0
Your Καλαθι
Ένας αργός άνθρωπος
Νόμπελ λογοτεχνίας 2003
Περιγραφή
Όταν ο φωτογράφος Πολ Ρέιμεντ χάνει το πόδι του ύστερα από ένα ατύχημα με το ποδήλατό του, βλέπει τη μοναχική του ζωή να αλλάζει οριστικά, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του επιθυμίες και επιλογές. Επιστρέφει στο εργένικο διαμέρισμά του, στην Αδελαΐδα και αρνείται σθεναρά τη λύση της πρόθεσης, αλλά ταυτόχρονα τον ενοχλεί πολύ το ότι ξαφνικά είναι υποχρεωμένος να εξαρτάται από τους άλλους. Οι αναδρομές στα εξήντα χρόνια της ζωής του ενισχύουν την απελπισία του και τη μοιρολατρική του στάση, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι έχει αρχίσει να ερωτεύεται τη Μαριγιάνα, την κροάτισσα νοσοκόμα του, μια γυναίκα πρακτική και γήινη που παλεύει να συντηρήσει την οικογένειά της σε μια ξένη χώρα. Οι σκέψεις του Πολ επικεντρώνονται πλέον στο πώς θα κερδίσει την καρδιά της. Ακριβώς τότε κάνει την εμφάνισή της στη ζωή του η μυστηριώδης συγγραφέας Ελίζαμπεθ Κοστέλο και τον προκαλεί να πάρει δυναμικά τη ζωή του στα χέρια του.
Ο αγώνας που ο Πολ Ρέιμεντ καλείται να δώσει σε διάφορα επίπεδα για να αποδείξει την ανθρωπιά του καταγράφεται με τον απόλυτο και ασυμβίβαστο τρόπο του Κούτσι και το αποτέλεσμα είναι μια βαθύτατα συγκινητική ιστορία για την αγάπη, τον έρωτα και τη θνητότητα.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το «Ενας αργός άνθρωπος» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού Τζ. Μ. Κούτσι μετά την απονομή του Νόμπελ και σ' αυτό διαφαίνεται η απόφασή του να εξετάσει θέματα θεωρητικά και φιλοσοφικά, στο πλαίσιο της μυθιστορηματικής αφήγησης, αποδίδοντας στους χαρακτήρες του τις ιδιότητες εκείνες που απαιτούνται προκειμένου να ενσαρκώσουν τις ιδέες που διακυβεύονται στο μυθιστόρημα. Αυτό που προβάλλεται κυρίως είναι η προβληματική σχέση δύο αντιθετικών χαρακτήρων, όταν αυτοί υποχρεωτικά στεγάζονται στις σελίδες του ίδιου βιβλίου, οι συνέπειες της υποχρεωτικής συγκατοίκησής τους και η μοιραία αλληλεπίδραση. Οταν μάλιστα ο ένας εξ αυτών διατείνεται πως είναι και ο δημιουργός του άλλου, τότε η κρίση εντείνεται, φτάνοντας στο σημείο που είτε θα συνεργαστούν και θα προχωρήσουν μαζί είτε θα χαθούν. Ο Κούτσι, προκειμένου να μυθιστορηματοποιήσει τη σχέση του δημιουργού με τον ήρωά του, επιλέγει για το ρόλο τού συγγραφέα την παλαιότερη ηρωίδα του Ελίζαμπεθ Κοστέλο από το ομώνυμο βιβλίο του και παρουσιάζει την κατεπείγουσα ανάγκη της να εμφυσήσει ζωή και να προωθήσει τη δράση όταν της προσφέρεται για θέμα ένας άντρας νωθρός και μη συνεργάσιμος, όπως αποδεικνύεται ο ήρωας με τον οποίο έτυχε να καταπιαστεί. Η «συνεργασία» απαιτεί έναν αριθμό ευαίσθητων χειρισμών και η Κοστέλο, παρά την προθυμία της, δεν διαθέτει την απαραίτητη πολιτική, ενώ κάποιες στιγμές τη βλέπουμε να εξοργίζεται και να φωνάζει στον παθητικό, «χελωνίσιο» χαρακτήρα της «σπρώξε» -όταν εκείνος δεν υπακούει στα κελεύσματά της, με αποτέλεσμα και η αφήγηση να χωλαίνει και να κινείται το ίδιο αργά με τον ήρωα, ενώ θα έπρεπε ίσως να του πει γλυκά «έλα να σε μάθω εγώ τον τρόπο να προχωράς». Η απελπισία και η αγωνία τής συγγραφέα αυξάνουν όταν παρατηρεί τον επίπεδο, «χάρτινο» χαρακτήρα της, στον οποίο είναι αποφασισμένη να εμφυσήσει ζωή, να αποδεικνύεται απρόθυμος «να ξύσει τις πληγές του», έναν άνθρωπο αργό, μεταφορικά και κυριολεκτικά, ο οποίος, παρ' ότι σύμφωνα με την Κοστέλο «μιλάει σαν βιβλίο», δεν είναι ικανός «να μπει σε βιβλίο». Επιτέλους, του φωνάζει: «Γίνε μείζων χαρακτήρας. Ζήσε σαν ήρωας. Αυτό μας διδάσκουν οι κλασικοί. Γίνε κύριο πρόσωπο. Αλλιώς τι αξία έχει η ζωή...», φτάνοντας στο σημείο να του προσφέρει ακόμα και ένα ερωτικό θέμα προκειμένου να αφυπνιστεί.
Η ασφάλεια του λήθαργου
Προφανώς ο Κούτσι επιλέγει να βάλει τον ήρωά του σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής του γιατί -όπως συνήθως συμβαίνει στις κρίσεις- οφείλει να αλλάξει. Στη δεδομένη η αλλαγή δεν οφείλεται σε δική του απόφαση ή επιλογή, αλλά πρόκειται για επιβεβλημένη συνθήκη. Από το εναρκτήριο κεφάλαιο παρακολουθούμε την πτώση του 60χρονου ποδηλάτη, Πολ Ρέιμεντ, που ζει στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας, ο οποίος συγκρούεται με το αυτοκίνητο ενός απρόσεχτου νεαρού και χάνει το πόδι του.
Πριν από αυτό το μοιραίο γεγονός ο Πολ είχε αποδεχθεί αβίαστα τα γηρατειά και είχε συμφιλιωθεί με το χρόνο, όταν όμως βρίσκεται στο έλεος των νοσοκόμων αναγκάζεται, όχι μόνο να περιορίσει τις κινήσεις και τη ζωή του, αλλά και να υποβληθεί σε μια γενικότερη αναθεώρηση.
Ο Πολ Ρέιμεντ, όπως και το μυθιστόρημα, διαθέτει πολλά επίπεδα. Ζει στην Αυστραλία και μιλάει αγγλικά, αλλά η καταγωγή του και η μητρική του γλώσσα είναι η γαλλική και έχει ζήσει όλη του τη ζωή ως ξένος. Το όνομα του ριμάρει με τη γαλλική λέξη vraiment, που σημαίνει ειλικρίνεια και αλήθεια, ποιότητες τις οποίες ο ίδιος στερείται, μη τολμώντας να αγγίξει τις βαθύτερες πληγές του και τις αλήθειες που τον αφορούν. Ζώντας μόνος, ένας εργένης χωρίς παιδιά, η απώλεια του ποδιού του έχει ως αποτέλεσμα τη σχεδόν απόλυτη αδυναμία του και την εξάρτησή του από τις νοσοκόμες ακόμα και για την προσωπική του καθαριότητα. Η επιστροφή του σε ένα νηπιακό στάδιο είναι σχεδόν εκούσια· αρνούμενος την προσθετική ποδιού, αφήνεται στη νοσοκόμα του: Ο Ρέιμεντ, ένας άνθρωπος που «γλιστρούσε στη ζωή», μετά το ατύχημα, δεν έχει απλώς επιβραδύνει το ρυθμό του, αλλά έχει ακινητοποιηθεί. Εν αντιθέσει με τα συναισθήματά του, τα οποία ενεργοποιούνται μεν, αλλά δεν είναι ικανά να τον ωθήσουν στο να κάνει κάτι το ριζοσπαστικό, εκτός από το να αναλίσκεται σε έναν παθητικό αυτο-οικτιρμό.
Ο έρωτας είναι τυφλός
Και τότε εισβάλει στη ζωή του μια θεϊκή στα μάτια του ύπαρξη, ένας φύλακας άγγελος, με τη μορφή της Κροάτισσας νοσοκόμας του, με το όνομα Μαριγιάνα, την οποία ο Ρέιμεντ ερωτεύεται παράφορα. Ταυτόχρονα, στο σπίτι του εισβάλλουν και τα παιδιά της και όλη η ιστορία της και μέσα από αυτήν ο Κούτσι παίρνει την ευκαιρία να θίξει το θέμα της σύγχρονης μετανάστευσης, την υποχρεωτική προσαρμογή στον νέο τόπο για χάρη της επιβίωσης -η Μαριγιάνα στον τόπο της ήταν συντηρητής έργων τέχνης. Και σαν να μην υπήρχαν αρκετοί εισβολείς στη μέχρι χθες παραλυμένη ζωή του, εισβάλλει και η «γνωστή συγγραφέας» Ελίζαμπεθ Κοστέλο. Ο Ρέιμεντ δεν έχει την παραμικρή ιδέα ποια είναι αυτή η γυναίκα, η οποία «παρκάρει» στο σπίτι του, και θεωρεί την παρέμβασή της εξοργιστική. Η Κοστέλο τού οργανώνει και μια ερωτική συνάντηση με μια άλλη γυναίκα, τη Μαριάνα (με μια μικρή διαφορά στο όνομα από τη νοσοκόμα). Αυτή η Μαριάνα έχει χάσει την όρασή της, έτσι ώστε η συνάντηση του κουτσού με την τυφλή, δηλαδή η αμοιβαία τους αναπηρία, να προσφέρει τις «προϋποθέσεις» για μια ισότιμη σχέση.
Οταν ο Ρέιμεντ, που ήταν στην αρχή αμήχανος απέναντι στην αυταρχική γυναίκα που εισέβαλε στη ζωή του, ανακαλύπτει τις σημειώσεις της, διαπιστώνει πως η Κοστέλο κρατάει το λογαριασμό της ζωής του αλλά και όλες τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα του και παρ' ότι ο ίδιος δεν πολυενδιαφέρεται για τη δουλειά της, η δουλειά της έχει ως θέμα αυτόν.
Ο «Αργός άνθρωπος» είναι ένα μυθιστόρημα για τη μετανάστευση, την τρίτη ηλικία, τη σχέση της σάρκας με το χρόνο, αλλά κυρίως μιλάει για τον τρόπο κατασκευής ενός μυθιστορηματικού χαρακτήρα. Βλέπουμε τον τρόπο που βήμα βήμα η Κοστέλο επινοεί τον ήρωά της, ασκώντας πάνω του κάθε είδους εξουσία, καθώς πιστεύει πως είναι δική της ευθύνη, γιατί εκείνη τον έφερε στη ζωή: -μέντορας και βασανιστής- προσπαθεί να αναπληρώσει το χαμένο του μέλος, παρασύροντάς τον να εμπλακεί ενεργά στα γεγονότα. Το αποτέλεσμα είναι να γίνει η ίδια το χαμένο του μέλος, ένα μέλος του οποίου η μνήμη αρνείται να σβήσει. Η Κοστέλο σκάβει το παρελθόν του και τις παιδικές του πληγές και γίνεται η μνήμη του, η μνήμη ενός ανθρώπου που επιμένει να είναι «των συμφορών του ο μόνος ξοδευτής», όπως λέει κι ο στίχος ενός Αμερικανού ποιητή που παρατίθεται.
Παράλληλα, κι εδώ συνίσταται το μεγαλείο τού Κούτσι, προχωράει στην αποκάλυψη των κινήτρων της συγγραφέα και των δικών της αδύναμων σημείων: «υπάρχει μια ανθρώπινη εξήγηση για την κατάστασή της ...μέσα από δρόμους τόσο σκοτεινούς, τόσο λαβυρινθώδεις, ώστε ο νους δειλιάζει να τους εξερευνήσει, η ανάγκη να σε αγαπούν και η ενασχόληση με την αφήγηση, εν ολίγοις με τη στοίβα χαρτιών πάνω στο τραπέζι, συνδέονται μεταξύ τους», ενώ στις τελευταίες σελίδες παρακολουθούμε την απελπισμένη της προσπάθεια να αγαπηθεί από τον ήρωά της, μιας και δεν κατόρθωσε να του επιβληθεί.
Η δική της τραγωδία εντοπίζεται στο ότι δεν μπορείς να επιβάλεις στους άλλους να σε αγαπήσουν, ούτε να τους κινητοποιήσεις με το ζόρι: ο ήρωάς της αντιστέκεται και παραμένει νωθρός γιατί η ίδια δεν τον έχει αποδεχθεί, τον κρίνει συνεχώς, τον θέλει διαφορετικό, τον πιέζει να εκδηλώσει ένα πάθος, το οποίο, έστω κι αν διαθέτει, αρνείται να εκδηλώσει -τουλάχιστον σε εκείνη που θέλει να τον βάλει στο χαρτί. Η Κοστέλο κάθεται δίπλα στο θήραμά της, παίρνοντας θέση μέχρι αυτό να ενδώσει, όμως, παρ' ότι έχει «τη γνώση του αρπακτικού», κινδυνεύει να απομείνει με ένα νεκρό θήραμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/01/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις