0
Your Καλαθι
Δυο φορές Έλληνας
Περιγραφή
Τα χρόνια είναι πολλά: 1949-1990. Δυο οικογένειες διασχίζουν το χρόνο. Ένας διορθωτής, η γυναίκα του, ένα αλφαμίτης. Πώς ένας σκαπανέας γίνεται συγγραφέας και γιατί η κοπέλα του ανήκει σε άλλον. Τουρκία - Ελλάς 2-1 στη Λεωφόρο. Μία παράσταση Αριστοφάνη στη Μακρόνησο. Διάλεξη του Αγγελου Σικελιανού. Πώς μια κατοχική Μπερέτα καταλήγει σ' ένα πάρτι με τριπάκια. Τυπογραφεία, σπίτια, δρόμοι. Μην προσπαθείτε να καταλάβετε. Ο χρόνος είναι ένα παιχνιδάκι. Κι η Αθήνα παντού.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Με το Δυο φορές Ελληνας τίτλος που παραπέμπει στην «εθνικόφρονα» φιλολογία της ηθικοπλαστικής λειτουργίας της Μακρονήσου ο Μένης Κουμανταρέας δημιούργησε το μυθιστόρημα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας πατώντας καλά και γερά πάνω στις κλασικές αξίες και αρχές της αφηγηματικής τέχνης και τεχνικής. Το μυθιστόρημά του, 755 σελίδων, είναι πριν απ' όλα ένα χορταστικό αφήγημα είναι σημαντικό ένα βιβλίο να μη σε αφήνει σήμερα με την αίσθηση του ανικανοποίητου με σάρκινους ήρωες που κινούνται μέσα στον χώρο μιας καλά σχεδιασμένης και ακριβούς αθηναϊκής γεωγραφίας, με μοναδική παρέκκλιση στον χώρο τον φυσικό και τον ψυχικό τη Μακρόνησο, αυτό το ελληνικό Long Island, όπως ειρωνικά αποκαλεί ο συγγραφέας τον εμβληματικότερο τόπο εξορίας στην πρόσφατη ιστορία μας.
Ο Μένης Κουμανταρέας παρακολουθεί μια ελληνική οικογένεια, μια οικογένεια «ανωνύμων», από το 1949 ως το 1990. Τα πάθη της, οι αντιθέσεις της, οι φοβίες της, οι διχασμοί της, η εσωστρέφειά της ή η εξωστρέφειά της, η στράτευσή της, οι κοινωνικές και πνευματικές ανησυχίες της, ο έρωτας (παράνομος και νόμιμος), οι φαντασιώσεις της, οι εντός της κοινωνικές διαφοροποιήσεις, ο τυχοδιωκτισμός της ή η μέχρι θανάτου πίστη της στις αξίες, η σχέση της με τα σύμβολα, ο θάνατος, η τύχη των επιγόνων της, η τύχη της Αθήνας αποτελούν τις οδηγητικές γραμμές αυτού του μεγάλου αφηγηματικού έργου.
Τρία αδέλφια βρίσκονται στο κέντρο της αφήγησης. Η αριστερή Μάχη, η απολιτική Μάγδα και ο «τρόφιμος» στη Μακρόνησο Αγγελος. Η Μάχη είναι παντρεμένη με τον Ευγένιο Ζαφειρίδη, διορθωτή στα τυπογραφεία της Γερανίου, που τον φωνάζουν Ζένια ντοστογεφσκικός τύπος που ζει συνεχώς με το άλγος του θανάτου. Δεν έχουν παιδιά. Η Μάγδα είναι παντρεμένη με τον Μιχάλη Νικολαΐδη, εισαγωγέα ποδηλάτων, που θα εξελιχθεί σε μεγάλο επιχειρηματία και από το Κουκάκι θα μετακομίσουν στη Δημοκρίτου. Εχουν έναν γιο, τον Νικόλα. Δίπλα σε αυτούς τους ήρωες πολλοί άλλοι θα πλουτίσουν την τοιχογραφία του Μένη Κουμανταρέα. Ας αναφέρουμε τον αλφαμίτη στη Μακρόνησο Αντρέα Μαυροκέφαλο, εραστή της Μάχης και «προστάτη-άγγελο» του Αγγελου. Τον φίλο τού Αγγελου Παναγιώτη Λεκέ, συνάδελφό του στη Μακρόνησο, ομοφυλόφιλο και επομένως στιγματισμένο, όπως δείχνει το όνομά του. Και τη Μαρία, το κορίτσι που αγαπάει ο Αγγελος αλλά μοιράζεται τη ζωή της και με άλλον. Σε αυτό το πλήθος των ανωνύμων οι επώνυμοι ή καλύτερα τα ιστορικά πρόσωπα η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Αρης Αλεξάνδρου, ο Αγγελος Σικελιανός, ο Σοφοκλής Βενιζέλος κ.ά. δίνουν το στίγμα της εποχής, ενώ μερικές φορές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη δραματουργία του Κουμανταρέα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το μυθιστόρημα παύει να είναι ένα μυθιστόρημα ανωνύμων.
Η αφήγηση είναι έργο του Αγγελου, ο οποίος μετά τη Μακρόνησο και τη θητεία του ως διορθωτή εξελίσσεται σε έναν καλό και αναγνωρισμένο συγγραφέα. Το αφηγηματικό υλικό χωρίζεται σε τρία μέρη, με τίτλους τα σημαδιακά έτη «1949», «1959, 1969, 1979, 1989» και «1990». Βαραίνει ιδιαίτερα το πρώτο μέρος, που καταλαμβάνει πάνω από το μισό του βιβλίου ενώ η αφήγηση εξελίσσεται πάντοτε σε μήνα Μάιο, με μοναδικές εξαιρέσεις την 29η Δεκεμβρίου 1959, την 30ή Νοεμβρίου 1989 και την 3η Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ο χρόνος είναι ένα παιχνίδι, αν όχι ένα παίγνιο.
Τη μαστορική του μυθιστορήματος αυτού, τα πώς και τα γιατί συζητήσαμε με τον συγγραφέα στο σπίτι του στο Κεφαλάρι, σε μια συνάντηση που, τουλάχιστον από την πλευρά μου, είχε τον χαρακτήρα ενός workshop.
Τα πριν: Ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης έδωσε στον Μένη Κουμανταρέα ένα απόκομμα της στήλης «Φιλίστωρ» της εφημερίδας «Καθημερινή» με τα σημαντικά γεγονότα της 17ης Μαΐου 1949. «Φύλαξέ το» του είπε, «μπορεί να γράψεις κανένα διήγημα». Δύο ήταν οι ειδήσεις αυτής της ημέρας που είχαν μυθιστορηματικό ενδιαφέρον: η μία η αυτοκτονία ενός τυπογράφου από την Ακρόπολη, επειδή η Εθνική μας ποδοσφαίρου έχασε από την Εθνική Τουρκίας 2-1· η άλλη η θεατρική παράσταση των κρατουμένων στη Μακρόνησο παρουσία της τραγωδού Μαρίκας Κοτοπούλη.
Το απόκομμα θα εμπνεύσει στον συγγραφέα το θέμα της αυτοκτονίας, ένα θέμα που θα διατρέξει τελικά ολόκληρο το βιβλίο. Είναι η αυτοκτονία ενός ανωνύμου. Το μυθιστόρημα άλλωστε είναι μυθιστόρημα ανωνύμων ηρώων. Η παράσταση στη Μακρόνησο είναι το άλλο κέντρο ενδιαφέροντος του συγγραφέα, μια εμμονή από την εποχή της ταινίας «Happy Day» του Παντελή Βούλγαρη, όπου η θεατρική παράσταση των κρατουμένων γίνεται παρουσία της Φρειδερίκης.
Η αρχή: Τον Μάιο του 1998 ο συγγραφέας αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα γύρω από το 1949, με την προοπτική ο βασικός ήρωάς του να αυτοκτονήσει. Σιγά σιγά ήρθαν και άλλοι ήρωες και το μυθιστόρημα απλωνόταν στον χρόνο και έπαιρνε όγκο. Οι ίδιοι οι ήρωες παρέσυραν τον συγγραφέα καθώς του ζητούσαν να δει τι απέγιναν μέσα στον χρόνο. Τον παρέσυραν όμως και τα ίδια τα γεγονότα, η έρευνα της εποχής μέσω των αρχείων της Βιβλιοθήκης της Παλαιάς Βουλής και των εφημερίδων «Καθημερινή» και «Βήμα».
Οι ήρωες: Ο διορθωτής Ευγένιος Ζαφειρίδης, θρεμμένος με τις ειδήσεις, τη λογοτεχνία και το αντιμόνιο του τυπογραφείου της οδό Γερανίου. Ο Κουμανταρέας γνωρίζει καλά τον χώρο των τυπογραφείων της Γερανίου, επειδή νέος είχε δουλέψει στην εφημερίδα «Νίκη», την απογευματινή του Π. Κόκκα, εκδότη της «Ελευθερίας», που διηύθυνε ο Μάριος Πλωρίτης. Αρχική συγγραφική πρόθεση ο ήρωας να αυτοκτονήσει. Στην πορεία όμως ο Ευγένιος αρνείται να αυτοκτονήσει, αν και παίζει συνεχώς με την ιδέα της αυτοκτονίας. Καθοριστικό ρόλο σε αυτόν τον αφηγηματικό ιστό έχει ένα αντικείμενο, ένα όπλο Μπερέτα, που περνάει από χέρι σε χέρι σαν ένα αναγνωριστικό μοτίβο του θανάτου. (Αφού ο συγγραφέας είχε ολοκληρώσει το μυθιστόρημα, γνώρισε έναν νέο που φορούσε μια μπλούζα μάρκας Μπερέτα, αυτής της ίδιας μάρκας των όπλων. Εμαθε τη διεύθυνση της αντιπροσωπείας και ζήτησε στοιχεία για την ιστορία της εταιρείας.)
Η Μάχη, η γυναίκα του Ευγένιου, είναι η δεύτερη ηρωίδα, αριστερή. Η σχέση της με τον Ευγένιο είναι σχέση αγάπης και μίσους. Η σχέση της με τη ζωή είναι μια διαρκής πάλη ανάμεσα στις αντιφάσεις της, ανάμεσα στο πάθος και στη λογική, ανάμεσα στα αστικά και στα κομματικά ταμπού.
Σιγά σιγά έρχονται γύρω τους, με πολλή φυσικότητα, οι άλλοι ήρωες. Ο αδελφός τής Μάχης, Αγγελος, που υπηρετεί τη θητεία του στη Μακρόνησο και αποδεικνύεται ότι θα είναι ο άνθρωπος που θα γράψει την οικογενειακή ιστορία. Ο Κουμανταρέας κάνει τον Αγγελο συγγραφέα όταν φτάνει η στιγμή που βλέπει ότι ο ήρωάς του ζει στον δικό του κόσμο και ότι θα είναι αυτός που θα αφηγηθεί την ιστορία της οικογένειας. Αλλωστε αυτή είναι μια υπόσχεση που ο Αγγελος έχει δώσει στον φίλο του από τη Μακρόνησο Παναγιώτη Λεκέ. Και μετά οι άλλοι ήρωες: ο Αντρέας Μαυροκέφαλος, αλφαμίτης στη Μακρόνησο, εραστής της Μάχης, από τη ζωϊκότητα του οποίου έλκεται η ηρωίδα. Η αδελφή της Μάχης και του Αγγελου, Μάγδα, φιλήσυχη αστή και οικογενειάρχισσα. Και η Μαρία, μια γυναίκα που ζει με τον Αγγελο μια στείρα και βασανιστική σχέση. Στην εξέλιξη του μυθιστορήματος, καθώς ο χρόνος ξεκολλάει από το 1949, έρχονται και άλλοι ήρωες που είτε εικονογραφούν είτε στοιχειώνουν με τις συμπεριφορές και τις ανησυχίες τους τη νέα εποχή.
Η επίσκεψη των ονομάτων: Ευγένιος, το όνομα της μητέρας του Κουμανταρέα, η οποία ζούσε όταν ο συγγραφέας άρχισε το γράψιμο. Η Μάχη τον φωνάζει Ζένια, μια αναφορά στους ρώσους συγγραφείς. Μάχη, από το Ανδρομάχη. Μάγδα, όνομα αστικό που ηχητικά βρίσκεται κοντά στο Μάχη. Αγγελος, αγγελικός στη φυσιογνωμία και στον χαρακτήρα. Αντρέας Μαυροκέφαλος, συνειρμοί αρρενωπότητας. Παναγιώτης Λεκές, ομοφυλόφιλος, στιγματισμένος και αποστάτης της όποιας νομιμότητας. Ο συγγραφέας τον σκοτώνει. Λυπάται γι' αυτό αλλά ορισμένα πράγματα επιβάλλονται από την ίδια την υπόθεση.
Καταγωγή: Η Μάχη είναι απόγονος της Μπέμπας από τη Βιοτεχνία υαλικών. Ο Ευγένιος έχει μερικά χαρακτηριστικά από τον Βλάσση, τον άντρα της Μπέμπας. Είναι όμως πιο επεξεργασμένος ήρωας και πολύ πιο σημαντικός, αφού η σκιά του πέφτει βαριά στους άλλους ήρωες και μετά τον θάνατό του. Οσο για τον Αντρέα Μαυροκέφαλο, μπορούμε να πούμε ότι ο μακρινός πρόγονός του είναι ο λοχαγός στον Ωραίο λοχαγό.
Ο χρόνος της αφήγησης: Ο μήνας Μάιος. Ολα ξεκίνησαν από ένα απόκομμα με τις ειδήσεις μιας μαγιάτικης ημέρας του 1949. Στις 17 Μαΐου είναι τα γενέθλια του συγγραφέα. Ολο το βιβλίο κρατιέται σε αυτόν τον μήνα. Είναι το αποτύπωμά του στον χρόνο. Μερικές αποκλίσεις δεν αλλάζουν τον συμβολισμό. Μόνο ο επίλογος μένει χωρίς χρόνο, ανοιχτός και ελεύθερος στον χρόνο του κάθε αναγνώστη.
Τα ιστορικά πρόσωπα: Η εργάτρια του θεάτρου Μαρίκα Κοτοπούλη, ο λιγνός κωμικός Ντίνος Ηλιόπουλος, ο μελαγχολικός κύριος Αρης (Αλεξάνδρου), ο κύριος Γιάννης (Ρίτσος) με τον γιακά α λα Μπάιρον, ο Αγγελος Σικελιανός και τόσοι άλλοι, που λειτουργούν ως σηματωροί και δίνουν στους ήρωες την ευκαιρία να σκεφτούν για την τέχνη, την πολιτική, την ποίηση, τη ζωή, τον θάνατο, την κριτική, τη φιλοσοφία.
Τα κείμενα: Αναπόσπαστα δεμένα με τη ζωή των ηρώων, με τη ζωή του διορθωτή Ευγένιου, με τη ζωή του διορθωτή και κατοπινού συγγραφέα Αγγελου. Ο Ντοστογέφσκι, ο Τσβάιχ, ο Ουάιλντ είναι συγγραφείς που μεταφράζονται και κυκλοφορούν αυτή την εποχή στην Αθήνα από τον Γκοβόστη. Στην οδό Πεσμαζόγλου ο Γκοβόστης αναδεικνύεται σε ένα κέντρο ανησυχιών και αναζητήσεων. Αυτοί οι συγγραφείς διαμορφώνουν την ευαισθησία των ηρώων του Κουμανταρέα. Ενα κείμενο του Ουάιλντ που διορθώνει ο Ευγένιος μας βοηθάει να καταλάβουμε τη σχέση του με τη Μάχη. Μια αποστροφή των ηρώων για τη σύγκριση Σικελιανού και Καβάφη προσυπογράφεται σήμερα από τον ίδιο τον συγγραφέα. Την παραθέτουμε: «Ο Καβάφης είναι αφηγητής, ξέρει να πει μια ιστορία με λίγες λέξεις και περισσότερες σιωπές. Το ότι είναι κυνικός τον προφυλάσσει απ' το να είναι μεγαλοϊδεάτης. Ο Καβάφης μάς ταξιδεύει στον ελληνισμό χωρίς ν' ανήκει στον κορμό του. Το ότι είναι περιθωριακός γεωγραφικά και στα ήθη τον κάνει να βλέπει λαϊκά, διατηρώντας τη ματιά του ευγενούς αριστοκράτη που εποπτεύει». Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο του Σικελιανού είναι το βιβλίο που πέφτει στο τέλος του μυθιστορήματος από το χέρια του Αγγελου, κλείνοντας την αφήγηση με το μοτίβο του ύπνου ένας ύπνος βραδινός ή ένας ύπνος γαλήνιος θάνατος.
Η αυτοβιογραφία: Ο συγγραφέας προσπάθησε να κρατηθεί μακριά από τους ήρωές του. Το 1949 μόλις είχε αποφοιτήσει από το γυμνάσιο και δεν είχε καμιά ιδέα για όσα συνέβαιναν γύρω του. Μάλιστα ο πατέρας του, όπως είχαν κάνει και άλλοι αστοί της εποχής, τον έστειλε στον Λονδίνο για να τον απομακρύνει από την ταραγμένη, μετεμφυλιακή και διχασμένη Αθήνα.
Η τοποθέτηση: Υπάρχει μια συμπάθεια για τους αριστερούς ήρωες του βιβλίου, αλλά τίποτε περισσότερο που να προσδιορίζει τον πολιτικό προσανατολισμό του μυθιστορήματος. Το σίγουρο είναι ότι το Δυο φορές Ελληνας θα γραφόταν διαφορετικά αν δεν είχε καταρρεύσει ο κόσμος του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 29-07-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τέσσερις εξίσου κρίσιμες δεκαετίες της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου καλύπτει το καινούργιο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, που χωρίζεται σε τρία σαφώς άνισα ως προς την έκταση και τον όγκο μεταξύ τους μέρη: το πρώτο μέρος, που φτάνει μέχρι τα μισά και πλέον του βιβλίου, σταθμεύει στο 1949 - χρονιά, βεβαίως, απολύτως σημαδιακή, αφού κατά τη διάρκειά της τερματίζεται ο Εμφύλιος με τη στρατιωτική ήττα του ΚΚΕ. Στο δεύτερο μέρος η αφήγηση καλύπτει συλλήβδην τις τρεις επόμενες δεκαετίες (από το 1959 ώς το 1989), ενώ στο τελευταίο περιορίζεται αποκλειστικά στο 1990. Μόνιμος άξονας περιφοράς της, σε όλα τα μέρη, οι ημέρες που προηγούνται και έπονται (άλλοτε λιγότερες και άλλοτε περισσότερες) της 17ης Μαΐου, η οποία ταυτίζεται με μια διπλή γενέθλια οικογενειακή γιορτή.
Οικογενειακό πορτρέτο
Το Δυο φορές Ελληνας ξεκινάει με μια γενναία σύμπτωση: δύο από τα μέλη της οικογένειας, την ιστορία της οποίας ο τριτοπρόσωπος, αντικειμενικός αφηγητής ξετυλίγει μέσα στο χρόνο με εξαιρετικά πολυάριθμες λεπτομέρειες, έχουν στις 17 Μαΐου τα γενέθλιά τους: ο Ευγένιος και ο Νικόλας. Ο Ευγένιος δουλεύει ως διορθωτής σε συντηρητική αθηναϊκή εφημερίδα και ο Νικόλας κάνει αργότερα καριέρα ως υψηλό στέλεχος αμερικανικής πολυεθνικής. Ο Νικόλας είναι ανιψιός της Μάχης, της γυναίκας του Ευγένιου, που μολονότι δεδηλωμένη αριστερή δημιουργεί μια θυελλώδη σεξουαλική σχέση με έναν αλφαμίτη της Μακρονήσου, ενόσω ο αδελφός της Αγγελος υπηρετεί εκεί τη θητεία του. Στη σκηνή εμφανίζονται ακόμη η αδελφή της Μάχης και η μητέρα του Νικόλα, Μάγδα (μια τρυφερή νοικοκυρά), ο άντρας της Μιχάλης (τυπικός εκπρόσωπος της μεταπολεμικής οικονομικής ανόδου) και ο μικρός αδελφός της Μάχης και της Μάγδας, Αγγελος. Σταδιακά η αφήγηση συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Αγγελου, που μπορεί να πέφτει τελείως έξω στην ερωτική του ζωή, αλλά σταδιοδρομεί ως επιτυχημένος συγγραφέας και παρακολουθεί ώς το τέλος τις περιπέτειες της οικογένειάς του (τις οποίες και μετατρέπει σε μυθιστόρημα), καθώς προοδευτικά αποδεκατίζεται από τα παλαιότερα μέλης της και ανανεώνεται με καινούργια.
Η γενναία σύμπτωση των διπλών γενεθλίων δεν είναι η μοναδική στο μυθιστόρημα του Κουμανταρέα. Κάθε προώθηση της δράσης, κάθε μετάβασή της σ' ένα νέο στάδιο προϋποθέτει μια αντίστοιχη σύμπτωση: ο Ευγένιος συναντά τυχαία τον εραστή της Μάχης και τον αντεραστή του Αγγελου (με τον οποίο θα ξανασυναντηθεί αργότερα έγκλειστος στο ψυχιατρείο), η Μάχη και ο Αγγελος θα μπλεχτούν και πάλι (ας είναι και στιγμιαία) με τον αλφαμίτη στα χρόνια της δικτατορίας, ενώ ο Αγγελος θα βρει το γιο της γυναίκας που ερωτεύτηκε επί ματαίω ως συμμαθητή της κόρης του Νικόλα στο σπίτι της Μάγδας. Τόσες συμπτώσεις δεν μπορεί να αποτελούν, βεβαίως, ούτε παράβλεψη ούτε συγγραφική αστοχία ή αμηχανία. Είναι προφανές πως ο Κουμανταρέας, κόντρα σ' ένα στερεότυπο αίτημα αληθοφάνειας, υπαινίσσεται κάτι για το κουβάρι και το μοιραίο της τύχης των ηρώων του, που, αν και εμπλέκονται σε κάποιας μορφής ιδεολογικούς αγώνες, δεν κατορθώνουν εν κατακλείδι να ελέγξουν τον κόσμο τους και χάνουν (ποιος λίγο ποιος πολύ) πικρά το παιχνίδι. Η Μάχη δεν θα εξαργυρώσει ποτέ την πολιτική της πίστη, αλλά και δεν θα επιζητήσει ποτέ στα σοβαρά το ηθικό της αντίβαρο, ο Ευγένιος θα μείνει ώς την έσχατη ώρα έρμαιο της αδυναμίας του να αγαπηθεί και να ζήσει, η Μάγδα θα περάσει από τα εγκόσμια ανυποψίαστη για το οτιδήποτε, ο αλφαμίτης θα σβηστεί απλώς στο σκοτάδι και ο Αγγελος θα αναζητεί πάντα χωρίς αποτέλεσμα κάποιο φως στις αδιέξοδες (τουλάχιστον για τον ίδιο) επιλογές των νεότερων κλώνων, που αεροβατούν μεταξύ θολών καλλιτεχνών φιλοδοξιών και ψυχοτρόπων ή ρέιβ πάρτι.
Καθημερινά δράματα
Τα ποικιλώνυμα καθημερινά δράματα της Αριστεράς μπορεί να γεννιούνται και να αναδημιουργούνται συνεχώς στο Δυο φορές Ελληνας, ορίζοντας την πρόθεση του συγγραφέα να πλησιάσει, έστω και από τη σκοπιά ενός απλώς καλόγνωμου παρατηρητή, την ιστορία μιας πολιτικής παράταξης την οποία είχε ώς τώρα αφήσει πανηγυρικά έξω από τα βιβλία του, αλλά το ουσιαστικό βάρος της αφήγησης βρίσκεται αλλού: στο υπαρξιακό και το ερωτικό κενό των ηρώων της, οι οποίοι διατηρούν ώς την εποχή της Μεταπολίτευσης όλη τη ζωντάνια, τη διαφάνεια και την αμεσότητά τους, καθώς παρασύρονται και βυθίζονται στη δίνη ενός ορμητικού όσο και αδιάκοπα πιεστικού ρεύματος.
Οταν, ωστόσο, ο αφηγητής του Κουμανταρέα περνά στις τελευταίες δεκαετίες χάνει αιφνής την άνεση και τη μαστοριά του και μοιάζει σαν να μην ξέρει τι να κάνει, πού να κατευθύνει και πώς να οδηγήσει τα πρόσωπά του, του Αγγελου (πρωτίστως) συμπεριλαμβανομένου. Και το ίδιο θα έλεγα και για το αθηναϊκό περιβάλλον, που από ολόθερμη και πεντακάθαρη πραγματικότητα μετατρέπεται απροειδοποίητα, όπως και οι ήρωες, σ' ένα είδος ραφιναρισμένης, αλλά μάλλον άψυχης και άνευρης καρτ ποστάλ, αδύναμης να προβάλει την εικόνα μιας βιωμένης δυναμικής της πόλης. Και είναι αυτή ακριβώς η εικόνα της βιωμένης δυναμικής που λείπει και από τα πρόσωπα, αφήνοντάς τα φανερά στριμωγμένα, στομωμένα και ανολοκλήρωτα αν το αφηγηματικό νήμα τα έχει πιάσει από τις πρώτες δεκαετίες και εντελώς αταίριαστα και αστήρικτα ή ξεκρέμαστα αν έχουν ανεβεί επί σκηνής μετά την πτώση της δικτατορίας.
Περιγραφικός, σπάταλος με τα επινοήματά του, άσκοπα και άστοχα θεωρητικολόγος και συχνά μελοδραματικός, ο αφηγητής των τελευταίων δεκαετιών αδικεί το πρώτο, όπως κι ένα κομμάτι από το δεύτερο μέρος του βιβλίου (διαβάζονται όλα απνευστί και βγάζουν επιδέξια δραματουργημένες καταστάσεις, αλλά και πολύ χειροπιαστούς ανθρώπινους τύπους), μια και τα εγκαταλείπει αβοήθητα σ' ένα προδήλως ασυντόνιστο και αμήχανο σύνολο - σ' ένα σύνολο που δεν κατορθώνει εν τέλει να απαλείψει και να υπερβεί ούτε την τυραννική ανισομέρεια ούτε τις υπέρμετρες αντιφάσεις του.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/09/2001
Κριτικές
13/09/2016, 18:59