0
Your Καλαθι
Νώε ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
67%
67%
Περιγραφή
Άραγε σαν τι μοιάζει ένα ταξίδι
με την Κιβωτό στις μέρες μας;
Ποιος Κατακλυσμός μπορεί να απειλεί
έναν καταπιεσμένο ομοφυλόφιλο,
υπάλληλο τραπέζης και πάτερ φαμίλια;
Είναι τάχα ένα ταξίδι φυγής, παραίσθηση
ή μήπως πράξη αυτογνωσίας;
Η περιπέτεια ενός σύγχρονου ανθρώπου που τον φωνάζουν Νώε
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τι ακριβώς θέλει να μας πει και ποιους συγκεκριμένους σκοπούς επιδιώκει να ικανοποιήσει με το καινούριο του βιβλίο ο Μένης Κουμανταρέας; Ομολογώ ότι μου είναι δύσκολο να το τοποθετήσω και ότι δεν μπορώ να προχωρήσω δοκιμαστικά. Υπάρχει οπωσδήποτε στον «Νώε» ένα σχήμα αυτοβιογραφίας, που διατρέχει από την αρχή ώς το τέλος τη δράση και τροφοδοτεί κάθε τόσο με καινούριο υλικό την κίνησή της. Εκείνο το οποίο πρωτίστως βλέπουμε στο σχήμα αυτό είναι η εν προόδω διαμόρφωση της προσωπικότητας του συγγραφέα, από τα παιδικά, τα εφηβικά και τα νεανικά του χρόνια ώς την εποχή της πλήρους ανάπτυξης και της ωριμότητας. Η δύσκολη σχέση με τον πατέρα, που ζει σ' έναν κόσμο απαράβατης και συνάμα ιδιαίτερα σκληρής βεβαιότητας για τις αξίες τις οποίες οφείλουν να ενστερνίζονται και να υπηρετούν οι άνθρωποι, όπως και ο πολύχρονος εξαναγκασμός σε μια βαρετή και ανούσια εργασία, που εγκαταλείπεται στο τέλος με τεράστια ανακούφιση, έρχονται εδώ σε μόνιμη και δραματική αντίκρουση με τις βαθύτερες κλίσεις και ορμές ενός ιδιότυπου και μοναχικού εγώ, το οποίο βυθίζεται με λατρεία στη μουσική και τη λογοτεχνία και έλκεται από ένα επιτακτικό όραμα ερωτικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας.
Η αυτοβιογραφία, ωστόσο, έχει ένα όριο στο βιβλίο του Κουμανταρέα, από τη στιγμή που συμπλέκεται και με μια φανερά μυθοπλαστική αφήγηση, όπου κυριαρχούν τα βιβλικά σύμβολα του Κατακλυσμού, της Κιβωτού και της Κάθαρσης. Ο κεντρικός ήρωας του «Νώε» δεν είναι μια στενή περσόνα του συγγραφέα, ένας εύκολος τρόπος για ν' αποκαλυφθούν οι ιδιωτικές του υποθέσεις, αλλά ένα αφηγηματικό εργαλείο με σαφώς πλατύτερη σκόπευση: ένα εργαλείο μέσω του οποίου αποτυπώνεται μια συνολική διάθεση και στάση, μια κατά μέτωπον τοποθέτηση απέναντι στην τέχνη, στη σύχρονη πραγματικότητα και στον έρωτα.
Μια παρακαταθήκη για τους νεότερους
Ο πρωταγωνιστής του «Νώε» δεν αποτελεί τόσο έναν λογοτεχνικό χαρακτήρα, με καθορισμένο ψυχολογικό βάθος και ειδικές ατομικές παραμέτρους, όσο ένα είδος προγραμματικού και διά μακρών προβεβλημένου credo του Κουμανταρέα για ό,τι νιώθει ότι τον περιβάλλει και τον αφορά καθημερινά: από τη γλώσσα και τη νοοτροπία των νέων και τις μάλλον συμβατικές τους προτεραιότητες (χρήμα, κοινωνικό λούσο και επαγγελματική επιτυχία) ώς την αδράνεια και τον εφησυχασμό των πεπειραμένων, που πρώτοι δίνουν το παράδειγμα ενός στερημένου από οποιοδήποτε ζωτικό και αναζωογονητικό νόημα βίου. Ετσι, φαντάζομαι, θα πρέπει να εννοήσουμε και το ταξίδι του ήρωα με την ψευδαισθητική Κιβωτό του, που καταλαμβάνει και το εντενέστερο τμήμα της αφήγησης: ως μια πορεία αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας, στην ανάποδη όψη της οποίας θα βρούμε και μια παρακαταθήκη για τους νεότερους. Και μια τέτοια παρακαταθήκη μπορεί ν' αποκτήσει πολλές όψεις: να γίνει ένα μάθημα γενναιόφρονης ρήξης με τους κοντόθωρους κανόνες και τις συσσωρευμένες αναστολές, να μεταμορφωθεί σε ολόθερμη ευχή για μια γνησιότερη καλλιτεχνική και σεξουαλική έκφραση ή να πάρει σάρκα και οστά ως ασίγαστος πόθος για την έλευση μιας αληθινής ισονομίας και ισοπολιτείας, όπου ο καθένας θα εκδηλώνεται με μοναδικό εφόδιο τις φυσικές του ικανότητες και την ηθική του ευρωστία.
Εκ βαθέων εξομολόγηση
Ολα αυτά, βέβαια, μοιάζουν να μην είναι πολύ μακριά από έναν έκδηλα ρητορικό και διδακτικό τόνο, από ένα πνεύμα οργίλης και, όπως κι αν το ζυγίσουμε, ηχηρής και πατρατεταμένης καταγγελίας. Και τούτο, ακόμη κι αν λάβουμε σοβαρά υπόψη μας το γεγονός ότι ο Κουμανταρέας φροντίζει να μη φορτώσει τον πρωταγωνιστή του με ανάλγητα και άκαμπτα στοιχεία, ανατρέποντας συχνά με κωμικό τρόπο τα στερεότυπα και τις έμμονες ιδέες του. Ελεγα, όμως, πιο πριν ότι στον «Νώε» δεν πρωταγωνιστεί τόσο ένας λογοτεχνικός χαρακτήρας όσο μια διακήρυξη αρχών του συγγραφέα για όσα συμβαίνουν στην τέχνη, στον εαυτό του και στον κοινωνικό του περίγυρο. Αν πάμε παραπέρα αυτή τη σκέψη, εξετάζοντας όχι μόνο τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, που έχουν σχεδιαστεί απλώς για να υποστηρίξουν (με τις συγκρούσεις, τις συμπλεύσεις και τις αποσκιρτήσεις τους) την πορεία του κεντρικού ήρωα, αλλά και το σκελετό του μύθου και της πλοκής, που είναι εμφανώς προσχηματικός (μια ευθεία γραμμή από την αρχική καταπίεση και καταστολή προς τη βαθμιαία χαλάρωση των δεσμών και την τελική απελευθέρωση), τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε πως ο Κουμανταρέας ψάχνει με τον «Νώε» μάλλον κάτι διαφορετικό από ένα ακόμη μυθιστόρημα.
Περιορίζοντας τα λογοτεχνικά του μέσα στις στοιχειώδεις διαστάσεις τους, όσο χρειάζεται για να κερδίσει το βιβλίο του έναν αφηγηματικό ρυθμό και να δώσει την εντύπωση μιας ιστορίας η οποία εξελίσσεται με αρχή, μέση και τέλος, ο Κουμανταρέας προβαίνει σε μιαν εκ βαθέων δημόσια εξομολόγηση για ό,τι τον απασχόλησε σε όλη τη διάρκεια της προσωπικής του πολιτείας και της συγγραφικής του καριέρας, σε μια συνεχή προσπάθεια να εξασφαλίσει, αλλά και να βαθύνει ουσιαστικά την ατομική του ταυτότητα, χτίζοντας με κόπο και ένα προς ένα τα χαρακτηριστικά της. Και σε μια δημόσια εξομολόγηση, σε μιαν ανοιχτή έκθεση ιδεών, πεποιθήσεων και αισθημάτων, που εκφράζονται με ακατάπαυστες εκρήξεις, οι υψηλοί τόνοι, για να επιστρέψω σε όσα συζητούσαμε πρωτύτερα, δεν μπορεί να μπουν στο ζύγι της αισθητικής κρίσης: αποτυπώνουν τον παλμό μιας φωνής που επείγεται να μιλήσει χωρίς περιστροφές και περιφράσεις για τις επιλογές μιας ολόκληρης ζωής. Είναι αρκετό να την ακούσουμε.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/01/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ιδού ο Νώε εν μέσω του Κατακλυσμού», κατά παραλλαγή του «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός», είναι η φράση με την οποία υποδέχεται τον δωδεκαετή ήρωα του μυθιστορήματος ένας φίλος του πατέρα του, ποιητής, όταν επιστρέφει στο σπίτι «βρεγμένος ως το κόκκαλο», μετά την πρώτη ερωτική εμπειρία του. Καθόλου τυχαία, δωδεκαετής, στην ηλικία που ο Ιησούς εισήλθε στον ναό, ως γαμπρός και αυτός μπήκε μια θυελλώδη νύχτα σε ένα παλαιό και ακατοίκητο σπίτι και αφέθηκε στην αγκαλιά ενός νέου άντρα, δίνοντας διέξοδο στο όποιο οιδιπόδειο τον βασάνιζε. Μετά θα μείνει για ημέρες στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό και όταν θα συνέλθει θα έχει απωθήσει την ανάμνηση της ηδονής. Το νερό και εν γένει το υγρό στοιχείο, η βροχή και οι πάσης φύσεως σωματικές εκκρίσεις στο εξής θα ταυτιστούν με την ερωτική απόλαυση, παραπέμποντας σε αυτήν, όπως το παρωνύμιο Νώε θα υποκαταστήσει το βαφτιστικό του ήρωα, που στο μυθιστόρημα ούτε καν αναφέρεται. Ο νους του εφήβου τρέχει επίμονα στον Κατακλυσμό και στα αιμομικτικά πάθη που διαβάζει στην Παλαιά Διαθήκη. Οταν οι συμμαθητές του χαράζουν στο θρανίο τα ονόματα κοριτσιών, αυτός σκαλίζει το ρομβοειδές σχήμα της Κιβωτού, ως κρυπτικό σύμβολο ενοχών και κατακλυσμιαίων επιθυμιών.
Οπως είχαμε γράψει τον Δεκέμβριο, μόλις είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα, ο M. Κουμανταρέας ξεδιπλώνει στο καινούργιο του βιβλίο τον βίο ενός Αθηναίου, έρμαιου στους ανέμους και στις τρικυμίες των παθών του, που παίρνουν απείρως απειλητικότερες διαστάσεις από τον ανιστορούμενο στο βιβλίο της Γένεσης Κατακλυσμό. Παρεμπιπτόντως αυτή τη φορά ο «αθηναιογράφος» Κουμανταρέας αναφέρεται μόλις δύο φορές στην πόλη του· στο Πεδίον του Αρεως και στην πλατεία, «όπου δεσπόζει το άγαλμα του Θησέα που σώζει την Ιπποδάμεια από τους Κενταύρους», τουτέστιν την πλατεία Βικτωρίας, πρώην Κυριακού. Δύο μέρη που τείνουν να αφανιστούν ομού μετά των λοιπών πλατειών, πάρκων και αλσυλλίων της πρωτευούσης, επί των ημερών της παγκοσμιοποίησης, τις οποίες και περιγελά ο συγγραφέας. Γιατί μπορεί να μη μνημονεύει δρόμους και γειτονιές της Αθήνας, αποπειράται ωστόσο να διακωμωδήσει τη σύγχρονη αθηναϊκή κοινωνία. Ο ως τώρα λόγος του Κουμανταρέα στάθηκε, με εξαίρεση κάποια πρώτα πεζά, ρεαλιστικός και ταυτόχρονα κυριολεκτικός μακράν των τρόπων του ειρωνικού λόγου. Σε αντίθεση με το καινούργιο του βιβλίο, όπου το φανταστικό απλώνεται και οι ιλαρές σκηνές πληθαίνουν, πιθανώς και για να καλυφθούν τα επισφαλή περάσματα μεταξύ αλληγορίας και πραγματικού.
Διαβάζοντας Ελιοτ
Ιδιοκτήτης βιοτεχνίας επίπλων ο πατέρας του ήρωα, ωστόσο ουδεμία σχέση με τον Βλάση Ταντή της «Βιοτεχνίας υαλικών». Αυτός συγχρωτίζεται με ποιητές και μάλιστα καταλαβαίνει από ποίηση, αφού διαβάζει μαζί με τον φίλο του ποιητή, λ.χ., κάποιον ομήλικο και ομότροπο του Τάκη Παπατσώνη, ακόμη και Ελιοτ. Οπως και αν έχει, ένας πατέρας επιπλοπώλης επιβάλλεται για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, ώστε ο παππούς να είναι μαραγκός. Ενας καλός μάστορας, «που έδωσε στον εγγονό του ένα κοπιδάκι και του έδειξε πώς να σκαλίζει μ' αυτό το ξύλο». Στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος παρατίθεται συνοπτικά αλλά και παραμυθικά ο βίος του Νώε από την εφηβεία ως την ωριμότητα. Ενα παιδί, ιδιοφυές και ευαίσθητο, που αναποδογυρίζει τις λέξεις και τα νοήματα, όπως αναποδογυρισμένο νιώθει τον εαυτό του. Ορφανό μητρός από δύο ετών, μεγαλώνει στη σκιά ενός αυταρχικού πατέρα, προσκολλημένο με πλατωνικό έρωτα σε έναν ωραίο συμμαθητή του. Ελέω πατρός, η στρατιωτική θητεία στο Ναυτικό και μετά μια θέση στην τράπεζα. Τελικά, ωστόσο, ο Νώε θα ενδώσει στις καταχρήσεις της νύχτας, σε μπαρ και χαμαιτυπεία, παρέα με «βαρβάτους προλετάριους». Και όταν το σώμα του θα αρχίσει να καταρρέει, και πάλι, ελέω πατρός, θα βρεθεί έγκλειστος σε νευρολογική κλινική, υποβαλλόμενος σε δραστικές θεραπείες, όπως αυτές που εφαρμόζονταν ακόμη και ως την, κατά τα άλλα, «μαγική» δεκαετία του '60. Αν και στο βιβλίο ο χρόνος παραμένει αόριστος. Μετά την κλινική έρχεται ένας γάμος φιλικών αισθημάτων και αποδοχής, που θα τον βγάλει από την ασφυκτική πατρική επιτήρηση, οπότε και θα γίνει πατέρας τριών γιων, μάλλον ελαστικός, καθώς απεχθάνεται να ασκεί εξουσία. Ενας οικογενειάρχης με διπλή ζωή, την ημέρα «μια καθαρή», και τη νύχτα, παρά την αποθεράπευση, «μια κάπως βρώμικη».
Κάπως έτσι καλύπτονται οι ανάγκες του σώματος, όχι όμως και της ψυχής. Γι' αυτό και ο ήρωας καταφεύγει στην παρηγορία της ίδιας πάντοτε φαντασίωσης. Ως άλλος Νώε κατασκευάζει και αυτός μια Κιβωτό, ίδιου σχήματος και διαστάσεων με τη βιβλική, και αυτή από κυπαρισσόξυλο και φεύγει σε ένα ταξίδι εν μέσω κατακλυσμού, δραματοποιώντας τα βιώματά του. Κάποτε ο πατέρας του πεθαίνει και αυτός παραιτείται από την τράπεζα για να πραγματοποιήσει τη φαντασίωσή του. Τελικά η κατασκευή της Κιβωτού θα μείνει στα σχέδια και η οικογένεια του Νώε θα αναχωρήσει με ένα παλιό σκαρί, διαμορφωμένο σε κότερο. Αυτός όμως «με τη δύναμη της υποβολής» και συνεργούς τη γυναίκα του, τους γιους και τις νύφες του, ταξιδεύει φανταστικά με την Κιβωτό, αναπαριστώντας επακριβώς τα συμβάντα της Βίβλου.
Οι τρεις όροφοι
Κατά μια άποψη, μετά το πρώτο κεφάλαιο, το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται ως ψυχόδραμα· ένα ψυχαναλυτικό δρώμενο, που επιτρέπει να αναδυθούν οι επιθυμίες και να ανακληθούν οι απωθημένες εμπειρίες, ώστε ο Νώε να ανακαλύψει τον εαυτό του, διερχόμενος το μακρύ τούνελ της αυτογνωσίας. Ενας νυμφίος που νιώθει συνεχώς «εν τω μέσω ανοικτός»· από τη γαμήλια τελετή, στην οποία πήγε με ξεκουμπωμένο παντελόνι, ως τότε που, παρωδώντας τας Γραφάς, «και εμέθυσε και εγυμνώθη», οπότε οι γιοι του σοκαρισμένοι προσπάθησαν να καλύψουν τη γύμνια του αλλά ο δευτερότοκος τον κλώτσησε κατά λάθος στη βουβωνική χώρα. Ετσι ο Νώε, περίπου ευνουχισμένος, σε στάση εμβρύου, ξαναβρίσκει τη γαλήνη του αμνιακού υγρού, με τη μητέρα-σύζυγο να του παραστέκεται.
Κατά μια άλλη ανάγνωση, η Κιβωτός είναι το σύμβολο της ανθρώπινης προσωπικότητας. Τρεις οι όροφοι του βιβλικού σκάφους, όσα τα επίπεδα του ψυχικού οργάνου κατά Φρόιντ. Πάντως στο μυθιστόρημα «ο δόκτωρ Ζιγισμούνδος», με το «μυτερό γενάκι» του καθώς ξαπλώνει τον Νώε στο ανάκλιντρο και του εκμαιεύει σε μία και μοναδική συνεδρία την πρωταρχική σκηνή, δείχνει μάλλον ως καρικατούρα. Παρομοίως άλλωστε διακωμωδείται και ο θεράπων ιατρός. Αλλες φαιδρές σκηνές εκτυλίσσονται στο σπίτι του Νώε και στο κότερο. Από τις πιο επιτυχημένες η περιγραφή της αναχώρησης της οικογένειας με τα σκυλιά και τα γατιά της. Από τις ατυχέστερες, μια συνέντευξη Τύπου, όπου διαστρέφονται ελαφρώς τα ονόματα γνωστών δημοσιογράφων και εφημερίδων. Πιθανώς και γιατί η γλώσσα του Κουμανταρέα δεν είναι αρκούντως ασκημένη στη σκωπτική απόδοση τύπων και καταστάσεων. Αποζημιώνουν ωστόσο οι φανταστικές ιστορίες, που αντλούν στοιχεία από βιβλία, κινηματογραφικές σκηνές και μουσικά ακούσματα, όπως οι ρεαλιστικές από τα βιώματα. Εμπνεύσεις που καρποφορούν, λ.χ., στις συναντήσεις του ήρωα με έναν αμφιρρέποντα διάβολο, ο οποίος και τον παρακινεί να πράξει όσα ο σατανάς εαυτός του προπαντός επιθυμεί, όπως ένα στριπτίζ εν μέσω οικογενειακού περίγυρου, κατά παράβαση, για μία φορά, του Πνεύματος των Γραφών.
Βασικό χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος, η μορφική ποικιλία, που δεν προβάλλει ως αυτοσκοπός, όπως συμβαίνει συνήθως στα βιβλία νεότερων συγγραφέων, αλλά δείχνει απόρροια εκφραστικής αναζήτησης για το προσφυέστερο καλούπι της ιστορίας του Νώε, ενός καταπιεσμένου και ευαίσθητου ομοφυλόφιλου, που μαθαίνει να σκέπτεται διαβάζοντας λογοτεχνία, σύμφωνα με μια από τις πολλές διδακτικές αποστροφές του βιβλίου. Τελικά διδακτική αλληγορία και ταυτόχρονα τολμηρό μυθιστόρημα που φθάνει ως τον καθαρμό και τη συμφιλίωση του Νώε με την ερωτική φύση του.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-03-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις