0
Your Καλαθι
Το δέντρο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
«Δέντρο πελώριο, περήφανο, κραταιό, στεφάνωνε τη στέγη του σπιτιού με τη σγουρή, ξέπλεκη χαίτη του, σαν αγαθό και φίλιο πνεύμα. Σωστόν αιώνα σήκωνε στη ράχη του κι όμως μια νιότη αδάμαστη ψύχωνε την ακμαία κορμοστασιά του. Κι αληθινά, μέσα σ’ ολόκληρο χωριό, ανάλογό του δεν υπήρχε, που να συγκρίνεται σε λεβεντιά και γεροσύνη. Έβγαινες απ’ τα
όρια της κοινότητας, έφθανες στο φιδοσερτό ποτάμι κι ακόμα ξέκρινες πίσω απ’ τη θάλασσα των αμπελιών, πίσω από τα χρυσά αραποσίτια, ν’ αργοσαλεύει φουντωτή, ολομόναχη, καθώς χλωρόφαιο ξάρτι καραβιού, η βαθυπράσινη κορφή του. Τέτοιο ήτανε το ψήλος του.
Αυτό το δέντρο, το αγαπούσε πιότερο απ’ όλα ο παππούς και το ξεχώριζε. Ένας μυστήριος, ακατάλυτος δεσμός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στις δυό αταξίδευτες ψυχές, που δέσανε μια και καλή απ’ την γέννα τους στου κάμπου το αραξοβόλι.»
Απόσπασμα:
Μες στο λαγκάδι της ζωής δεντρί κι εγώ φυτρώνω κι ο ξυλοκόπος ο Καιρός με βλέπει δίχως πόνο.
Κωστής Παλαμάς
Τα χέρια του ξεκρίνω πρώτα. Ξελαγαρίζουν και μου γνέφουν σιωπηλά, μέσα από το θολό
νερό της θύμησης. Διανεύουν ήσυχα, αργά, όπως γλιστρά ο ίσκιος του σύγνεφου τ’ απομεσήμερο στον φλογισμένο κάμπο. Χέρια ροζιάρικα, τραχιά, τίμια χέρια. Τέτοια που σκύβει καταδεχτικά η ζωή από πάνω τους και τα φιλεί σαν σύμβολα του μόχθου.
Φαρδιές παλάμες, κουφωτές, που στ’ άγγιγμά τους σμίγει ανώφελα η μεροσύνη κι η πραότητα
της γης με την αδέξια τρυφερότητα του ζώου: κανουν να σε χαιδέψουν απαλά κι ευθύς το δέρμα σου αγκριφώνεται, πονά, σα να στο τρίβουν με γυαλό χαρτο. Πετσί κατάστικτο από καφετιές πανάδες, ηλιοφρυγμένο κι αργασμένο από το χώμα, το λιθάρι, τη βροχή. Καύκαλο τριχωτό, λιπόσαρκο, πάνω στ’ οποίο κλαρώνονται οι φουσκωμένες φλέβες. Δάχτυλα μακριά, χοντρά, κακοπελεκημένα, που ξέρουν ν’ αποσπούν σοφά απ’ το δέντρο τον καρπό και ν’
αλαφρώνουν σύγκαιρα το φορτωμένο κλήμα. Τα βλέπω και στοχάζομαι πως να, τέτοια θα ’ταν τα χέρια του Θεού, σα σήκωσε απ’ τον πηλό τον κόσμο.
Το πρόσωπο έπειτα διακρίνω. Προβάλλει ανάλλαγο, όπως τότε, στο φυλλορρόημα των ογδόντα χρόνων του. Ρικνό, σκαμμένο απ’ τις ζαρωματιές, με χωματένια μυώνια, καθώς χωράφι ξερικό που δέρνεται απ’ την φλογερή πύρα του θέρους. Ψαρά μαλλιά, μύτη κυρτή, κίτρινο απ’ τον καπνό μουστάκι.
Κάτω απ’ τα γκρίζα ξέφτια των φρυδιών, δυό μάτια καστανά, συλλογισμένα, στυλώνονται με καρτερία κι υποταγή σε κάποιο σύνορο που ολοένα πλησιάζει.
Αποσπερνή, μενεξεδένια αντάρα αποσκεπάζει τούτα τα ταπεινά, ήμερα μάτια. Δυό αδύναμα φωσάκια τρεμουλιάζουνε μέσα στις βελουδένιες κόρες τους, σα νυχτοκάντηλα που φέγγουνε σ’ έρημο κοιμητήρι. Τα βλέπω και μαντεύω το νόημά τους, πρώτη φορά
μετά από τόσα χρόνια...
Ξέρω πως στην καρκαδιασμένη άφτρα τους καίει σιγαλά ένα στερνό παράπονο, που τσιτσιρίζει επίμο να στο αποσωμένο λάδι του κι ύστερα σβήνει αργά, πίσω από σφαλισμένα βλέφαρα. Το ξέρω. Γι’ αυτό κι ακούω τη γέρικη φωνή να λέει ξανά, ραισμένη από την πίκρα, σα θλιβερό επικήδειο μιάς άδολης ψυχής, τον ίδιο λόγο:
«Το δέντρο κόψατε, μωρέ!... Το δέντρο...»
Τα πόναγε ο συγχωρεμένος ο παππούς τα δέντρα.
Όσα χρόνια τον θυμάμαι, ποτές μου δεν τον είδα να τσακίσει ένα κλαρί, ν’ αφήσει απότιστη μια ρίζα. Μα καλλωπιστικά, μα καρπερά, τα περιποιότανε όπως τις λαγωνίκες του, με μια φροντίδα που ξεπέρναε το στενόκαρδο συμφέρον. Τα φύτευε, τ’ ανάσταινε, τα ’βλεπε να θεριεύουν κι αναμετρούσε με το μπόιτους την ασάλευτη ζωή του, που πέρασε σκυφτήμέσα στα όρια του κάμπου, παλεύοντας με το τσαπί και την αξίνα. Ήξερε να κεντρώνει τ’ άγρια, να θεραπεύει τα αρρωστημένα κι ανακαλούσε μ’ ευκολία το ιστορικό του καθενός, μέχρι το πιο ασήμαντο περιστατικό του.
Τα οπωροφόρα που δεν έδιναν καρπό, τα σπλαχνιζότανε κι αρνιόταν να τα κόψει. Λόγιαζε πως
κι ο ίσκιος τους είναι ακριβό αγαθό και το ’χε για αμαρτία μεγάλη να τ’ αποσπάσει απ’ τον μαστό της γης, όπου βυζαίναν σιωπηλά, γαληνεμένα. Γιατί είχε τη στοχαστική απλοσύνη του ανθρώπου που έσμιξε τόσα χρόνια με τα χώματα κι ένιωσε τι σημαίνει ρίζωμα, τι κοιλοπόνεμα και γέννα.
Ασημοκαπνισμένα λιόδεντρα, πλατύφυλλες συκιές, λεύκες λιγνόκορμες, σπαθάτα κυπαρίσσια,
μουριές, πλατάνια, κουτσουπιές – όλα τα αγαπούσε ο παππούς και τα καμάρωνε. Ένα παρθένο δα σος από αμέτρητα δεντριά, πυκνό και καταπράσινο, ήταν η γέρικη καρδιά του. Μα ανάμεσά τους υπήρχε κάποιο που ξεχώριζε, κάποιο που άπλωνε τις ρίζες του βαθιά μες στην ψυχή και ίσκιωνε σαν σύντροφος πιστός τα γηρατειά του.
Μια εκατοχρονίτικη κουκουναριά ήτανε.
Δέντρο πελώριο, περήφανο, κραταιό, στεφάνωνε τη στέγη του σπιτιού με τη σγουρή, ξέπλεκη χαίτη του, σαν αγαθό και φίλιο πνεύμα. Σωστόν αιώνα σήκωνε στη ράχη του κι όμως μια νιότη αδάμαστη ψύχωνε την ακμαία κορμοστασιά του. Κι αληθινά, μέσα σ’ ολόκληρο χωριό, ανάλογό του δεν υπήρχε, που να συγκρίνεται σε λεβεντιά και γεροσύνη.
Έβγαινες απ’ τα όρια της κοινότητας, έφθανες στο φιδοσερτό ποτάμι κι ακόμα ξέκρινες πίσω απ’ τη θάλασσα των αμπελιών, πίσω από τα χρυσά αραποσίτια, ν’ αργοσαλεύει φουντωτή, ολομόναχη, καθώς χλωρόφαιο ξάρτι καραβιού, η βαθυπράσινη κορφή του. Τέτοιο ήτανε το ψήλος του. Αν τύχαινε κάποιος ξενομερίτης να περάσει έξω απ’ την καγκελένια αυλόπορτα, στέκονταν και το κοίταζε με δέος και σαστιμάρα, όπως κοιτά κανείς ένα επιβλητικό οικοδόμημα. Γιατί είχε κάτι απ’ την μεγαλοσύνη αρχαίου ναού, κάτι από την αψηφισιά καστρόπυργου η θωριά του. Ορθώνουνταν στην μέση της αυλής, λαμπαδωτό κι αγέρωχο, στέρεα θεμελιωμένο πάνω στα ριζωμένα πόδια του κι ο δυνατός κορμός του ανέβαινε ορμητικά στον ουρανό,
όμοιος με δωρική κολόνα. Σάμπως να τίναξε μ’ ένα σπασμό απ’ τα σπλάχνα της η γης ακέριο το θεριακωμένο δέντρο. Τα αδρά κλωνάρια του πετάγονταν ψηλά ψηλά από το φαρδύ του στέλεχος, απλώνον ταν πάνω απ’ το αποθηκάκι, σκέπαζαν με τον δροσερό, παχύ τους ίσκιο τον περίβολο. Κι οι ρίζες του βυθίζονταν βαθιά στο πρόσφορο έδαφος, πίνανε τους χυμούς του κι αργοσαλεύανε μ’ ευδαιμονία σαν πλόκαμοι μες στο σκοτάδι των χωμάτων.
Απ’ τις σχισμάδες του φλοιού του έρρεαν κεχριμπαρένια δάκρυα, κολλώδη και πηχτά σαν μέλι, που αντιφεγγίζανε στο φως και μύρωναν την υγρή του ανάσα. Μεγάλα κουκουνάρια φορτωμένα σπέρματα κρεμόντουσαν απ’ τα κλαριά του, λικνίζονταν αργά και πέφταν χάμου, στο μαλακό κι αφράτο στρώμα των χρυσών πευκοβελόνων.
Εμείς τα εγγόνια, που δεν είχαμε τέτοιο εκλεκτό έδεσμα στην πόλη, πολύ τα λιμπιζόμασταν αυτά τα κουκουνάρια. Όταν ερχόμασταν τις πάψες στο χωριό, άλλη δουλειά δεν κάναμε έξω από το να σπαζουμε με πέτρες το σκληρό περίβλημά τους και να γευόμαστε το νόστιμο καρπό. Σπάγαμε, τρώγαμε, ξεφωνίζοντας σαν τα τσιροπούλια, και τα χέρια μας γίνονταν κατάμαυρα, λες και τα είχαμε βουτήξει μέσα σε καρβουνόσκονη.
Γι’ αυτό και όλα τα παιδιά το εκτιμούσαμε πολύ τούτο το δέντρο. Στα ονειροπλανεμένα μάτια μας φάνταζε σαν καλό στοιχειό, που άπλωνε προστατευτικά την φτερωσιά της φυλλωσιάς του πάνω απ’ το σπίτι του παππού και φίλευε απλόχερα τους σπόρους του. Ένα ήταν μόνο το παράπονό μας: πως δεν μπορούσαμε ν’ ανέβουμε στη ράχη του, ν’ ανασκελώσουμε στα ροζιασμένα μπράτσα κρεμάζοντας τα πόδια πάνω απ’ το έδαφος, ως το ’χαμε συνήθειο
με τ’ άλλα δέντρα της αυλής. Αυτό υψωνόταν αλαζονικό κι απρόσιτο, σα να μην ήθελε τη συντροφιά μας. Μα, από την άλλη, νιώθαμε πως δεν υπήρχε ίχνος ξιπασιάς στην ακατάδεκτή του στάση. Γιατι μαντεύαμε πως κάτω απ’ τη χοντρή του φλούδα κρυβόταν μια περήφανη ψυχή, η οποία παρέμενε αταπείνωτη κι απάτητη, τέντωνε το δυσκίνη το σκαρί της στα μεσούρανα και δεν μοιράζονταν το μυστικό της μοναξιάς της με κανέναν, πέρα απ’
τους φτερωτούς συντρόφους που φωλιάζανε στους κλώνους της και τα μυστηριώδη νυχτοπούλια. Κι η σκέψη αυτή, σα να μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ τον σεβασμό μας.[...]
όρια της κοινότητας, έφθανες στο φιδοσερτό ποτάμι κι ακόμα ξέκρινες πίσω απ’ τη θάλασσα των αμπελιών, πίσω από τα χρυσά αραποσίτια, ν’ αργοσαλεύει φουντωτή, ολομόναχη, καθώς χλωρόφαιο ξάρτι καραβιού, η βαθυπράσινη κορφή του. Τέτοιο ήτανε το ψήλος του.
Αυτό το δέντρο, το αγαπούσε πιότερο απ’ όλα ο παππούς και το ξεχώριζε. Ένας μυστήριος, ακατάλυτος δεσμός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στις δυό αταξίδευτες ψυχές, που δέσανε μια και καλή απ’ την γέννα τους στου κάμπου το αραξοβόλι.»
Απόσπασμα:
Μες στο λαγκάδι της ζωής δεντρί κι εγώ φυτρώνω κι ο ξυλοκόπος ο Καιρός με βλέπει δίχως πόνο.
Κωστής Παλαμάς
Τα χέρια του ξεκρίνω πρώτα. Ξελαγαρίζουν και μου γνέφουν σιωπηλά, μέσα από το θολό
νερό της θύμησης. Διανεύουν ήσυχα, αργά, όπως γλιστρά ο ίσκιος του σύγνεφου τ’ απομεσήμερο στον φλογισμένο κάμπο. Χέρια ροζιάρικα, τραχιά, τίμια χέρια. Τέτοια που σκύβει καταδεχτικά η ζωή από πάνω τους και τα φιλεί σαν σύμβολα του μόχθου.
Φαρδιές παλάμες, κουφωτές, που στ’ άγγιγμά τους σμίγει ανώφελα η μεροσύνη κι η πραότητα
της γης με την αδέξια τρυφερότητα του ζώου: κανουν να σε χαιδέψουν απαλά κι ευθύς το δέρμα σου αγκριφώνεται, πονά, σα να στο τρίβουν με γυαλό χαρτο. Πετσί κατάστικτο από καφετιές πανάδες, ηλιοφρυγμένο κι αργασμένο από το χώμα, το λιθάρι, τη βροχή. Καύκαλο τριχωτό, λιπόσαρκο, πάνω στ’ οποίο κλαρώνονται οι φουσκωμένες φλέβες. Δάχτυλα μακριά, χοντρά, κακοπελεκημένα, που ξέρουν ν’ αποσπούν σοφά απ’ το δέντρο τον καρπό και ν’
αλαφρώνουν σύγκαιρα το φορτωμένο κλήμα. Τα βλέπω και στοχάζομαι πως να, τέτοια θα ’ταν τα χέρια του Θεού, σα σήκωσε απ’ τον πηλό τον κόσμο.
Το πρόσωπο έπειτα διακρίνω. Προβάλλει ανάλλαγο, όπως τότε, στο φυλλορρόημα των ογδόντα χρόνων του. Ρικνό, σκαμμένο απ’ τις ζαρωματιές, με χωματένια μυώνια, καθώς χωράφι ξερικό που δέρνεται απ’ την φλογερή πύρα του θέρους. Ψαρά μαλλιά, μύτη κυρτή, κίτρινο απ’ τον καπνό μουστάκι.
Κάτω απ’ τα γκρίζα ξέφτια των φρυδιών, δυό μάτια καστανά, συλλογισμένα, στυλώνονται με καρτερία κι υποταγή σε κάποιο σύνορο που ολοένα πλησιάζει.
Αποσπερνή, μενεξεδένια αντάρα αποσκεπάζει τούτα τα ταπεινά, ήμερα μάτια. Δυό αδύναμα φωσάκια τρεμουλιάζουνε μέσα στις βελουδένιες κόρες τους, σα νυχτοκάντηλα που φέγγουνε σ’ έρημο κοιμητήρι. Τα βλέπω και μαντεύω το νόημά τους, πρώτη φορά
μετά από τόσα χρόνια...
Ξέρω πως στην καρκαδιασμένη άφτρα τους καίει σιγαλά ένα στερνό παράπονο, που τσιτσιρίζει επίμο να στο αποσωμένο λάδι του κι ύστερα σβήνει αργά, πίσω από σφαλισμένα βλέφαρα. Το ξέρω. Γι’ αυτό κι ακούω τη γέρικη φωνή να λέει ξανά, ραισμένη από την πίκρα, σα θλιβερό επικήδειο μιάς άδολης ψυχής, τον ίδιο λόγο:
«Το δέντρο κόψατε, μωρέ!... Το δέντρο...»
Τα πόναγε ο συγχωρεμένος ο παππούς τα δέντρα.
Όσα χρόνια τον θυμάμαι, ποτές μου δεν τον είδα να τσακίσει ένα κλαρί, ν’ αφήσει απότιστη μια ρίζα. Μα καλλωπιστικά, μα καρπερά, τα περιποιότανε όπως τις λαγωνίκες του, με μια φροντίδα που ξεπέρναε το στενόκαρδο συμφέρον. Τα φύτευε, τ’ ανάσταινε, τα ’βλεπε να θεριεύουν κι αναμετρούσε με το μπόιτους την ασάλευτη ζωή του, που πέρασε σκυφτήμέσα στα όρια του κάμπου, παλεύοντας με το τσαπί και την αξίνα. Ήξερε να κεντρώνει τ’ άγρια, να θεραπεύει τα αρρωστημένα κι ανακαλούσε μ’ ευκολία το ιστορικό του καθενός, μέχρι το πιο ασήμαντο περιστατικό του.
Τα οπωροφόρα που δεν έδιναν καρπό, τα σπλαχνιζότανε κι αρνιόταν να τα κόψει. Λόγιαζε πως
κι ο ίσκιος τους είναι ακριβό αγαθό και το ’χε για αμαρτία μεγάλη να τ’ αποσπάσει απ’ τον μαστό της γης, όπου βυζαίναν σιωπηλά, γαληνεμένα. Γιατί είχε τη στοχαστική απλοσύνη του ανθρώπου που έσμιξε τόσα χρόνια με τα χώματα κι ένιωσε τι σημαίνει ρίζωμα, τι κοιλοπόνεμα και γέννα.
Ασημοκαπνισμένα λιόδεντρα, πλατύφυλλες συκιές, λεύκες λιγνόκορμες, σπαθάτα κυπαρίσσια,
μουριές, πλατάνια, κουτσουπιές – όλα τα αγαπούσε ο παππούς και τα καμάρωνε. Ένα παρθένο δα σος από αμέτρητα δεντριά, πυκνό και καταπράσινο, ήταν η γέρικη καρδιά του. Μα ανάμεσά τους υπήρχε κάποιο που ξεχώριζε, κάποιο που άπλωνε τις ρίζες του βαθιά μες στην ψυχή και ίσκιωνε σαν σύντροφος πιστός τα γηρατειά του.
Μια εκατοχρονίτικη κουκουναριά ήτανε.
Δέντρο πελώριο, περήφανο, κραταιό, στεφάνωνε τη στέγη του σπιτιού με τη σγουρή, ξέπλεκη χαίτη του, σαν αγαθό και φίλιο πνεύμα. Σωστόν αιώνα σήκωνε στη ράχη του κι όμως μια νιότη αδάμαστη ψύχωνε την ακμαία κορμοστασιά του. Κι αληθινά, μέσα σ’ ολόκληρο χωριό, ανάλογό του δεν υπήρχε, που να συγκρίνεται σε λεβεντιά και γεροσύνη.
Έβγαινες απ’ τα όρια της κοινότητας, έφθανες στο φιδοσερτό ποτάμι κι ακόμα ξέκρινες πίσω απ’ τη θάλασσα των αμπελιών, πίσω από τα χρυσά αραποσίτια, ν’ αργοσαλεύει φουντωτή, ολομόναχη, καθώς χλωρόφαιο ξάρτι καραβιού, η βαθυπράσινη κορφή του. Τέτοιο ήτανε το ψήλος του. Αν τύχαινε κάποιος ξενομερίτης να περάσει έξω απ’ την καγκελένια αυλόπορτα, στέκονταν και το κοίταζε με δέος και σαστιμάρα, όπως κοιτά κανείς ένα επιβλητικό οικοδόμημα. Γιατί είχε κάτι απ’ την μεγαλοσύνη αρχαίου ναού, κάτι από την αψηφισιά καστρόπυργου η θωριά του. Ορθώνουνταν στην μέση της αυλής, λαμπαδωτό κι αγέρωχο, στέρεα θεμελιωμένο πάνω στα ριζωμένα πόδια του κι ο δυνατός κορμός του ανέβαινε ορμητικά στον ουρανό,
όμοιος με δωρική κολόνα. Σάμπως να τίναξε μ’ ένα σπασμό απ’ τα σπλάχνα της η γης ακέριο το θεριακωμένο δέντρο. Τα αδρά κλωνάρια του πετάγονταν ψηλά ψηλά από το φαρδύ του στέλεχος, απλώνον ταν πάνω απ’ το αποθηκάκι, σκέπαζαν με τον δροσερό, παχύ τους ίσκιο τον περίβολο. Κι οι ρίζες του βυθίζονταν βαθιά στο πρόσφορο έδαφος, πίνανε τους χυμούς του κι αργοσαλεύανε μ’ ευδαιμονία σαν πλόκαμοι μες στο σκοτάδι των χωμάτων.
Απ’ τις σχισμάδες του φλοιού του έρρεαν κεχριμπαρένια δάκρυα, κολλώδη και πηχτά σαν μέλι, που αντιφεγγίζανε στο φως και μύρωναν την υγρή του ανάσα. Μεγάλα κουκουνάρια φορτωμένα σπέρματα κρεμόντουσαν απ’ τα κλαριά του, λικνίζονταν αργά και πέφταν χάμου, στο μαλακό κι αφράτο στρώμα των χρυσών πευκοβελόνων.
Εμείς τα εγγόνια, που δεν είχαμε τέτοιο εκλεκτό έδεσμα στην πόλη, πολύ τα λιμπιζόμασταν αυτά τα κουκουνάρια. Όταν ερχόμασταν τις πάψες στο χωριό, άλλη δουλειά δεν κάναμε έξω από το να σπαζουμε με πέτρες το σκληρό περίβλημά τους και να γευόμαστε το νόστιμο καρπό. Σπάγαμε, τρώγαμε, ξεφωνίζοντας σαν τα τσιροπούλια, και τα χέρια μας γίνονταν κατάμαυρα, λες και τα είχαμε βουτήξει μέσα σε καρβουνόσκονη.
Γι’ αυτό και όλα τα παιδιά το εκτιμούσαμε πολύ τούτο το δέντρο. Στα ονειροπλανεμένα μάτια μας φάνταζε σαν καλό στοιχειό, που άπλωνε προστατευτικά την φτερωσιά της φυλλωσιάς του πάνω απ’ το σπίτι του παππού και φίλευε απλόχερα τους σπόρους του. Ένα ήταν μόνο το παράπονό μας: πως δεν μπορούσαμε ν’ ανέβουμε στη ράχη του, ν’ ανασκελώσουμε στα ροζιασμένα μπράτσα κρεμάζοντας τα πόδια πάνω απ’ το έδαφος, ως το ’χαμε συνήθειο
με τ’ άλλα δέντρα της αυλής. Αυτό υψωνόταν αλαζονικό κι απρόσιτο, σα να μην ήθελε τη συντροφιά μας. Μα, από την άλλη, νιώθαμε πως δεν υπήρχε ίχνος ξιπασιάς στην ακατάδεκτή του στάση. Γιατι μαντεύαμε πως κάτω απ’ τη χοντρή του φλούδα κρυβόταν μια περήφανη ψυχή, η οποία παρέμενε αταπείνωτη κι απάτητη, τέντωνε το δυσκίνη το σκαρί της στα μεσούρανα και δεν μοιράζονταν το μυστικό της μοναξιάς της με κανέναν, πέρα απ’
τους φτερωτούς συντρόφους που φωλιάζανε στους κλώνους της και τα μυστηριώδη νυχτοπούλια. Κι η σκέψη αυτή, σα να μεγάλωνε ακόμα πιο πολύ τον σεβασμό μας.[...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις