0
Your Καλαθι
Ω του θαύματος
Περιγραφή
Μια τρομερή κρίση ταλανίζει τη σπαρασσόμενη από σκάνδαλα και έριδες Μονοπιστική Εκκλησία της Αβασκανίας, οδηγώντας τη στο χείλος της καταστροφής. Σαν από μηχανής θεός, ο υπέργηρος μητροπολίτης Ροζάριος θα βρει την περιπόθητη λύση, που θα αλλάξει όλα τα δεδομένα, μετατρέποντας την τραγωδία σε θρίαμβο.
Οι ραγδαίες εξελίξεις που θα ακολουθήσουν θα εμπλέξουν στην υπόθεση δικαίους και αδίκους, τον Πρωτοποιμένα Θεόμβροτο, τον Όσιο Πρόκλο τον Τρίτο (τον Ευσεβή), την άδολη μοναχή Ματθίλδη, τον δαιμόνιο ρεπόρτερ Μάκη Σπίνο και τον ακούραστο τηλεθεατή Μελέτη. Η αποκάλυψη του θαυμαστού Ιερού Δράματος θα συντελεστεί αιφνιδίως από έναν κομπάρσο της υπόθεσης, με την απαραίτητη συνεπικουρία της θεάς Τύχης και των αγρυπνούντων τηλεοπτικών διαύλων.
Ένα σατιρικό μυθιστόρημα για τον θαυμαστό κόσμο των εκκλησιαστικών ηθών και παθών και τις παράπλευρες συνέπειές τους.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η καταθλιπτική θεσμική ισχύ και παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο βίο της χώρας και οι, κατά καιρούς, σκανδαλώδεις πρακτικές της, σε πλείστα όσα πεδία, ενεργοποίησαν από πολύ νωρίς το σκώμμα και τη σάτιρα εναντίον της. Η σατιρική αυτή διάθεση εκφράστηκε από το 19ο αιώνα κιόλας, τόσο με το δημώδη προφορικό λόγο, όπως, για παράδειγμα, με πολλά τολμηρά αποκριάτικα τραγούδια, όσο και με πιο λόγια κείμενα. Ανάμεσα στα τελευταία ξεχωρίζει φυσικά η εμβληματική «Πάπισσα Ιωάννα» (1875), του Εμμανουήλ Ροΐδη, ενώ περίοπτη θέση κατέχουν και τα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς» (1866), του Ανδρέα Λασκαράτου. Η συνεχιζόμενη όμως αγυρτεία, η εκμετάλλευση της πίστης και της θρησκοληψίας, ο προκλητικός και τρυφηλός βίος πολλών ιερωμένων και ο έντονα παρεμβατικός και υπερσυντηρητικός λόγος της Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια, απασχολούν βέβαια και τους σύγχρονους συγγραφείς και βρίσκουν θέση στις θεματικές τους. Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, για παράδειγμα, στο τελευταίο του έργο, την «Αγιογραφία», (εκδ. «Πόλις», 2003), ασχολείται με την κατασκευή ενός «αγίου» σ' ένα χωριό και τα επακόλουθα της, ενώ ο Πέτρος Μαρτινίδης στο πρόσφατο φετινό βιβλίο του, το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο θεός φυλάει τους άθεους», (εκδ. «Νεφέλη», 2006), εντάσσει με άκρως σκωπτική διάθεση και οπτική στη μυθοπλασία του αρκετούς παραβατικούς ιερωμένους, καθώς και μια εικόνα που ...ματώνει. Το τελευταίο κύμα των εκκλησιαστικών σκανδάλων, όμως, ενέπνευσε ένα ακόμα φετινό βιβλίο. Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ω του θαύματος !» του Νίκου Κουνενή. Ο συγγραφέας έχει ήδη στο ενεργητικό του δύο πεζογραφικά έργα, τη συλλογή διηγημάτων «Δημόσια Εγγραφή», (εκδ. «Κοχλίας», 2002) και το μυθιστόρημα «Ζωντανή σύνδεση», (εκδ. «Κοχλίας», 2003), τα οποία, αφηγηματικά και θεματικά, είναι άκρως σατιρικά. Το ίδιο βέβαια και το παρόν μυθιστόρημα. Ο Κουνενής τοποθετεί χρονικά την αφήγηση του στο πολύ κοντινό μέλλον, στο έτος 2010. Στους κόλπους της Μονοπιστικής Εκκλησίας του κράτους της Αβασκανίας επικρατεί μεγάλη αναταραχή, γιατί λόγω των διαφόρων σκανδάλων έχει μειωθεί η επιρροή της στο λαό, με αποτέλεσμα, συν τοις άλλοις, και την κάθετη πτώση των εσόδων της. Σε μια κρίσιμη συνεδρίαση της Ιεράς Συνάξεως, εν μέσω σφοδρών αντεγκλήσεων και ύβρεων, ένας γηραιός ιεράρχης συλλαμβάνει ως λύση των προβλημάτων τη συντέλεια, μεταφορικά και κυριολεκτικά, κάποιου θαύματος. Πράγματι λίγο καιρό μετά, στη γυναικεία μονή του Οσίου Πρόκλου του Τρίτου (του Ευσεβούς), εμφανίζεται ζωντανός ο ίδιος ο όσιος, κατά τη διάρκεια της τελετής για τον εορτασμό των εκατό χρόνων από το μαρτυρικό θάνατό του. Η ανάστασή του βιντεοσκοπείται και προβάλλεται στο κανάλι της Εκκλησίας σπάζοντας όλα τα ρεκόρ τηλεθέασης. Εκτοτε ο όσιος Πρόκλος εμφανίζεται συχνά και κάνει πολλά θαύματα, τα οποία γνωρίζουν μεγάλη δημοσιότητα. Ο Πρόκλος έχει δε ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό το μόνιμο πριαπισμό του, με τον οποίο τον δοκίμαζε ο θεός όσο ζούσε, γιατί πριν γίνει πιστός και ευσεβής ήταν αμαρτωλός και ακόλαστος. Τα αποτελέσματα των εμφανίσεων είναι εντυπωσιακά. Ο κόσμος ξεχνά τα σκάνδαλα και ξαναγυρίζει στους ναούς, τα έσοδα αυξάνουν αλματωδώς, τα τηλεοπτικά κυρίως μέσα προβάλλουν αφειδώς και άκριτα τα τεκταινόμενα και το κύρος και η επιρροή της Εκκλησίας επανακάμπτουν θριαμβευτικά. Η κυβέρνηση και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υποκύπτουν πλήρως στη δύναμη της Εκκλησίας και ο ηγέτης της, ο Πρωτοποιμένας Θεόμβροτος, γίνεται ο κυρίαρχος του θρησκευτικού και πολιτικού παιχνιδιού. Παρά την πλήρη όμως επιβολή του ιερατείου, τα προβλήματα ελλοχεύουν και εκδηλώνονται. Δεκάδες ψεύτικοι Πρόκλοι εμφανίζονται και εκμεταλλεύονται ποικιλοτρόπως τους αφελείς, ενώ οι καλόγριες της μονής, στην οποία παρουσιάστηκε πρώτη φορά ο όσιος, ξεσηκώνονται και την καταλαμβάνουν, ζητώντας μεγαλύτερο μερίδιο στη δόξα και τα κέρδη. Οι ιεράρχες θα αντιδράσουν γρήγορα και δυναμικά. Στο μεν πρώτο πρόβλημα, με τη ...νομική κατοχύρωση των πνευματικών δικαιωμάτων του Πρόκλου και με μια φαντασμαγορική τελετή στην οποία εμφανίζεται και ο ίδιος, στο δε δεύτερο, με τη βίαιη ανακατάληψη της μονής και την εκδίωξη από τους κόλπους της Εκκλησίας των καλογριών που στασίασαν. Ενας πορτοφολάς όμως, που δρούσε στις συγκεντρώσεις γύρω από τον Πρόκλο, ανακαλύπτει ένα φοβερό μυστικό για την πραγματική του ταυτότητα. Φημισμένος δημοσιογράφος ενός τηλεοπτικού καναλιού πληρώνει και αποκτά το μυστικό, καθώς και την παρουσία του πορτοφολά στην εκπομπή του, και ετοιμάζεται για την πιο συνταρακτική αποκάλυψη της καριέρας του. Με την εξιστόρησή του ο Κουνενής επιλέγει εξαρχής την άμεση και ευθύβολη σάτιρα και διακωμώδηση των φορέων και των μηχανισμών της Εκκλησίας. Γι' αυτό στην αφήγηση πρωταρχικό ρόλο δεν έχουν τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες -στην ανάπτυξη και την απόδοση των οποίων άλλωστε δεν δίνεται βάρος-, αλλά οι καταστάσεις. Ο συγγραφέας περιγράφει τα διάφορα διαδοχικά επεισόδια και συγκροτεί με επιτυχία το όλο μυθοπλαστικό σκηνικό του. Χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία του μηχανισμού της σάτιρας, όπως την υπερβολή, την καρικατούρα, την παρωδία και τη μεταμφίεση, και αποδίδει ευφάνταστα αναγνωρίσιμα πρόσωπα, γνωστές συμπεριφορές και υπαρκτές καταστάσεις. Αφηγείται σχετικά αποστασιοποιημένος και σε τρίτο πρόσωπο. Κάποιες φορές όμως παρεμβαίνει και απευθύνεται ευθέως στον αναγνώστη-τηλεθεατή, ο οποίος παρακολουθεί τα τεκταινόμενα ως θέαμα και μόνο. Υποστηρίζει δε το όλο εγχείρημα του με την ανάλογη χρήση της γλώσσας. Ξεκινά, για παράδειγμα, με το «μάγκικο» ιδίωμα του Νίκου Τσιφόρου, όταν περιγράφει τη συνάντηση μιας παρέας κακοποιών, ενώ είναι έντονος ο απόηχος του ύφους του Ροΐδη, όταν εξιστορεί το βίο του οσίου και τα ενδοεκκλησιαστικά τερτίπια. Στην αφήγηση τα πράγματα εκφέρονται με το όνομά τους, χωρίς υπαινιγμούς, πλάγιους τρόπους και αλληγορίες. Η ονομασία Αβασκανία, αντί για Ελλάδα, στην εξιστόρηση και Μονοπιστική Εκκλησία, αντί για Ορθόδοξη, καθώς και κάποιοι άλλοι παρόμοιοι τεχνητοί ορισμοί για τόπους και κάθε είδους θεσμούς και χώρους είναι το μόνο τέχνασμα του συγγραφέα, το οποίο βέβαια εύκολα γίνεται αμέσως κατανοητό. Από την οπτική δε του συγγραφέα δεν διαφεύγουν κι άλλες υπαρκτές κοινωνικές καταστάσεις, τις οποίες αναπλάθει και σατιρίζει ανελέητα, όπως η ασφυκτική παρουσία και η διαμεσολάβηση πλέον της τηλεόρασης σε κάθε έκφανση του ατομικού και συλλογικού βίου. Κυρίως όμως ξετυλίγει και αποδιαρθρώνει με τη σάτιρα και την παρωδία τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και τις συμπεριφορές του. Ο Νίκος Κουνενής αναβιώνει ένα σχετικά ξεχασμένο είδος, δημιουργεί ένα ικανοποιητικό σατιρικό μυθιστόρημα και πετυχαίνει τους αφηγηματικούς (και όχι μόνον) στόχους του. Κατορθώνει όμως επιπλέον να εγείρει στον αναγνώστη και το ερώτημα μήπως όλα αυτά που μόλις διάβασε ευχάριστα, δεν ήταν μόνο μυθοπλασία και σάτιρα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις