0
Your Καλαθι
Ενθύμιον Μυκόνου α β
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Mια φωτογραφική αναπαράσταση, από το 1885 μέχρι το 1985, της ιστορίας, του πολιτισμού και της αρχιτεκτονικής του αιγαιοπελαγίτικου νησιού που υμνήθηκε όσο λίγα. Σπάνιες φωτογραφίες ενός πλουσιότατου αρχείου, με σχόλια και επεξηγήσεις από έναν γνώστη του γενέθλιου τόπου του, τον συγγραφέα Παναγιώτη Kουσαθανά. Πέραν της αισθητικής απόλαυσης, το λεύκωμα αποτελεί καταγραφή της πορείας της Mυκόνου και μαρτυρία των ριζικών αλλαγών της τα τελευταία χρόνια. Tί προσείλκυσε άραγε τόσους πνευματικούς ανθρώπους σε αυτό το άνυδρο νησί των ανέμων;Tι απομένει σήμερα από την αληθινή Mύκονο; Tι πρέπει να γίνει για τη διάσωση του υπολοίπου της ομορφιάς και του χαρακτήρα του τόπου και των ανθρώπων του; Nοσταλγικό (και οδυνηρό) ταξίδι στην κρυμμένη, κάτω από την εκτυφλωτική επιφάνεια, ουσία ενός ελληνικού νησιού.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Χωρίς ίχνος νοσταλγίας, χωρίς διάθεση εξορκισμού του τουριστικού παρόντος, ο Μυκονιάτης Παναγιώτης Κουσαθανάς αναπαρέστησε σε ένα δίτομο λεύκωμα το ασύλητο τοπίο και τα πραγματικά πρόσωπα (προτού γίνουν προσωπεία) της Μυκόνου. Μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, που η καθεμία έχει τη δική της ιστορία, ο συγγραφέας αναδημιούργησε ένα νησιώτικο σύμπαν που δεν έχει μόνο τοπικό ενδιαφέρον αλλά λειτουργεί υποδειγματικά για ολόκληρο το Αρχιπέλαγος και για όλους τους αλλοτριωμένους τόπους. Ο Παναγιώτης Κουσαθανάς δεν αφήνει ούτε στιγμή τον αναγνώστη να καταβροχθίσει τις φωτογραφίες κατά τον τρόπο του «άγνωστου» και του «αποκαλυπτικού». Του επιτρέπει να διαβάσει το βιβλίο σελίδα τη σελίδα, εικόνα την εικόνα, σαν ημερολόγιο του αλλοτινού ανθρώπου, εκείνου που αποξενώθηκε όταν ο κόσμος μετετράπη σε απέραντο ξενοδοχείο. Τα «Βιβλία» ζήτησαν από τον συγγραφέα Αρη Μαραγκόπουλο να παρουσιάσει την έκδοση αυτή.
Φρούριο μνήμης
«Για να γνωρίσει κάποιος τον τόπο μας, θα πρέπει να προλάβει να δει να γεννηθούν και να πεθάνουν οι άνθρωποι... Πολλοί μας έρχονται τώρα και χτίζουν, ξέρετε. Χτίζουν... Πώς να χτίσω εγώ, δεν μπορώ... Δεν είχα μείνει εδώ αρκετά. Για να γνωρίσετε το μέρος μας... πρέπει να έχετε δει να γεννηθούν και να πεθάνουν οι άνθρωποι». Η Μέλπω Αξιώτη παραδίδει αυτή τη θεμελιώδη αυτογνωσία στα 1965, εποχή που τη Μύκονο επισκέπτονται πλέον όλων των ειδών οι διασημότητες, από την Τζάκι Κένεντι ως τον Ζαν Πολ Σαρτρ και από την Γκρέτα Γκάρμπο ως τον Λε Κορμπυζιέ.
Με αφετηρία την ίδια πεποίθηση, ότι δηλαδή κάθε τόπος καθρεφτίζεται στους ανθρώπους του, ο Μυκονιάτης Παναγιώτης Κουσαθανάς, ποιητής και λόγιος, αφηγείται ένα ενδιαφέρον ταξίδι πατριδογνωσίας με πυξίδα την πορεία του νησιού του μέσα σ' έναν αιώνα. Το δίτομο εκδοτικό επίτευγμα των Πανεπιστημιακών Εκδόσεων Κρήτης συγκεντρώνει πάνω από 500 φωτογραφίες της Μυκόνου που έχουν συλλεγεί από διαφορετικές πηγές· σε αυτά τα (ομολογουμένως εκπληκτικά τυπωμένα!) μαυρόασπρα ντοκουμέντα συνοψίζεται μία εκατονταετία (1885-1985) ιστορίας, παράδοσης, πολιτισμού και κοινοτικής ζωής. Το Ενθύμιον Μυκόνου (με υπότιτλο Σχόλια σε φωτογραφίες) δεν υποδύεται τα συνήθη coffee-table λευκώματα. Οι εύγλωττες φωτογραφίες της έκδοσης αυτής ουδέποτε υποκύπτουν στα αγοραία ιλουστρασιόν ιδεώδη (που το θέμα οπωσδήποτε αφ' εαυτού προσελκύει) και άλλωστε «διαβάζονται» αναποσπάστως με τα ιδιαιτέρως περιεκτικά κείμενα / σχόλια που συχνά εκτείνονται ως μικρά διηγήματα σε ολόκληρες σελίδες.
Προειδοποιούμε τον αναγνώστη ότι το έργο δεν αφορά μόνο το «κοινόν της Μυκόνου». Αφορά όλους εκείνους που επιμένουν να μην αντιμετωπίζουν τον ελληνικό χώρο, τον κάθε ελληνικό χώρο, ως ευκαιριακό τοπίο διακοπών· εκείνους που αισθάνονται παρόμοια οδύνη με του αείμνηστου Αρη Κωνσταντινίδη που ζητούσε «να κρυφτεί για να μη βλέπει αυτά που τον πληγώνουν», εκείνους που «μόνο με κάποια βράχια και κάποιες πέτρες» διατηρούν ακόμη «έναν διάλογο, μια συνεννόηση...» (Α. Κωνσταντινίδης, Η αρχιτεκτονική της αρχιτεκτονικής, Αγρα, 1992, σελ. 234).
Πράγματι, η περιδιάβαση που επιφυλάσσει ο Παναγιώτης Κουσαθανάς στον χρόνο και στον τόπο του νησιού δεν θυμίζει τίποτε από την πολύβουη Μύκονο των τελευταίων δεκαετιών. Το βιβλίο αυτό φιλοδοξεί να είναι το έσχατο Φρούριο Μνήμης: εξ ορισμού λοιπόν αφήνει εκτός των τειχών τη βαρβαρότητα της χρηματισμένης περιήγησης· γυμνώνει το νησί από τα ενδύματα του εκάστοτε εκσυγχρονιστικού συρμού και αποκαθαίρει τη Μύκονο του αιωνίου καλοκαιριού μας βαπτίζοντάς την στο μαυρόασπρο καθαρτήριο ενός εν πολλοίς άγνωστου χειμώνα...
Ας μη νομιστεί ωστόσο ότι έχουμε να κάνουμε με ψευδοφολκλορικό βιβλίο· ακόμη και στον πρώτο τόμο, που αναπαράγει τεκμήρια μιας αρχαίας ζωής που κρατήθηκε ανέγγιχτη ως τις αρχές της δεκαετίας του '50, οι εικόνες υπερβαίνουν απρόσκοπτα τη γλασαρισμένη όψη του όποιου ταχυδρομικού δελταρίου παλαιού ή νεότερου. Η προφυλαγμένη διτονικότητα της φωτογραφίας καθώς και η ευφυής «στοίχιση» εικόνας και σχολίων επιτρέπουν στο πολυσχιδές εικονογραφικό υλικό να διαβάζεται κατ' ευχήν, τουτέστιν κατά τις εμφανείς προθέσεις του δημιουργού του βιβλίου. Να εξηγηθούμε: στους δύο τόμους παρελαύνουν δεκάδες φωτογραφίες της Παραπορτιανής, δεκάδες του Γιαλού ή της Χώρας, πολλές μάλιστα, με την πρώτη επιπόλαιη ματιά, μοιάζουν να διαφέρουν ελάχιστα μεταξύ τους δημιουργώντας εύλογη απορία για την επανάληψή τους. Ωστόσο μια προσεκτικότερη ανάγνωση γρήγορα πείθει ότι κάθε παρόμοια «επανάληψη» δεν δείχνει απλώς τον τόπο υπό διαφορετική οπτική γωνία ή έστω υπό το διαφορετικό βλέμμα κάποιου άσημου ή γνωστού φωτογράφου· σημαδεύει ταυτοχρόνως την επανάγνωση του τόπου στον ρέοντα χρόνο. Οπότε κάθε φωτογραφία του Ενθυμίου Μυκόνου καταφέρνει εν τέλει να διαβάζεται ως αυτό ακριβώς που είναι: μια ξεχωριστή στιγμή στην αιωνιότητα του τόπου.
Εδώ εντοπίζεται η μεγάλη δεξιότητα του συγγραφέα στο κτίσιμο αυτής της αφήγησης-ντοκουμέντου ένα υπόδειγμα για το πώς θα πρέπει να διαπραγματευόμαστε τη γόνιμη ελληνική παράδοση στη διαχρονία της: πράγματι, η ευλαβική νέκυια προσώπων και τόπων στην οποία αποδύεται ο συγγραφέας επιτρέπει στα περισσότερα από αυτά τα memento mori να ανασταίνονται εκ νεκρών. Αυτή η δύσκολη αποστολή φθάνει σε πέρας χάρη στη συστηματική συνέργεια φωτογραφίας και συνοδευτικών κειμένων. Τα κείμενα του Κουσαθανά παρακολουθούν στενά εικονισμένα πρόσωπα και πράγματα, διηγούνται τις λησμονημένες ιστορίες τους, αναπλάθουν τον αόριστο χρόνο της εικόνας στον χρόνο του ενεστώτος λόγου, με τελικό σκοπό να επανεύρουν το χαμένο νήμα, το χαμένο κέντρο.
Ο συγγραφέας δεν αφήνει ποτέ τον αναγνώστη να καταβροχθίσει τις φωτογραφίες κατά τον τρόπο της τύρβης και του περιοδικού συρμού. Το βιβλίο διαβάζεται σελίδα τη σελίδα, εικόνα την εικόνα, ως Ημερολόγιο του Αλλοτινού Ανθρώπου· εκείνου που αποξενώθηκε όταν ο κόσμος μετετράπη σε απέραντο ξενοδοχείο. Στιγμή δεν αφήνει ο συγγραφέας τον αναγνώστη. Επισύρει την προσοχή του στους έρωτες πάνω από τα Τρία Πηγάδια (σ. Α', 20, 79, Β', 27-28, 173), στο μαγικό και άγιο Ρόδο το Αμάραντο (σ. Α', 35), στη λησμονημένη ιστορία του ρώσου κόμη Βόινοβιτς (σ. Α', 27, 150) και σ' εκείνη της Μαντώς Μαυρογένους (σ. Α', 148, 156, Β', 64)· αποκαλύπτει κρυμμένες όψεις της ζωής του ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη και της συγγραφέως Μέλπως Αξιώτη (σ. Α', 78-80)· κυρίως όμως καθυστερεί στοργικά στις μικρές ιστορίες ανθρώπων που συγκρότησαν την ψυχή της Μυκόνου αλλά και της Ελλάδας όλης: στην ιστορία του θρυλικού καπετάν Σουρμελή (σ. Α', 39-41, 184), του πονόψυχου Λαμπριανού του Αμπανόπουλου (σ. Α', 44-45), του νταή Χανιώτη (σ. Α', 69), των τραγικών προγόνων του Μορφινού (σ. Α', 75), στην ταπεινή διασκέδαση του μυλωνά Λυκούρη (σ. Α', 128), στην ιστορία του παλιννοστήσαντος Ντεμένεου Δακτυλίδη (σ. Β', 149-150), στη γλυκόπικρη του Αντώνη Θεοχάρη, του και Γαϊδουρά επονομαζόμενου (σ. Α', 164 και Β', 71, 312-313), και στις ιστορίες άλλων πολλών, ων ουκ έστιν αριθμός.
Πέραν των συνοδευτικών αυτών αφηγήσεων, άλλα πρόσθετα σχόλια του συγγραφέα στις παρατιθέμενες φωτογραφίες αναγκάζουν στην κυριολεξία τον αναγνώστη να προσέξει απίθανες λεπτομέρειες που η χορτασμένη ματιά του σύγχρονου θεατή σπανίως διακρίνει: τη λανθάνουσα κίνηση του παιδιού που κρατάει εξαπτέρυγο, την απόμακρη φωτιά που ανάβει ένας ψαράς για την κακαβιά του, ένα «κηπαράκι» που μόλις διακρίνεται μέσα στο πάλλευκο της εικόνας, το γύρισμα ενός γείσου, τη χρήση ενός ακαθόριστου σκεύους αφημένου σε μια αυλή, τα θεμέλια ενός μελλοντικού κτίσματος, τα αχνά ερείπια ενός άλλου.
Συχνά ο συγγραφέας αποσύρεται διακριτικά παραχωρώντας τον λόγο στην ιδιότυπη προφητική φωνή της Μέλπως Αξιώτη εφόσον καθώς παρατηρεί (Α', 148): «σ' αυτόν τον ξερόβραχο γυναίκα η πρόμαχος της Ελευθερίας (ενν. τη Μαντώ Μαυρογένους), γυναίκα και η πρόμαχος στα Γράμματα». Αλλά δίνει τον λόγο επίσης σε όλους εκείνους που μετράει στους συμπατριώτες του: στον Ανδρέα Καραντώνη, στον Αρη Κωνσταντινίδη, στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Λορεντζάτο, στον Εγγονόπουλο, στον Καραγάτση και ακόμη στους ξένους, από τον Λε Κορμπυζιέ ως τον Λακαριέρ και από τον Κλάους Φρισλάντερ ως τον Αλμπέρ Καμύ. Ετσι η αφήγηση της εντοπιότητας ενσωματώνεται βαθμιαία στην αφήγηση του οικουμενικού παραδείσου.
Στο τέλος, οι πολύτροπες φωνές και εικόνες του βιβλίου καταφέρνουν χάρη στη μαστορικά οργανωμένη ενότητά τους να αναστήσουν ένα συμπαγές Ολον, έναν πλήρη και ολοζώντανο Κόσμον με την ηρακλείτεια έννοια του όρου. Πράγματι αυτά τα αρχαία πρόσωπα και αυτά τα αρχαία κτίσματα δείχνουν να φωτίζονται από την ίδια φλόγα άψυχα και έμψυχα αδιακρίτως: κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ' ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον (Ηράκλειτος, Fr. 30). Εδώ κάπου προσεγγίζουμε από άλλο δρόμο τη γνώση που υπογράμμιζε η Αξιώτη στο πρώτο παράθεμα αυτού του σημειώματος. Η προσωπική μάλιστα ιστορία του αφηγητή, που κατά διαστήματα παρεισφρέει δραματικά ανάμεσα σε οικείες εικόνες και αλλότρια κείμενα (δες κυρίως σ. Α', 82, 179-182, Β', 145-146, 150-158), αναμοχλεύει απολαυστικά με την απρόβλεπτη αμεσότητά της την αείζωη φωτιά αυτού του θεόκτιστου σύμπαντος.
Ελληνική τελετή
Ο αναγνώστης μετακινώντας συνεχώς το βλέμμα, υπό την καθοδήγηση του συγγραφέα, από τα μακρόβια κτίσματα στα βραχύβια πρόσωπα γίνεται εν τέλει μύστης μιας προσφιλούς ελληνικής τελετής: στη διάρκειά της ο Θάνατος, μολονότι πανταχού παρών στον παγωμένο χρόνο του φωτογραφικού στιγμιότυπου, τείνει να μετατρέπεται μέσα στο αειθαλές ηλιόφως του Αρχιπελάγους σε διαλυτή ουσία. Δεν υπερβάλλουμε. Αν οι φωτογραφίες «μιλούν» ως προς αυτό από μόνες τους, τα συνοδευτικά κείμενα (γραμμένα με εύστροφες διαρροές προς το ντόπιο ιδίωμα) φωνάζουν στεντορείως στη γλώσσα του απολεσθέντος εκείνου παραδείσου όπου η ζωή δεν τρομάζει τον θάνατο. Ιδού ίσως και για ποιο λόγο, ενώ αυτός ο ασκητικός νόστος χρεώνει συχνά τον συγγραφέα με βαρύτατο άλγος, αυτό ουδέποτε αποκαρδιώνει την ανάγνωση. Το Ενθύμιον αποτελεί εν κατακλείδι γενναία υπενθύμιση της πολιτιστικής μητρίδος, προκλητικό απείκασμα ενός απολεσθέντος παραδείσου που μας καλεί εκ νέου να τον κατοικήσουμε.
Αρης Μαραγκόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-01-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις