0
Your Καλαθι
Φιλοσοφία και κινηματογράφος
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Τα έργα που διάλεξα να περιλάβω σ' αυτό το Ανθολόγιο έχουν δυο βασικά χαρακτηριστικά: Δίνουν λαβές για φιλοσοφική συζήτηση και παρέχουν ένα μοντέλο αντίληψης του κόσμου, έναν τρόπο να βλέπουμε τον κόσμο διαφορετικά από ό,τι συνηθίζαμε. Δεν είναι τα μόνα που θα μπορούσαν να αναλυθούν ως προς τις φιλοσοφικές τους προεκτάσεις ούτε τα καλύτερα της κινηματογραφικής παραγωγής, αν και, κατά τη γνώμη μου, είναι όλα τους αριστουργήματα. Είναι όμως σίγουρα από εκείνα που κατ' εξοχήν σε κάνουν να φιλοσοφείς. Και, τουλάχιστον για μένα, η τέχνη που σε κάνει να φιλοσοφείς είναι πηγή διπλής απόλαυσης. Πέρα από την οποιαδήποτε αισθητική της αξία, προσανατολίζει τον στοχασμό σου προς νέες κατευθύνσεις. Διευρύνει τους ορίζοντες της σκέψης σου και σε θωρακίζει απέναντι στον δογματισμό και στη μονοδιάστατη αντίληψη των πραγμάτων.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Κωστής Μ. Κωβαίος είναι γνωστός στο αναγνωστικό κοινό ως ο εμβριθέστερος μελετητής του έργου του Αυστριακού φιλοσόφου Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν στον τόπο μας. Εν μέσω μιας εντόπιας νοοτροπίας γύρω από τα πνευματικά πράγματα, που θέλει το στοχαστή να μετατοπίζεται με αβίαστη ευκολία από το ένα ερευνητικό πεδίο στο άλλο, δίχως ο ίδιος να στέκεται πουθενά και δίχως να καθοδηγείται από στιβαρούς άξονες, η μακροχρόνια αφοσίωση του Κωβαίου σ' ένα και μόνο πρόσωπο υποψιάζει τον αναγνώστη ότι εδώ έχει να κάνει με μιαν άλλη πνευματική θερμοκρασία και με άλλες ανάγκες. Ετσι, το γεγονός ότι για πρώτη φορά μετά τη διδακτορική του διατριβή, δημοσιευμένη το 1987 με τίτλο Η γραμματική του αισθητικού λόγου: Πέρα από την αισθητική και τη μεταισθητική πλάνη, ο Κωβαίος αποφασίζει να αφήσει το στενότερο πλαίσιο των βιτγκενσταϊνικών μελετών θα πρέπει να ιδωθεί, με τη σειρά του, στο ευρύτερο πλαίσιο των μελετών αυτών. Η φαινόμενη, άλλωστε, επιστροφή στις αισθητικές μέριμνες του πρώιμου έργου δεν είναι διόλου επιστροφή, μιας και δεν τις εγκατέλειψε ποτέ: η αισθητική αποτελεί ήδη έναν από τους θεμελιώδεις άξονες της βιτγκενσταϊνικής σκέψης.
Σε τούτο το πλαίσιο η ενασχόληση με την αισθητική δεν απολήγει σε κάποια θεωρία περί τέχνης εν γένει, παρά σε έναν τρόπο αντιμετώπισης συγκεκριμένων έργων τέχνης. Ετσι, το βιβλίο δεν υπεισέρχεται σε μια συζήτηση περί του τι είναι κινηματογράφος από τη σκοπιά μιας συγκεκριμένης θεωρίας, απλώς περιγράφει τη συνάντησή του με εννέα ταινίες οχτώ διαφορετικών σκηνοθετών, και πιο συγκεκριμένα των Κριστόφ Κισλόφκι, Γούντι Αλεν, Πιερ-Πάολο Παζολίνι, Μάρκο Φερέρι, Ερίκ Ρομέρ, Λίνα Βέρτμιλερ, Ακίρα Κουροσάβα και Λαρς φον Τρίερ. Η έννοια της περιγραφής παραπέμπει και πάλι στον Βίτγκενσταϊν: όπως αυτός αποπειράται να χαρτογραφήσει τη γλώσσα περιδιαβαίνοντας τις εκφράσεις της σαν τα σοκάκια μιας πόλης και περιγράφοντας ό,τι βλέπει, έτσι και ο Κωβαίος θέλει να συνεισφέρει σε μια χαρτογράφηση της κινηματογραφικής γλώσσας περιγράφοντας τα ιδιαίτερα τοπία ορισμένων επαρχιών της. Τα τοπία αυτά είναι οι κόσμοι των δημιουργών και η μέριμνα του συγγραφέα μας περιορίζεται στο να παρουσιάσει ορισμένα καίρια φιλοσοφικά ζητήματα όπως αυτά τίθενται για τους δημιουργούς των κόσμων εκείνων -καμία απόπειρα οριστικής απάντησης, δηλαδή άνωθεν κρίσης, δεν έχει εδώ θέση. Γι' αυτό και η θέση του Κωβαίου παραμένει η ίδια απέναντι σ' όλα τα καθεαυτά πολύ διαφορετικά έργα που θέλει να φωτίσει: στην αρχή περιγράφει συνοπτικά τη δραματουργική εξέλιξη, ενίοτε παρεμβάλλοντας κρίσιμες στιχομυθίες, και ύστερα προσπαθεί να αναδείξει τον ιστό των ερωτημάτων τους. Η κύρια οδός είναι η άμεση, αναλυτική του λόγου του έργου, δίχως όμως να λείπουν, σε ορισμένα σημεία, αναφορές στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Αναζητώντας ωστόσο κανείς έναν θεματικό άξονα που συνέχει τους εκάστοτε τρόπους να τίθενται και να συντίθενται τα ερωτήματα, θα έλεγα πως αυτός υπάρχει στο βιβλίο του Κωβαίου και πως αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα. Η εκδίπλωση των άλλων θεμάτων αφορά τον τρόπο με τον οποίο αυτά κάθε φορά συνυφαίνονται με το κεντρικό ερωτηματικό μοτίβο και ξεπηδούν από αυτό. Στην περίπτωση του Κισλόφσκι, φέρ' ειπείν, ανακύπτει ζήτημα αγάπης και συσχετισμού της αγάπης με το Θείο Λόγο -με έναν τρόπο που έχει σημαντικές συγγένειες, αλλά και εξίσου σημαντικές διαφορές με τον παρόμοιο συσχετισμό στον οποίο προβαίνει ο Λαρς φον Τρίερ. Ισως μάλιστα να μην είναι τυχαίο ότι τα δύο αυτά έργα ανοίγουν και κλείνουν αντίστοιχα το βιβλίο. Ενδιαμέσως θα παρακολουθήσουμε από κοντά μια σειρά από διαφορετικές οπτικές γωνίες του ίδιου θέματος, όπου θα συνυπάρξουν οι κόσμοι του ρομαντικού έρωτα και της απελπισίας, του ελαφρού αλλά και του βάναυσου ερωτικού παιχνιδιού, θα υπάρξει το ζήτημα του αμφίσημου ονείρου για μια φεμινιστική κοινωνία (Φερέρι), της σχέσης του έρωτα με τη φιλία και της ηθικής παραμέτρου του έρωτα (Ρομέρ), της σχέσης του έρωτα με την ιδεολογία και με την πολιτική (Βερτμίλερ). Ακόμα και στην περίπτωση της ταινίας του Κουροσάβα (Ο δολοφόνος του Τόκιο), η οποία θέτει κατά κύριο λόγο το ζήτημα της δυνατότητας ή μη υπέρβασης του μίσους, δυνατότητας ή μη αυτοθυσίας, ακόμα κι εκεί, με τον υπόγειο τρόπο του ιαπωνικού κινηματογράφου, οι νύξεις ως προς τη σχέση ανάμεσα στα δύο φύλα είναι καίριες.
Τελικά, το εξόχως φιλοσοφικό ζήτημα, στο οποίο εισάγει το ερώτημα για τις σχέσεις των δύο φύλων και στο οποίο διαρκώς εκβάλλει το βιβλίο, είναι η διαφορά του πραγματικού από το φαντασιακό αλλά και οι δυνατότητες του πραγματικού να ενσαρκώσει κάλλος. Και για έναν βιτγκενσταϊνιστή κάλλος σημαίνει ήδη ηθική. Οι σχέσεις των φύλων είναι εντέλει το πεδίο μέσα από το οποίο προκύπτει το κατεξοχήν φιλοσοφικό ζήτημα της δυνατότητας της ηθικής. Το πεδίο όμως αυτό με τη σειρά του αποκτά το νόημά του εντός της καλλιτεχνικής του ανάληψης. Για άλλη μια φορά ξεπροβάλλει ο θεμελιώδης δεσμός της ηθικής με την αισθητική και είναι αδύνατο να κλείσουμε το σημείωμά μας δίχως να επιστρέψουμε σ' αυτόν. Διότι η ίδια η δυνατότητα να τεθεί το ζήτημα του πραγματικού προκύπτει από την αισθητική δημιουργία ως πρόταση του δημιουργού της να αναλάβουμε ένα βλέμμα προκειμένου να δούμε τον κόσμο. Η τέχνη, δηλαδή το καθένα έργο ξεχωριστά, είναι για τον Κωβαίο ένα ιδιαίτερο κάθε φορά πρίσμα, μέσα από το οποίο ο κόσμος αποκτά τη συνοχή και την κοσμιότητά του και, υπό την έννοια αυτή, στην πρόταση του καλλιτέχνη συμπίπτει η αισθητική λειτουργία με μια ηθική της πρόσκλησης σε νόημα. Σε τούτο το θέμα βάθους είναι αφιερωμένες οι αναλύσεις γύρω από τον Γούντι Αλεν, οι οποίες λειτουργούν ως ο θεωρητικός τρόπον τινά καμβάς του βιβλίου, δηλαδή της συνεκτικής παρουσίασης εννέα διαφορετικών μοντέλων βλέμματος, που με εννέα διαφορετικούς τρόπους μας εισάγουν στο ενδεχόμενο της ηθικής.
ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ (δρ Φιλοσοφίας)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/11/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις