0
Your Καλαθι
Το βουνό
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Το βουνό αναφέρεται στα χρόνια 1940-45, όπως τα έζησε ο συγγραφέας στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σουβάλα, χωριό του Παρνασσού. Όπως τα έζησε φυσικά είναι τρόπος του λέγειν. Όπως τα έγραψε θέλει να πει, σαράντα σχεδόν χρόνια μετά τα εξιστορούμενα περιστατικά και με την προοπτική μάλλον όσων ακολούθησαν. Πρόκειται εξάλλου για λογοτεχνία και καθόλου για ιστορία. Κάθε ομοιότητα, συνεπώς, με πραγματικά πρόσωπα και τόπους δεν είναι μόνο φανταστική, αλλά πολύ περισσότερο: η μόνη αληθινή που μπορεί να μαρτυρήσει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1982. Στη σημερινή έκδοσή του, ωστόστο, είκοσι δύο χρόνια μετά, το Βουνό έχει μεταμορφωθεί, έχουν γίνει διορθώσεις, αναπλάσεις και προσθήκη τεσσάρων νέων κεφαλαίων. Πρόκειται, ουσιαστικά, για ένα καινούργιο βιβίο, για ένα άλλο Βουνό.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βουνό είναι ένα αφήγημα που αναφέρεται στην τραυματική περίοδο 1940-1945, όπως την έζησε ο ποιητής Λουκάς Κούσουλας στην ιδιαίτερη πατρίδα του Σουβάλα, χωριό του Παρνασσού, στα κρίσιμα χρόνια της εφηβείας του, από τα δώδεκα ώς τα δεκαπέντε του. Οσα ιστορεί, ωστόσο, σαράντα ολόκληρα χρόνια από τότε (το βιβλίο γράφτηκε το 1979 και πρωτοκυκλοφόρησε το 1982, άλλο αν η παρούσα έκδοση είναι διορθωμένη και επαυξημένη με τέσσερα νέα κεφάλαια) όσα λοιπόν ιστορεί είναι ιδωμένα με τα μάτια τού άλλοτε θαμπωμένου και παρασυρμένου από το εκτυφλωτικό όραμα ενός άλλου κόσμου και τώρα απογοητευμένου μεσήλικα, ο οποίος αφηγείται τα «θαυμαστά» εκείνα με το ψυχικό -και σωματικό- βάρος των όσων ακολούθησαν. Αφηγείται πραγματικά περιστατικά, όπως υπέπεσαν στην αντίληψή του και διατηρήθηκαν αναλλοίωτα στη μνήμη του, επακριβώς οριοθετημένα χρονικά και «σκηνογραφημένα» τοπικά, χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης προσώπων, γεγονότων και καταστάσεων, χωρίς μυθοπλαστικές προσθήκες, έξω από κάποιες μεταγενέστερες «υστερόγραφες» παρατηρήσεις. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν διατρέχει τον κίνδυνο να θεωρηθεί ιστορία, δεδομένου ότι αποτελεί ένα λογοτεχνικά δομημένο αφήγημα, στο πλαίσιο του οποίου όλα υποστασιοποιούνται με τη θέρμη του ανθρώπου που αισθάνεται, πάνω απ' όλα, την ανάγκη της έκφρασης και, στη συνέχεια, αυτήν της επικοινωνίας· κι ακόμα, με την αγωνία του ανθρώπου που θέλει να αυτο-επαναπροσδιοριστεί, συνδυάζοντας το τραυματικό παρελθόν του με το αμήχανο παρόν και το μάλλον όχι ευοίωνο μέλλον του.
Πρόθεση του αφηγητή δεν είναι να γράψει ιστορία, ούτε, πολύ περισσότερο, να καταλήξει, τουλάχιστον άμεσα, στην απόδοση ευθυνών για τον καταποντισμό του θαμπωτικού και για μια στιγμή εγερτικού της ψυχής οράματος, για τις θυσίες που έμειναν αδικαίωτες. Ο,τι, πάνω απ' όλα, επιθυμεί, ανασύροντας από τη μνήμη του κομμάτια μιας μακρινής εποχής, στίλβουσες εικόνες και πτυχές από ένα ξεσήκωμα που τώρα μοιάζει με όνειρο μακρινό, είναι να δικαιώσει ζωές, πράξεις και χειρονομίες απλών ανθρώπων, που τραγικές συγκυρίες τούς έκαναν να αρθούν σε ηθικό ύψος ανυπέρβλητο· να υπερβούν τα όρια της ρυθμιζόμενης από τις βιοτικές τους ανάγκες και τις εναλλαγές του φυσικού τους περιβάλλοντος καθημερινότητας. Κυρίως, επιθυμεί να δικαιωθεί ο ίδιος, με την ιδιότητα του ιστορητή, ως ιστορική οντότητα, προσμετρώντας τις πληγές του «που μάτωσαν μια φορά και κλείσανε πάλι, κι οι ουλές τους χαράζουν βαθιά από τότε και σημαδεύουν πρόσωπο και κορμί. Διά βίου». Και το κατορθώνει αυτό, «στήνοντας», διά της γραφής, όσα έζησε την πιο κρίσιμη περίοδο της ζωής του αλλά και του τόπου, ανακεφαλαιώνοντας, με την αμεσότητα που του επιτρέπει ο αφηγηματικός λόγος και τρόπος, όλα όσα διαμόρφωσαν τον ψυχισμό του· ξετυλίγοντας το νήμα μιας μνήμης ατομικής που, όμως, έτσι όπως ζυμώθηκε, μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα παλλαϊκης ελπίδας, θυσίας, αγωνίας και οιμωγής, αποκτά το εύρος της ομαδικής μνήμης, της οποίας ο αφηγητής είναι φορέας και εκφραστής.
Μάλιστα, επικαλούμενος και την ποιητική ιδιότητα του Λουκά Κούσουλα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αποτελεί μία από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις της Β' Μεταπολεμικής γενιάς, της τραυματικά στιγματισμένης από τον απόηχο, κυρίως, των δραματικών συμβάντων και καταστάσεων της δεκαετίας του '40, θα μπορούσα να πω ότι, με τα όσα «καταθέτει» στο Βουνό, λειτουργεί και ως εκπρόσωπος όλων όσοι, όπως αυτός, γεννήθηκαν σε τόπους μακρινούς και δύσβατους, σε χρόνια σκοτεινά και δίσεχτα («Κουβεντιάζαμε τις προάλλες οι παλιο-φίλοι, όπως γίνεται πάντα σαν ανταμώνουμε τις γιορτές στο χωριό, κι από λόγο σε λόγο, απογοητεύσεις και διαψεύσεις, καταλήγαμε ξανά στη γνωστή επωδό, για τη μετριότητα της ζωής μας, προκοπές και μιζέριες της... [...] Ξεκινώντας απ' το Σουριά! Αυτός ήταν τα φόντα και τα προσόντα μας, οι προϋποθέσεις να ξανοιχτούμε κι εμείς στον ορίζοντα του κόσμου, να διεκδικήσουμε νίκες και καταχτήσεις». Κι απ' αυτήν την άποψη, δεν θα ήταν λάθος, νομίζω, να θεωρηθεί το εν λόγω αφήγημα και μια εκ βάθους εξομολόγηση, μία αντιπροσωπευτική προσωπική μαρτυρία για τα πάθη, τις ελπίδες, τις εξάρσεις και τις απογοητεύσεις μιας ομάδας ανθρώπων που κλήθηκαν, αξιώθηκαν μάλλον, να φανερώσουν πτυχές της ανθρωπιάς τους μέσα στις πιο σκληρές και απάνθρωπες συνθήκες της ιστορίας.
Θα τολμούσα να μιλήσω ακόμα και για ένα ιδιότυπο «έπος», που ήρωάς του είναι όλοι οι κάτοικοι των χωριών της Παρνασσίδας, η δράση, τα κατορθώματα, οι αδυναμίες, ο φόβος, οι ελπίδες και οι διαψεύσεις των οποίων, ατομικές ή ομαδικές, αποτελούν πτυχές ενός ενιαίου και αδιαίρετου οργανικού όλου, όπως το δημιούργησαν οι κοινές και για όλους επίφοβες ιστορικές συγκυρίες. Μέσα σε ένα συγκεκριμένο γεωφυσικό πλαίσιο, με τη φύση να διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στις μετακινήσεις, τις εναλλαγές των συμπεριφορών και των επιθυμιών των απλών ανθρώπων, που ξαφνικά αισθάνονται ότι συμμετέχουν στα δρώμενα της ιστορίας, κι ότι ο απομονωμένος τόπος τους γίνεται το «αλωνάκι» που στην περιορισμένη έκτασή του συμβαίνουν πράγματα και θαύματα, ανατρεπτικά τής μέχρι τότε εικόνας του κόσμου· μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, ο έφηβος, τότε, αφηγητής, παρατηρεί, συμμετέχει και «πλάθεται» ο άντρας που προκύπτει από το συγκεκριμένο αφήγημά του και, βέβαια, από την ποίηση και από τα δοκίμιά του. Κάπως έτσι πρέπει να διαβαστεί Το βουνό, στο οποίο εύκολα αναγνωρίζει ο αναγνώστης το ιδιότυπο ύφος του ποιητή Λουκά Κούσουλα· τις γνώριμες και από την ποίησή του γοητευτικές αφηγηματικές του ιδιαιτερότητες, αλλά και από την ενασχόλησή του με το δοκίμιο, αλλιώς εκδηλωμένες τώρα, με μεγαλύτερη άνεση ίσως, καθώς εκτίθενται σε προσφορότερο έδαφος, και με μια νηφάλια συγκίνηση να τον διακατέχει, ενόσω ανασύρει και συνθέτει ψηφίδες από ένα συγκλονιστικό, σε προσωπικό και σε ιστορικό επίπεδο, παρελθόν.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/08/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις