0
Your Καλαθι
Μνήμη απειθάρχητη
Ημερολόγιο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Φωτογραφικό ένθετο 16 σελίδων
Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία· ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμιά από τις ταινίες που γύρισε –τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.
2014, ΚΡΗΤΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο η στο τέλος του ταξιδιού ; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα.
Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.
Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει.
Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε ; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.
Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη –πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;– έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μου φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.
*
Κι εμείς νέοι τότε, σχεδόν παιδιά, βρεθήκαμε μ’ ένα όπλο στα χέρια ν’ αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε.
Αργήσαμε να καταλάβουμε πως σιγά σιγά, ύπουλα, άρχισαν να ξεσκεπάζονται δύο πρόσωπα. Εμείς και οι άλλοι. Και το είπαν Εμφύλιο.
1949-1952. Τρία χρόνια πέρασα στο Μακρονήσι. Ο Εμφύλιος χώρισε την πατρίδα και τους Έλληνες σε καλούς και σε κακούς. Η Δεξιά στην εξουσία, κι εγώ, από τους κακούς πια, στο ξερονήσι. Έτσι όμως, μια το δικό τους και μια το δικό μας, συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος όταν εγώ έφυγα από το Μακρονήσι, τον Μάρτη του 1952, τόσο ύποπτος για το Έθνος όσο ήμουνα και όταν πήγα. Τρία χρόνια στον ξερόβραχο μού μάθανε ένα σωρό πράγματα, μα την πατρίδα δεν με κάνανε να την προσκυνήσω. Θες το σύστημα δεν ήτανε καλό, θες εγώ ήμουνα στουρνάρι, ποιός ξέρει. [ ... ]
Τί έκανε χρόνια τώρα το επίσημο κράτος για να εισπράττει σήμερα –όχι μονάχα σήμερα, συνέχεια εισπράττει– τα ωφελήματα από την παρουσία τόσων και τόσων Ελλήνων στις τέχνες και στα γράμματα ; Στάθηκε πάντα ένα κράτος αντιδραστικό, τσιγκούνικο, μισαλλόδοξο, γεροντοκρατούμενο, καθυστερημένο, εχθρικό, απληροφόρητο, αμήχανο και γρουσούζικο.
Ποιοί νεκρωμένοι κι αντιδραστικοί διευθυντές, υποδιευθυντές και τμηματάρχες υπουργείων, και ποιοί πρωτοβάθμιοι και δευτεροβάθμιοι λογοκριτές και ποιοί έμποροι σάπιων κρεάτων και χαλασμένου μπακαλιάρου δώσανε χέρι για να γεννηθεί και να μεγαλώσει σ’ αυτόν τον τόπο μας ένας ποιητής ; Κανείς. [...] Ζήτω λοιπόν ο Ελύτης ! Ζήτω ο ποιητής που οραματίστηκε τον χωροφύλακα και τον στρατοδίκη «να καίνε σαν κεριά στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως». Που ζητά « να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση». [ ... ]
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν έναν χρόνο πιο μεγάλος από εμένα. Τον έβλεπα, τον καμάρωνα, τον άκουγα όπως το μαθητούδι τον δάσκαλό του. Αυτός είχε φίλους. Εγώ είχα αυτόν.
Έχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει η τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα –και τον θαυμάζω– γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ’ αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίους και αδίκους, με οδηγό το ένα, μοναδικό και αμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ εγκαίρως στα ραντεβού του.
Μάνο μου. Σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμαστε παιδιά ούτε τότε. [ ... ]
Ανατρέχοντας στις συνθήκες που δημιούργησαν τον Δράκο, τη Στέλλα, την Ηλέκτρα, την Ευδοκία, λέω πως ήταν γεννήματα ενός φανατισμού που καταγόταν και στόχευε από και προς ένα κοινό πάθος : να διακονήσουμε με όση ταπεινοσύνη αλλά και με όση έπαρση είχαμε τον μεγάλο ελληνικό μύθο, κατά τις μικρές δυνάμεις που ο καθένας μας είχε, και να τον αντιπαραθέσουμε εμείς, οι υπηρέτες μιας τέχνης συχνά ανεπιβεβαίωτης αλλά παρ’ όλα αυτά παρούσας, με μια εκθαμβωτική ζωντάνια. [ ... ]
Περιστοιχισμένος από τις σκιές εκείνων που αγάπησε και δεν είναι πια μαζί του (και όσων ζουν, διεκδικούν και αγωνίζονται για αξιοπρέπεια), ο Νίκος Κούνδουρος της πολιτικής ανυπακοής, της γενναιοδωρίας, του πνεύματος και των ταλέντων γράφει ιστορία· ένα θησαυρό για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε το σήμερα.
Ο ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ καταθέτει τις μνήμες του από την Κατοχή, τα Δεκεμβριανά, την τρίχρονη περιπέτεια στη Μακρόνησο, τη φιλία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Ελύτη, τον Μίκη Θεοδωράκη κι άλλες προσωπικότητες με τις οποίες συνδέθηκε στη ζωή του, για καθεμιά από τις ταινίες που γύρισε –τον Δράκο, τη Μαγική πόλη, τους Παράνομους, τις Μικρές Αφροδίτες, το Μπορντέλο, τον Μπάυρον και τις άλλες. Επίσης, γράφει σε μια ζωηρή αφήγηση για τα χρόνια της εξορίας στο Παρίσι και τις περιπλανήσεις του στην Ευρώπη στα χρόνια της δικτατορίας, για τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς του, τη μάνα του και τ’ αδέλφια του, και για τον γενέθλιο τόπο, τον Άγιο Νικόλαο στο Λασίθι της Κρήτης.
2014, ΚΡΗΤΗ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ. Είμαι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο η στο τέλος του ταξιδιού ; Δεν μπορώ να φτιάξω πια δικές μου ιστορίες και καταφεύγω στα εύκολα. Στο παρελθόν, στην τυμβωρυχία, στο ξέθαμα παλιών τάφων, γοητευμένος από το προσδοκώμενο ξάφνιασμα.
Τίποτα δεν με φοβίζει. Η μνήμη, τρυφερή και οικεία, κάνει να σμίξουν όλα σε μια γιορτή, απρόσιτη στους άλλους, στημένη μόνο για μένα.
Μετρώ την ιστορία του τόπου μου και αφήνω στη μέση μια αφήγηση, και πιάνω μια άλλη που θα την αφήσω κι αυτή στη μέση, σαν τα ριζίτικα τραγούδια της Κρήτης – οι τραγουδιστάδες δεν λένε ποτέ τον τελευταίο στίχο γιατί ό,τι τελειώνει έχει πεθάνει.
Είμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Άραγε ό,τι ήταν να γίνει έγινε ; Τα πολλά έχουν κιόλας γίνει και τα λίγα με περιμένουν.
Μέσα σε μια μνήμη απειθάρχητη –πώς αλλιώς δηλαδή να είναι οι μνήμες;– έχουν φωλιάσει χρόνια τώρα καμώματα που ο χρόνος επιμένει να τα κρατάει στην άκρη του μυαλού. Θυμάμαι μικρές ιστορίες, τόσο μικρές που τώρα μου φαίνονται σαν παιχνίδια που τα σπρώχνω στην άκρη, γιατί άλλα παιχνίδια πιο σοβαρά ζητάνε χώρο για να επιζήσουν.
*
Κι εμείς νέοι τότε, σχεδόν παιδιά, βρεθήκαμε μ’ ένα όπλο στα χέρια ν’ αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε.
Αργήσαμε να καταλάβουμε πως σιγά σιγά, ύπουλα, άρχισαν να ξεσκεπάζονται δύο πρόσωπα. Εμείς και οι άλλοι. Και το είπαν Εμφύλιο.
1949-1952. Τρία χρόνια πέρασα στο Μακρονήσι. Ο Εμφύλιος χώρισε την πατρίδα και τους Έλληνες σε καλούς και σε κακούς. Η Δεξιά στην εξουσία, κι εγώ, από τους κακούς πια, στο ξερονήσι. Έτσι όμως, μια το δικό τους και μια το δικό μας, συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος όταν εγώ έφυγα από το Μακρονήσι, τον Μάρτη του 1952, τόσο ύποπτος για το Έθνος όσο ήμουνα και όταν πήγα. Τρία χρόνια στον ξερόβραχο μού μάθανε ένα σωρό πράγματα, μα την πατρίδα δεν με κάνανε να την προσκυνήσω. Θες το σύστημα δεν ήτανε καλό, θες εγώ ήμουνα στουρνάρι, ποιός ξέρει. [ ... ]
Τί έκανε χρόνια τώρα το επίσημο κράτος για να εισπράττει σήμερα –όχι μονάχα σήμερα, συνέχεια εισπράττει– τα ωφελήματα από την παρουσία τόσων και τόσων Ελλήνων στις τέχνες και στα γράμματα ; Στάθηκε πάντα ένα κράτος αντιδραστικό, τσιγκούνικο, μισαλλόδοξο, γεροντοκρατούμενο, καθυστερημένο, εχθρικό, απληροφόρητο, αμήχανο και γρουσούζικο.
Ποιοί νεκρωμένοι κι αντιδραστικοί διευθυντές, υποδιευθυντές και τμηματάρχες υπουργείων, και ποιοί πρωτοβάθμιοι και δευτεροβάθμιοι λογοκριτές και ποιοί έμποροι σάπιων κρεάτων και χαλασμένου μπακαλιάρου δώσανε χέρι για να γεννηθεί και να μεγαλώσει σ’ αυτόν τον τόπο μας ένας ποιητής ; Κανείς. [...] Ζήτω λοιπόν ο Ελύτης ! Ζήτω ο ποιητής που οραματίστηκε τον χωροφύλακα και τον στρατοδίκη «να καίνε σαν κεριά στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως». Που ζητά « να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση». [ ... ]
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν έναν χρόνο πιο μεγάλος από εμένα. Τον έβλεπα, τον καμάρωνα, τον άκουγα όπως το μαθητούδι τον δάσκαλό του. Αυτός είχε φίλους. Εγώ είχα αυτόν.
Έχω μεγάλο θαυμασμό για τα ελαττώματά του. Πάντα τον θαύμαζα που αυτός, ο σπουδαίος, έγραφε τραγούδια και τραγουδάκια για το χατίρι ενός λαού που ακόμα δεν ξέρει αν τον αγαπάει η τον σιχαίνεται. Τον θαύμαζα –και τον θαυμάζω– γιατί από τα χαρακτηριστικά της φυλής διάλεξε να κάνει δικά του όλα μας τα κουσούρια. Τη ραθυμία, τη φλυαρία, την αυταρέσκεια, τη φιληδονία. Μ’ αρέσει γιατί είναι επιθετικός χωρίς κακία κι απλώνει το κεντρί του επί δικαίους και αδίκους, με οδηγό το ένα, μοναδικό και αμάχητο δικό του κριτήριο. Τον θαυμάζω που μια ολόκληρη ζωή τα κατάφερε να μην πάει ποτέ εγκαίρως στα ραντεβού του.
Μάνο μου. Σε κυνήγησα μια ζωή, ταπεινός ακροατής της μουσικής σου, και είμαι τυχερός που ήσουνα εσύ ο παιδικός μου φίλος, κι ας μην ήμαστε παιδιά ούτε τότε. [ ... ]
Ανατρέχοντας στις συνθήκες που δημιούργησαν τον Δράκο, τη Στέλλα, την Ηλέκτρα, την Ευδοκία, λέω πως ήταν γεννήματα ενός φανατισμού που καταγόταν και στόχευε από και προς ένα κοινό πάθος : να διακονήσουμε με όση ταπεινοσύνη αλλά και με όση έπαρση είχαμε τον μεγάλο ελληνικό μύθο, κατά τις μικρές δυνάμεις που ο καθένας μας είχε, και να τον αντιπαραθέσουμε εμείς, οι υπηρέτες μιας τέχνης συχνά ανεπιβεβαίωτης αλλά παρ’ όλα αυτά παρούσας, με μια εκθαμβωτική ζωντάνια. [ ... ]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις