0
Your Καλαθι
Η Λεγάμενη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο τόπος μας ήταν εύφορος και ήμερος.... Θαρρείς ο Θεός τον είχε ιδιαίτερα ευλογήσει. Ό,τι φύτευες βλάσταινε, έδινε καρπούς, οι ροδιές, οι πορτοκαλιές, οι φιστικιές, κι ό,τι έβαζες στους κήπους. Οι άνθρωποι καρπεροί... τα ζώα καρπερά... τα καϊκια μας καλοτάξιδα... Χρόνια - απ' το μεγάλο σεισμό - είχε ν' ακουστεί κακό.
Μέχρι που εμφανίστηκε η Μάρσι Λαντ... για να μας παρασύρει σ' έναν ανεμοστρόβιλο παθών και να ταράξει επικίνδυνα την ακύμαντη επιφάνεια της ήσυχης ζωής μας.
Φαίνεται πως υπάρχουν πλάσματα μοναδικά που μπορούν, με την αύρα τους και μόνο, να επηρεάζουν τη μοίρα και το πεπρωμένο των άλλων, τη φορά των ανέμων, τη ροή της θάλασσας...Να γητεύουν μ' έναν τρόπο μαγικό τις ψυχές και τη ζήση μας...
Τι γύρευε η Λεγάμενη στα μέρη μας; Ποια μυστικά κουβαλούσε; Ποιο βλέμμα την παρακολουθούσε ακόμη και στις πιο απόκρυφες στιγμές της; Κι όλοι αυτοί οι θάνατοι που ακολούθησαν τον ερχομό της ήταν συμπτωματικοί ή είχαν μια μοιραία σχέση μαζί της;
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το μυθιστόρημα της Ζέτας Κουντούρη είχε κυκλοφορήσει τον περασμένο χρόνο στη μικρόσχημη σειρά των ελληνικών αστυνομικών του «Κέδρου» και δεν προσέχτηκε από την κριτική, δεν γνωρίζω αν έγινε το ίδιο και από τους αναγνώστες. Ωστόσο το μυθιστόρημα μόνον κατ' ευφημισμόν μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει αστυνομικό. Ευτυχώς, για το ίδιο το μυθιστόρημα, ο εκδοτικός του οίκος το κατάλαβε και φέτος το τοποθέτησε στη σωστή του θέση, στη σειρά της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επανεκδίδοντάς το με άλλο σχήμα και εξώφυλλο.
Και γράφω «ευτυχώς» γιατί το μυθιστόρημα της Κουντούρη λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και βαίνει πέραν ακόμη και του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος με τις πολλές κοινωνικές (και πολιτικές με την ευρεία έννοια του όρου) διαστάσεις του. Αν κυκλοφορούν κάποιοι αστυνομικοί στις σελίδες του ή αν πιστοποιούνται κάποιοι δυσεξήγητοι θάνατοι, δεν αλλάζουν το κουκούτσι του μυθιστορήματος, απλώς το κάνουν πιο θελκτικό στην αναζήτησή του. Θα έλεγα μάλιστα ότι το μυθιστόρημα της Κουντούρη, ως ατμόσφαιρα, περισσότερο φλερτάρει με το θρίλερ παρά με το αστυνομικό. Γιατί δεν παίζει με τους όρους του αστυνομικού που εδράζονται κυρίως στην αναζήτηση του ενόχου κάποιου συγκεκριμένου εγκλήματος μέσα από μια έλλογη πορεία χειροπιαστών αποδείξεων, αλλά με μια γενικευμένη ασάφεια και αοριστία που δημιουργεί η αποσπασματικότητα και η διαρκής υπονόμευση και ανατροπή του συγκεκριμένου και χειροπιαστού. Εξού και η γοητεία του μυθιστορήματος της Κουντούρη. Ηδη το αμφιλεγόμενο ξεκινά από τον τίτλο. Ποιον αποκαλούμε «λεγάμενο»; Αυτόν που αποφεύγουμε να κατονομάσουμε, σύμφωνα με τα λεξικά μας. Ποιον όμως αποφεύγουμε να κατονομάσουμε; Μήπως αυτόν που μας προκαλεί φόβο, επειδή δεν μπορούμε να τον τοποθετήσουμε στα οικεία σε μας καλούπια, άρα να τον οικειοποιηθούμε; Ας μην ξεχνάμε πως στη λαϊκή παράδοση, αντί της λέξης διάβολος, συχνά χρησιμοποιείται η λέξη «ο ακατονόμαστος».
Το συλλογικό ασυνείδητο
Και η Μάρσι Λαντ -αυτό είναι το όνομα της «λεγάμενης»- στο συλλογικό ασυνείδητο των κατοίκων του νησιού, όπου εμφανίζεται μια ωραία πρωία από το πουθενά, λειτουργεί σχεδόν σαν τον ακατονόμαστο. Αλλά και το όνομα Μάρσι Λαντ μήπως σχετίζεται με την αγγλική λέξη -η λεγάμενη υποτίθεται ότι είναι Εγγλέζα- marshy, που σημαίνει βαλτώδης, δηλαδή ένα κομμάτι γης που είναι ασταθές, σκοτεινό και θανάσιμα επικίνδυνο για όποιον πέσει μέσα σ' αυτό; Γιατί, σύμφωνα με το μυθιστόρημα της Κουντούρη, από τη στιγμή που η, παράξενα γοητευτική και απόμακρη προς όλους, γυναίκα ξεμπαρκάρει στο ειδυλλιακό νησί, όλα, τα μέχρι τότε, ήσυχα, γνώριμα και τακτοποιημένα, έρχονται τα πάνω-κάτω. Ο,τι έχει συμβεί στον φιλήσυχο αυτόν τόπο το μαθαίνουμε από τη γραπτή μαρτυρία ενός νεαρού φιλόλογου, έφηβου την εποχή της μοιραίας Μάρσι, με την προτροπή ενός περιθωριακού και συνταξιούχου πια αστυνόμου, που είχε κι αυτός εμπλακεί στα τεκταινόμενα. Ετσι ξεκινά το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους (το μυθιστόρημα χωρίζεται σε τρία μέρη). Από τις πρώτες ήδη σελίδες η Κουντούρη αρχίζει το παιχνίδι των αντιθέσεων. Από τη μια, οι εικόνες ενός καρπερού, γόνιμου, φωτεινού, αισιόδοξου τόπου, που έχει απωθήσει στη μνήμη του γεγονότα κακά, όπως ένας μεγάλος καταστρεπτικός σεισμός, κι από την άλλη, η εμφάνιση μιας άγνωστης γυναίκας, ολομόναχης, που κανείς δεν ξέρει από πού κρατά η σκούφια της και που από τις πρώτες μέρες δείχνει ότι δεν θέλει παρά τις στοιχειώδεις επαφές με τους ντόπιους. Σταδιακά, ανοίγοντας η συγγραφέας με αφηγηματική μαεστρία τα φύλλα της ιστορίας της , και με τις δόσεις εκείνες που επιτρέπουν να αναδυθεί η φοβική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το ξένο και ανοίκειο σώμα μέσα στην κλειστή κοινωνία, προκαλεί στον αναγνώστη όλο και μεγαλύτερη ένταση, καθώς τίποτε δεν αποκαλύπτεται από τα όσα υπονοούνται. Και δεν αποκαλύπτεται τίποτε γιατί η ίδια η Μάρσι Λαντ δεν αποκαλύπτει τίποτε, εφόσον ούτε διαψεύδει ούτε βεβαιώνει τις διάφορες αντικρουόμενες φήμες που φουντώνουν γύρω από το άτομό της. Ωστόσο η συγγραφέας προσφέρει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να μάθει κάποια πράγματα για τη λεγάμενη, τα οποία δεν μπορεί ο ανήσυχος κόσμος του νησιού. Πώς; Μέσα από το βλέμμα αυτού που κρυφά την παρακολουθεί, από την πρώτη στιγμή που εγκαθίσταται σ' ένα μοναχικό και απόμερο σπίτι. Οι σχεδόν παραληρηματικές σκέψεις του για το τι βλέπει καταγράφονται εμβόλιμα και με πλάγια γραφή στο πρώτο και στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Η αναπάντεχη ταυτότητά του και ο ρόλος του θα αποκαλυφθούν μόλις στο τρίτο μέρος του βιβλίου. Στο μεταξύ θα έχουν συμβεί το ένα κακό μετά το άλλο, για τα οποία ευθέως ή πλαγίως θα ενοχοποιείται η «λεγάμενη». Οσο μάλιστα αυτά τα κακά -τρεις θάνατοι και μια πυρκαγιά- είναι λογικά δυσεξήγητα στη συνείδηση του κόσμου, θα συνδέονται με το ξένο, ανοίκειο, φοβικό αλλά και λιγάκι μαγικό που εκφράζει η γυναίκα, η οποία, σε πείσμα όλων, εξακολουθεί να ζει και να πράττει σύμφωνα με τα δικά της πιστεύω. Κάποια στιγμή η Κουντούρη, για να θολώσει ακόμη περισσότερο τα νερά και να κάνει να νομίσουμε ότι πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, εμφανίζει και δύο αστυνομικούς. Ο πρώτος είναι αυτός που αργότερα θα προτρέψει τον νεαρό φιλόλογο να γράψει την ιστορία που διαβάζουμε. Ο Πέτρος Λυρίδης είναι το αντίθετο του Κώστα Χαρίτου. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή, που είναι εντελώς ρημαγμένη. Ο ίδιος κουβαλάει ασήκωτο πόνο και ενοχή. Μάλλον προς τους looser αστυνόμους του Ζαν Κλοντ Ιζό γέρνει. Η ερωτική του έλξη για τη «λεγάμενη», αναμενόμενη. Ο έτερος αστυνόμος, κανονικότατος. Σωστός στο ρόλο του, αλλά με ανθρωπιά. Τα παράλογα και τα μυστήρια δεν τον πείθουν. Αρα: ψάχνει, βρίσκει, σώζει.
Αφηγηματικοί ελιγμοί
Ωστόσο η συγγραφέας, ύστερα από εξαιρετικούς αφηγηματικούς ελιγμούς, τον κρυμμένο άσο της τον βγάζει στις τελευταίες σελίδες του τρίτου μέρους του μυθιστορήματός της. Και δεν έχει να κάνει ούτε με φόνους ούτε με μυστήρια, και βεβαίως ούτε με γυναίκες-μάγισσες, όπως ο κόσμος του νησιού πιστεύει ότι είναι η Μάρσι Λαντ. Το μυστικό της Μάρσι Λαντ είναι πέρα για πέρα ανθρώπινο και σχετίζεται με μια μέγιστη απώλεια της παιδικής της ηλικίας που είχε συμβεί στον τόσο άξενο γι' αυτήν τόπο. Η γυναίκα επέστρεψε στον τόπο αυτό για να ξορκίσει αυτήν ακριβώς την απώλεια, να ξεπεράσει τον πόνο, να ξανασυνδεθεί με την παιδική της ηλικία και να καλύψει το κενό που τη χώριζε από αυτήν. Ολα τα υπόλοιπα ήταν αποκυήματα της φαντασίας των ανθρώπων, δηλαδή της συγγραφέως, που μας δίνει ένα καλογραμμένο, άρτια οργανωμένο μυθιστόρημα, που γνωρίζει να ανοίγει τα φύλλα του όταν πρέπει, που προκαλεί με έξυπνο τρόπο την περιέργεια του αναγνώστη, που του προσφέρει καλοδουλεμένους χαρακτήρες με τις ασάφειες που χρειάζονται για ένα τέτοιο μυθιστόρημα. Γενικά ένα μυθιστόρημα που ικανοποιεί και τον μέσο και τον υποψιασμένο αναγνώστη.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/11/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις