0
Your Καλαθι
Η νοσταλγία των δράκων
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
ΕΚΕΙΝΟΣ: Ιων Δρακάς, ένας εξηντάρης, ιδιότροπος και αψίθυμος καθηγητής, ειδικός στην προϊστορία. Παλιός και πολύπαθος κομουνιστής, διευθύνει σήμερα ένα σκιώδες μουσείο στην Αθήνα και ζεί αποξενωμένος από τον κόσμο.
ΕΚΕΙΝΗ: Ανδρομάχη Κουτρουμπά, μια νέα, όμορφη και δυναμική υπαστυνόμος, που συμβαίνει να είναι η κόρη του βασανιστή του Δρακά τον καιρό της Χούντας.
Οι δυό τους είναι αναγκασμένοι να συνεργαστούν, παρά την αμοιβαία αντιπάθειά τους, και να γυρίσουν μαζί όλη την Ευρώπη, αναζητώντας μιά πανάρχαια ανθρώπινη μούμια, που κλάπηκε απο το μουσείο του Δρακά. Ταυτόχρονα καλούνται να διαλευκάνουν το πρώτο έγκλημα στην ιστορία της ανθρωπότητας, αφού η μούμια ανήκει στο αρχαιότερο πιστοποιημένο θύμα δολοφονίας. Το ταξίδι τους, γεμάτο κινδύνους, απρόσμενες τροπές, παράξενες συναντήσεις, φοβερές αποκαλύψεις, θα φέρει τη βαθμιαία αλλαγή της σχέσης τους.
Ένα "φιλοσοφικό θρίλερ" που, με φόντο τη σημαδεμένη απο σύγχυση και βία Ευρώπη της εποχής μας, διερευνά ζητήματα όπως η φύση και η λογική του Κακού, η αναζήτηση της αλήθειας, τα όρια της γνώσης, η ανάγκη για μια πίστη και ο εκφυλισμός της, η αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στις σκοτεινές πλευρές του εαυτού του, η παρήγορη ικανότητά του ν' αγαπάει παρ' όλα αυτά. Αλλά επίσης: μια αλληγορία για τη σύγχρονη Ελλάδα, τη σχέση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της, τη θέση της στον σημερινό κόσμο.
Απόσπασμα
3 Αυγούστου, στο τρένο Ζυρίχης-Στουτγάρδης
Την Τρίτη μέρα του ταξιδιού η υπαστυνόμος Ανδρομάχη Κουτρουμπά ρώτησε τον συνταξιδιώτη της, για την ακρίβεια τον κρατούμενό της, τον καθηγητή Ίωνα Δρακά:
«Για πέστε μου, κύριε καθηγητά. Γιατί τέλος πάντων είναι τόσο σημαντική αυτή η μούμια;»
Ορίστε;
Ήταν πια μεσημέρι. Ήθελαν δύο ώρες ακόμα για να φτάσουν στη Στουτγάρδη. Είχαν μείνει σχεδόν αμίλητοι από τη στιγμή που έφυγαν από το Μιλάνο, άλλοτε βυθισμένοι σ' έναν σύντομο ύπνο και άλλοτε κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο με μάτια που τα έγδερνε ένα κόκκινο συρματόπλεγμα από ερεθισμένες φλέβες. Η αγρύπνια στον σταθμό του Μιλάνου, στο τρένο από τη Γένοβα πιο πριν, τα όσα είχαν συμβεί ακόμα πιο πριν απλώνονταν τώρα μέσα τους σαν δηλητήρια όξινης βροχής, αλλά πάντως ο κύριος καθηγητής φαινόταν να τ' αντέχει καλύτερα, ας ήταν εξήντα και βάλε. Ώς και οι αλλαγές τρένου (ποιος ξέρει πόσες τους έμεναν ακόμα) δεν έδειχναν να τον ενοχλούν, απεναντίας, έκανε σαν έφηβος που πρωτοταξιδεύει και διψάει για περιπέτειες, και αυτό εκνεύριζε την πάνω από τριάντα χρόνια νεότερή του Κουτρουμπά. Ωστόσο, με την ερώτησή της κατάφερε να τον βγάλει έξω από τα νερά του.
Ορίστε;
Ο Δρακάς την κοίταξε μ' εκείνο το βλέμμα του που έδειχνε από ανέκφραστο ως αγαθό, οπότε λειτουργούσε σαν βυθοσκόπιο. Απόκτημα από τα χρόνια της παρανομίας. Τι σήμαινε τώρα αυτή η ερώτηση; Ευγένεια - αποκλείεται. Πλήξη και αμηχανία έπειτα από τόσες ώρες σιωπής - πιο πιθανό, αν και καθόλου δεν του είχε δώσει την εντύπωση κοινωνικού ατόμου. Αλλά πάλι, γιατί ειδικά αυτή η ερώτηση; Μήπως προσπαθούσε να τον ψαρέψει; Μπορεί. Αλλά τι περίμενε να μάθει, αυτά ήταν γνωστά πράγματα. 'Η μπας και πράγματι δεν ήξερε; Ήταν δυνατό; Και δεν καταλάβαινε ότι η άγνοιά της την εξέθετε; Ναι, μπορεί να μην το καταλάβαινε. Τελικά, παρά τις σπουδές και το βαθμό της, δεν ήταν παρά ένα βλαχοστούρναρο, ένα τσιράκι που εκτελούσε εντολές χωρίς να έχει ιδέα τι σημαίνουν. Τι περιμένεις, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει...
Αλλά τότε, παράξενο που την έπιασε ξαφνικά η περιέργεια.
«Όταν σπουδάζατε εγκληματολογία, θα πρέπει να μάθατε κάτι για μούμιες.»
«Λίγα πράγματα. Οι μούμιες μας μιλάνε για το μακρινό παρελθόν. Αλλά στη δουλειά μας ενδιαφερόμαστε για το παρόν».
Απάντηση μπουνταλά μπάτσου. Τι άλλο να περιμένεις; Ας της απαντήσει, λοιπόν, σε μια γλώσσα που να την καταλαβαίνει.
«Η χώρα που υπηρετείτε, δεσποινίς, έχει επενδύσει πολλά στο μακρινό παρελθόν. Ό,τι πρωτιά διεκδικεί σήμερα, εκεί βρίσκεται. Λοιπόν. Ξέρετε που βρέθηκε η αρχαιότερη μούμια ανθρώπου;»
«Στην Ελλάδα, έτσι;»
«Αφήστε προς το παρόν την Ελλάδα. Μιλάμε για τις γνωστές μούμιες. Ποιες είναι οι αρχαιότερες στον κόσμο;»
«Οι αιγυπτιακές, φαντάζομαι».
«Όχι. Οι παλιότερες αιγυπτιακές μούμιες χρονολογούνται γύρω στο 2.600 π.Χ. Αναφέρομαι σ' αυτές που εννοείτε εσείς, τα βαλσαμωμένα πτώματα, γιατί στην Αίγυπτο έχουν βρεθεί και φυσικές μούμιες, που φτάνουν ως το 3.100 π.Χ. Υπάρχει, έπειτα, μια μεγάλη σειρά μακάβρια ευρήματα από τη βορειοδυτική Ευρώπη, μούμιες ανθρώπων που τους έσφαξαν ή τους στραγγάλισαν και τους πέταξαν σε έλη. Είναι οι λεγόμενοι Ανθρωποι των Βάλτων. Μερικοί μας έρχονται ίσως και από το 3.000 π.Χ., αλλά οι περισσότεροι είναι από τα ρωμαϊκά χρόνια. Έχουμε, επίσης, τις μούμιες που ανακαλύφθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στο Σινκιάνγκ της Κίνας. Αυτές όμως δεν είναι παλιότερες από το 2.000 π.Χ. Στις Ανδεις του Περού και της Χιλής έχουν βρεθεί κάτι μούμιες που λέγεται πως μπορεί να φτάνουν ως το 5.000 ή ακόμα και ως το 7.000 π.Χ., αλλά ...»
«Σταθείτε. Τώρα θυμήθηκα τη Χουανίτα, εκείνη τη μούμια ενός μικρού κοριτσιού, που βρήκαν τελευταία στο Περού.»
«Προς Θεού, δεσποινίς Κουτρουμπά! Η Χουανίτα είναι από το τέλος της εποχής των Ίνκας. Έχει - δεν έχει ηλικία πέντε αιώνων.»
«Τότε λοιπόν;»
«Τουλάχιστον στον Παλιό Κόσμο, η αρχαιότερη μούμια είναι ο άνθρωπος της κοιλάδας Οτς, ο Ότσι, όπως τον λένε. Τον ανακάλυψαν το 1991 στον παγετώνα Ζιμιλάουν των Αλπεων, σε υψόμετρο 3.210 μέτρων, στα σύνορα Αυστρίας και Ιταλίας. Πέθανε γύρω στο 3.300 π.Χ.»
«Κάτι θυμάμαι πως έχω διαβάσει.»
«Εντυπωσιακό εύρημα, οπωσδήποτε. Βρέθηκε σε άριστη κατάσταση, με τα ρούχα του, τα όπλα του και τα εργαλεία του, άλλα πέτρινα και άλλα χάλκινα. Ένας κυνηγός, ένας βοσκός, ένας σαμάνος ή ίσως ένας έμπορος χαλκού, που αιφνιδιάστηκε από χιονοθύελλα και θάφτηκε στα χιόνια. Η μούμια του Ίβυκου όμως, η δική μας μούμια, είναι πολύ, πολύ παλιότερη.»
«Πόσο παλιότερη, δηλαδή;»
Τι να της έλεγε; Πόσα από αυτά που ήξερε ή υποψιαζόταν ήταν σωστό να της εκμυστηρευτεί;
«Τουλάχιστον από τα μέσα της νεολιθικής εποχής», είπε αόριστα.
«Που σημαίνει, σε χρόνια;»
«Ας πούμε, εφτά - οχτώ χιλιάδες χρόνια πριν.»
Ένιωσε σαν επικοντιστής αναγκασμένος να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι είχε βελτιώσει το παγκόσμιο ρεκόρ κατά ένα εκατοστό, ενώ είχε πηδήσει είκοσι πόντους πάνω από τον πήχυ.
Η υπαστυνόμος σώπαινε.
«Σας θυμίζω τώρα αυτό που είπατε. Ότι οι μούμιες μας μιλάνε για το μακρινό παρελθόν. Στην πραγματικότητα μας λένε πολλά και σπουδαία. Τα μαλλιά, το δέρμα, τα δακτυλογλυφικά, το DNA, τα υπολείμματα τροφής στο στομάχι δίνουν οριστική απάντηση σε ό,τι ένας σκελετός αφήνει ανοιχτό σε δεκάδες υποθέσεις. Πώς ακριβώς ήταν εκείνος ο άνθρωπος, πως ζούσε, τι έτρωγε, τι αρρώστιες είχε. Πώς πέθανε. Που ανήκε εθνοφυλετικά, με ποιους λαούς συγγένευε και με ποιους όχι. Αλλοτε οι μούμιες επιβεβαιώνουν τις καθιερωμένες απόψεις, άλλοτε τις ανατρέπουν. Οι μούμιες της Αιγύπτου απέδειξαν ότι είχαμε δίκιο να θεωρούμε τους αρχαίους Αιγυπτίους κράμα Σημιτών και Βερβέρων, με ισχυρή νεγροειδή πρόσμειξη. Αντίθετα, οι μούμιες πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια ζούσε στην καρδιά της Ασίας ένας λαός με καυκάσια χαρακτηριστικά και ξανθά μαλλιά. Και τώρα η μούμια του Ίβυκου. Η μούμια ενός Προέλληνα, που έζησε τουλάχιστον τρεις χιλιετίες πριν από την εποχή που υποτίθεται ότι έφτασαν στον ελλαδικό χώρο τα πρώτα ελληνικά φύλα. Αιώνες τώρα αυτοί οι Προέλληνες, οι Πελασγοί, είναι σπαζοκεφαλιά για την επιστήμη. Από που κρατούσαν; Ήταν Ινδοευρωπαίοι ή Σημίτες ή κάτι άλλο; Μήπως οι Έλληνες ήταν και αυτοί Πελασγοί;»
Δεν έδειχνε εντυπωσιασμένη. Κοιτούσε μάλλον αφηρημένα έξω από το παράθυρο το βαθύ πράσινο της γερμανικής υπαίθρου, κάτω από έναν ουρανό που ετοιμαζόταν πάλι για βροχή.
«Τους προϊστάμενους σας τους ενδιαφέρουν σήμερα αυτά», μουρμούρισε ο καθηγητής σχεδόν απολογητικά. «Τους ενδιαφέρουν ξανά, τέτοιοι που είναι οι καιροί. Εμένα όμως μ' ενδιαφέρουν άλλα».
Δεν τον είχε ρωτήσει τι τον ενδιέφερε. Αλλά του φαινόταν τώρα πως τον σνόμπαρε. Η θιγμένη επιστημονική αυθεντία του αποφάσισε ν' αποσυρθεί σε μια ψηλότερη κορυφή.
«Ο Ίβυκος σφάχτηκε άγρια και το πτώμα του ρίχτηκε σ' ένα έλος. Στην Κοπεγχάγη, ο καθηγητής Χόλμπεκ μπορεί να σας εξηγήσει τις θεωρίες που υπάρχουν για τους Ανθρώπους των Βάλτων, τις βορειοευρωπαϊκές μούμιες που σας έλεγα πριν. Ο Ίβυκος είναι η πρώτη μούμια που βρέθηκε μακριά από αυτό τον χώρο, στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Και είναι παλιότερη από τις υπόλοιπες. Πολύ παλιότερη. Φαίνεται πως έχουμε να κάνουμε με μια μυστηριώδη τελετουργία, που ο Ίβυκος μας φέρνει πολύ κοντά στις ρίζες μας. Αναρωτιέμαι μάλιστα, έπειτα απ' όσα έγιναν στη Γένοβα, μήπως...»
Σταμάτησε. Εκείνη εξακολουθούσε να κοιτάζει από το παράθυρο. Κάποια στιγμή τα μάτια της στένεψαν, σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι εκεί έξω.
«Και δεν μου λέτε, κύριε καθηγητά...»
Επιτέλους. Για να δούμε τώρα τι εντύπωση της έκαναν αυτά που είχε ακούσει. Ο Ίων Δρακάς τέντωσε τ' αφτιά του.
«Αφού ήταν τόσο σημαντική αυτή η μούμια, γιατί την είχατε τόσα χρόνια παραπεταμένη;»
Αλήθεια, γιατί;
Α, ώστε αυτό. Πάλι αυτό. Αυτό και τίποτε άλλο.
Γιατί, κύριε καθηγητά, η Ασφάλεια. Γιατί, κύριε καθηγητά, τα κανάλια και οι εφημερίδες. Γιατί, το Υπουργείο Πολιτισμού. Γιατί, ο Ιεροκλής, ο γιός του - ο κοιμισμένος. Γιατί, ακόμα και ο Γιώργος Λιαδέλης, ο βοηθός του (αν και πιο διακριτικά, είναι αλήθεια). Γιατί αφήσατε να σας κλέψουν (να μας κλέψουν) μέσα από τα χέρια τέτοιο υπερπολύτιμο εύρημα, τέτοιον εθνικό θησαυρό. Γιατί δεν μας είχατε πει καν ότι υπήρχε.
Γιατί, γιατί, γιατί; Σχεδόν κάθε φορά έδινε και άλλη απάντηση, και κάθε φορά ήταν οργισμένα ειλικρινής. Διότι το Μουσείο Προϊστορίας δεν είχε ποτέ κονδύλια και υπήρχε πιο πολύ στα χαρτιά παρά στην πραγματικότητα. Διότι η θέση του ίδιου ως εφόρου του Μουσείου ήταν υποβαθμισμένη και τυπική. Διότι η μούμια είχε απερίγραπτα χάλια, όταν ανέλαβε αυτός. Διότι επί σαράντα δύο χρόνια είχαν την ευθύνη της άλλοι, που... Διότι η γραφειοκρατία του Δημοσίου... Διότι η αδιαφορία του Κράτους... Διότι ο πόλεμος που του έκανε το ακαδημαϊκό κατεστημένο...
Ας φαίνονταν αντιφατικές οι απαντήσεις του. Στην πραγματικότητα φώτιζαν από διαφορετικές πλευρές το ίδιο πρόβλημα.
Ποιο πρόβλημα όμως; Αυτό ήταν που του διέφευγε τώρα, επειδή τις τελευταίες μέρες άλλα, πιο επίμονα και σημαντικά ερωτήματα τον είχαν κάνει να το παραπετάξει («γιατί την είχατε παραπεταμένη, κύριε καθηγητά;») στη χωματερή του μυαλού μου. Και δεν θα έκανε τη χάρη σ' αυτή τη χαφιέντζω να ψάξει εκεί για να το βρει. Έτσι, ενώ η βροχή χάραζε βελόνες στο τζάμι του παράθυρου, στύλωσε το βλέμμα του στο σκοτεινό πράσινο του ανταριασμένου τοπίου και αφέθηκε, για πρώτη φορά από τη στιγμή που άρχισε αυτό το ταξίδι, να μετράει τις άλλες βελόνες, εκείνες που η εσωτερική του βροχή αποτύπωνε μία μία στην οθόνη της συνείδησής του.
Τώρα που είχε βεβαιωθεί ότι τη μούμια δεν την έκλεψαν αρχαιοκάπηλοι (σε λίγο, στο Μύνστερ, το αργότερο στην Κοπεγχάγη, θα βεβαιωνόταν και αυτό το χουντόσπερμα), έπρεπε άραγε να πιστέψει σε μια - ναι, σε μια συνωμοσία τόσο μεγάλη (για σένα, έλεγε ο Ιεροκλής, μια συνωμοσία ή είναι παγκόσμια ή δεν είναι συνωμοσία); Τι κρυβόταν πίσω από το Παγκόσμιο Βιογραφικό Κέντρο; Εκείνο το παλιό μέγαρο στη Γένοβα, στη Βία Σαν Λούκα - εκείνο το οικόσημο, ήταν δυνατό να επρόκειτο για σύμπτωση; Υπήρχαν στ' αλήθεια διώκτες τους, από τους οποίους έπρεπε να κρύβονται; Ποιοι μπορεί να ήξεραν ότι ο Ίβυκος ήταν τόσο αρχαίος, αφού ο ίδιος δεν το είχε μάθει (χμ, μάθει...) παρά πριν από λίγες εβδομάδες; Από που είχε ξεφυτρώσει αυτός ο δόκτωρ Κίρσκε; Ήταν άραγε ανακατεμένος στην αρπαγή της μούμιας - αν ναι, τότε πως θα τολμούσε να εμφανιστεί στο συνέδριο του Βερολίνου;
Οι βελόνες πλήθαιναν στην οθόνη και αρνούνταν να ενωθούν σ' ένα σχήμα. Ήταν τυχαίο που του είχαν δώσει για «συνοδό» σ' αυτό το ταξίδι την κόρη του βασανιστή του; Εκείνη η συναλλαγή της με τους μαφιόζους στη Γένοβα - ήταν άραγε μια τίμια βρομοδουλειά, που την αποφάσισε η ίδια (και την εκτέλεσε άτσαλα, παίρνοντας στον λαιμό της δυο φουκαράδες), ή μήπως ένα στημένο κόλπο, που συνεπαγόταν κι ένα είδος ανθρωποθυσίας; Και τότε ποιος από τους δυο τους οδηγούσε τον άλλο στο Μύνστερ; Κάπου στην οθόνη αχνοφάνηκε το πρόσωπο του Ιεροκλή, που χαμογελούσε ειρωνικά.
Περνούσαν τρένα που ταξίδευαν προς τα νότια, τρένα γεμάτα κόσμο. Το δικό τους έμοιαζε άδειο.
Και η Ιρίνα; Γιατί να πεθαίνει η Ιρίνα, αυτός ο άγγελος που δεν είχε κλείσει τα είκοσι έξι;
Το πολύκροτο ρεπορτάζ του περιοδικού Smash για τη μούμια του Ίβυκου.
Πολλοί θα θυμούνται ακόμα πόση συγκίνηση προκάλεσε στο πανελλήνιο η υπόθεση της μούμιας του Ίβυκου. Τα μίντια συνέλαβαν αμέσως τις συνταρακτικές διαστάσεις της, η κοινή γνώμη παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα τις σχετικές εκπομπές στα κανάλια, οι κυκλοφορίες των εφημερίδων που έκαναν κάθε τόσο νέες αποκαλύψεις για το θέμα εκτοξεύονταν στα ύψη. Και τελικά μόνο τα μπάνια του λαού, αυτή η πανδαμάτειρα εθιμοπραξία, μπόρεσαν να το απωθήσουν από την πρώτη (και τη δεύτερη) γραμμή του γενικού ενδιαφέροντος.*
Υπήρξαν πολλά εμπνευσμένα δημοσιεύματα για τη μούμια του Ίβυκου. Αλλά κανένα δεν ήταν τόσο εμπεριστατωμένο και αποκαλυπτικό, κανένα δεν συζητήθηκε τόσο όσο το ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό SMASH (τεύχος Ιουλίου 199...). Παρά την ελαφρότητα του ύφους, παρά τις κάποιες υπερβολές και ανακρίβειες, δίνει την πιο ολοκληρωμένη εικόνα της υπόθεσης και αποδίδει με τον πιο πετυχημένο τρόπο τη δραματική πνοή της. Γι' αυτό το αναδημοσιεύουμε εδώ ακέραιο.
* Η αλήθεια είναι ότι κανένας πια δεν ασχολούνταν με αυτή την υπόθεση τον καιρό που ο καθηγητής Δρακάς και η υπαστυνόμος Κουτρουμπά ταξίδευαν στην Ευρώπη.
ΜΟΥΜΙΕΣ ΕΙΣΤΕ ΚΑΙ ΦΑΙΝΕΣΤΕ!
Πριν από 50 χρόνια, ένας Γερμανός βρήκε και μας άφησε το τέλεια διατηρημένο λείψανο του πρώτου Έλληνα - και μαζί το ντοκουμέντο του πρώτου φόνου στην ιστορία της ανθρωπότητας. Εμείς το πήραμε και το πετάξαμε σ' έναν σκουπιδοτενεκέ που λέγεται «αποθήκη του Μουσείου Προϊστορίας». Το θυμηθήκαμε μόνον όταν είχε κάνει φτερά...
Όποιοι κι αν ήταν, μπήκαν σαν κύριοι κι έκαναν τη δουλειά παστρικά. Εδώ άλλοι έχουν σηκώσει στο πιτς φιτίλι θησαυρούς από καλά, υποτίθεται, φυλαγμένα μουσεία μας. Θα κώλωναν αυτοί μπροστά σ' ένα υπόγειο για τζάντζαλα, όπως είναι η αποθήκη του Μουσείου Προϊστορίας (αλήθεια, ποιος ήξερε ότι υπάρχει τέτοιο πράγμα);
«Αυτοί» παραμένουν άγνωστοι. Η λεία τους όμως είναι πια πασίγνωστη. 'Ως και οι New York Times, η Liberation και το Der Spiegel δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ για τον Ίβυκο. Διεθνές ρεζιλίκι, δηλαδή. Ο ανθρωπολόγος Ίων Δρακάς, ίσως το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο στην Ελλάδα αυτόν τον καιρό, ο άνθρωπος που από τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα ήρθε ξαφνικά στο προσκήνιο της επικαιρότητας, βρίσκεται σε μια θέση που δεν θα ζήλευαν πολλοί. Ως έφορος του Μουσείου Προϊστορίας είχε την ευθύνη για την κλεμμένη μούμια. Κάθε μέρα ρουφούσε αμέριμνος το πρωινό καφεδάκι του ακριβώς πάνω από το υπόγειο όπου είχε κλειδωμένο τον Ίβυκο. Τώρα το πίνει κάτω από τα βλέμματα ενός ανακριτή που τον βομβαρδίζει με αδυσώπητες ερωτήσεις. Φαρμάκι ο καφές...
Ο Δρακάς δεν δίδασκε σε κανένα πανεπιστήμιο και δεν ήταν ανθρωπολόγος, αλλά αρχαιολόγος ειδικευμένος σε θέματα προϊστορίας και πρωτοϊστορίας.
Ο Ίων Δρακάς δεν είναι κανένας τυχαίος. Φιγουράρει στο Who is Who που εκδίδεται τακτικά από το Παγκόσμιο Βιογραφικό Κέντρο και είναι, μαζί με τον Αρη Πουλιανό, ο πιο πολυσυζητημένος διεθνώς Έλληνας ανθρωπολόγος. Όπως ο Πουλιανός με τον άνθρωπο των Πετραλώνων, έτσι και ο Δρακάς έκανε κάποτε ντόρο με τις εκκεντρικές θεωρίες του για την ελληνική προέλευση της γραφής.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Ι.Δ. υποστήριξε ότι οι βραχογραφίες που είχε ανακαλύψει στα προϊστορικά σπήλαια του Σεϊντί Κωπαΐδας και της Προσοτσάνης στη Δράμα ήταν τα αρχαιότερα στον κόσμο γραπτά κείμενα, ηλικίας τουλάχιστον 10.000 χρόνων, και μάλιστα ότι επρόκειτο για μια γραφή προδρομική της γραμμικής Α. Αυτή η θεωρία έκανε πράγματι αίσθηση διεθνώς, αλλά ελάχιστοι την πήραν στα σοβαρά. Φάνηκε ωστόσο να κερδίζει έδαφος το 1990, με την επαναξιολόγηση των εγχάρακτων συμβόλων του νεολιθικού πολιτισμού της Βίντσα (κοντά στο Βελιγράδι). Παραδόξως ο Ι.Δ. Δεν αναμίχθηκε στη νέα αυτή συζήτηση. Λέγεται ότι μετά τον θάνατο της γυναίκας του Θέκλας σε τροχαίο δυστύχημα, το 1984, σταμάτησε τις ανασκαφικές έρευνες και αργότερα περιορίστηκε στον ρόλο του εφόρου του Μουσείου Προϊστορίας.
Εδώ και αρκετό καιρό, όμως, η φήμη του είχε ξεθωριάσει. Πολλοί συνάδελφοί του, εξάλλου, δεν φαίνεται να έχουν γι' αυτόν την καλύτερη ιδέα. Τον θεωρούν μονομανή κι εριστικό ή περιορίζονται να χαμογελάσουν ειρωνικά στο άκουσμα του ονόματός του. Ο Πουλιανός, που έχει χαρακτηριστεί ο ίδιος τσαρλατάνος, δεν διστάζει να πει το ίδιο για τον συνάδελφό του του Μουσείου Προϊστορίας. Ο Ίων Δρακάς είναι έτσι κι αλλιώς αμφιλεγόμενο πρόσωπο.
Όταν τον συναντήσαμε στο γραφείο του, στο περίφημο πια Μουσείο, που θυμίζει πιο πολύ συνοικιακό ινστιτούτο ξένων γλωσσών, είδαμε έναν καλοδιατηρημένο και μάλιστα φιλάρεσκο εξηντάρη, που προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του χαϊδεύοντας κάθε τόσο τα φουντωτά γκρι αρζαντέ μαλλιά του και διαλέγοντας έναν επιθετικό τόνο.
«Στην Ελλάδα», μας είπε, «ενδιαφερόμαστε για τους εθνικούς θησαυρούς μόνον όταν τους χάσουμε.»
Με αυτό τον γενικό αφορισμό μας κάνει όλους υπεύθυνους και αποποιείται τις δικές του ευθύνες. Μιλάει για την αδιαφορία του Κράτους, για την οικτρή κατάσταση του Μουσείου του λόγω έλλειψης πόρων, για πόλεμο ανάμεσα σε πανεπιστημιακές κλίκες. Αλλά για την ταμπακιέρα ούτε λέξη. «Αυτά είναι γνωστά, γράφτηκαν παντού», μας απαντούσε. Ή: «Ρωτήστε τους προκατόχους μου.»
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν προκάτοχοι. Το Μουσείο Προϊστορίας ιδρύθηκε μόλις το 1987, με υπουργική πράξη της Μελίνας Μερκούρη, και πρώτος έφορος του δεν ήταν άλλος από τον Δρακά. Μέχρι τότε ο Ίβυκος κοιμόταν τον αιώνιο ύπνο του στις αποθήκες του .... Παλαιοντολογικού Μουσείου (στην παλιά του έδρα στην οδό Ακαδημίας). Σχεδόν όλοι οι τότε διευθυντές αυτού του Μουσείου έχουν πεθάνει. Ο μόνος επιζών, ο καθηγητής κ. Στυλιανός Ζωγράφος, 81 χρόνων σήμερα, διευθυντής τη δεκαετία του '70, δεν θυμάται ν' άκουσε ποτέ για κάποια ανθρώπινη μούμια με την επωνυμία Ίβυκος. Υπήρχε, λέει, μόνον ένα απολίθωμα του πουλιού ίβις, η αιθιοπική.
Το Smash, έπειτα από μια πραγματικά ντετεκτιβική έρευνα σχεδόν στο σκοτάδι, αποκαλύπτει σήμερα για πρώτη φορά ολόκληρη την καταπληκτική ιστορία της μούμιας του Ίβυκου. Μια ιστορία που διαβάζεται σαν θρίλερ της Έλλις Πίτερς.
Όλα αρχίζουν πριν από μισόν αιώνα. Η Ελλάδα περνάει τη μαύρη νύχτα της γερμανοϊταλικής κατοχής. Πείνα, εκτελέσεις, τρόμος. Κι ενώ οι κατακτητές μπουκώνουν με πτώματα την ελληνική γη, ένας από αυτούς ξεθάβει από τα σπλάχνα της ένα άλλο, πολύ ιδιαίτερο πτώμα. Ο Μάρτιν Ομπερμάιερ, γιατρός που υπηρετούσε στη Βέρμαχτ με το βαθμό του ανθυπολοχαγού, φαίνεται πως είχε ανθρωπολογικά και ανασκαφικά ενδιαφέροντα. Να έψαχνε στα χώματα της Ελλάδας για Αρίους συγγενείς των Γερμανών; Ποιος ξέρει. Τίποτα δεν είναι γνωστό γι' αυτό τον τύπο. Ξέρουμε μόνον ότι τον Μάιο το 1944 ανακάλυψε, κάτω από συνθήκες που ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ, μια ανθρώπινη μούμια τόσο σπάνια, τόσο αρχαία, που μπορούμε να φανταστούμε την τευτονική καρδιά του να δονείται από χίλια τύμπανα αγαλλίασης.
Όλα αυτά συμβαίνουν σ' ένα νησί του Αιγαίου. Ο Όμπερμάιερ μεταφέρει το εύρημά του στην Αθήνα και το αφήνει προσωρινά στο Νεκροτομείο, μέσα σ' ένα κασόνι με υαλοβάμβακα. Στο κασόνι κρεμάει μια καρτέλα με τον προσδιορισμό της μούμιας, του τόπου και του χρόνου της ανακάλυψής της. Είναι βέβαιο ότι σκοπεύει να τη μετακινήσει σύντομα κάπου αλλού, όπου να μπορεί να τη μελετήσει δεόντως. Αλλά δεν πρόλαβε. Αμέσως έπειτα από αυτό τα ίχνη του χάνονται για πάντα. Ίσως σκοτώθηκε σε μάχη με τους αντάρτες ή μετατέθηκε εσπευσμένα στο ανατολικό μέτωπο κι έπεσε εκεί.
Έτσι η μούμια, αντί να πάρει τον δρόμο για τη Γερμανία, μένει αμανάτι σ' εμάς. Για κακή της και κακή μας τύχη. Γιατί από τη στιγμή που πέρασε σ' ελληνικά χέρια, μετά τον πόλεμο, άρχισε ένας κύκλος εγκληματικής αμέλειας και τσαπατσουλιάς, που είχε σαν αποτέλεσμα να χαθούν τα περισσότερα στοιχεία ταυτότητας της μούμιας και τελικά η ίδια η μούμια! Αλλ' ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Το 1953 τρεις Έλληνες ειδικοί, ο ιατροδικαστής Κίμων Ξαγοράρης, ο καθηγητής της παλαιοντολογίας Μάξιμος Μητσόπουλος και ο καθηγητής της αρχαιολογίας Σπυρίδων Μαρινάτος (έχουν πεθάνει και οι τρεις εδώ και δεκαετίες), εξέτασαν για πρώτη, όπως φαίνεται, φορά το λείψανο και αποφάνθηκαν σε κοινή ανακοίνωσή τους ότι επρόκειτο για «δειροτομημένο» (δηλαδή με κομμένο τον λαιμό) άνδρα από άγνωστη, οπωσδήποτε όμως πολύ παλιά εποχή. Εκτίμησαν ότι ήταν περίπου τριάντα πέντε ετών όταν σκοτώθηκε και από τα ρούχα του - ένα απλό χιτώνα από κατσικοτόμαρο και μια τρίχινη ζώνη - συμπέραναν ότι ήταν ταπεινής καταγωγής. Απέκλεισαν το ενδεχόμενο να ήταν ένας εγκληματίας που εκτελέστηκε, γιατί υπήρχαν τραύματα από αιχμηρό όργανο ή όργανα και σε άλλα σημεία του σώματός του και τα πλήγματα πρέπει να δόθηκαν με σπουδή. Αλλά, δήλωσαν οι τρεις, η εξαγωγή περισσότερων συμπερασμάτων ήταν πρακτικά αδύνατη, λόγω της πολύ κακής κατάστασης του ευρήματος και προπαντός «της αποστάσεώς του εκ χώρου του οποίο οι γεωγραφικαί, τοπογραφικαί και γεωλογικαί συντεταγμέναι δεν είναι πλέον δυνατόν να προσδιορισθούν».
Γιατί το είπαν αυτό; Πολύ απλά, γιατί η κακή συντήρηση, ή σωστότερα η καραμπινάτη αδιαφορία των αρμοδίων (όποιοι κι αν ήταν), είχε σαν συνέπεια να καταστραφεί ουσιαστικά η πρόχειρη, χειρόγραφη καρτέλα που είχε βάλει ο Ομπερμάιερ στο εύρημά του.
Το γερμανικό κείμενο που είχε απομείνει έλεγε επί λέξει:
PRAHISTOR...MEN...CHE MUM...
GEF...BEID...VOLKSSCHULE DER AGAISINS...OS 18. MAI 1944, LEUTNANT DR. MARTIN OBERMEYER
Που θα πει ελληνιστί: «Προϊστορ[ική] ανθρ[ώπι]νη μούμ[ια] - Βρέθ[ηκε] κοντά σ[το] δημοτικό σχολείο της νήσ[ου] του Αιγαίου [...]ου - 18 Μαΐου 1944, ανθυπολοχαγός δόκτωρ Μάρτιν Ομπερμάιερ». Η δεύτερη και σημαντικότερη αράδα, αυτή που πληροφορούσε σε ποιο νησί βρέθηκε η μούμια, είχε σβηστεί στο κρισιμότερο σημείο - από τι νομίζετε; Από την υγρασία! Η κακιά η ώρα; Πέστε καλύτερα ο κακός μας ο καιρός!
Η μούμια βρέθηκε σ' ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί που τ' όνομά του τελειώνει σε -ος. Τρέχα γύρευε, δηλαδή. Έχουμε 3.000 νησιά στο Αιγαίο και τ' όνομα των περισσότερων λήγει σε -ος.
Κι εδώ έρχεται η δεύτερη μεγάλη παράλειψη. Αντί να γίνουν έρευνες για τα μέρη όπου υπηρέτησε ο Ομπερμάιερ στην Ελλάδα, θεωρείται ότι η ανακοίνωση των τριών κλείνει την υπόθεση. Η μούμια -η μόνη αρχαία μούμια που βρέθηκε ποτέ στη χώρα μας- αμπαλάρεται σαν μπόγος από παλιόρουχα και πετιέται στα υπόγεια του Παλαιοντολογικού Μουσείου!
Χωρίς να θέλουμε να δικαιολογήσουμε την ολιγωρία «των αρμοδίων», πρέπει να επισημάνουμε ότι, εκτός από το πρόβλημα του τόπου προέλευσης, η μούμια του Ίβυκου είχε την ατυχία να τοποθετηθεί (εσφαλμένα, όπως αποδείχτηκε) σε μια περίοδο πολύ ασήμαντη για τους αρχαιολόγους και πολύ πρόσφατη για τους παλαιοντολόγους. Έτσι, για κανέναν από τους δυο κλάδους δεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι πάντως απορίας άξιον ότι δεν κλήθηκε να εξετάσει τη μούμια ο πιο διαπρεπής Έλληνας ανθρωπολόγος της εποχής, ο αείμνηστος καθηγητής Ιωάννης Κούμαρης. Ίσως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ανθρωπολογία ήταν αγνοημένη ως επιστήμη στην Ελλάδα. Ο καθηγητής Κούμαρης, ήδη προχωρημένης ηλικίας το 1953, δεν αποκλείεται να μην έλαβε καν γνώση της ανακάλυψης. Αν είχε κάνει αυτοψία ο ίδιος, η ιστορία της μούμιας του Ίβυκου ίσως είχε ακολουθήσει πολύ διαφορετική πορεία.
Εκεί την προσέχει τυχαία το 1961 ένας Αγγλος αρχαιολόγος, ο Έντουαρντ Μπέικον, που γίνεται και ο νονός της. Ο Μπέικον θεωρεί πολύ πιθανό ότι έχει μπροστά του το πτώμα ενός Έλληνα της αρχαϊκής εποχής. Φαντάζεται έναν μοναχικό οδοιπόρο, ίσως έναν περιπλανώμενο τραγουδιστή, που του επιτέθηκαν στο ύπαιθρο κακοποιοί και τον μαχαίρωσαν. Συγκινημένος, τον βάφτισε ποιητική αδεία «Ίβυκο», γιατί το μυαλό του πήγε στον θρυλικό αρχαίο αοιδό, που σ' ένα από τα ταξίδια του σκοτώθηκε από ληστές. Ο Μπέικον δεν παρέλειψε να εκφράσει την αγανάκτησή του για τις άθλιες συνθήκες «φιλοξενίας» του Ίβυκου και τόνισε ότι τον εξέπληξε η αδιαφορία των Ελλήνων συναδέλφων του για ένα τόσο σπάνιο εύρημα.
Όπως λέει η μυθολογία, τους ληστές του Ίβυκου τους πρόδωσαν αργότερα οι γερανοί που περνούσαν από πάνω τη στιγμή της δολοφονίας του.
Όχι η μυθολογία, βέβαια, αλλά ο γραμματικός του 2ου αιώνα π.Χ. Αντίπατρος ο Σιδώνιος και, αργότερα, ο Πλούταρχος.
Ο γερανός που φανέρωσε το δεύτερο, σύγχρονο έγκλημα κατά του Ίβυκου ήταν η μέθοδος του άνθρακα 14, με την οποία οι επιστήμονες χρονολογούν με μεγάλη ακρίβεια οργανικές ύλες ηλικίας μέχρι 50.000 χρόνων. Τη δεκαετία του '60 η μέθοδος αυτή ήταν πρωτοποριακή. Ο Μπέικον άρχισε να την εφαρμόζει λίγα χρόνια μετά τη γνωριμία του με τον Ίβυκο, για να μετρήσει την ηλικία διαφόρων οστών από τις ανασκαφές της Σαντορίνης. Κάποια στιγμή θυμήθηκε τον βαφτιστικό του. Σ' ένα πέρασμά του από την Αθήνα, το 1965, πήρε ένα μικρό κομμάτι από τον χιτώνα της μούμιας και το πήγε στο Λονδίνο για χρονολόγηση. Όταν βγήκαν τ' αποτελέσματα, έπαθε σοκ. Ο ίδιος δήλωσε αργότερα πως ήταν η συγκλονιστικότερη στιγμή της ζωής του. Ο Ίβυκος ήταν δυόμισι χιλιάδες χρόνια παλιότερος απ' όσο είχε νομίσει! Είχε πεθάνει γύρω στο 3.250 π.Χ. Πράγμα που σήμαινε ότι ήταν η πρώτη πιστοποιημένη περίπτωση δολοφονίας στην ιστορία της ανθρωπότητας! Αντί για Ίβυκος, θα έπρεπε να είχε ονομαστεί Αβελ. Αλλά φαίνεται πως ο ελληνολάτρης Μπέικον ήταν πάντα μαγεμένος από την αρχική ιδέα του. Έτσι, στην ανακοίνωσή του για την ηλικία της μούμιας, που έγινε το 1966, μίλησε για έναν Ίβυκο της... νεολιθικής εποχής.
Η ανακοίνωση του Μπέικον έκανε αίσθηση, όπως ήταν φυσικό. Αν και πολλοί έδειξαν δυσπιστία για τη χρονολογία, στους διεθνείς επιστημονικούς κύκλους άρχισε να γίνεται λόγος για μια μυστηριώδη, ανυπολόγιστης αξίας μούμια, που έμενε παραχωμένη στα ανήλιαγα υπόγεια κάποιου μουσείου της Αθήνας.
Μήπως το μπαμ της ανακάλυψης του Μπέικον ταρακούνησε επιτέλους τους Έλληνες αρμόδιους; Αμ δε! Αυτοί κοιμόντουσαν βαθύτερα και από τον Ίβυκο. Τίποτα δεν μπορεί να ταράξει το ραχάτι του ρωμαϊκού Δημοσίου...
Λίγο αργότερα ήρθε η Χούντα. Η Ελλάδα απομονώθηκε διεθνώς σε πολλούς τομείς κι ένας από αυτούς ήταν οι επιστήμες. Ο Μπέικον κηρύχθηκε ανεπιθύμητο πρόσωπο στη χώρα μας, γιατί ήταν μέλος της βρετανικής Επιτροπής για τη Δημοκρατία στην Ελλάδα. Το 1973 σκοτώθηκε σ' ένα αρκετά περίεργο τροχαίο δυστύχημα. Ο Ίβυκος ξεχάστηκε απ' όλους, Έλληνες και ξένους, σαν να μην είχε ανακαλυφθεί ποτέ...
Και φτάνουμε στο 1987. Τη χρονιά εκείνη ιδρύεται το Μουσείο Προϊστορίας και μεταφέρονται σ' αυτό αρκετά ευρήματα που φυλάσσονταν ως τότε στο Παλαιοντολογικό Μουσείο. Ο καθηγητής Δρακάς έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι γνώριζε και την ύπαρξη και την αξία του ευρήματος. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι μελετούσε τη μούμια από καιρό, αλλά η πολύ κακή κατάστασή της δυσκόλευε το έργο του και καθυστερούσε τη δημοσίευση μιας επιστημονικής ανακοίνωσης. Αλλά τότε πως εξηγείται ότι δεν είναι καν σε θέση να πει πότε του έκλεψαν τη μούμια; Στις ανακρίσεις που έγιναν παραδέχτηκε ότι είχε να τη δει από το ...1993! Αυτό θα πει επιστημονικός ζήλος! Η απαγωγή του Ίβυκου, λοιπόν, μπορεί να έγινε οποιαδήποτε στιγμή ανάμεσα στο 1993 και στις 29 του περασμένου Μάη, όταν διαπιστώθηκε ότι η μούμια έλειπε από το μουσείο.
Σύμφωνα όμως με απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες (το Smash είναι στη διάθεση του εισαγγελέα για οποιεσδήποτε διευκρινίσεις), η μούμια του Ίβυκου κλάπηκε πριν από οκτώ μήνες περίπου και μεταφέρθηκε στη Γένοβα, όπου κρατήθηκε και ίσως κρατείται ακόμα σε άγνωστο μέρος. Πίσω από την απαγωγή της βρίσκονται η ρωσική και η ιταλική μαφία, αλλά μάλλον ενέργησαν για λογαριασμό τρίτων. Κανένας δεν ξέρει ποιοι είναι αυτοί οι τρίτοι και τι είδους ενδιαφέρον έχουν για τη μούμια. Αλλά σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του Smash, στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο Ανθρωπολογίας που θα γίνει από τις 7 ως τις 10 Αυγούστου στο Βερολίνο αναμένεται μια βαρυσήμαντη ανακοίνωση για τον Ίβυκο από έναν Γερμανό ονόματι Μάνφρεντ Κίρσκε. Οι Γερμαναράδες, όπως βλέπουμε, ανοίγουν και κλείνουν, τουλάχιστον προς το παρόν, τον μακάβριο χορό γύρω από τη μούμια του Ίβυκου. Οι Έλληνες ούτε να κρατήσουν τον ίσο δεν μπορούν.
Το Smash έχει στα χέρια του το ειδικό φυλλάδιο που έβγαλε η οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου με τα abstracts των ανακοινώσεων. Ο Κίρσκε προαναγγέλει ότι θα παρουσιάσει στοιχεία που αποδεικνύουν κάτι ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ: πως η μούμια του Ίβυκου ανήκει σε... άνθρωπο του Νεάντερταλ, που πέθανε στην τελευταία φάση της «παγετώδους εποχής Βρουμ», πριν από τουλάχιστον 20.000 χρόνια!
Τι θα μας πει, δηλαδή, ο χερ προφέσορ; Ότι επί μισόν αιώνα είχαμε στα χέρια μας τη μοναδική μούμια προϊστορικού ανθρώπου σε ολόκληρο τον κόσμο, βγαλμένη από τα σπλάχνα της ελληνικής γης, και μας την πήρανε κάτω από τα μάτια μας. Το ΕΥΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ, αντί να εκτίθεται σ' ένα ελληνικό μουσείο και να προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες απ' όλο τον κόσμο, θα φιλοξενηθεί και θ' αξιοποιηθεί από κάποιους άλλους, σοβαρότερους.
Είναι σίγουρο ότι ο χερ Κίρσκε δεν έχει ο ίδιος στα χέρια του τη μούμια. Μάλλον θα πει ότι την εξέτασε κάπου χωρίς να ξέρει περί τίνος επρόκειτο και το διαπίστωσε εκ των υστέρων. Αλλά και αν ακόμα αποκαλύψει που βρίσκεται σήμερα η μούμια, ας μη βαυκαλιζόμαστε πως θα την πάρουμε πίσω. Είναι γνωστό σε όσους έχουν κάποια πείρα από υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας ότι τέτοια κλοπιμαία καταλήγουν απολύτως νομότυπα σε συλλογές κρατικών ιδρυμάτων ή ιδιωτών και, πρακτικά, δεν επιστρέφονται. Είναι σαν το ξεπλυμένο χρήμα. Εδώ δεν μπορούμε να πάρουμε πίσω τα Ελγίνεια, που στο κάτω κάτω δεν τα χάσαμε από δική μας αμέλεια, και θα έχουμε μούτρα να ζητήσουμε την επιστροφή μιας προϊστορική μούμιας που έτρεφε τα ποντίκια μιας παλιαποθήκης;
Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, μόνο μία λύση μας μένει: να βρούμε το μέρος όπου ανακαλύφθηκε ο Ίβυκος. Είναι σίγουρο ότι εκεί είναι κρυμμένοι και άλλοι επιστημονικοί θησαυροί, που ίσως δώσουν στην υπόθεση ακόμα καταπληκτικότερες διαστάσεις. Το Smash παίρνει σήμερα μια μεγάλη πρωτοβουλία με τη βεβαιότητα ότι θα εκτιμηθεί η πανεθνική σημασία της: προσφέρουμε αμοιβή 8 εκατομμυρίων δραχμών (βλ. Ένθετη ανακοίνωση) σε όποιον προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία για τον εντοπισμό του νησιού όπου ο Ομπερμάιερ βρήκε τη μούμια του Ίβυκου. Απευθυνόμαστε ιδιαίτερα στους παλιούς νησιώτες, που κάτι θα πρέπει ν' άκουσαν και να θυμούνται γι' αυτό το περιστατικό.
Ας κάνουμε επιτέλους κάτι κι εμείς. Ακούτε, πατριώτες; Ο Ίβυκος, από εκεί που βρίσκεται, μας φωνάζει κατάμουτρα: Μούμιες είστε και φαίνεστε!
Θα πρέπει αν είναι η μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά που μια τέτοια προσφορά αμοιβής δεν διεκδικήθηκε από κανέναν. Φαίνεται πως το περιοδικό Smash, παρά την όχι ευκαταφρόνητη κυκλοφορία των 58.000 αντιτύπων πανελλαδικά, δεν διαβάζεται στα νησιά του Αιγαίου.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις