0
Your Καλαθι
Στην καρδιά της χώρας
Περιγραφή
Ακολουθώντας τη μοναχική πορεία της ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, σε ένα τοπίο που καθορίζει και καθορίζεται από την ιστορία, η Μάγδα μας μιλάει για τη μοναξιά, για τη λαχτάρα του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί, για τη σχέση αφέντη και σκλάβου, λευκού και μαύρου, άντρα και γυναίκας, για την επίγεια αγωνία και την ανάγκη της λύτρωσης.
Κείμενο το οποίο τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς το ύφος διατηρεί την έντση από την αρχή μέχρι το τέλος... Έστω και μία παράταιρη λέξη θα μπορούσε να καταστρέψει αυτό το αριστοτεχνικό δημιούργημα. Όμως η λέξη αυτή δεν υπάρχει.
Ντέιλι Τέλεγκραφ
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από το μότο αυτό (που παραθέτει μία από τις πολλές συγγενείς δαιδαλώδεις σκέψεις που υπάρχουν στο βιβλίο) καταλαβαίνει εύκολα κανείς σε ποιους σκολιούς νοηματικούς δρόμους κυκλοφορεί ο γνωστός στην Ελλάδα Νοτιοαφρικανός πεζογράφος Τζον Μ. Κουτσί στο μυθιστόρημά του «Στην καρδιά της χώρας». Εργο που γράφτηκε το 1977, σε μια περίοδο, δηλαδή, έντονων πολιτικών εξελίξεων στη χώρα του συγγραφέα. Η εποχή εκείνη προοικονομούσε τα δραματικά κοινωνικά γεγονότα, τα οποία θα οδηγούσαν το σκληρό λευκό καθεστώς της Νοτιοαφρικανικής Ενωσης σε παρακμή.
Πρέπει να αντιμετωπίσουμε το κείμενο του Κουτσί ως προϊόν της δεκαετίας που δημιουργήθηκε, με άλλα λόγια, ως μία πολιτική κατά βάσιν σύλληψη του πυρήνα των σχέσεων αποικιοκρατίας και ιθαγενών. Αυτή, βέβαια, η προσέγγιση που κάνουμε δεν εξαντλεί σημειολογικά με κανέναν τρόπο την ενώπιόν μας εκτεθειμένη τοπιογραφία: διότι ο Κουτσί ανέλαβε το εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα της αποτύπωσης σε διάφορα επίπεδα γραφής και σκέψης (λογοτεχνικής και ψυχαναλυτικής) των κυτταρικών χαρακτηριστικών της συμβίωσης αφέντη και δούλου, όχι μόνο των φυλετικώς διαφορετικών όντων, τόσο κάτω από τις συνθήκες του «ζωντανού εργαστηρίου» που γνώρισε «εξ επαφής» στη χώρα του, αλλά και μέσα από τον πλούτο της κουλτούρας του. Θέλω να πω ότι η συμβολική του από το ειδικό παράδειγμα ανοίγεται ξαφνικά και απροειδοποίητα στο γενικό, ενώ νεφελώδη σημαίνοντα συνεχώς παρατίθενται χωρίς εσωτερική συνοχή και σωστές, αναγνωρίσιμες από τον έμπειρο αποδέκτη , «αναπνοές». Ετσι μένουμε τελικά αμήχανοι και εξουθενωμένοι μπροστά στην εννοιολογική αναίτια και δραματουργικά αδικαίωτη πολυπρισματικότητα του εξαγομένου.
Μέσα σε κάθε ουσιαστικό καλλιτεχνικό έργο υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, μία ευδιάκριτη και σαφής «γραμμή» επικοινωνίας, ένας χώρος καταλυτικής συνάντησης δημιουργού και παραλήπτη, τον οποίο οφείλουν (εάν μπορούν) και οι δύο να οικοδομούν. Τώρα τι είδους περιοχή είναι αυτή; Οι περιπτώσεις δεν χαρτογράφονται εύκολα, διότι ποικίλλουν: είναι και ό,τι εννοούσε ο Μπαρτ μιλώντας για «ηδογόνα χάσματα» ή και άλλες περιοχές περισσότερο απτές.
Ο γράφων είναι δηλωμένος οπαδός του μοντερνισμού, όμως κάθε πείραμα έχει τους κανόνες και τις λύσεις του, οι οποίες δεν βρίσκονται αξιωματικά στο απυρόβλητο και θα πρέπει κάποτε να αντιμετωπίζονται ορισμένες προτάσεις με πνεύμα ανεπηρέαστο. Εν προκειμένω το κείμενο του Κουτσί είναι παραμορφωμένο σε βαθμό νεύρωσης από έναν πληθωρικό σημειολογικό κόσμο, τον οποίο δεν φωτίζει ούτε το δράμα της ηρωίδας (αποικιοκρατίας) ούτε του προβληματισμένου συγγραφέα απέναντι στα σύνθετα πολιτικά γεγονότα και στο αδιέξοδο της γραφής.
Ο τίτλος του βιβλίου («Στην καρδιά της χώρας»), εξάλλου, μαρτυρά εύγλωττα τις προθέσεις του δημιουργού τού «Αρχοντα της Πετρούπολης»: ενός μεταγενέστερου (μεταμοντέρνου) μυθιστορήματος του Κουτσί, πολύ πιο διαυγούς και αποτελεσματικού εν σχέσει προς το σχολιαζόμενο. Οχι ότι το τελευταίο είναι αμελητέο, κάθε άλλο. Ομως, όπως είπα, η συνεχής παράθεση πυκνών σημαινόντων ετερόκλητων μεταξύ τους κάποτε δεν λειτουργεί λογοτεχνικά. Στην «καρδιά», λοιπόν, του προβλήματος βουτάει ο Κουτσί φιλοτεχνώντας το κυβιστικό πορτρέτο μιας γεροντοκόρης, γόνου ενός μεγαλοτσιφλικά της χώρας του Μαντέλα και του Μπίκο. Χρόνος δράσης, κάποιες δεκαετίες πίσω.
Να το τονίσω εξαρχής: ο Κουτσί, θέλοντας να σπάσει τα παραδοσιακά αφηγηματικά σχήματα στο βάθος της αφήγησης, αποδομεί το συνήθως μονογραμμικό αριστοτελικό μοντέλο και προτείνει μια δική του χρονική και δραματική ενότητα, στην οποία κυριαρχεί, εν πολλοίς, η ποιητική «αυθαιρεσία». Ο μύθος που παρακολουθούμε έχει, ωστόσο, ένα στοιχειώδες αφηγηματικό πλαίσιο, παρά τις ανακολουθίες του εσωτερικού μονολόγου της ηρωίδας.
Η ατμόσφαιρα ζωής και κυρίως το σκηνικό επαφής μεταξύ εγχρώμων και λευκών θυμίζει αμερικανικό Νότο. Ο Φόκνερ είναι παρών, γιατί στο σύνθετο βλέμμα του μοιάζει να οφείλει αρκετά ο Κουτσί. Η Μάγδα, λοιπόν, (η οποία από τυπογραφική αβλεψία αναφέρεται και ως Μάρθα στη σελίδα 9) κρατάει ένα περίεργο ημερολόγιο, στο οποίο εσκεμμένα ο συγγραφέας εμφανίζεται να αντικαθιστά τη δημιουργό του σε ένα παιχνίδι γραφής πάνω στη σκακιέρα που στήνει ενώπιον του αναγνώστη ο (παντογνώστης) αφηγητής. Ετσι, η περσόνα του Κουτσί, Μάγδα, δραματικό πρόσωπο μυθοπλασίας κι εκπρόσωπος μιας τάξης κοινωνικών πραγμάτων, διαγράφει παράξενες συστροφές μέσα στο φανταστικό και πραγματικό κόσμο, εκθέτοντας το ανάλογο βιογραφικό της. Γυναίκα αρχετυπική αλλά και άντρας ταυτόχρονα (ο ίδιος ο Κουτσύ), σύμβολο της γερασμένης αποικιοκρατίας, κάνει απολογισμούς, απογραφές και ισολογισμούς. Με το μισό πρόσωπο συσκοτισμένο από το αλυσιτελές της γραφής να αποδώσει τον πυρήνα των πραγμάτων, κατά τον Κουτσί και με το άλλο μισό παραμορφωμένο από τη φθορά του φύλου και της τάξης της, αυτή η γυναίκα-φάντασμα τριγυρίζει στα ερείπια λέξεων και αξιών, ηχείο των τριγμών της Ιστορίας και των οιμωγών λόγω ύπαρξης.
Στο παραληρηματικό, εν πολλοίς, ημερολόγιό της των 266 κεφαλαίων, ανόμοιων μεταξύ τους από πλευράς έκτασης, περιγράφει με παλινωδίες, σουρεαλιστικά ανοίγματα και φαντασιώσεις τη ζωή της στο αγρόκτημα με τον πατέρα της, τη δεύτερη γυναίκα του και το ζευγάρι των νέγρων υπηρετών, Χέντρικ και Αννα. Χρησιμοποιώντας άλλοτε ωμή νατουραλιστική γλώσσα και άλλοτε ποιητική ή θεατρική εκφορά η ηρωίδα (και κάποτε στη θέση της ο αφηγητής Κουτσί) μας κάνει μάρτυρες ενός παράξενου οιδιπόδειου με τον πατέρα, το οποίο, όμως, ανατρέπεται από άλλες οπτικές, οι οποίες δεν δικαιολογούν την προηγούμενη σχέση. Το ίδιο περιέργες είναι οι σχέσεις της Μάγδας με τον Χέντρικ τον υπηρέτη, ο οποίος μετά το φόνο (;) του πατέρα της και της δεύτερης γυναίκας του από τη Μάγδα, γίνεται εραστής της με τη βία, πριν την εγκαταλείψει λόγω της οικονομικής δυσπραγίας της. Πριν πεθάνει, ο τσιφλικάς είχε κάνει ερωμένη του την Αννα αδιαφορώντας για τον άντρα της, που παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα ανήμπορος και ευτελισμένος.
Η Μάγδα είναι άσχημη και αφυδατωμένη σαν την τάξη της, υπονοοεί ο Κουτσί: ταυτόχρονα δεν σκιτσάρονται και με τα καλύτερα χρώματα οι υποτακτικοί (εδώ ψηλαφίζεται η φοκνερική «αταξική» άποψη). Μέσα σε ένα φοβερό μίγμα αισθημάτων, ιδεών και διαθέσεων, που κάποτε, δυστυχώς, γίνεται συμφυρμός, το τοπίο εμφανίζεται ολοένα και πιο ζοφερό.
Η Μάγδα θάβει και εξαφανίζει το πτώμα του πατέρα της και μένει έρμαιο της τύχης της, χωρίς χρήματα, αλλά και χωρίς καμία τάση αυτοπροστασίας. Παρακμάζει στο εξίσου παραμελημένο κτήμα της, ταπεινωμένη από την αντιδραστική συμπεριφορά του Χέντρικ.
Δικαίως η κριτική χαρακτήρισε το έργο του Κουτσί ανεξιχνίαστο.
Πράγματι δεν υπάρχουν είσοδοι να μπεις σ' αυτό και στο εσωτερικό του αντιλαμβάνεσαι ότι δεν υπάρχει ούτε «οξυγόνο» να αναπνεύσεις. Τι μένει από την ανάγνωση; Οπωσδήποτε το βάρος ενός πυκνού όγκου, αλλά με μυστικά που κραυγάζουν ενίοτε για την καταγωγή τους, ενώ συνήθως το απαραίτητο «σκότος», που (πρέπει να) προκύπτει από ένα έργο, δεν συνιστά προϋπόθεση με την έννοια του στοιχείου κατασκευής της ύφανσης.
Το ωραίο εξώφυλλο έγινε από τον Αλέξανδρο Ισαρη. Πρέπει κάποτε να ασχοληθούμε δημόσια με τον οργανωμένο έπαινο της τέχνης αυτής. Εχουμε πολλούς και καλούς θεράποντές της, παλιούς και νέους. Εάν επιχειρήσω να τους απαριθμήσω, θα ξεχάσω κάποιον και θα τον αδικήσω...
Η μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, λειτουργικότατη, έλυσε προβλήματα σε ένα κείμενο τόσο άνισο, ενδιαφέρον οπωσδήποτε, ζοφερό και συνθλιμμένο, επίσης, από το βάρος της φιλοδοξίας του να χτυπήσει πολλαπλούς στόχους σχετικούς με το ατομικό/κοινωνικό αδιέξοδο και βέβαια με το αίνιγμα της γραφής.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/07/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις