0
Your Καλαθι
Η άγνοια
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η τυχαία συνάντηση μιας γυναίκας κι ενός άντρα στο ταξίδι του γυρισμού στη χώρα τους, έπειτα από 20 χρόνια ξενιτεμό. Η προσπάθεια να συνεχιστεί η ερωτική ιστορία τους, που είχε διακοπεί πριν καλά καλά αρχίσει, λίγο πριν μεταναστεύσουν, σε διαφορετική χώρα ο καθένας. Η αδυναμία να συναντηθούν οι διαφορετικές αναμνήσεις που διατηρεί ο ένας απ' τον άλλον. Ο ανέφικτος έρωτας, μαζί με την ανέφικτη επιστροφή στη γενέθλια γη. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, οι αυτοεξόριστοι των ανατολικών χωρών, που άφηναν την πατρίδα τους χωρίς ελπίδα επιστροφής. Ο αγώνας τους να ριζώσουν στον ξένο τόπο. Η απόπειρα για τη «μεγάλη επιστροφή», μετά την απροσδόκητη κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων, σε μια άγνωστη όμως πια χώρα, ανάμεσα σε άγνωστους πια ανθρώπους. Ο Οδυσσέας, που «είκοσι ολόκληρα χρόνια μόνο την επιστροφή του σκεφτόταν. Αλλά μόλις γύρισε, κατάλαβε κατάπληκτος πως η ζωή του, όλη η ουσία της ζωής του, το κέντρο της, ο θησαυρός της, βρισκόταν εκτός Ιθάκης, στα είκοσι χρόνια της περιπλάνησής του. Και τον θησαυρό αυτό τον είχε χάσει, και μόνο ιστορώντας θα μπορούσε να τον ξαναβρεί». Κανείς όμως δεν ενδιαφέρεται ν' ακούσει. Ο εκπατρισμένος που επιστρέφει και περιμένει να τον ρωτήσουν, να του πουν «Λέγε», για να ιστορήσει τη ζωή του στα χρόνια της απουσίας του και να ξαναδέσει έτσι το κομμένο νήμα με το παρελθόν. Αλλά αυτό το «Λέγε» δεν το ακούει από κανέναν. Το νήμα θα μείνει κομμένο. «Η άγνοια», ίσως το συγκινητικότερο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, είναι παράλληλα ένα δοκίμιο γύρω από το οντολογικό πρόβλημα της αυτοεξορίας, του εκπατρισμού και της εσωτερικής πλέον σήμερα ξενιτιάς, ένα δοκίμιο γύρω από τη νοσταλγία και τη μνήμη, που ορίζουν την πεπερασμένη ζωή του ανθρώπου, μια ζωή παγιδευμένη για πάντα από την «ηλικία της άγνοιας».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Προχωρούμε πάντα στα τυφλά, ακολουθώντας κάποιες αναντίρρητες αλήθειες. Οπως για παράδειγμα ότι η Δύση είναι ο θεματοφύλακας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 ξανάφερε την ελευθερία στις χώρες του σοβιετικού κομμουνισμού, ότι οι μπίζνες είναι το ίδιον του ανθρώπου, ότι η τηλεόραση μας δείχνει την πραγματικότητα κ.λπ. Και ξεχνάμε βέβαια ότι μέχρι χθες πορευόμασταν σύμφωνα με κάποιες άλλες αλήθειες, συνήθως διαμετρικά αντίθετες από τις σημερινές, αλλά εξίσου αναντίρρητες. Δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παρασυρόμαστε από τα ειδύλλια της Ιστορίας. Δεν είμαστε ούτοι οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παγιδευόμαστε από τις υποσχέσεις της, που ταυτίζουμε τις τύχες μας με τα καπρίτσια της και τους μύθους της. Πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το μόνο πράγμα που δεν ξέρουμε εκ των προτέρων και που θα θέλαμε ίσως να μάθουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο η ατομική ύπαρξη βιώνει την υπακοή ή την αδιαφορία της στα κελεύσματα της Ιστορίας ή, πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο από την ανάποδη, την απογοήτευσή της κάθε φορά που το τελικό αποτέλεσμα διαψεύδει το αρχικό όραμα.
Μόνο που η θέληση όσον αφορά τη γνώση γύρω από την ατομική εμπειρία δεν αρκεί. Η ίδια η Ιστορία, μέσω της εξουσίας, των επιστημών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της καταναλώσιμης κουλτούρας, προσπαθεί να μας αποκόψει από κάθε αναρώτηση σχετικά με τις περιπέτειες της μοναδικής ύπαρξης. Γιατί η Ιστορία ενδιαφέρεται αποκλειστικά για ένα και μόνο πράγμα: να εμφανίζεται σαν έκφραση συλλογικών επιθυμιών, κοινών και αδιαμφισβήτητων για όλους τους ανθρώπους. Ευτυχώς υπάρχει η τέχνη. Και υπάρχει κυρίως το μυθιστόρημα.
Πιο ειδικά, σε σχέση με τούτη την οντολογική θα λέγαμε αντιπαράθεση Ιστορίας και Τέχνης, υπάρχει το τελευταίο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, «Η Αγνοια» που γράφτηκε όπως και τα δύο προηγούμενα, «Η Βραδύτητα» και «Η Ταυτότητα», στα γαλλικά, το οποίο έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισλανδία και πρόσφατα στην Ελλάδα και που μορφικά είναι χυμένο στο ίδιο καλούπι που χρησιμοποιήθηκε για τη «Βραδύτητα» και την «Ταυτότητα»: μικρή και συνεκτική σύνθεση, πενήντα δύο μικρά κεφάλαια που διαδέχονται το ένα το άλλο, όπως τα μέρη μιας φούγκας του Μπαχ, μια ιστορία αγάπης τελείως εξωπραγματική, τελείως έξω από τούτον εδώ τον κόσμο, άυλη, αιθέρια και ταυτόχρονα στους αντίποδες όλων των νεορομαντικών φαντασιώσεων.
Δεν χρειάζεται βέβαια ν' αναζητήσουμε μέσα στο ίδιο το έργο την εννοιοποίηση ή την προσωποποίηση τούτης της θεμελιακής σύγκρουσης Ιστορίας - Τέχνης. Δεν διαβάζουμε πανεπιστημιακή διατριβή. Ούτε βρισκόμαστε στο χώρο της αλληγορίας. Καμία φιγούρα, για παράδειγμα, δεν αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο της Ιστορίας. Είμαστε στο χώρο του μυθιστορήματος, στο χώρο των μυθιστορηματικών προσώπων, που όσο κι αν είναι φανταστικά, δεν παύουν να είναι λιγότερο πραγματικά. Η σύγκρουση για την οποία μιλάω είναι η συνθήκη των πρωταγωνιστών της «Αγνοιας», η προϋπόθεσή τους, ο λόγος ύπαρξής τους ως μυθιστορηματικών ηρώων, είναι ο κόσμος τους, είναι η σκηνή που παίζουν, είναι ο μηχανισμός που κινεί τον ψυχισμό τους, τις αποφάσεις τους και τις πράξεις τους, είναι η δικαίωσή τους ως ξεχωριστών και άπειρα αινιγματικών ανθρώπινων υπάρξεων. Ας μην περιμένουμε λοιπόν να παρακολουθήσουμε στην «Αγνοια» σκηνές από τον πόλεμο ανάμεσα στην Ιστορία και την Τέχνη. Αλλά ας μην ξεχνάμε παράλληλα ούτε στιγμή ότι δίχως τούτον τον ακήρυχτο και αφανέρωτο πόλεμο, οι ήρωες της «Αγνοιας» δεν θα είχαν καμία αξία, καμία ουσιαστική υπόσταση. Ας θυμηθούμε τον Δον Κιχώτη. Πουθενά σ' όλο το έργο δεν γίνεται απ' ευθείας αναφορά στη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο που περιβάλλει τον ξακουστό μας ιππότη και τον κόσμο της ηρωικής ιπποσύνης που είχε ο ίδιος στο μυαλό του. Και όμως, και κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία της τέχνης του μυθιστορήματος, δίχως τούτη τη σύγκρουση ο Δον Κιχώτης θα ήταν αδιανόητος. Περιττό δε να υποσημειώσω ότι δίχως τον Δον Κιχώτη και τις περιπέτειές του δεν θα μαθαίναμε ποτέ τίποτα απολύτως για τούτη την ειδική και ανεπανάληπτη αντίθεση ανάμεσα στο ιδεώδες και την πεζή πραγματικότητα, για την αντίθεση δηλαδή που στάθηκε το προζύμι της ύπαρξής του. Το ίδιο μπορώ να πω και για την Ιρένα, τον Γιόζεφ και τη Μίλαντα, τους τρεις κεντρικούς ήρωες της «Αγνοιας»: χωρίς αυτούς θα μας ήταν αδύνατο να φανταστούμε το είδος της έχθρας που υπάρχει ανάμεσα στην Ιστορία και την Τέχνη.
Αλλά για ποια Ιστορία πρόκειται; Κανένας από τους ήρωες της «Αγνοιας» δεν είναι ούτε πολιτικό πρόσωπο ούτε πρώην διαφωνών διανοούμενος ούτε θύμα του καθεστώτος ούτε τίποτα που να έχει σχέση με την πρόσφατη Ιστορία της Τσεχοσλοβακίας. Οσο για την Τέχνη, οφείλω να ομολογήσω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους αγαπώ το μυθιστόρημα του Κούντερα έγκειται στο γεγονός ότι πολύ σπάνια, σε αντίθεση με τις σύγχρονες εκδοτικές προδιαγραφές, οι ήρωές του έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Επί του συγκεκριμένου, ο Γιόζεφ είναι κτηνίατρος, η Ιρένα έχει κάνει του κόσμου τα ευκαιριακά επαγγέλματα για ν' αναθρέψει τα παιδιά της, η Μίλαντα εργάζεται στην Πράγα ως ερευνήτρια σε κάποιο επιστημονικό κέντρο. Για ποια λοιπόν Ιστορία μιλάμε, για ποια Τέχνη και για ποια διένεξη ανάμεσά τους;
Μπορεί, σύμφωνα με το φωτισμό της Ιστορίας, ο Γιόζεφ, η Ιρένα και η Μίλαντα να μην είναι ούτε ακριβώς θύματα ούτε ακριβώς ήρωες. Οι δύο πρώτοι έφυγαν στο εξωτερικό λίγα χρόνια μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα τους. Οχι για λόγους αντίστασης. Μάλλον το αντίθετο: θέλανε να ξεχάσουν οριστικά την ντροπιασμένη τους πατρίδα. Η Μίλαντα έμεινε. Αλλά και αυτή κρατήθηκε μακριά απ' όλα τα ιστορικά γεγονότα. Ηταν απορροφημένη από τη δική της ιστορία των φοιτητικών χρόνων, από τον αποτυχημένο της έρωτα για τον Γιόζεφ και από την αποτυχημένη της απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Γιόζεφ πήγε στη Δανία, όπου και παντρεύτηκε. Η γυναίκα του, Δανέζα, πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Συνεχίζει να την αγαπάει. Να τη θυμάται με απέραντη τρυφερότητα. Αυτή η γυναίκα είναι ο τόπος του, το θεμέλιό του: μόνο με την ανάμνησή της μπορεί ο Γιόζεφ να νιώσει ότι πράγματι υπάρχει, ότι ο κόσμος, ο ουρανός, τα δέντρα είναι ριζωμένα μέσα του. Η Ιρένα πήγε στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του άντρα της μεγάλωσε μόνη και αβοήθητη τα παιδιά της, παντρεύτηκε μ' ένα Σουηδό επιχειρηματία και, με τον καιρό, ένιωσε τη Γαλλία σαν πραγματική της πατρίδα. Και μετά, διά μιας, ήρθε η παλινόρθωση. Και μετά, διά μιας ξαναβρέθηκαν τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών ιδιοκτητών, τους αποδόθηκαν οι περιουσίες και η Ιστορία άρχισε να ξαναπαίζει την παρτιτούρα που έπαιζε και πριν από πενήντα χρόνια. Ο Γιόζεφ επιστρέφει κάποια στιγμή για να δει τους δικούς του. Το ίδιο και η Ιρένα. Ανταμώνουν στο αεροπλάνο. Υστερα από δύο μέρες θα κάνουν έρωτα σ' ένα ξενοδοχείο της Πράγας. Μια ερωτική περιπέτεια χωρίς συνέπεια. Χωρίς χαρά. Χωρίς ενθουσιασμό. Σαν μια ευκαιρία για να εκδηλωθεί η κοινή τους αποξένωση από τη χώρα τους. Σίγουρα, μπορεί ο Γιόζεφ, η Ιρένα και η Μίλαντα να μην είναι ούτε θύματα ούτε ήρωες. Ομως η Ιστορία χτυπάει ξαφνικά την πόρτα τους και τους ζητάει να επανέλθουν μαζί της στην προηγούμενη κατάσταση. Ιδού το νέο ειδύλλιο: Το κλείσιμο της παρένθεσης. Ιδού η πρόκληση: Η επιστροφή! Αλήθεια, γιατί να μην είναι όλα όπως πρώτα, όπως τον παλιό καλό καιρό; ακούγεται η παθητική μελωδία της Ιστορίας. Τελείωσε η λαίλαπα. Καιρός να παιχτεί το τραγούδι του γυρισμού. Ποιος και γιατί θα έλεγε όχι σ' ένα τόσο ευτυχισμένο τέλος; Και όμως, τελείως παράδοξα, κανένας από τους πρωταγωνιστές της «Αγνοιας» δεν είναι διατεθειμένος να πάρει μέρος στο παιχνίδι.
Η Ιστορία για την οποία μιλάει έμμεσα «Η Αγνοια» δεν είναι ούτε η Ιστορία της πτώσης του κομμουνισμού ούτε του θριάμβου του καπιταλισμού. Ας αφήσουμε τούτη την ιστορία στους σχολιαστές των εφημερίδων και σε όλους τους ειδικούς που ξέρουν λίγο - πολύ αυτό που θέλει ν' ακούσει η Ιστορία. Η Ιστορία της «Αγνοιας» είναι το κρυμμένο, το ανομολόγητο πρόσωπο της επίσημης Ιστορίας. Είναι η Ιστορία ως επανάληψη, η Ιστορία που τείνει να πάρει τη θέση του μύθου. Είναι η Ιστορία των μερικών διακυμάνσεων και των οριστικών παλινορθώσεων, η Ιστορία που βγαίνει από το είναι της, που περνάει στο αντίθετό της, που σταματάει να είναι δημιουργία, που προδίδει την ουσία της. Είναι η Ιστορία που γίνεται εν ολίγοις στοιχείο του απέραντου βασιλείου της μίμησης. Τούτη ακριβώς την Ιστορία αρνείται ο Γιόζεφ, για να παραμείνουμε, στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου, μόνο στον έναν από τους τρεις ήρωες.
Αλλά τι σημαίνει άρνηση από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας καταναγκασμός και ακόμα περισσότερο όταν τούτη η άρνηση δεν γίνεται αντιληπτή από κανένα συνομιλητή; Εννοείται ότι το πρόβλημα δεν είναι στη «φυσική» επιστροφή. Χίλιοι δυο λόγοι μπορεί να επέβαλαν την παραμονή του Γιόζεφ στο εξωτερικό: η δουλειά, οι συνήθειες, η ανάμνηση της αγαπημένης του γυναίκας κ.λπ. Το αδιανόητο βρίσκεται αλλού: ο Γιόζεφ αρνείται ν' αποκαταστήσει το δεσμό με την πατρίδα του. Και το χειρότερο: αυτός ο δεσμός, ενώ υπήρχε πάντα όλα τα χρόνια της ηθελημένης εξορίας, έσπασε ακριβώς τώρα, όταν η χώρα βρήκε την ελευθερία της. Και τι σημαίνει επίσης από τώρα και στο εξής η ρήξη αυτού του δεσμού; Μήπως ότι το σύγχρονο άτομο χάνει παντελώς τις ρίζες του και ότι παραδέρνει ανερμάτιστο οριστικά πέρα και μακριά από σύνορα και χώρες;
Κάθε άλλο. Αλλά για να καταλάβουμε τη νέα κατάσταση του Γιόζεφ, πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα της τέχνης που ανέφερα πιο πάνω, του διαλεκτικά άλλου πόλου -άλλου ως προς την Ιστορία- γύρω από τον οποίο κινούνται επίσης όλοι οι ήρωες.
Υπάρχει λοιπόν μέσα σε τούτο το μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα ένα είδος καθρέφτη, όπου αντανακλώνται οι περιπέτειες των ηρώων και όπου κατά κάποιο τρόπο τις ξαναβλέπουμε, τις ξαναζούμε, από άλλη βέβαια σκοπιά. Πρόκειται για τις εκτεταμένες παρεκβάσεις τις σχετικές με την ομηρική Οδύσσεια. Πρόκειται για τη σύζευξη που επιχειρεί ο μυθιστοριογράφος ανάμεσα στο επικό ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη και την απόρριψη από την πλευρά του Γιόζεφ της νοσταλγίας της πατρογονικής εστίας. Σαν να ήρθε η ώρα για ν' απαλλαγεί ο άνθρωπος από τούτη την προαιώνια και ακατάλυτη υποχρέωση του νόστου, σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για ν' αποδεσμευτεί από το αρχέτυπο, το τελευταίο ίσως και πιο ισχυρό αρχέτυπο, που τον κρατούσε δέσμιο των πρωτοβουλιών της Ιστορίας. Σαν να κατάλαβε επιτέλους ότι το πανίσχυρο αίσθημα της παλιννόστησης που φωλιάζει στην κάθε ατομική ψυχή είναι το ψυχολογικό και ηθικό δέλεαρ της κάθε παλινόρθωσης. Είναι φανερό ότι ο Γιόζεφ δεν είναι ούτε υπέρ ούτε κατά της παλινόρθωσης που γνωρίζει η χώρα του από το 1990 και μετά. Την αγνοεί. Την έχει κιόλας ξεχάσει. Οχι λόγω αναιμικής ιστορικής συνείδησης. Απλά, δεν θέλει να πάρει μέρος στη μουσική της Ιστορίας, στη μουσική που συνεπαίρνει τα πλήθη και τα κάνει να ενθουσιάζονται για τα ίδια πράγματα τα οποία μέχρι χθες αποστρέφονταν.
Οχι, δεν είναι καλλιτέχνης ο Γιόζεφ. Δεν αγωνιά για τα μυστικά της δημιουργίας, δεν είναι μπλεγμένος στο «δράμα της μορφής», όπως θα έλεγε ο Βιτόλντ Γκομπρόβιτς. Παίζει όμως σε μία μυθιστορηματική ιστορία, την οποία ο εμπνευστής της θέλησε να προβάλει, όπως και τόσοι άλλοι πριν απ' αυτόν, πάνω στο ομηρικό έπος, πάνω στα πρώτα χνάρια του πολιτισμού μας. Παίζει σ' ένα έργο όπου η τέχνη έχει γίνει μεταφορά, όπου η ζωή του Γιόζεφ με τα μεγάλα της διλήμματα θυμίζει τα αινίγματα και τις επιλογές ηρώων του παρελθόντος. Και εάν, σκέφτεται και σχολιάζει ο Κούντερα, ο Οδυσσέας αστόχησε παντελώς στο δρόμο της ευτυχίας του; Αν, ποτισμένος από το γλυκό φαρμάκι της επιστροφής στην παντοτινή εστία, έχασε την ευκαιρία να φτιάξει μια άλλη εστία, πολυτιμότερη και σημαντικότερη από εκείνη που άφησε; Ποιος γνωρίζει την αλήθεια;
Στην «Αγνοια» μπλέκονται και συγκρούονται μέχρι τα τρίσβαθα του είναι τους δύο ειδών επιστροφές. Η επιστροφή της Ιστορίας σε μορφές που έχει ήδη υλοποιήσει στο παρελθόν. Και η επιστροφή του μυθιστοριογράφου στις πηγές της Τέχνης. Η πρώτη φέρει τη σφραγίδα της επανάληψης, παρ' όλο που προς τα έξω, μπροστά στο ευρύ κοινό προσπαθεί να εμφανίζεται ως επιστροφή στις αιώνιες ανθρώπινες αξίες. Η δεύτερη δείχνει, από μια πρώτη ματιά, να εκφράζει το σεβασμό, την προσκόλληση στις αξίες του πολιτισμού μας -για να τις ανατρέψει όμως ευθύς αμέσως και να κάνει να ξεπεταχτούν από τα άπειρα βάθη τούτων των αξιών άλλες προοπτικές και άλλες παραλλαγές της ανθρώπινης περιπέτειας. Η επιστροφή που προτείνει η σημερινή Ιστορία, μας κρατάει δέσμιους του μύθου της νοσταλγίας. Η επιστροφή που επιχειρεί η Τέχνη μάς οδηγεί στη διάρρηξη του εαυτού της, στο γράψιμο των άγραφων ακόμα σελίδων της.
Και όμως, κατά κάποιο τρόπο πολύ πιο ουσιαστικό από τη χειροπιαστή έκφραση, ο Γιόζεφ είναι καλλιτέχνης. Αναπνέει και αυτός μαζί με το δημιουργό του το αρχέγονο, το δημιουργικό αεράκι της ελευθερίας, τόσο αρχέγονο όσο και ο σταθερά επαναλαμβανόμενος μύθος. Ο Κούντερα επιστρέφει στον Ομηρο για να τον ξαναδιαβάσει διαφορετικά. Και ο Γιόζεφ επιστρέφει στην Πράγα για να την ξεχάσει για πάντα και μαζί της τους πιθηκισμούς της Ιστορίας.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν κλείνοντας δεν υπογράμμιζα την αξία της μετάφρασης του Γιάννη Χάρη, που όχι μόνο μεταφράζει σωστά και καλά το έργο του Κούντερα, αλλά έχει καταφέρει να συλλάβει και να αποδόσει στη γλώσσα μας την αισθητική της γλώσσας του Κούντερα. Μια αισθητική που έχει κηρύξει από την αρχή, από την εποχή του «Αστείου», τον πόλεμο στον ακατάσχετο λυρισμό, στη γλυκανάλατη ρητορεία και στην τεχνητή ωραιοποίηση της φράσης, με μία λέξη, στο κιτς, σε τούτο το υπέρτατο όπλο της αδυσώπητης Ιστορίας.
ΛΑΚΗΣ ΠΡΟΓΚΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/07/2001
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1
«Τί κάνεις ακόμα εδώ!» Δεν είχε άσχημο τόνο η φωνή της αλλά ούτε κι ευγενικό· η Συλβί είχε αρχίσει να θυμώνει.
«Και πού θα 'πρεπε να είμαι;» ρώτησε η Ίρενα.«Σπίτι σου!»
«Εννοείς ότι εδώ δεν είμαι σπίτι μου πια;»
Αλίμονο, δεν ήθελε να τη διώξει απ' τη Γαλλία, ούτε και να την κάνει να σκεφτεί πως είναι καμιά ανεπιθύμητη ξένη: «Ξέρεις τι εννοώ!»
«Ναι, ξέρω, αλλά ξεχνάς ότι εδώ έχω τη δουλειά μου; το διαμέρισμα μου; τα παιδιά μου;»
«Κοίτα, τον Γκούσταβ τον ξέρω. Θα κάνει τα πάντα για να μπορέσεις να γυρίσεις στη χώρα σου. Κι οι κόρες σου, μην ακούω αηδίες τώρα! Οι κόρες σου έχουν πια τη δική τους ζωή! Αχ Θεέ μου, αυτό που γίνεται τώρα στη χώρα σας είναι τελείως μαγικό! Σε μια τέτοια περίσταση πάντα βρίσκεται τρόπος για όλα.»
«Αχ, Συλβί! Δεν είναι μόνο τα πρακτικά, η δουλειά, το διαμέρισμα. Ζω είκοσι χρόνια εδώ. Η ζωή μου είναι εδώ!»
«Γίνεται επανάσταση στη χώρα σας!» Το είπε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Έπειτα σώπασε. Μ' αυτήν τη σιωπή ήθελε να πει στην Ίρενα ότι δεν πρέπει να λιποτακτεί κανείς όταν συμβαίνουν μεγάλα γεγονότα.
«Αν όμως γυρίσω στη χώρα μου, δε θα ξαναϊδωθούμε πια» είπε η Ίρενα, για να φέρει τη φίλη της σε αμηχανία.
Η συναισθηματική δημαγωγία δεν έπιασε. Η φωνή της Συλβί έγινε θερμή: «Γλυκιά μου, θα 'ρθω εγώ να σε δω! Έχεις το λόγο μου, έχεις το λόγο μου!»
Κάθονταν η μία απέναντι απ' την άλλη, μπροστά σε δυο φλιτζάνια καφέ, άδεια από ώρα. Η Ίρενα είδε δάκρυα συγκίνησης στα μάτια της Συλβί, που έσκυψε προς το μέρος της και της έσφιξε το χέρι: «Θα είναι η μεγάλη σου επιστροφή». Και ξανά: «Η μεγάλη σου επιστροφή».
Με την επανάληψη οι λέξεις απέκτησαν τέτοια δύναμη που η Ίρενα τις είδε με το νου της γραμμένες με αρχικά κεφαλαία: Μεγάλη Επιστροφή. Δεν αντιστάθηκε άλλο: τη μάγεψαν οι εικόνες που ξεπήδησαν ξαφνικά από παλιά διαβάσματα, από κινηματογραφικές ταινίες, από τη μνήμη τη δική της, ίσως και των προγόνων της: ο χαμένος γιος που ξαναβρίσκει τη γρια μάνα του· ο άντρας που γυρίζει στην καλή του απ' την οποία τον χώρισε κάποτε μοίρα σκληρή· το πατρικό σπίτι που το κουβαλάει καθένας μέσα του· το μονοπάτι που το ξαναβρίσκεις και βλέπεις να 'χουν μείνει ακόμα πάνω του τα χαμένα βήματα των παιδικών σου χρόνων ο Οδυσσέας που ξαναβλέπει το νησί του έπειτα από τόσα χρόνια περιπλάνηση· η επιστροφή, η επιστροφή, η μεγάλη μαγεία της επιστροφής.
2
Στα αρχαία Ελληνικά η επιστροφή λέγεται νόστος. 'Αλγος σημαίνει πόνος. Νοσταλγία είναι λοιπόν ο πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής. Γι' αυτήν τη θεμελιακή έννοια οι περισσότεροι Ευρωπαίοι διαθέτουν μια λέξη ελληνικής καταγωγής (nostalgie, nostalgia), κι έπειτα άλλες λέξεις που έχουν τις ρίζες τους στην εθνική γλώσσα: anoranza λένε οι Ισπανοί· saudade λένε οι Πορτογάλοι. Σε κάθε γλώσσα αυτές οι λέξεις έχουν διαφορετική σημασιολογική απόχρωση. Συχνά σημαίνουν απλώς τη θλίψη που προκαλεί σε κάποιον η αδυναμία να επιστρέψει στη χώρα του. Πόνος, αρρώστια για τη χώρα σου. Αρρώστια για το σπίτι σου. Αυτό που λέγεται στα αγγλικά: homesickness. Ή στα γερμανικά: Heimweh. Ολλανδικά: heimwee. Πρόκειται όμως για χωρική συρρίκνωση αυτής της μεγάλης έννοιας. Τα ισλανδικά, μια από τις παλαιότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, κάνουν διάκριση ανάμεσα σε δύο όρους: soeknudur: νοσταλγία με τη γενική σημασία· και heimfra: πόνος, αρρώστια για τη χώρα σου. Οι Τσέχοι, πλάι στη λέξη νοσταλγία, που την πήραν από τα ελληνικά, έχουν δικό τους ουσιαστικό γι' αυτή την έννοια: stesk, και δικό τους ρήμα· η συγκινητικότερη ερωτική φράση των Τσέχων: styska se mi po tobe: σε νοσταλγώ· δεν μπορώ να υποφέρω τον πόνο της απουσίας σου. Στα ισπανικά η anoranza βγαίνει από το ρήμα anorar (νοσταλγώ), που βγαίνει από το καταλάνικο envoyar, το οποίο προέρχεται από το λατινικό ignorare (αγνοώ). Στο φως της ετυμολογίας η νοσταλγία εμφανίζεται σαν πόνος της άγνοιας. Είσαι μακριά και δεν ξέρω τι γίνεσαι. Η χώρα μου είναι μακριά και δεν ξέρω τι γίνεται εκεί πέρα. Ορισμένες γλώσσες έχουν δυσκολίες με τη νοσταλγία: οι Γάλλοι μπορούν να την εκφράσουν με το ελληνικής καταγωγής ουσιαστικό, δεν έχουν όμως ρήμα· μπορούν να πουν: je m' ennuie de toi, μου λείπεις, αλλά η λέξη s' ennuyer (που η πρώτη σημασία της είναι «πλήττω») είναι αδύναμη, ψυχρή, και πάντως πολύ ανάλαφρη για ένα τόσο σημαντικό συναίσθημα. Οι Γερμανοί σπάνια χρησιμοποιούν τη λέξη νοσταλγία με την ελληνική μορφή και προτιμούν να πουν Sehnsucht: πόθος για κάτι απόν αλλά η λέξη Sehnsucht μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που υπήρξε και σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ (μια καινούρια περιπέτεια), άρα δεν εμπεριέχει κατανάγκην την ιδέα ενός νόστου· για να εκφράσει η Sehnsucht την έμμονη ιδέα της επιστροφής, χρειάζεται αντικείμενο: Sehnsucht nach der Vergangenheit, nach der verlorenen Kindheit, nach der ersten Liebe (πόθος του παρελθόντος, της χαμένης παιδικής ηλικίας, της πρώτης αγάπης).
Στην αυγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού γεννήθηκε η Οδύσσεια, το θεμελιώδες έπος της νοσταλγίας. Ας υπογραμμίσουμε: ο Οδυσσέας, ο κατεξοχήν άνθρωπος της περιπέτειας όλων των εποχών, είναι και ο κατεξοχήν άνθρωπος της νοσταλγίας. Πήγε (χωρίς να το πολυθέλει) στον πόλεμο της Τροίας, όπου έμεινε δέκα χρόνια. Έπειτα θέλησε να γυρίσει γρήγορα στη γενέτειρά του την Ιθάκη, αλλά οι μηχανορραφίες των θεών παρέτειναν την περιπλάνηση του, στην αρχή για τρία χρόνια, γεμάτα από τα πιο αλλόκοτα γεγονότα, κι έπειτα για άλλα εφτά χρόνια, που τα πέρασε, όμηρος και εραστής, κοντά στη θεά Καλυψώ, η οποία τον ερωτεύτηκε και δεν τον άφηνε να φύγει απ' το νησί της.
Στην πέμπτη ραψωδία ο Οδυσσέας λέει στην Καλυψώ: «το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση, σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα... Κι όμως, εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ' το πρωί ώς το βράδυ, σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής». Και συνεχίζει ο Όμηρος: καθώς μιλούσε, «άρχισε να δύει ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι· προχώρησαν οι δυο τους στο κοίλο βάθος της σπηλιάς, κοιμήθηκαν μαζί, και χάρηκαν μαζί φιλί κι αγκάλη» [μετ. Δ.Ν.Μαρωνίτης].
Τίποτε ανάλογο στην άχαρη ζωή που πέρασε η Ίρενα, αυτοεξόριστη από χρόνια. Ο Οδυσσέας κοντά στην Καλυψώ πέρασε πραγματική ντόλτσε βίτα, ζωή άνετη, ζωή χαρισάμενη. Ωστόσο, ανάμεσα στην ντόλτσε βίτα στα ξένα και την παρακινδυνευμένη επιστροφή στο σπίτι, διάλεξε την επιστροφή. Αντί για την περιπαθή εξερεύνηση του αγνώστου (την περιπέτεια) προτίμησε την αποθέωση του γνωστού (την επιστροφή). Αντί για το άπειρο (γιατί η περιπέτεια υποτίθεται πως διαρκεί επ' άπειρον) προτίμησε το πεπερασμένο (γιατί η επιστροφή είναι η συμφιλίωση με την περατότητα της ζωής).
Οι Φαίακες ναυτικοί απόθεσαν τον Οδυσσέα μαζί με το σεντόνι και το σκέπασμα του, χωρίς να τον ξυπνήσουν, στην παραλία της Ιθάκης, στη ρίζα μιας ελιάς, και έφυγαν. Αυτό ήταν και το τέλος του ταξιδιού. Ο Οδυσσέας κοιμόταν εξαντλημένος. Όταν ξύπνησε, δεν ήξερε πού βρίσκεται. Έπειτα η Αθηνά έδιωξε απ' τα μάτια του την ομίχλη και ήρθε η μέθη· η μέθη της Μεγάλης Επιστροφής· η έκσταση του γνωστού· η μουσική που δονούσε τον αέρα μεταξύ ουρανού και γης: είδε τον όρμο που γνώριζε από μικρό παιδί, το δασωμένο βουνό που υψωνόταν πίσω του, και χάιδεψε τη γέρικη ελιά για να βεβαιωθεί πως είχε μείνει η ίδια όπως και πριν από είκοσι χρόνια.
Το 1950, όταν ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ ήταν ήδη δεκατέσσερα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος τού έκανε μερικές κουτοπόνηρες ερωτήσεις: είναι αλήθεια ότι οι καλλιτέχνες που εκπατρίζονται χάνουν τη δημιουργική τους δύναμη; ότι αποστεγνώνει η έμπνευση τους, όταν πάψει να τρέφεται από τις ρίζες της γενέθλιας χώρας;
Γιά φαντάσου! Πέντε χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα! Κι ένας Αμερικανός δημοσιογράφος δεν συγχωρεί στον Σαίνμπεργκ ότι δεν έμεινε προσκολλημένος σ' εκείνη τη γωνιά της γης όπου είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του η φρίκη της φρίκης! Αλλά τι να γίνει! Ο Όμηρος τίμησε τη νοσταλγία με δάφνινο στεφάνι και καθόρισε έτσι μια ηθική ιεραρχία των συναισθημάτων. Στην κορυφή βρίσκεται η Πηνελόπη, πολύ πιο πάνω από την Καλυψώ.
Η Καλυψώ, αχ η Καλυψώ! Τη σκέφτομαι συχνά. Αγάπησε τον Οδυσσέα. Έζησαν εφτά χρόνια μαζί. Δεν ξέρουμε πόσον καιρό μοιράστηκε ο Οδυσσέας το κρεβάτι της Πηνελόπης, πάντως όχι τόσο μεγάλο διάστημα. Κι όμως, εμείς εξυμνούμε τον πόνο της Πηνελόπης και περιγελούμε το κλάμα της Καλυψώς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Προχωρούμε πάντα στα τυφλά, ακολουθώντας κάποιες αναντίρρητες αλήθειες. Οπως για παράδειγμα ότι η Δύση είναι ο θεματοφύλακας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ότι η πτώση του τείχους του Βερολίνου το 1989 ξανάφερε την ελευθερία στις χώρες του σοβιετικού κομμουνισμού, ότι οι μπίζνες είναι το ίδιον του ανθρώπου, ότι η τηλεόραση μας δείχνει την πραγματικότητα κ.λπ. Και ξεχνάμε βέβαια ότι μέχρι χθες πορευόμασταν σύμφωνα με κάποιες άλλες αλήθειες, συνήθως διαμετρικά αντίθετες από τις σημερινές, αλλά εξίσου αναντίρρητες. Δεν είμαστε ούτε οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παρασυρόμαστε από τα ειδύλλια της Ιστορίας. Δεν είμαστε ούτοι οι πρώτοι ούτε οι τελευταίοι που παγιδευόμαστε από τις υποσχέσεις της, που ταυτίζουμε τις τύχες μας με τα καπρίτσια της και τους μύθους της. Πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Το μόνο πράγμα που δεν ξέρουμε εκ των προτέρων και που θα θέλαμε ίσως να μάθουμε είναι ο τρόπος με τον οποίο η ατομική ύπαρξη βιώνει την υπακοή ή την αδιαφορία της στα κελεύσματα της Ιστορίας ή, πράγμα που είναι ακριβώς το ίδιο από την ανάποδη, την απογοήτευσή της κάθε φορά που το τελικό αποτέλεσμα διαψεύδει το αρχικό όραμα.
Μόνο που η θέληση όσον αφορά τη γνώση γύρω από την ατομική εμπειρία δεν αρκεί. Η ίδια η Ιστορία, μέσω της εξουσίας, των επιστημών, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της καταναλώσιμης κουλτούρας, προσπαθεί να μας αποκόψει από κάθε αναρώτηση σχετικά με τις περιπέτειες της μοναδικής ύπαρξης. Γιατί η Ιστορία ενδιαφέρεται αποκλειστικά για ένα και μόνο πράγμα: να εμφανίζεται σαν έκφραση συλλογικών επιθυμιών, κοινών και αδιαμφισβήτητων για όλους τους ανθρώπους. Ευτυχώς υπάρχει η τέχνη. Και υπάρχει κυρίως το μυθιστόρημα.
Πιο ειδικά, σε σχέση με τούτη την οντολογική θα λέγαμε αντιπαράθεση Ιστορίας και Τέχνης, υπάρχει το τελευταίο μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα, «Η Αγνοια» που γράφτηκε όπως και τα δύο προηγούμενα, «Η Βραδύτητα» και «Η Ταυτότητα», στα γαλλικά, το οποίο έχει ήδη κυκλοφορήσει στην Ισπανία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισλανδία και πρόσφατα στην Ελλάδα και που μορφικά είναι χυμένο στο ίδιο καλούπι που χρησιμοποιήθηκε για τη «Βραδύτητα» και την «Ταυτότητα»: μικρή και συνεκτική σύνθεση, πενήντα δύο μικρά κεφάλαια που διαδέχονται το ένα το άλλο, όπως τα μέρη μιας φούγκας του Μπαχ, μια ιστορία αγάπης τελείως εξωπραγματική, τελείως έξω από τούτον εδώ τον κόσμο, άυλη, αιθέρια και ταυτόχρονα στους αντίποδες όλων των νεορομαντικών φαντασιώσεων.
Δεν χρειάζεται βέβαια ν' αναζητήσουμε μέσα στο ίδιο το έργο την εννοιοποίηση ή την προσωποποίηση τούτης της θεμελιακής σύγκρουσης Ιστορίας - Τέχνης. Δεν διαβάζουμε πανεπιστημιακή διατριβή. Ούτε βρισκόμαστε στο χώρο της αλληγορίας. Καμία φιγούρα, για παράδειγμα, δεν αναλαμβάνει να παίξει το ρόλο της Ιστορίας. Είμαστε στο χώρο του μυθιστορήματος, στο χώρο των μυθιστορηματικών προσώπων, που όσο κι αν είναι φανταστικά, δεν παύουν να είναι λιγότερο πραγματικά. Η σύγκρουση για την οποία μιλάω είναι η συνθήκη των πρωταγωνιστών της «Αγνοιας», η προϋπόθεσή τους, ο λόγος ύπαρξής τους ως μυθιστορηματικών ηρώων, είναι ο κόσμος τους, είναι η σκηνή που παίζουν, είναι ο μηχανισμός που κινεί τον ψυχισμό τους, τις αποφάσεις τους και τις πράξεις τους, είναι η δικαίωσή τους ως ξεχωριστών και άπειρα αινιγματικών ανθρώπινων υπάρξεων. Ας μην περιμένουμε λοιπόν να παρακολουθήσουμε στην «Αγνοια» σκηνές από τον πόλεμο ανάμεσα στην Ιστορία και την Τέχνη. Αλλά ας μην ξεχνάμε παράλληλα ούτε στιγμή ότι δίχως τούτον τον ακήρυχτο και αφανέρωτο πόλεμο, οι ήρωες της «Αγνοιας» δεν θα είχαν καμία αξία, καμία ουσιαστική υπόσταση. Ας θυμηθούμε τον Δον Κιχώτη. Πουθενά σ' όλο το έργο δεν γίνεται απ' ευθείας αναφορά στη σύγκρουση που υπάρχει ανάμεσα στον κόσμο που περιβάλλει τον ξακουστό μας ιππότη και τον κόσμο της ηρωικής ιπποσύνης που είχε ο ίδιος στο μυαλό του. Και όμως, και κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία της τέχνης του μυθιστορήματος, δίχως τούτη τη σύγκρουση ο Δον Κιχώτης θα ήταν αδιανόητος. Περιττό δε να υποσημειώσω ότι δίχως τον Δον Κιχώτη και τις περιπέτειές του δεν θα μαθαίναμε ποτέ τίποτα απολύτως για τούτη την ειδική και ανεπανάληπτη αντίθεση ανάμεσα στο ιδεώδες και την πεζή πραγματικότητα, για την αντίθεση δηλαδή που στάθηκε το προζύμι της ύπαρξής του. Το ίδιο μπορώ να πω και για την Ιρένα, τον Γιόζεφ και τη Μίλαντα, τους τρεις κεντρικούς ήρωες της «Αγνοιας»: χωρίς αυτούς θα μας ήταν αδύνατο να φανταστούμε το είδος της έχθρας που υπάρχει ανάμεσα στην Ιστορία και την Τέχνη.
Αλλά για ποια Ιστορία πρόκειται; Κανένας από τους ήρωες της «Αγνοιας» δεν είναι ούτε πολιτικό πρόσωπο ούτε πρώην διαφωνών διανοούμενος ούτε θύμα του καθεστώτος ούτε τίποτα που να έχει σχέση με την πρόσφατη Ιστορία της Τσεχοσλοβακίας. Οσο για την Τέχνη, οφείλω να ομολογήσω ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους αγαπώ το μυθιστόρημα του Κούντερα έγκειται στο γεγονός ότι πολύ σπάνια, σε αντίθεση με τις σύγχρονες εκδοτικές προδιαγραφές, οι ήρωές του έχουν καλλιτεχνικές ανησυχίες. Επί του συγκεκριμένου, ο Γιόζεφ είναι κτηνίατρος, η Ιρένα έχει κάνει του κόσμου τα ευκαιριακά επαγγέλματα για ν' αναθρέψει τα παιδιά της, η Μίλαντα εργάζεται στην Πράγα ως ερευνήτρια σε κάποιο επιστημονικό κέντρο. Για ποια λοιπόν Ιστορία μιλάμε, για ποια Τέχνη και για ποια διένεξη ανάμεσά τους;
Μπορεί, σύμφωνα με το φωτισμό της Ιστορίας, ο Γιόζεφ, η Ιρένα και η Μίλαντα να μην είναι ούτε ακριβώς θύματα ούτε ακριβώς ήρωες. Οι δύο πρώτοι έφυγαν στο εξωτερικό λίγα χρόνια μετά την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στη χώρα τους. Οχι για λόγους αντίστασης. Μάλλον το αντίθετο: θέλανε να ξεχάσουν οριστικά την ντροπιασμένη τους πατρίδα. Η Μίλαντα έμεινε. Αλλά και αυτή κρατήθηκε μακριά απ' όλα τα ιστορικά γεγονότα. Ηταν απορροφημένη από τη δική της ιστορία των φοιτητικών χρόνων, από τον αποτυχημένο της έρωτα για τον Γιόζεφ και από την αποτυχημένη της απόπειρα αυτοκτονίας. Ο Γιόζεφ πήγε στη Δανία, όπου και παντρεύτηκε. Η γυναίκα του, Δανέζα, πέθανε πριν από λίγα χρόνια. Συνεχίζει να την αγαπάει. Να τη θυμάται με απέραντη τρυφερότητα. Αυτή η γυναίκα είναι ο τόπος του, το θεμέλιό του: μόνο με την ανάμνησή της μπορεί ο Γιόζεφ να νιώσει ότι πράγματι υπάρχει, ότι ο κόσμος, ο ουρανός, τα δέντρα είναι ριζωμένα μέσα του. Η Ιρένα πήγε στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του άντρα της μεγάλωσε μόνη και αβοήθητη τα παιδιά της, παντρεύτηκε μ' ένα Σουηδό επιχειρηματία και, με τον καιρό, ένιωσε τη Γαλλία σαν πραγματική της πατρίδα. Και μετά, διά μιας, ήρθε η παλινόρθωση. Και μετά, διά μιας ξαναβρέθηκαν τα παιδιά και τα εγγόνια των παλιών ιδιοκτητών, τους αποδόθηκαν οι περιουσίες και η Ιστορία άρχισε να ξαναπαίζει την παρτιτούρα που έπαιζε και πριν από πενήντα χρόνια. Ο Γιόζεφ επιστρέφει κάποια στιγμή για να δει τους δικούς του. Το ίδιο και η Ιρένα. Ανταμώνουν στο αεροπλάνο. Υστερα από δύο μέρες θα κάνουν έρωτα σ' ένα ξενοδοχείο της Πράγας. Μια ερωτική περιπέτεια χωρίς συνέπεια. Χωρίς χαρά. Χωρίς ενθουσιασμό. Σαν μια ευκαιρία για να εκδηλωθεί η κοινή τους αποξένωση από τη χώρα τους. Σίγουρα, μπορεί ο Γιόζεφ, η Ιρένα και η Μίλαντα να μην είναι ούτε θύματα ούτε ήρωες. Ομως η Ιστορία χτυπάει ξαφνικά την πόρτα τους και τους ζητάει να επανέλθουν μαζί της στην προηγούμενη κατάσταση. Ιδού το νέο ειδύλλιο: Το κλείσιμο της παρένθεσης. Ιδού η πρόκληση: Η επιστροφή! Αλήθεια, γιατί να μην είναι όλα όπως πρώτα, όπως τον παλιό καλό καιρό; ακούγεται η παθητική μελωδία της Ιστορίας. Τελείωσε η λαίλαπα. Καιρός να παιχτεί το τραγούδι του γυρισμού. Ποιος και γιατί θα έλεγε όχι σ' ένα τόσο ευτυχισμένο τέλος; Και όμως, τελείως παράδοξα, κανένας από τους πρωταγωνιστές της «Αγνοιας» δεν είναι διατεθειμένος να πάρει μέρος στο παιχνίδι.
Η Ιστορία για την οποία μιλάει έμμεσα «Η Αγνοια» δεν είναι ούτε η Ιστορία της πτώσης του κομμουνισμού ούτε του θριάμβου του καπιταλισμού. Ας αφήσουμε τούτη την ιστορία στους σχολιαστές των εφημερίδων και σε όλους τους ειδικούς που ξέρουν λίγο - πολύ αυτό που θέλει ν' ακούσει η Ιστορία. Η Ιστορία της «Αγνοιας» είναι το κρυμμένο, το ανομολόγητο πρόσωπο της επίσημης Ιστορίας. Είναι η Ιστορία ως επανάληψη, η Ιστορία που τείνει να πάρει τη θέση του μύθου. Είναι η Ιστορία των μερικών διακυμάνσεων και των οριστικών παλινορθώσεων, η Ιστορία που βγαίνει από το είναι της, που περνάει στο αντίθετό της, που σταματάει να είναι δημιουργία, που προδίδει την ουσία της. Είναι η Ιστορία που γίνεται εν ολίγοις στοιχείο του απέραντου βασιλείου της μίμησης. Τούτη ακριβώς την Ιστορία αρνείται ο Γιόζεφ, για να παραμείνουμε, στον περιορισμένο χώρο ενός άρθρου, μόνο στον έναν από τους τρεις ήρωες.
Αλλά τι σημαίνει άρνηση από τη στιγμή που δεν υπάρχει κανένας καταναγκασμός και ακόμα περισσότερο όταν τούτη η άρνηση δεν γίνεται αντιληπτή από κανένα συνομιλητή; Εννοείται ότι το πρόβλημα δεν είναι στη «φυσική» επιστροφή. Χίλιοι δυο λόγοι μπορεί να επέβαλαν την παραμονή του Γιόζεφ στο εξωτερικό: η δουλειά, οι συνήθειες, η ανάμνηση της αγαπημένης του γυναίκας κ.λπ. Το αδιανόητο βρίσκεται αλλού: ο Γιόζεφ αρνείται ν' αποκαταστήσει το δεσμό με την πατρίδα του. Και το χειρότερο: αυτός ο δεσμός, ενώ υπήρχε πάντα όλα τα χρόνια της ηθελημένης εξορίας, έσπασε ακριβώς τώρα, όταν η χώρα βρήκε την ελευθερία της. Και τι σημαίνει επίσης από τώρα και στο εξής η ρήξη αυτού του δεσμού; Μήπως ότι το σύγχρονο άτομο χάνει παντελώς τις ρίζες του και ότι παραδέρνει ανερμάτιστο οριστικά πέρα και μακριά από σύνορα και χώρες;
Κάθε άλλο. Αλλά για να καταλάβουμε τη νέα κατάσταση του Γιόζεφ, πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα της τέχνης που ανέφερα πιο πάνω, του διαλεκτικά άλλου πόλου -άλλου ως προς την Ιστορία- γύρω από τον οποίο κινούνται επίσης όλοι οι ήρωες.
Υπάρχει λοιπόν μέσα σε τούτο το μυθιστόρημα του Μίλαν Κούντερα ένα είδος καθρέφτη, όπου αντανακλώνται οι περιπέτειες των ηρώων και όπου κατά κάποιο τρόπο τις ξαναβλέπουμε, τις ξαναζούμε, από άλλη βέβαια σκοπιά. Πρόκειται για τις εκτεταμένες παρεκβάσεις τις σχετικές με την ομηρική Οδύσσεια. Πρόκειται για τη σύζευξη που επιχειρεί ο μυθιστοριογράφος ανάμεσα στο επικό ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη και την απόρριψη από την πλευρά του Γιόζεφ της νοσταλγίας της πατρογονικής εστίας. Σαν να ήρθε η ώρα για ν' απαλλαγεί ο άνθρωπος από τούτη την προαιώνια και ακατάλυτη υποχρέωση του νόστου, σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για ν' αποδεσμευτεί από το αρχέτυπο, το τελευταίο ίσως και πιο ισχυρό αρχέτυπο, που τον κρατούσε δέσμιο των πρωτοβουλιών της Ιστορίας. Σαν να κατάλαβε επιτέλους ότι το πανίσχυρο αίσθημα της παλιννόστησης που φωλιάζει στην κάθε ατομική ψυχή είναι το ψυχολογικό και ηθικό δέλεαρ της κάθε παλινόρθωσης. Είναι φανερό ότι ο Γιόζεφ δεν είναι ούτε υπέρ ούτε κατά της παλινόρθωσης που γνωρίζει η χώρα του από το 1990 και μετά. Την αγνοεί. Την έχει κιόλας ξεχάσει. Οχι λόγω αναιμικής ιστορικής συνείδησης. Απλά, δεν θέλει να πάρει μέρος στη μουσική της Ιστορίας, στη μουσική που συνεπαίρνει τα πλήθη και τα κάνει να ενθουσιάζονται για τα ίδια πράγματα τα οποία μέχρι χθες αποστρέφονταν.
Οχι, δεν είναι καλλιτέχνης ο Γιόζεφ. Δεν αγωνιά για τα μυστικά της δημιουργίας, δεν είναι μπλεγμένος στο «δράμα της μορφής», όπως θα έλεγε ο Βιτόλντ Γκομπρόβιτς. Παίζει όμως σε μία μυθιστορηματική ιστορία, την οποία ο εμπνευστής της θέλησε να προβάλει, όπως και τόσοι άλλοι πριν απ' αυτόν, πάνω στο ομηρικό έπος, πάνω στα πρώτα χνάρια του πολιτισμού μας. Παίζει σ' ένα έργο όπου η τέχνη έχει γίνει μεταφορά, όπου η ζωή του Γιόζεφ με τα μεγάλα της διλήμματα θυμίζει τα αινίγματα και τις επιλογές ηρώων του παρελθόντος. Και εάν, σκέφτεται και σχολιάζει ο Κούντερα, ο Οδυσσέας αστόχησε παντελώς στο δρόμο της ευτυχίας του; Αν, ποτισμένος από το γλυκό φαρμάκι της επιστροφής στην παντοτινή εστία, έχασε την ευκαιρία να φτιάξει μια άλλη εστία, πολυτιμότερη και σημαντικότερη από εκείνη που άφησε; Ποιος γνωρίζει την αλήθεια;
Στην «Αγνοια» μπλέκονται και συγκρούονται μέχρι τα τρίσβαθα του είναι τους δύο ειδών επιστροφές. Η επιστροφή της Ιστορίας σε μορφές που έχει ήδη υλοποιήσει στο παρελθόν. Και η επιστροφή του μυθιστοριογράφου στις πηγές της Τέχνης. Η πρώτη φέρει τη σφραγίδα της επανάληψης, παρ' όλο που προς τα έξω, μπροστά στο ευρύ κοινό προσπαθεί να εμφανίζεται ως επιστροφή στις αιώνιες ανθρώπινες αξίες. Η δεύτερη δείχνει, από μια πρώτη ματιά, να εκφράζει το σεβασμό, την προσκόλληση στις αξίες του πολιτισμού μας -για να τις ανατρέψει όμως ευθύς αμέσως και να κάνει να ξεπεταχτούν από τα άπειρα βάθη τούτων των αξιών άλλες προοπτικές και άλλες παραλλαγές της ανθρώπινης περιπέτειας. Η επιστροφή που προτείνει η σημερινή Ιστορία, μας κρατάει δέσμιους του μύθου της νοσταλγίας. Η επιστροφή που επιχειρεί η Τέχνη μάς οδηγεί στη διάρρηξη του εαυτού της, στο γράψιμο των άγραφων ακόμα σελίδων της.
Και όμως, κατά κάποιο τρόπο πολύ πιο ουσιαστικό από τη χειροπιαστή έκφραση, ο Γιόζεφ είναι καλλιτέχνης. Αναπνέει και αυτός μαζί με το δημιουργό του το αρχέγονο, το δημιουργικό αεράκι της ελευθερίας, τόσο αρχέγονο όσο και ο σταθερά επαναλαμβανόμενος μύθος. Ο Κούντερα επιστρέφει στον Ομηρο για να τον ξαναδιαβάσει διαφορετικά. Και ο Γιόζεφ επιστρέφει στην Πράγα για να την ξεχάσει για πάντα και μαζί της τους πιθηκισμούς της Ιστορίας.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη, αν κλείνοντας δεν υπογράμμιζα την αξία της μετάφρασης του Γιάννη Χάρη, που όχι μόνο μεταφράζει σωστά και καλά το έργο του Κούντερα, αλλά έχει καταφέρει να συλλάβει και να αποδόσει στη γλώσσα μας την αισθητική της γλώσσας του Κούντερα. Μια αισθητική που έχει κηρύξει από την αρχή, από την εποχή του «Αστείου», τον πόλεμο στον ακατάσχετο λυρισμό, στη γλυκανάλατη ρητορεία και στην τεχνητή ωραιοποίηση της φράσης, με μία λέξη, στο κιτς, σε τούτο το υπέρτατο όπλο της αδυσώπητης Ιστορίας.
ΛΑΚΗΣ ΠΡΟΓΚΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/07/2001
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1
«Τί κάνεις ακόμα εδώ!» Δεν είχε άσχημο τόνο η φωνή της αλλά ούτε κι ευγενικό· η Συλβί είχε αρχίσει να θυμώνει.
«Και πού θα 'πρεπε να είμαι;» ρώτησε η Ίρενα.«Σπίτι σου!»
«Εννοείς ότι εδώ δεν είμαι σπίτι μου πια;»
Αλίμονο, δεν ήθελε να τη διώξει απ' τη Γαλλία, ούτε και να την κάνει να σκεφτεί πως είναι καμιά ανεπιθύμητη ξένη: «Ξέρεις τι εννοώ!»
«Ναι, ξέρω, αλλά ξεχνάς ότι εδώ έχω τη δουλειά μου; το διαμέρισμα μου; τα παιδιά μου;»
«Κοίτα, τον Γκούσταβ τον ξέρω. Θα κάνει τα πάντα για να μπορέσεις να γυρίσεις στη χώρα σου. Κι οι κόρες σου, μην ακούω αηδίες τώρα! Οι κόρες σου έχουν πια τη δική τους ζωή! Αχ Θεέ μου, αυτό που γίνεται τώρα στη χώρα σας είναι τελείως μαγικό! Σε μια τέτοια περίσταση πάντα βρίσκεται τρόπος για όλα.»
«Αχ, Συλβί! Δεν είναι μόνο τα πρακτικά, η δουλειά, το διαμέρισμα. Ζω είκοσι χρόνια εδώ. Η ζωή μου είναι εδώ!»
«Γίνεται επανάσταση στη χώρα σας!» Το είπε με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Έπειτα σώπασε. Μ' αυτήν τη σιωπή ήθελε να πει στην Ίρενα ότι δεν πρέπει να λιποτακτεί κανείς όταν συμβαίνουν μεγάλα γεγονότα.
«Αν όμως γυρίσω στη χώρα μου, δε θα ξαναϊδωθούμε πια» είπε η Ίρενα, για να φέρει τη φίλη της σε αμηχανία.
Η συναισθηματική δημαγωγία δεν έπιασε. Η φωνή της Συλβί έγινε θερμή: «Γλυκιά μου, θα 'ρθω εγώ να σε δω! Έχεις το λόγο μου, έχεις το λόγο μου!»
Κάθονταν η μία απέναντι απ' την άλλη, μπροστά σε δυο φλιτζάνια καφέ, άδεια από ώρα. Η Ίρενα είδε δάκρυα συγκίνησης στα μάτια της Συλβί, που έσκυψε προς το μέρος της και της έσφιξε το χέρι: «Θα είναι η μεγάλη σου επιστροφή». Και ξανά: «Η μεγάλη σου επιστροφή».
Με την επανάληψη οι λέξεις απέκτησαν τέτοια δύναμη που η Ίρενα τις είδε με το νου της γραμμένες με αρχικά κεφαλαία: Μεγάλη Επιστροφή. Δεν αντιστάθηκε άλλο: τη μάγεψαν οι εικόνες που ξεπήδησαν ξαφνικά από παλιά διαβάσματα, από κινηματογραφικές ταινίες, από τη μνήμη τη δική της, ίσως και των προγόνων της: ο χαμένος γιος που ξαναβρίσκει τη γρια μάνα του· ο άντρας που γυρίζει στην καλή του απ' την οποία τον χώρισε κάποτε μοίρα σκληρή· το πατρικό σπίτι που το κουβαλάει καθένας μέσα του· το μονοπάτι που το ξαναβρίσκεις και βλέπεις να 'χουν μείνει ακόμα πάνω του τα χαμένα βήματα των παιδικών σου χρόνων ο Οδυσσέας που ξαναβλέπει το νησί του έπειτα από τόσα χρόνια περιπλάνηση· η επιστροφή, η επιστροφή, η μεγάλη μαγεία της επιστροφής.
2
Στα αρχαία Ελληνικά η επιστροφή λέγεται νόστος. 'Αλγος σημαίνει πόνος. Νοσταλγία είναι λοιπόν ο πόνος που προκαλεί σε κάποιον η ανικανοποίητη λαχτάρα της επιστροφής. Γι' αυτήν τη θεμελιακή έννοια οι περισσότεροι Ευρωπαίοι διαθέτουν μια λέξη ελληνικής καταγωγής (nostalgie, nostalgia), κι έπειτα άλλες λέξεις που έχουν τις ρίζες τους στην εθνική γλώσσα: anoranza λένε οι Ισπανοί· saudade λένε οι Πορτογάλοι. Σε κάθε γλώσσα αυτές οι λέξεις έχουν διαφορετική σημασιολογική απόχρωση. Συχνά σημαίνουν απλώς τη θλίψη που προκαλεί σε κάποιον η αδυναμία να επιστρέψει στη χώρα του. Πόνος, αρρώστια για τη χώρα σου. Αρρώστια για το σπίτι σου. Αυτό που λέγεται στα αγγλικά: homesickness. Ή στα γερμανικά: Heimweh. Ολλανδικά: heimwee. Πρόκειται όμως για χωρική συρρίκνωση αυτής της μεγάλης έννοιας. Τα ισλανδικά, μια από τις παλαιότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, κάνουν διάκριση ανάμεσα σε δύο όρους: soeknudur: νοσταλγία με τη γενική σημασία· και heimfra: πόνος, αρρώστια για τη χώρα σου. Οι Τσέχοι, πλάι στη λέξη νοσταλγία, που την πήραν από τα ελληνικά, έχουν δικό τους ουσιαστικό γι' αυτή την έννοια: stesk, και δικό τους ρήμα· η συγκινητικότερη ερωτική φράση των Τσέχων: styska se mi po tobe: σε νοσταλγώ· δεν μπορώ να υποφέρω τον πόνο της απουσίας σου. Στα ισπανικά η anoranza βγαίνει από το ρήμα anorar (νοσταλγώ), που βγαίνει από το καταλάνικο envoyar, το οποίο προέρχεται από το λατινικό ignorare (αγνοώ). Στο φως της ετυμολογίας η νοσταλγία εμφανίζεται σαν πόνος της άγνοιας. Είσαι μακριά και δεν ξέρω τι γίνεσαι. Η χώρα μου είναι μακριά και δεν ξέρω τι γίνεται εκεί πέρα. Ορισμένες γλώσσες έχουν δυσκολίες με τη νοσταλγία: οι Γάλλοι μπορούν να την εκφράσουν με το ελληνικής καταγωγής ουσιαστικό, δεν έχουν όμως ρήμα· μπορούν να πουν: je m' ennuie de toi, μου λείπεις, αλλά η λέξη s' ennuyer (που η πρώτη σημασία της είναι «πλήττω») είναι αδύναμη, ψυχρή, και πάντως πολύ ανάλαφρη για ένα τόσο σημαντικό συναίσθημα. Οι Γερμανοί σπάνια χρησιμοποιούν τη λέξη νοσταλγία με την ελληνική μορφή και προτιμούν να πουν Sehnsucht: πόθος για κάτι απόν αλλά η λέξη Sehnsucht μπορεί να αναφέρεται σε κάτι που υπήρξε και σε κάτι που δεν υπήρξε ποτέ (μια καινούρια περιπέτεια), άρα δεν εμπεριέχει κατανάγκην την ιδέα ενός νόστου· για να εκφράσει η Sehnsucht την έμμονη ιδέα της επιστροφής, χρειάζεται αντικείμενο: Sehnsucht nach der Vergangenheit, nach der verlorenen Kindheit, nach der ersten Liebe (πόθος του παρελθόντος, της χαμένης παιδικής ηλικίας, της πρώτης αγάπης).
Στην αυγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού γεννήθηκε η Οδύσσεια, το θεμελιώδες έπος της νοσταλγίας. Ας υπογραμμίσουμε: ο Οδυσσέας, ο κατεξοχήν άνθρωπος της περιπέτειας όλων των εποχών, είναι και ο κατεξοχήν άνθρωπος της νοσταλγίας. Πήγε (χωρίς να το πολυθέλει) στον πόλεμο της Τροίας, όπου έμεινε δέκα χρόνια. Έπειτα θέλησε να γυρίσει γρήγορα στη γενέτειρά του την Ιθάκη, αλλά οι μηχανορραφίες των θεών παρέτειναν την περιπλάνηση του, στην αρχή για τρία χρόνια, γεμάτα από τα πιο αλλόκοτα γεγονότα, κι έπειτα για άλλα εφτά χρόνια, που τα πέρασε, όμηρος και εραστής, κοντά στη θεά Καλυψώ, η οποία τον ερωτεύτηκε και δεν τον άφηνε να φύγει απ' το νησί της.
Στην πέμπτη ραψωδία ο Οδυσσέας λέει στην Καλυψώ: «το είδα και καλά το ξέρω, η Πηνελόπη αντίκρυ σου, όσο κι αν δεν της λείπει η φρόνηση, σου υπολείπεται και στη μορφή και στο παράστημα... Κι όμως, εν γνώσει μου το θέλω και το επιθυμώ, απ' το πρωί ώς το βράδυ, σπίτι μου να γυρίσω, να δω κι εγώ τη μέρα της επιστροφής». Και συνεχίζει ο Όμηρος: καθώς μιλούσε, «άρχισε να δύει ο ήλιος, έπεσε το σκοτάδι· προχώρησαν οι δυο τους στο κοίλο βάθος της σπηλιάς, κοιμήθηκαν μαζί, και χάρηκαν μαζί φιλί κι αγκάλη» [μετ. Δ.Ν.Μαρωνίτης].
Τίποτε ανάλογο στην άχαρη ζωή που πέρασε η Ίρενα, αυτοεξόριστη από χρόνια. Ο Οδυσσέας κοντά στην Καλυψώ πέρασε πραγματική ντόλτσε βίτα, ζωή άνετη, ζωή χαρισάμενη. Ωστόσο, ανάμεσα στην ντόλτσε βίτα στα ξένα και την παρακινδυνευμένη επιστροφή στο σπίτι, διάλεξε την επιστροφή. Αντί για την περιπαθή εξερεύνηση του αγνώστου (την περιπέτεια) προτίμησε την αποθέωση του γνωστού (την επιστροφή). Αντί για το άπειρο (γιατί η περιπέτεια υποτίθεται πως διαρκεί επ' άπειρον) προτίμησε το πεπερασμένο (γιατί η επιστροφή είναι η συμφιλίωση με την περατότητα της ζωής).
Οι Φαίακες ναυτικοί απόθεσαν τον Οδυσσέα μαζί με το σεντόνι και το σκέπασμα του, χωρίς να τον ξυπνήσουν, στην παραλία της Ιθάκης, στη ρίζα μιας ελιάς, και έφυγαν. Αυτό ήταν και το τέλος του ταξιδιού. Ο Οδυσσέας κοιμόταν εξαντλημένος. Όταν ξύπνησε, δεν ήξερε πού βρίσκεται. Έπειτα η Αθηνά έδιωξε απ' τα μάτια του την ομίχλη και ήρθε η μέθη· η μέθη της Μεγάλης Επιστροφής· η έκσταση του γνωστού· η μουσική που δονούσε τον αέρα μεταξύ ουρανού και γης: είδε τον όρμο που γνώριζε από μικρό παιδί, το δασωμένο βουνό που υψωνόταν πίσω του, και χάιδεψε τη γέρικη ελιά για να βεβαιωθεί πως είχε μείνει η ίδια όπως και πριν από είκοσι χρόνια.
Το 1950, όταν ο Άρνολντ Σαίνμπεργκ ήταν ήδη δεκατέσσερα χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος τού έκανε μερικές κουτοπόνηρες ερωτήσεις: είναι αλήθεια ότι οι καλλιτέχνες που εκπατρίζονται χάνουν τη δημιουργική τους δύναμη; ότι αποστεγνώνει η έμπνευση τους, όταν πάψει να τρέφεται από τις ρίζες της γενέθλιας χώρας;
Γιά φαντάσου! Πέντε χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα! Κι ένας Αμερικανός δημοσιογράφος δεν συγχωρεί στον Σαίνμπεργκ ότι δεν έμεινε προσκολλημένος σ' εκείνη τη γωνιά της γης όπου είχε αρχίσει να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του η φρίκη της φρίκης! Αλλά τι να γίνει! Ο Όμηρος τίμησε τη νοσταλγία με δάφνινο στεφάνι και καθόρισε έτσι μια ηθική ιεραρχία των συναισθημάτων. Στην κορυφή βρίσκεται η Πηνελόπη, πολύ πιο πάνω από την Καλυψώ.
Η Καλυψώ, αχ η Καλυψώ! Τη σκέφτομαι συχνά. Αγάπησε τον Οδυσσέα. Έζησαν εφτά χρόνια μαζί. Δεν ξέρουμε πόσον καιρό μοιράστηκε ο Οδυσσέας το κρεβάτι της Πηνελόπης, πάντως όχι τόσο μεγάλο διάστημα. Κι όμως, εμείς εξυμνούμε τον πόνο της Πηνελόπης και περιγελούμε το κλάμα της Καλυψώς.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις