0
Your Καλαθι
Κωμικοί έρωτες ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Οι Κωμικοί έρωτες, γραμμένοι μέσα σε μια δεκαετία, μεταξύ 1959 και 1968, πριν δηλαδή από το Αστείο (1967) και παράλληλα με αυτό, εκδίδονται το 1970 και θεωρούνται έτσι το δεύτερο έργο του Κούντερα. «Ώς τα τριάντα μου» λέει σε συνέντευξή του ο Κούντερα «έγραφα διάφορα πράγματα: κυρίως μουσική, αλλά και ποίηση, έγραψα ακόμα κι ένα θεατρικό,[...] αναζητώντας τη φωνή μου, το ύφος μου, αναζητώντας τον εαυτό μου. Με την πρώτη ιστορία των Κωμικών ερώτων) γραμμένη το 1959) είχα τη βεβαιότητα πως "με βρήκα". Έγινα πεζογράφος, μυθιστοριογράφος, και δεν είμαι τίποτ' άλλο».
Το εντυπωσιακό είναι ότι με το έργο αυτό, που αρθρώνεται σε επτά ανεξάρτητες ιστορίες, ο Κούντερα δεν έχει βρει μόνο τα θέματά του, προαναγγέλλοντας έτσι τα κατοπινά μυθιστορήματά του, αλλά και τα εκφραστικά του μέσα, το ύφος του, πλήρως διαμορφωμένο ήδη.
Κωμικοί έρωτες, δηλαδή έρωτες για γέλια, στην κατηγορία μάλλον του ασόβαρου παρά του γελοίου, με τον γνωστό πικρό σαρκασμό με τον οποίο ανατέμνει ο συγγραφέας την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου και της εποχή τους.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Να ένα βιβλίο, του οποίου η αναθεωρημένη και συμπληρωμένη επανέκδοση, όχι μόνον εμένα, πιστεύω, αλλά και πολλούς ακόμα αναγνώστες της πρώτης του εκδοχής (όταν κυκλοφόρησε προ 25ετίας και πλέον, αν δεν απατώμαι, με τον τίτλο «Γελοίοι έρωτες»), μας αναγκάζει κατά κάποιον τρόπο να συνειδητοποιήσουμε μια απωθημένη σκέψη: ότι, δηλαδή, οι απόψεις του είχαν κλονίσει βεβαιότητές μας περί τα ερωτικά. Κατά καιρούς ανέφερα -με εύθυμο δισταγμό- το γεγονός, που μάλλον ακούγεται ηχηρό και οπωσδήποτε υπερβολικό. Αλλά, φαίνεται, η προσωπική, ειδική συνθήκη που συνόδευσε την παλιά εκείνη επαφή μου με το... αποδομητικό πνεύμα τού, ολιγομεταφρασμένου τότε στα καθ' ημάς, Κούντερα, βοήθησε ώστε, σε κάποιο βαθμό έστω, να συμβεί η περί ης ο λόγος απομυθοποίηση.
Και να υπολογίσει κανείς ότι η συγκεκριμένη άκρως απαισιόδοξη και αγχινούστατη, συν τοις άλλοις, συλλογή διηγημάτων γράφτηκε όταν ο δημιουργός της ήταν ένας σχετικά νέος Τσέχος διανοούμενος (μεταξύ 1959 και 1968)... Ας σημειωθεί, επίσης, ότι στις σελίδες της κυκλοφορούν τα μόνιμα μεγάλα θέματα που θα απασχολήσουν τον συγγραφέα της μεταγενέστερα, τα σχετικά με: την αγάπη, την πίστη, την ταυτότητα, το είναι και το φαίνεσθαι.
Πρόκειται για κείμενα αποφασιστικής σημασίας για τον Κούντερα, διότι μέσω αυτών ο δημιουργός τής «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι» βρίσκει τον δρόμο που του ταιριάζει: εκείνον του πεζογράφου, ο οποίος θέλει, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, να φωτίσει την πραγματικότητα (τη δική του σε κάθε περίπτωση) ρίχνοντας πάνω της μια ψύχραιμη και διόλου εξιδανικευτική ματιά. Γιατί η ευφυΐα του δεν του επιτρέπει να γράφει σαν κάποιος αφελής οπτιμιστής, οπότε ο κόσμος αναπαρίσταται με ανελέητο σαρκασμό, εντός σαφών περιγραμμάτων. Πεζά και δοκίμιά του (από το «Αστείο» μέχρι την «Αθανασία» και την «Αγνοια») διαπερνώνται από ένα σωτήρια καταλυτικό χιούμορ, που δεν ορρωδεί προ ουδενός: επινοημένοι και μη ήρωές του... υποφέρουν κυριολεκτικά, από τα βέλη του, τα οποία, αν θέλετε, δεν είναι χολερικά, είναι προϊόντα, απλώς, ενός καθαρού, κριτικού νου, απότοκα μιας ιδιοσυγκρασίας αποφασισμένης να δει ξεκάθαρα τα πρόσωπα του Ιανού γύρω της, τις πολλές αλήθειες, την απάτη της φαινομενικότητος και το απροσδιόριστο της ουσίας. Μιας ουσίας η οποία από το κοινωνικό καθεστώς κάτω από το οποίο έζησε επί πολλά χρόνια ο Κ., έπρεπε πάση θυσία να παρουσιάζεται «υπαρκτή», υπηρετούμενη και θεοποιημένη ως μοναδική αλήθεια.
Ως Τσέχος, ο Κούντερα διαθέτει χιούμορ, αίσθηση της δύναμης του παραβατικού, της χαρούμενα απελπισμένης αμφισβήτησης: μιας αντιλογίας η οποία, δηλαδή, τρέφεται από την εύθυμη κατάφαση προς το μηδέν, προς το παράλογο του σύμπαντος κόσμου. Είναι ανάγκη να θυμίσω τον Κάφκα, τον Χάσεκ, τον Μρόζεκ, τον Φόρμαν και όλο το υπέροχα αποκλίνον του (ακαδημαϊκού τότε) κανόνος τσεχικό σινεμά της δεκαετίας του '60; Ονόματα και αισθητικές φόρμες που επηρέασαν σίγουρα την πρόζα του Κούντερα.
Οι «Κωμικοί έρωτες» εισηγούνται, λοιπόν, μία καυστική, αδιάλλακτη θα 'λεγα στην κριτική της γραμμή, έκφραση για την περιοχή που δηλώνει ο τίτλος. Πνεύμα και σαρξ εντός ενός φαύλου κοινωνικού περίγυρου, που σημαίνεται έντονα, μπαίνουν στο στόχαστρο των εφτά ευσύνοπτων ιστοριών του βιβλίου. Ο Κούντερα με τα εν λόγω κείμενά του δίνει συγκαλυμμένες φιλοσοφικές, ψυχαναλυτικές και κοινωνικοπολιτικές, εν τινι μέτρω, «διαλέξεις». Οι μυθοπλασίες του, όμως, είναι ευκρινείς, ακριβείς και ευχάριστες, απορροφώντας, με την παραδοξότητα της ίντριγκας και τη θερμότητα του «ανθρώπινου δείγματος», την όποια εργαστηριακή, δοκιμιακή προγραμματικότητα. Π.χ. στο διήγημα «Κανείς δεν θα γελάσει» το θέμα αφορά τον σχετικισμό, είναι λόγος περί αληθείας. Αν και όχι μόνο, βέβαια. Εδώ ο δαιμόνιος Κ. συμπλέκει τον αυτισμό, τους παράλληλους μονολόγους, το ατελέσφορο της γλώσσας, την έλλειψη επικοινωνίας, τις σκοτεινές ανθρώπινες εμμονές με ένα Σύστημα που επιτείνει ή και κάνει πιο ευδιάκριτα τα συγκεκριμένα, εγγενή στον καθένα, σύνδρομα. Στο «Συμπόσιο», κείμενο που κάνει τη διαφορά σε σχέση με τα υπόλοιπα της συλλογής, η μορφή θυμίζει σε μεγάλο βαθμό πλατωνικό διάλογο. Η ιδιότητα του Δον Ζουάν στο πρόσωπο ενός γιατρού, που συζητάει ή και συμμετέχει (σ)τα ερωτικά με συναδέλφους του ένα βράδυ εφημερίας του νοσοκομείου, ανατέμνεται. Πέριξ αυτού του ήρωα δορυφορούν και άλλα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, τα οποία επίσης βυθομετρώνται όσον αφορά τη σχέση τους με τα ερωτικά. Τα περισσότερα αντιμετωπίζουν το θέμα με έναν τρόπο διανοητικό, αφαιμαγμένο, ιδιαίτερα ο γυναικοκατακτητής γιατρός, που δίνει μεγαλύτερο βάρος στο Εγώ παρά στην όποια ερωτική επικοινωνία και απόλαυση.
Νομίζω ότι αυτό που απασχολεί κεντρικά τον Κ. είναι το πώς θα μεταφέρει την αίσθηση του ελλείμματος, της απουσίας ενός βαθύτερου νοήματος στην υπόθεση του αισθήματος και της λίμπιντο. Διεισδύοντας στην ερωτική συνθήκη μάς μεταφέρει τον κλαυσίγελό του από τα αδιέξοδα που συναντά, παράγωγα ψυχικών δυσπλασιών και σκοτεινών χασμάτων. Φυσικά, ο παράξενος αυτός χορός που περιγράφεται, γίνεται δίπλα στο χείλος του υπαρξιακού κρημνού, οργανωμένος από τη σωματική φθορά, θα παρατηρούσε κανείς, χωρίς να πρωτοτυπεί. Το διήγημα «Ο γιατρός Χάβελ είκοσι χρόνια μετά» είναι μία καλή λεπτομέρεια στον προηγούμενο πίνακα: ο πάλαι ποτέ γυναικοκατακτητής ήρωας, ο ίδιος που συναντήσαμε στο «Συμπόσιο», εδώ βιώνει θλιβερά τις επιπτώσεις του γήρατος, για να διαπιστώσει εξίσου θλιβερά ότι γίνεται αρεστός μόνο μέσα από την εκμετάλλευση της ωραιότητος της ηθοποιού συζύγου του. Δεν παραλείπει, όμως, και σ' αυτή την αρκούντως γελοία κατάσταση να διδάσκει την τέχνη τού αρέσκειν σε αρχαρίους.
Ενας άλλος «φροντιστής», προηγουμένως, στο «Χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου», που κυνηγάει γυναίκες για να παρατείνει τη νεότητά του, δεν είναι σε θέση να πείσει τον μαθητή του, αφηγητή, για την αθωότητα της θεραπευτικής αυτής αγωγής, αν και ο τελευταίος δεν είναι σίγουρος τελικά για την ορθότητα της καταδικαστικής του απόφασης εις βάρος του εκγυμναστή του.
Οι συντελεστές της φθοράς και της ύπαρξης είναι εξόφθαλμοι στις περισσότερες σελίδες του βιβλίου. Οπως και άλλοι που υπαινίχτηκα: τι εξαναγκάζει το νεαρό ζευγάρι στο «Παιχνίδι του ωτοστόπ» να υποδυθεί ρόλους ξένους (;) προς την αληθινή του ταυτότητα; Ο νεαρός και η συντηρητική, εξωτερικά, φίλη του που ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο για την εξοχή, υποχρεώνονται σχεδόν από τις εντολές του «σκοτεινού» τους πόθου να κατασκευάσουν ένα άλλο, σεξουαλικό σκηνικό, για να μεταμορφωθούν σε μηχανές επιθυμίας και να ανακαλύψουν, τελικά, την αποξένωση.
Οπωσδήποτε και στο σύνθετο ψυχαναλυτικά «Οι παλιοί νεκροί να παραχωρήσουν τη θέση τους στους καινούριους» ο χρόνος μόνον ως παθητικό μπορεί να υπολογισθεί, τουλάχιστον από την πλευρά της γερασμένης ηρωίδας, που πλαγιάζει με ένα παλιό της φλερτ στην επαρχιακή πόλη, τόπο ταφής του πρώην συζύγου της. Ούτε η μεταφυσική διασώζει τίποτα. Ο υποκριτικός, αλλά ταυτόχρονα και παράδοξα έντιμος διάλογος που ανοίγει μαζί της ο ήρωας του «Ο Εντουαρντ και ο Θεός» μέσα από εντελώς αντιφατικά, αλληλοσυγκρουόμενα αισθήματα, εντός ενός υποκριτικού περιβάλλοντος, τον οδηγούν σε μια εσωτερική γαλήνη, όμοια με εκείνη τη συζητήσιμη στις σαρκαστικές ταινίες του Μπουνιουέλ.
Ο Γιάννης Χάρης, σε μια απόδοση που εγκρίθηκε από τον Κούντερα, δημιουργεί στέρεα γέφυρα επικοινωνίας με το διόλου εύκολο αυτό βιβλίο, ένα εγκόλπιο ...αμφιβολίας για την καθαρότητα του έρωτα (στην πραγματικότητα είναι ένα κείμενο αφορισμών για τη γελοιότητα των ανθρωπίνων γενικότερα).
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/02/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις