0
Your Καλαθι
Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Κριτική:
Γραφή ευθύβολων συναιρέσεων
«Θα αγαπηθούμε στις αποβάθρες των αναχωρήσεων όταν δεν θα υπάρχει ανάμεσά μας θάλασσα». (Από το βιβλίο, βλ. σελ. 17)
Προσπερνώντας τα ποιητικά βιβλία της περασμένης χρονιάς, τα οποία επέμεναν σε μιαν αφόρητη αυτοαναφορικότητα ή σε μια πεζολογική εκτόνωση χωρίς μέτρο, αλλά και όλα τα άλλα, τα οποία ομολογουμένως δεν κατάφεραν να αρθρώσουν έναν υποτυπώδη δημιουργικό λόγο, θα μπορούσαμε να επικεντρώσουμε τη μελέτη μας σε τριάντα ή σαράντα ευπρόσωπα κι ευθύβολα έργα. Εχω πολλούς λόγους να πιστεύω ότι ανάμεσα σε αυτά θα μας σταματούσε, τόσο με τη θεματική ευθύτητα όσο και με την όλη ρηματική της συνέπεια, η τέταρτη αυτή κατά σειρά συλλογή του Γιώργου Κοζία.
Ο ποιητικός σπινθήρας αρκεί για να μετατρέψει την εικόνα σε βεγγαλικό: η έκρηξή της αιφνιδιάζει, θέλγει, εν τέλει συγκινεί. Εστω εξ όνυχος ο «Κατακερματισμός»: «Πήρα το ψαλίδι. Εκοψα τον λαιμό του πουλιού. / Ανοιξε το ράμφος. Προσπαθεί να ξεφύγει. / Το κρατώ σφιχτά. Εξέπνευσε. / Σκουπίζω το ψαλίδι. Πλένω τα χέρια. / Μετέφερα την καρδερίνα στον κήπο. / Την παραχώνω κάτω απ' τη μηλιά. / Δεν θα την βρουν ποτέ! / Κάθε μέρα τρώω από το δέντρο / καρπό τρυφερό απαγορευμένο» (βλ. σελ. 28).
Το ισχυρότερο μεταξύ των δανείων, το οποίο ενυπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφώς το υπερρεαλιστικό. Επαρκώς αφομοιωμένο όμως και γι' αυτό αρκούντως παραγωγικό. Η «Επινόηση» δεν θέλει να αποκρύψει, φέρ' ειπείν, την καταγωγή της από τον εφιαλτικό μικρόκοσμο του Μίλτου Σαχτούρη, αλλά ούτε απλώς μηρυκάζει το ευγενές της ίνδαλμα. Ητοι: «Σημαδεμένο από τα βάσανα το πρόσωπό του. / Το δεξί του χέρι κρυμμένο στον χιτώνα / -ίσως από ενοχή- στο μέρος της καρδιάς. / Τον αγκάλιασε. "Καημένε φίλε, Πατρέα", / του είπε. "Τι σου συνέβη; Πώς άλλαξες έτσι;". / "Εχω αλλάξει πολύ", αποκρίθηκε. / Και αργά εμφάνισε το χέρι του / το νύχι αρπαχτικού πουλιού» (βλ. σελ. 25). Βεβαίως υπονοείται εδώ η κρίσιμη άποψη «εξ αλλοειδών ζώων ο άνθρωπος» του Αναξίμανδρου, αλλά και η παρόμοια ρήση του Εμπεδοκλή. Αλλά όχι μόνον: ο ποιητής υπαινίσσεται ταυτοχρόνως την ενδοχώρα του κολαστηρίου, που κοινώς καλείται πραγματικότητα.
Κατά τ' άλλα, ορισμένες ποσότητες και ποιότητες του κόσμου, μαζί με τα απαραίτητα συνοδευτικά ιδεολογήματά τους, παρωδούνται συστηματικά, ο έρωτας στην καθαρά αναγεννησιακή του μορφή εξαίρεται, το όνειρο σχεδόν ιεροποιείται. Η γραφή συγκεντρώνεται στην ειδοποιό διαφορά ή στην κρίσιμη ομοιότητα, προτού εξακτινωθεί σε οικείους ή ανοίκειους χώρους. Στον βαθμό μάλιστα που «η μνήμη είναι μια αλήθεια της οποίας η αισθητική αποτελεί την αμυντική, ιδεολογική και λογοκριμένη μετάφραση», όπως φρονεί ο Πολ ντε Μαν, (βλ. «Critical Inquiry» 8, 1981 / 82, σ.σ. 761-75, στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Εικόνες και μύθοι της νεωτερικότητας», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»), τότε οι στίχοι δοκιμάζουν να αναδείξουν εδώ την επιτομή του μνημονικού ένδον, χωρίς να περισπώνται στα αλλότρια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/04/2008
Γραφή ευθύβολων συναιρέσεων
«Θα αγαπηθούμε στις αποβάθρες των αναχωρήσεων όταν δεν θα υπάρχει ανάμεσά μας θάλασσα». (Από το βιβλίο, βλ. σελ. 17)
Προσπερνώντας τα ποιητικά βιβλία της περασμένης χρονιάς, τα οποία επέμεναν σε μιαν αφόρητη αυτοαναφορικότητα ή σε μια πεζολογική εκτόνωση χωρίς μέτρο, αλλά και όλα τα άλλα, τα οποία ομολογουμένως δεν κατάφεραν να αρθρώσουν έναν υποτυπώδη δημιουργικό λόγο, θα μπορούσαμε να επικεντρώσουμε τη μελέτη μας σε τριάντα ή σαράντα ευπρόσωπα κι ευθύβολα έργα. Εχω πολλούς λόγους να πιστεύω ότι ανάμεσα σε αυτά θα μας σταματούσε, τόσο με τη θεματική ευθύτητα όσο και με την όλη ρηματική της συνέπεια, η τέταρτη αυτή κατά σειρά συλλογή του Γιώργου Κοζία.
Ο ποιητικός σπινθήρας αρκεί για να μετατρέψει την εικόνα σε βεγγαλικό: η έκρηξή της αιφνιδιάζει, θέλγει, εν τέλει συγκινεί. Εστω εξ όνυχος ο «Κατακερματισμός»: «Πήρα το ψαλίδι. Εκοψα τον λαιμό του πουλιού. / Ανοιξε το ράμφος. Προσπαθεί να ξεφύγει. / Το κρατώ σφιχτά. Εξέπνευσε. / Σκουπίζω το ψαλίδι. Πλένω τα χέρια. / Μετέφερα την καρδερίνα στον κήπο. / Την παραχώνω κάτω απ' τη μηλιά. / Δεν θα την βρουν ποτέ! / Κάθε μέρα τρώω από το δέντρο / καρπό τρυφερό απαγορευμένο» (βλ. σελ. 28).
Το ισχυρότερο μεταξύ των δανείων, το οποίο ενυπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, είναι σαφώς το υπερρεαλιστικό. Επαρκώς αφομοιωμένο όμως και γι' αυτό αρκούντως παραγωγικό. Η «Επινόηση» δεν θέλει να αποκρύψει, φέρ' ειπείν, την καταγωγή της από τον εφιαλτικό μικρόκοσμο του Μίλτου Σαχτούρη, αλλά ούτε απλώς μηρυκάζει το ευγενές της ίνδαλμα. Ητοι: «Σημαδεμένο από τα βάσανα το πρόσωπό του. / Το δεξί του χέρι κρυμμένο στον χιτώνα / -ίσως από ενοχή- στο μέρος της καρδιάς. / Τον αγκάλιασε. "Καημένε φίλε, Πατρέα", / του είπε. "Τι σου συνέβη; Πώς άλλαξες έτσι;". / "Εχω αλλάξει πολύ", αποκρίθηκε. / Και αργά εμφάνισε το χέρι του / το νύχι αρπαχτικού πουλιού» (βλ. σελ. 25). Βεβαίως υπονοείται εδώ η κρίσιμη άποψη «εξ αλλοειδών ζώων ο άνθρωπος» του Αναξίμανδρου, αλλά και η παρόμοια ρήση του Εμπεδοκλή. Αλλά όχι μόνον: ο ποιητής υπαινίσσεται ταυτοχρόνως την ενδοχώρα του κολαστηρίου, που κοινώς καλείται πραγματικότητα.
Κατά τ' άλλα, ορισμένες ποσότητες και ποιότητες του κόσμου, μαζί με τα απαραίτητα συνοδευτικά ιδεολογήματά τους, παρωδούνται συστηματικά, ο έρωτας στην καθαρά αναγεννησιακή του μορφή εξαίρεται, το όνειρο σχεδόν ιεροποιείται. Η γραφή συγκεντρώνεται στην ειδοποιό διαφορά ή στην κρίσιμη ομοιότητα, προτού εξακτινωθεί σε οικείους ή ανοίκειους χώρους. Στον βαθμό μάλιστα που «η μνήμη είναι μια αλήθεια της οποίας η αισθητική αποτελεί την αμυντική, ιδεολογική και λογοκριμένη μετάφραση», όπως φρονεί ο Πολ ντε Μαν, (βλ. «Critical Inquiry» 8, 1981 / 82, σ.σ. 761-75, στον Βάλτερ Μπένγιαμιν, «Εικόνες και μύθοι της νεωτερικότητας», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»), τότε οι στίχοι δοκιμάζουν να αναδείξουν εδώ την επιτομή του μνημονικού ένδον, χωρίς να περισπώνται στα αλλότρια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/04/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις