπατος στην εξοχή;
Ήταν επαναστάτες;
Ήταν τρομοκράτες;
Οι ήρωες του μυθιστορήματος γίνονται ανακριτές και ανακρινόμενοι συνάμα, καθώς, μέσα από βασανιστικές διαδρομές, αναζητούν τη δική τους αλήθεια. Αυτή που θα αντιπαραθέσουν στις εκδοχές των άλλων για τη ζωή και το θάνατο του σχοινοβάτη που δεν κατάφερε να κρατηθεί στο σχοινί. Σ' έναν περίγυρο ήδη σημαδεμένο απ' την πεποίθηση ότι έφτασε το τέλος της Ιστορίας - ή μήπως της ιστορίας τους;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πολύπλοκη η σχέση της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα, την τρέχουσα ή και την ιστορική. Η πραγματικότητα προσφέρει το έναυσμα, συνιστά το πλαίσιο αναφοράς ή και παρουσιάζεται σε πιστή, κάποτε και φωτογραφική, αναπαράσταση. Σχέση στενή, εξυπακούεται όμως σχέση εις το διηνεκές αναδημιουργίας. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται μια τάση οικειοποίησης αυτούσιας της πραγματικότητας από τη μυθοπλασία, χωρίς τη διαδικασία της ανάπλασης, σαν μαρτυρίες και ντοκουμέντα να έρχονται να καλύψουν πιθανά ελλείμματα συγγραφικής φαντασίας. Την απόσταση ανάμεσα στον μυθοπλάστη συγγραφέα και στον χρονικογράφο, ορισμένες φορές και σφετεριστή, απομένει να την ορίσει ο αναγνώστης, σύμφωνα και με τη γνώση που αυτός διαθέτει για την ανιστορούμενη πραγματικότητα. Παρατηρείται το φαινόμενο συγγραφείς που ιδιοποιούνται τις ημέρες και τα έργα κάποιου προσώπου να εκθειάζονται στα πλαίσια ενός μεταμοντέρνου μυθιστορήματος, συχνά αμφιλεγόμενης αισθητικής αξίας. Πιθανώς και γιατί ο αναγνώστης αδυνατεί να υποβάλει το μυθιστόρημα στο τεστ της παράλληλης ανάγνωσης με τα ντοκουμέντα προς έλεγχο της αντοχής του. Μόνο αν είχε στη διάθεσή του τα στοιχεία της πραγματικότητας (ημερολόγια, επιστολές, μαγνητοφωνημένες αφηγήσεις), θα μπορούσε να εκτιμήσει τον συγγραφικό μετασχηματισμό.
Αυτό το δύσκολο τεστ αντοχής έλαχε στο μυθιστόρημα της Α. Κουκουτσάκη, καθώς οι πρόσφατες εξελίξεις στο επίμαχο θέμα της τρομοκρατίας, ακριβώς ένα μήνα μετά την έκδοση του βιβλίου, δημιουργούν την εντύπωση μιας επισφαλούς εγγύτητας με την πραγματικότητα, λες και πρόκειται για βιωμένη εμπειρία. Το ευνοϊκό επακόλουθο αυτής της συγκυρίας ήταν η προβολή του μυθιστορήματος σαν ένα από τα λιγοστά που πλέκονται γύρω από την τρομοκρατία. Από την άλλη όμως, το μυθιστόρημα έχει να αντιμετωπίσει την πλήρη ανατροπή των προσδοκιών του αναγνωστικού κοινού. Αρχικά κινούμενο σε δύο εποχές - την περίοδο 1975-1982 και τη σημερινή - υποτίθεται πως θα κάλυπτε τα αισθήματα νοσταλγίας των εφήβων στα χρόνια της δικτατορίας αλλά και την άγνοια των νεότερων, για τους οποίους η τρομοκρατία εξαντλείτο στα κτυπήματα της «17 Νοέμβρη». Αντ' αυτών προέκυψε ένα κατά πολύ ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που, χάρη στο εντατικό φροντιστήριο των εφημερίδων, παίζει στα δάχτυλα την ιστορία της τρομοκρατίας, από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και τον πρώτο ηγέτη τους, Ρενάτο Κούρτσιο, ως τους συνήθεις υπόπτους, οι οποίοι μέχρι πρότινος ενδιέφεραν μόνο την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά.
Ακριβώς σε έναν συνήθη ύποπτο στηρίζει η Α. Κουκουτσάκη το μυθιστόρημά της: έναν έλληνα εκδότη τον οποίο η συγγραφέας δείχνει να εμπνέεται από τον ιταλό εκδότη Τζαντζάκομο Φελτρινέλι. Και ο ήρωας του βιβλίου είναι γόνος πλούσιας οικογένειας, ο οποίος εμφανίζεται ως μια παράδοξη φιγούρα ιδεολόγου, άστεγου κομματικά, με κάποια συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα. Το σημαντικότερο, πεθαίνει υπό παράξενες συνθήκες, με μετέωρο το ερώτημα αν πρόκειται για αυτοκτονία ή δολοφονία. Οι αρχές ασφαλείας εικάζουν ανθρωποκτονία και ελπίζουν πως πλησιάζουν στη λύση του αινίγματος της τρομοκρατίας, γι' αυτό και αναζητούν τις διασυνδέσεις του εκδότη στη Ρώμη, όπου πριν από είκοσι χρόνια, φοιτητής τότε, είχε αναμειχθεί στο αντάρτικο πόλεων.
Στο στόχαστρο βρίσκεται μια συντροφιά, όπως τόσες άλλες, ελλήνων φοιτητών στην Ιταλία, στα μέσα της δεκαετίας του '70, που ζητούσε να φτιάξει μια αυτόνομη οργάνωση κρατώντας «αυστηρές διαχωριστικές γραμμές απ' όλες τις πολιτικές παρατάξεις του συλλόγου ελλήνων φοιτητών», φλερτάροντας ωστόσο με τον Ρήγα. Αποκαλούνταν «Γκεβαρικοί», λάτρευαν τη Λότα Κοντίνουα και έμεναν προσκολλημένοι «στο φετίχ της βίας ως πολιτικής πράξης». Στην Αθήνα θα επιστρέψουν στις αρχές της δεκαετίας του '80, θα «απαγκιάσουν» προσωρινά στον χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς και μετά ο καθένας θα τραβήξει τον δρόμο του· ανέντακτος ο ένας, βολεμένος στο ΠαΣοΚ ο άλλος - κομματικό στέλεχος ή και πανεπιστημιακός καθηγητής, δεν αποκλείεται και μυστικός σύμβουλος του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.
Ωστόσο το μυθιστόρημα διατηρεί την αυθυπαρξία του, σε πείσμα του σίριαλ της τρομοκρατίας που προέκυψε εκ των υστέρων. Μπορεί η πλοκή να στηρίζεται σε ανακρίσεις και συλλήψεις και από το σκηνικό να μη λείπουν ο μεγαλοδικηγόρος και ο τηλεοπτικός χειρισμός των ειδήσεων, αυτά όμως παραμένουν στην περιφέρεια της μυθοπλασίας, που εστιάζεται στην υπεράσπιση των ιδεολογικών ανησυχιών μιας γενιάς. Σε αυτό στέκεται καθοριστική η επιλογή της Α. Κουκουτσάκη να αφηγηθεί την ιστορία μέσα από την οπτική μιας γυναίκας της παρέας, φοιτήτριας τότε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Αυτή παραθέτει τα γεγονότα όπως τα αντιλαμβάνεται, μεταφέρει συζητήσεις μεταξύ των παλαιών συντρόφων δίνοντας έμφαση στις αναδρομές στα «ηρωικά χρόνια», όπως τα αποκαλεί, της νεότητας. Η μερική θέαση επιτρέπει κάποιο σασπένς, κυρίως όμως αποτυπώνει τον ψυχισμό της αφηγήτριας. Απασχολημένη μια ζωή με τους έρωτές της και τη ζωγραφική, ουσιαστικά δεν συμμετέχει μένοντας στην επιφάνεια των καταστάσεων. Οσα όμως συμβαίνουν την ταρακουνούν, αναγκάζοντάς την να αναζητήσει κάποιες σταθερές. Οπως και στο πρόσφατο μυθιστόρημα της Λ. Δουκίδου, η σχέση μητέρας - παιδιού αναδεικνύεται η πεμπτουσία της ζωής μιας γυναίκας.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα για την τρομοκρατία χωρίς πράξεις βίας ή σκηνές καταδίωξης, σε ορισμένα μάλιστα κεφάλαια με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Πέραν όμως των αισθημάτων νοσταλγίας, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιδεολογικοί προβληματισμοί εκείνων των νέων που σήμερα πια μοιάζουν παραγνωρισμένοι ή και παρωχημένοι αλλά και οι αλλαγές που έφερε ο χρόνος. Αβέβαιη μένει η έκβαση της ιστορίας εν αναμονή μιας δίκης. Ωστόσο η Α. Κουκουτσάκη δίνει ένα ιδεολογικά αισιόδοξο τέλος με τον επαναπροσδιορισμό της έννοιας του επαναστάτη, του οποίου η δράση μετατοπίζεται από το κοινωνικό στο ατομικό επίπεδο. Καθόλου τυχαία, τον καινούργιο ορισμό του επαναστάτη τον δίνει ένας ιταλός σύντροφος, πρώην επαναστάτης, που κατέληξε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όχι όμως στο μεγάλο που μετονομάστηκε και μεταλλάχθηκε αλλά στο μάλλον ανόθευτο κομματίδιο που προήλθε από τη διάσπαση στα τέλη της δεκαετίας του '80. Τελικά η Α. Κουκουτσάκη δείχνει τους ήρωές της σαν πρώην «σχοινοβάτες», που έχουν προ πολλού εγκαταλείψει την αμφισβήτηση και βρίσκουν αποκούμπι στις παραδοσιακές αξίες.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 29-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις