Η γειτονιά του Γιωρή

Μια ιστορία από την πρωτινή Μύκονο
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 17.04
11.93
Τιμή Πρωτοπορίας
+
79173
Εκδόσεις: Ροδακιό
Σελίδες:176
Ημερομηνία Έκδοσης:01/07/1999
ISBN:9789607360427
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το έργο αφηγείται την ιστορία ενός νέου με πολλά χαρίσματα και αριστερά φρονήματα στη δεκαετία 1945-1955 με υφάδι τη ζωή στο νησί εκείνη την εποχή, προτού γίνει η Μύκονος διεθνές σύμβολο ανεμελιάς και ευζωίας. [...] Τα περιστατικά που αναφέρονται εδώ δεν είναι πλάσματα της φαντασίας. Είναι πραγματικά περιστατικά της βασανισμένης ζωής ενός, συνηθισμένου κατά τα άλλα, Ρωμιού, και είναι η σύγκρουση της ατόφιας νησιώτικης ζωής με τη δαιδαλώδη ζωή της πρωτεύουσας. Το ανθρώπινο υλικό της διαδρομής του κεντρικού ήρωα αλλά και των άλλων κατοίκων της γειτονιάς του έχει από μόνο του αξία αναντικατάστατη.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Εν αναμονή αυτού του «θερμού», κατά τη δημοσιογραφική έκφραση, εκδοτικού φθινοπώρου, ας κάνουμε λόγο για ένα βιβλίο που το πιθανότερο να γοητεύσει μόνο τους νοσταλγούς. «Μια ιστορία από την προτινή Μύκονο», ακόμη κι αν κάποτε μεταφραστεί, δεν θα προκαλέσει το ενδιαφέρον, και ας κατακλύζεται το νησί από πλήθος αλλοδαπών κατά τη μακρά καλοκαιρινή περίοδο. Εδώ οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη για έναν άλλο τουριστικό παράδεισο του Αρχιπελάγους και δεν προσείλκυσαν τους Ευρωπαίους. Πώς ήταν άλλοτε ένας ελληνικός τόπος, ο τρόπος ζωής, τα ήθη και έθιμα, δεν είναι αυτό που ζητά ο σημερινός αναγνώστης, ούτε ο Ευρωπαίος ούτε όμως και ο Έλληνας. Άλλωστε η λογοτεχνικότητα ενός βιβλίου, στον βαθμό που υπάρχει, κατά κανόνα αφανίζεται ομού μετά της ντοπιολαλιάς, κατά τη μετάφραση. Σε κάθε περίπτωση, μια παρόμοια αφήγηση, εμποτισμένη με το μυκονιάτικο ιδίωμα, συνιστά πολυτιμότερη μαρτυρία για την ταυτότητα ενός τόπου, από όλους αυτούς τους απολογισμούς που συντάσσονται, εν όψει του λήγοντος αιώνα, με την ψυχρότητα των στατιστικών.

Η αφήγηση της Α. Κουσαθανά, στο μέτρο που κατορθώνει να ανασυστήσει τη γνησιότητα και αμεσότητα του λαϊκού λόγου, φέρνει στον νου τον «Κοινό λόγο» της Έλλης Παπαδημητρίου. «Όλη η γκάμα των αποχρώσεων της αυθεντικής ανθρώπινης λαλιάς», κατά την ποιητική διατύπωση του Θ. Νιάρχου, σε τέσσερις τόμους με μαρτυρίες και εξομολογήσεις, συγκεντρωμένες λίγα χρόνια μετά τη λήξη του Εμφυλίου.

Ο λαϊκός λόγος, είτε ως ατόφια μαρτυρία είτε ως συγγραφικό στρατήγημα, αποτελεί ένα μεγάλο και ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ηδη από τον Μεσοπόλεμο, όταν οι διανοούμενοι φέρνουν στο προσκήνιο τον Μακρυγιάννη, πολλοί είναι οι συγγραφείς που φιλοδοξούν να αποδώσουν τον λόγο του λαού. Στα Ημερολόγια της τριλογίας «Ακυβέρνητες Πολιτείες», ο Στρατής Τσίρκας εξομολογείται την επιθυμία του να ζήσει σε ένα χωριό· «... μόνο ν' ακούω και να μαθαίνω τη γλώσσα, να βλέπω το λαό να ζει...». Χαρακτηριστική περίπτωση της συγκεκριμένης αφηγηματικής τεχνικής, την οποία αποκάλεσαν και «μακρυγιαννισμό», το πρώτο μυθιστόρημα του Νίκου Κάσδαγλη, «Τα δόντια της μυλόπετρας». Βιωματικός λόγος που στα κατοπινά μυθιστορήματά του θα περιορισθεί, χωρίς ποτέ να εκλείψει.

Το 1985, η Α. Κουσαθανά, εγκατεστημένη από χρόνια στη Νορβηγία, εκδίδει ένα πρώτο βιβλίο με αναμνήσεις από τη μάνα της, που ήταν από τις καλύτερες υφάντρες του νησιού. «Η Βιενούλα της Μύκονος» είναι μια εξομολόγηση, συγκινησιακά φορτισμένη, καθώς γράφτηκε αμέσως μετά τον θάνατο της μάνας της. Με το τέταρτο βιβλίο της, τη «Γειτονιά του Γιώρη», η Α. Κουσαθανά απομακρύνεται από τον στενά οικογενειακό χώρο και ισορροπεί ανάμεσα στη μαρτυρία για όσα θυμάται από εκείνη τη γειτονιά και σε μια περισσότερο τεχνήεσσα αφήγηση.

Αποπειράται αναδρομή σε μια οριστικά παρωχημένη εποχή, όταν η Μύκονος ήταν εκείνο «το ωραίο νησάκι που όλοι ξέρανε ποιοι είναι και από πού έρχονται». Σε απόσταση από την Αθήνα, «απάνω από δεκατρείς ώρες», χωρίς ένα νοσοκομείο ή γυμνάσιο. Ένα νησί που είχε παραμείνει ανάλλακτο από τις αρχές του αιώνα, όπως βεβαιώνουν και οι φωτογραφικές αποτυπώσεις. Μια κλειστή κοινωνία αγροτών και ψαράδων, με τις συναλλαγές να γίνονται ακόμη σε είδος. Στο μπακάλικο της γειτονιάς έρχονταν να ανταλλάξουν τα αβγά με «λίγη φάβα και μια ρέγγα».

Φθινόπωρο αρχίζει η ιστορία και φθινόπωρο, δύο χρόνια αργότερα, τελειώνει. Μέσα στη δεκαετία του '50, με ανοιχτές ακόμη τις πληγές από την Κατοχή και τον Εμφύλιο, που ωστόσο αρχίζουν να επουλώνονται. Κάθε χρόνο «το μέρος παίρνει τ' απάνω του». Έρχεται το νερό στο σπίτι, ανοίγει ο πρώτος κινηματογράφος, η πόλη έχει και δύο ξενοδοχειάκια. Ο κόσμος τα φέρνει βόλτα, και αυτό φαίνεται στα χοιροσφάγια κάθε φθινόπωρο και στα γλέντια της απόκριας ή των γάμων, που είναι πιο «μπερκετιλίδικα», κατά το μυκονιάτικο. Τα ήθη όμως παραμένουν αυστηρά, μια και η Αθήνα, που ήδη από τότε μοιάζει με ζούγκλα, βρίσκεται μακριά. Οι γέροι αλλά και πολλοί νεότεροι κρίνουν κατά το στιχάκι: «Η κότα σα γεννήσει αυγό δε λέγεται πουλάδα / και η κοπελιά σα φιληθεί δεν έχει νοστιμάδα». Ωστόσο κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες ξένες «με τα κοντά βρακάκια, αυτά που λένε σορτς», σκανταλίζοντας τη γειτονιά.

Στις πρώτες σελίδες η συγγραφέας δεν φαίνεται να έχει την πρόθεση να διηγηθεί μια συγκεκριμένη ιστορία. Χρονοτριβεί σε νοερή περιδιάβαση εκείνης της γειτονιάς. Αλλωστε και μέχρι τέλους μένει ζητούμενο αν αυτή η ιστορία είναι του Γιώρη ή της γειτονιάς. Μια ιστορία επικεντρωμένη στους ανθρώπους, χωρίς περιγραφές της φύσης, που δεν πλάθει χαρακτήρες, μόνο σκιαγραφεί αντιπροσωπευτικούς τύπους. Ακόμη και ο κεντρικός ήρωας, ο Γιώρης, αποκλίνει προς την εξιδανίκευση.

Στη δεκαετία του '50, όταν στο νησί έφθανε μόνο η «Ακρόπολις» και η Αθήνα ζούσε με τον χαφιέ και τις στερεότυπες προσκλήσεις της Ασφάλειας «για γνωστή σας υπόθεση», σωζόταν ακόμη θαλερό το πρότυπο του καλού και δίκαιου νεαρού κομμουνιστή, που ονειρεύεται έναν καινούριο κόσμο. Αυτός είναι ο Γιώρης και η Α. Κουσαθανά πλέκει την ιστορία της ζωής του, παραλλάσσοντας τραγικά συμβάντα αριστερών που πέρασαν σε πρωτοσέλιδα. Από τον εντοπισμό πομπού σε αθηναϊκή συνοικία ως τη δολοφονία του Λαμπράκη, πολύ αργότερα, στη δεκαετία του '60.

Η αφήγηση δίνει περισσότερο χώρο στις συμφορές παρά στις ευτυχισμένες ώρες της γειτονιάς. Γίνονται και γάμοι, όμως οι κακές αρρώστιες και οι θάνατοι μοιάζει να περισσεύουν. Ως αντίβαρο, μέσα από τη διήγηση της Α. Κουσαθανά, αναδύεται μια διαφορετική τάξη του κόσμου. Η γειτονιά πάσχει σαν ένας άνθρωπος. Τα προβλήματα και το πένθος της μιας οικογένειας αφορούν όλους. Ακόμη και τους σαλεμένους ή τις «γεροντολεύτερες» μπορεί να τους πειράζουν, όμως ταυτόχρονα τους αγκαλιάζουν προστατευτικά. Η συγγραφέας μένει πιστή στην οπτική γωνία της Μυκονιάτισσας εκείνου του καιρού. Με εξαίρεση κάποιες συζητήσεις γύρω από τη γυναικεία χειραφέτηση, που μπολιάζονται με πολύ μεταγενέστερες απόψεις.

Η αξία αυτής της ιστορίας όμως βρίσκεται προ πάντων στη γλώσσα, που φαίνεται άφθαρτη, με τις παροιμίες και τα στιχάκια της, όπως μιλιόταν στην πρωτινή Μύκονο. «Ο Μυκονιάτης ήταν θυμόσοφος και σκωπτικός, ερωτιάρης και γλεντζές... Ο χαρακτήρας του αντικατοπτρίζεται με μοναδικό τρόπο στο γλωσσικό ιδίωμα», σύμφωνα με τον Παν. Κουσαθανά, που συγκέντρωσε αυτό τον γλωσσικό πλούτο στο «Χρηστικό Λεξικό του ιδιώματος της Μυκόνου», από όπου και το γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου.

«Όταν ξεχνάς τις λέξεις, είναι το γήρας» ισχυριζόταν μια άλλη Μυκονιάτισσα, η Μέλπω Αξιώτη. Και αγωνιζόταν μια ζωή μακριά από το νησί της να μην τις ξεχνά. Βιβλία σαν της Α. Κουσαθανά ίσως λειτουργούν και ως ελιξίρια νεότητας της γλώσσας.

Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-09-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!