0
Your Καλαθι
Ημερολόγιο μιας κακής χρονιάς
Έκπτωση
60%
60%
Περιγραφή
Το νέο μυθιστόρημα του νομπελίστα συγγραφέα, στο οποίο συνδυάζονται δύο φαινομενικά ασυμβίβαστες αφηγηματικές φωνές ? ενός ηλικιωμένου συγγραφέα πολιτικών δοκιμίων και της νεαρής δακτυλογράφου του. Ένας διάσημος συγγραφέας, στα εβδομήντα του, καλείται να συνεισφέρει σε έναν συλλογικό τόμο δοκιμίων με τίτλο Σκληρές απόψεις. Θεωρεί ότι του δίνεται μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του για μια σειρά θεμάτων που απασχολούν τον ίδιο και τα οποία στην ουσία εκφράζουν τον προβληματισμό και την αβεβαιότητα των πολιτών στις σύγχρονες δημοκρατίες. Έτσι αναπτύσσει τις σκέψεις του για τον αναρχισμό και την τρομοκρατία, για την Αλ Κάιντα, για τη...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ολα τα βιβλία του νομπελίστα Τζ. Μ. Κουτσί αποτελούν ρωμαλέα επεξεργασία των ίδιων των ορίων της δημιουργίας τους. Από τα πρώτα του διηγήματα, ώς τα δοκίμιά του και τα μεγάλα του μυθιστορήματα («Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ.», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ατίμωση», «Ελίζαμπεθ Κοστέλο»), ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας χρησιμοποίησε την παρωδία και την αλληγορία, ανατρεπτικά αφηγηματικά τεχνάσματα, ανοιχτή φόρμα, ασθματικές τεχνικές -τασσόμενος υπέρ ενός πειραματισμού τυπικά μεταμοντέρνου- ενώ, ταυτόχρονα, κατέδειξε ότι η αφήγηση δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη, αλλά προϊόν της ιστορίας, γονιμοποιημένο από ποικίλες, υποσυνείδητες ή μη, πολιτισμικές αποχρώσεις. Τώρα, με τα τελευταίο του μυθιστόρημα, αποτολμά ένα ακόμη μορφολογικό πείραμα, παίζοντας με τα είδη, ισορροπώντας ανάμεσα στο δοκίμιο, την ημερολογιακή καταγραφή και τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως μιλώντας για την πολιτική και την ηθική.
Ο ήρωας του βιβλίου, ένας εβδομηντάχρονος συγγραφέας, καλείται να εκθέσει τις απόψεις του, με την αφορμή της έκδοσης ενός συλλογικού τόμου με τίτλο «Σκληρές σκέψεις». «Σύμφωνα με το σχέδιο», εξηγεί ο ήρωας -ένας χαρακτήρας σαφέστατα αυτοβιογραφικής προέλευσης, τον οποίο ο Κουτσί ονομάζει «Σενιόρ Κ.» - «οι έξι συμμετέχοντες από διαφορετικές χώρες θα καταθέσουν τις απόψεις τους σε όποιο θέμα επιλέξουν, όσο πιο διαφιλονικούμενο τόσο το καλύτερο. Εξι διαπρεπείς συγγραφείς αποφαίνονται για το τι δεν πάει καλά στον σημερινό κόσμο». Με την ευκαιρία αυτή, ο Σενιόρ Κ. θα αναπτύξει τις σκέψεις του για τον αναρχισμό και την τρομοκρατία, τη σχέση πολίτη και κράτους, τη φιλοσοφία, τον Μακιαβέλι, την κρίση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, τη θεωρία της εξέλιξης, τα δικαιώματα των ζώων, την πορνογραφία και την παιδοφιλία, την τέχνη, τη γλώσσα, τα όνειρα. Το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν αποχαιρετισμός του Σενιόρ Κ. (και του Κουτσί του ίδιου) στους καλλιτέχνες που τον βοήθησαν να ζήσει (τον Μπαχ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι), στη νεότητα, στη δημιουργία. Αποχαιρετισμός και ταυτόχρονα το ψυχανέμισμα της επανόδου μιας οστρακισμένης από καιρό δυνατότητας - της ερωτικής συγκίνησης.
Εντελώς τυχαία, ο Σενιόρ Κ. συναντάει «στα πλυντήρια» της πολυκατοικίας του την Ανια, μια νεαρή, όμορφη γυναίκα. Καθώς την κοιτάζει, «τρυπώνει μέσα του ένας πόνος, ένας μεταφυσικός πόνος», «κάτι εντελώς προσωπικό, κάτι σχετικό με την ηλικία και τη θλίψη και τα δάκρυα των πραγμάτων», που δεν κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει. Εκείνη διαισθάνεται τον έρωτά του, δέχεται να γίνει δακτυλογράφος των κειμένων του, κι έτσι μπαίνει στη ζωή του, με γενναιοδωρία, ελαφράδα, ρεαλισμό, καταφέρνοντας, σταδιακά, να μεταγγίσει στην ξηρότητα του στοχασμού του μια γήινη θερμότητα, να κάνει το υφάδι του λόγου του πιο πυκνό, τον τρόπο που διαπραγματεύεται τα ζητήματα λιγότερο σχηματικό, περισσότερο προσωπικό. «Αυτό που άρχιζε να αλλάζει από τότε που μπήκα στην τροχιά τής Ανια δεν είναι τόσο οι απόψεις μου αυτές καθεαυτές όσο η άποψή μου για τις απόψεις μου», ομολογεί ο Σενιόρ Κ. Και αλλού σημειώνει: «Θα πρέπει να κάνω εκκαθάριση στις παλιές, τις ετοιμόρροπες απόψεις μου, να βρω καινούριες, πιο σύγχρονες να τις αντικαταστήσω. Πού πάει όμως κανείς να βρει σύγχρονες απόψεις; (...) Πουλάνε φρέσκες απόψεις στην αγορά;»
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το ενδιαφέρον του βιβλίου - στο μορφολογικό πείραμα μέσω του οποίου παρακολουθεί την παράλληλη ανέλιξη στοχασμού, εσωτερικής και εξωτερικής δράσης: κάθε σελίδα του βιβλίου χωρίζεται σε τρία μέρη που μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά, παρότι τα συνδέει ένα εσωτερικό νήμα. Στην κορυφή βρίσκονται τα δοκίμια του συγγραφέα, στη μέση, οι κρυφές του σκέψεις για την Ανια, στη βάση οι σκέψεις και οι περιγραφές της Ανια για τον «συγγραφέα της», όπως και για τη σχέση της με τον σύντροφό της, τον Αλαν - έναν παραδόπιστο 42χρονο σύμβουλο επενδύσεων, ενσάρκωση όλων όσα απεχθάνεται ο Σενιόρ Κ., ο οποίος, όχι μονάχα ενοχλείται από τον ιδιόμορφο δεσμό της φίλης του με τον ηλικιωμένο συγγραφέα, αλλά καταστρώνει ένα σχέδιο προκειμένου να αποσπάσει χρήματα από τον Κ. Ο πειρασμός να διαβάσει κανείς μονάχα τις προσωπικές ιστορίες που ξετυλίγονται στα 2/3 του βιβλίου είναι μεγάλος, όμως αυτό ακριβώς θέλει να δείξει ο Κουτσί: ότι ο στοχασμός είναι νεκρός χωρίς συγκίνηση, χωρίς περιπέτεια, χωρίς απρόοπτα. Και, από την άλλη πλευρά, οι ιστορίες αυτές κερδίζουν σε ουσία, έτσι καθώς ξεδιπλώνονται αντιστικτικά προς τα δοκίμια.
Βιβλίο για τα γηρατειά, τη διάψευση, την αποπροσωποποίηση, κυρίως όμως για την εξάχνωση του πόθου παρά την ερωτική ανάγκη, το συγκινητικό «Ημερολόγιο» μοιάζει να είναι η καταγραφή μιας πορείας προς το τέλος. Ωστόσο, ο συγγραφέας μας δεν την προσλαμβάνει σαν παρακμή. Αντιθέτως, όπως και ο προσφιλής του Τολστόι, αισθάνεται ότι με το γήρας απαλλάσσεται σιγά σιγά «από τα δεσμά που τον καθηλώνουν στην επιφάνεια», ότι έχει πια τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει κατάματα «τη μία και μοναδική ερώτηση που ουσιαστικά απασχολούσε την ψυχή του: πώς να ζει». Νομίζω πως μια φράση όπως αυτή είναι η πιο αισιόδοξη κατακλείδα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/02/2008
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ολα τα βιβλία του νομπελίστα Τζ. Μ. Κουτσί αποτελούν ρωμαλέα επεξεργασία των ίδιων των ορίων της δημιουργίας τους. Από τα πρώτα του διηγήματα, ώς τα δοκίμιά του και τα μεγάλα του μυθιστορήματα («Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ.», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Ατίμωση», «Ελίζαμπεθ Κοστέλο»), ο Νοτιοαφρικανός συγγραφέας χρησιμοποίησε την παρωδία και την αλληγορία, ανατρεπτικά αφηγηματικά τεχνάσματα, ανοιχτή φόρμα, ασθματικές τεχνικές -τασσόμενος υπέρ ενός πειραματισμού τυπικά μεταμοντέρνου- ενώ, ταυτόχρονα, κατέδειξε ότι η αφήγηση δεν είναι ιδεολογικά ουδέτερη, αλλά προϊόν της ιστορίας, γονιμοποιημένο από ποικίλες, υποσυνείδητες ή μη, πολιτισμικές αποχρώσεις. Τώρα, με τα τελευταίο του μυθιστόρημα, αποτολμά ένα ακόμη μορφολογικό πείραμα, παίζοντας με τα είδη, ισορροπώντας ανάμεσα στο δοκίμιο, την ημερολογιακή καταγραφή και τη μυθοπλασία, αλλά κυρίως μιλώντας για την πολιτική και την ηθική.
Ο ήρωας του βιβλίου, ένας εβδομηντάχρονος συγγραφέας, καλείται να εκθέσει τις απόψεις του, με την αφορμή της έκδοσης ενός συλλογικού τόμου με τίτλο «Σκληρές σκέψεις». «Σύμφωνα με το σχέδιο», εξηγεί ο ήρωας -ένας χαρακτήρας σαφέστατα αυτοβιογραφικής προέλευσης, τον οποίο ο Κουτσί ονομάζει «Σενιόρ Κ.» - «οι έξι συμμετέχοντες από διαφορετικές χώρες θα καταθέσουν τις απόψεις τους σε όποιο θέμα επιλέξουν, όσο πιο διαφιλονικούμενο τόσο το καλύτερο. Εξι διαπρεπείς συγγραφείς αποφαίνονται για το τι δεν πάει καλά στον σημερινό κόσμο». Με την ευκαιρία αυτή, ο Σενιόρ Κ. θα αναπτύξει τις σκέψεις του για τον αναρχισμό και την τρομοκρατία, τη σχέση πολίτη και κράτους, τη φιλοσοφία, τον Μακιαβέλι, την κρίση των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων, τη θεωρία της εξέλιξης, τα δικαιώματα των ζώων, την πορνογραφία και την παιδοφιλία, την τέχνη, τη γλώσσα, τα όνειρα. Το βιβλίο θα μπορούσε να διαβαστεί και σαν αποχαιρετισμός του Σενιόρ Κ. (και του Κουτσί του ίδιου) στους καλλιτέχνες που τον βοήθησαν να ζήσει (τον Μπαχ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι), στη νεότητα, στη δημιουργία. Αποχαιρετισμός και ταυτόχρονα το ψυχανέμισμα της επανόδου μιας οστρακισμένης από καιρό δυνατότητας - της ερωτικής συγκίνησης.
Εντελώς τυχαία, ο Σενιόρ Κ. συναντάει «στα πλυντήρια» της πολυκατοικίας του την Ανια, μια νεαρή, όμορφη γυναίκα. Καθώς την κοιτάζει, «τρυπώνει μέσα του ένας πόνος, ένας μεταφυσικός πόνος», «κάτι εντελώς προσωπικό, κάτι σχετικό με την ηλικία και τη θλίψη και τα δάκρυα των πραγμάτων», που δεν κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει. Εκείνη διαισθάνεται τον έρωτά του, δέχεται να γίνει δακτυλογράφος των κειμένων του, κι έτσι μπαίνει στη ζωή του, με γενναιοδωρία, ελαφράδα, ρεαλισμό, καταφέρνοντας, σταδιακά, να μεταγγίσει στην ξηρότητα του στοχασμού του μια γήινη θερμότητα, να κάνει το υφάδι του λόγου του πιο πυκνό, τον τρόπο που διαπραγματεύεται τα ζητήματα λιγότερο σχηματικό, περισσότερο προσωπικό. «Αυτό που άρχιζε να αλλάζει από τότε που μπήκα στην τροχιά τής Ανια δεν είναι τόσο οι απόψεις μου αυτές καθεαυτές όσο η άποψή μου για τις απόψεις μου», ομολογεί ο Σενιόρ Κ. Και αλλού σημειώνει: «Θα πρέπει να κάνω εκκαθάριση στις παλιές, τις ετοιμόρροπες απόψεις μου, να βρω καινούριες, πιο σύγχρονες να τις αντικαταστήσω. Πού πάει όμως κανείς να βρει σύγχρονες απόψεις; (...) Πουλάνε φρέσκες απόψεις στην αγορά;»
Και εδώ ακριβώς βρίσκεται το ενδιαφέρον του βιβλίου - στο μορφολογικό πείραμα μέσω του οποίου παρακολουθεί την παράλληλη ανέλιξη στοχασμού, εσωτερικής και εξωτερικής δράσης: κάθε σελίδα του βιβλίου χωρίζεται σε τρία μέρη που μπορούν να διαβαστούν ξεχωριστά, παρότι τα συνδέει ένα εσωτερικό νήμα. Στην κορυφή βρίσκονται τα δοκίμια του συγγραφέα, στη μέση, οι κρυφές του σκέψεις για την Ανια, στη βάση οι σκέψεις και οι περιγραφές της Ανια για τον «συγγραφέα της», όπως και για τη σχέση της με τον σύντροφό της, τον Αλαν - έναν παραδόπιστο 42χρονο σύμβουλο επενδύσεων, ενσάρκωση όλων όσα απεχθάνεται ο Σενιόρ Κ., ο οποίος, όχι μονάχα ενοχλείται από τον ιδιόμορφο δεσμό της φίλης του με τον ηλικιωμένο συγγραφέα, αλλά καταστρώνει ένα σχέδιο προκειμένου να αποσπάσει χρήματα από τον Κ. Ο πειρασμός να διαβάσει κανείς μονάχα τις προσωπικές ιστορίες που ξετυλίγονται στα 2/3 του βιβλίου είναι μεγάλος, όμως αυτό ακριβώς θέλει να δείξει ο Κουτσί: ότι ο στοχασμός είναι νεκρός χωρίς συγκίνηση, χωρίς περιπέτεια, χωρίς απρόοπτα. Και, από την άλλη πλευρά, οι ιστορίες αυτές κερδίζουν σε ουσία, έτσι καθώς ξεδιπλώνονται αντιστικτικά προς τα δοκίμια.
Βιβλίο για τα γηρατειά, τη διάψευση, την αποπροσωποποίηση, κυρίως όμως για την εξάχνωση του πόθου παρά την ερωτική ανάγκη, το συγκινητικό «Ημερολόγιο» μοιάζει να είναι η καταγραφή μιας πορείας προς το τέλος. Ωστόσο, ο συγγραφέας μας δεν την προσλαμβάνει σαν παρακμή. Αντιθέτως, όπως και ο προσφιλής του Τολστόι, αισθάνεται ότι με το γήρας απαλλάσσεται σιγά σιγά «από τα δεσμά που τον καθηλώνουν στην επιφάνεια», ότι έχει πια τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει κατάματα «τη μία και μοναδική ερώτηση που ουσιαστικά απασχολούσε την ψυχή του: πώς να ζει». Νομίζω πως μια φράση όπως αυτή είναι η πιο αισιόδοξη κατακλείδα.
ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/02/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις