0
Your Καλαθι
Αιχμάλωτοι του χρόνου ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
8%
8%
Περιγραφή
Εγκλωβισμένοι στο κέντρο μιας εμφύλιας διαμάχης, ανάμεσα σε αδίστακτους άρχοντες, ραδιούργους επισκόπους και ληστές των δρόμων, οι τρειες επιστήμονες κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βρεθούν με κομμένο το λαιμό ή αλυσοδεμένοι στα μπουντρούμια ενός κάστρου. Όμως ο τρομακτικότερος κίνδυνος απ' όλους είναι να μην προλάβουν να γυρίσουν και να παγιεδυτούν για πάντα εκεί...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ασαφές και αινιγματικό πρόβλημα του χρόνου, πρόβλημα φιλοσοφικής διαστάσεως, κυρίως, απασχόλησε τον άνθρωπο από τη στιγμή που απέκτησε συνείδηση του εαυτού του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί. Η συνειδητοποίηση αυτή αφορούσε βασικά και, υπό ευρεία έννοια, την υπαρξιακή σημασία της πορείας του, η οποία αν μπορούσε να αναθεωρηθεί καθώς επίσης και να επαναπρογραμματιστεί, θα οδηγούσε σε ένα τελείως διαφορετικό μέλλον. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει ο άνθρωπος να διαθέτει την ικανότητα επέμβασης στο χρόνο, να επιστρέφει δηλαδή στο παρελθόν ή να εισβάλλει στο αύριο, διαμορφώνοντας κατάλληλα την πορεία του άρα και την παγκόσμια ιστορία.
Η επιστημονική φαντασία έχει επισημάνει από τα πρώτα της βήματα τη σημασία του χρόνου και τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ένα πιθανό ταξίδι σ' αυτόν. Γνωρίζοντας, όμως, τώρα πλέον ότι το εν λόγω θαυμαστό ταξίδι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, το επιχειρεί στο δικό της σύμπαν συμβολικά, καταφεύγοντας στις απεριόριστες δυνατότητες που μπορεί να της προσφέρει μια «ψευδοεπιστήμη». Το ταξίδι στο χρόνο γίνεται, κυρίως, για να ασκηθεί κριτική στην ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και για να δηλωθεί η σχεδόν μυθική δυναμικότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς και αενάως αυτοανακαλύπτεται ξεπερνώντας τα ίδια του τα όρια.
Πρώτος τολμηρός, εισηγητής και δημιουργός του «φανταστικού» αυτού εγχειρήματος, ο Χέρμπερτ Τζορτζ Ουέλς. Με το οριακό του μυθιστόρημα, «Η μηχανή που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο» (1895), εξυμνεί, βεβαίως, την ανθρώπινη ευφυΐα αλλά, στην ουσία κριτικάρει την πορεία του δυτικού πολιτισμού, που με τις απερίσκεπτες πρακτικές του μοιάζει να οδηγείται σε ένα ζοφερό, αυτοκαταστροφικό μέλλον. Εκτοτε και μέχρι σήμερα, το ταξίδι στο χρόνο θα γίνεται πάντοτε για ποικίλους λόγους, πολιτικούς, θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς, οικολογικούς και διάφορους άλλους.
Ο Μάικλ Κράιτον (γεν. 1942), εκφράζοντας το αμοραλιστικό πνεύμα του σύγχρονου κόσμου, το κάνει απλώς για τουριστικούς λόγους. Κάτι ανάλογο είχε πραγματοποιήσει ήδη το «Jurassic Park» (1990), όπου με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής δημιουργεί ένα πάρκο με δεινόσαυρους για να διασκεδάζουν την ανία τους οι Αμερικανοί μεγιστάνες. Τώρα, στο ανά χείρας μυθιστόρημα ταξιδεύει στο γαλλικό μεσαίωνα με τη δυνατότητα που του προσφέρει η κβαντική τεχνολογία, η επαναστατική θεωρία της οποίας είναι αντλημένη (και διαμορφωμένη κατάλληλα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας) από ενενήντα επιστημονικά βιβλία, οι τίτλοι των οποίων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και που ο αναγνώστης καλείται να λάβει οπωσδήποτε υπόψη του προκειμένου να την καταλάβει· τελικά ο συγγραφέας ταξιδεύει στο χρόνο (κι ας διαβεβαιώνει τον αναγνώστη του για το ανέφικτο του πράγματος), ύστερα από... 235 σελίδες. Υπεύθυνος γι' αυτό, ωστόσο, είναι ένας υπερτέλειος κβαντικός υπολογιστής που μπορεί να περιγράψει και να συμπιέσει ένα τρισδιάστατο ζωντανό ον και να το μετατρέψει σε ροή ηλεκτρονίων, την οποία, στη συνέχεια, να μεταδώσει μέσα από μια συμπαντική σκουληκότρυπα και να την αναπλάσει σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν που ανήκει σε ένα συγκρότημα άπειρων συμπάντων όπου το καθένα απ' αυτά διακλαδίζεται συνεχώς σε έναν άπειρο αριθμό κόσμων.
Σε έναν απ' αυτούς τους κόσμους καταφθάνουν οι σύγχρονοι ταξιδιώτες του χρόνου, προκειμένου να αναζητήσουν έναν επιστήμονα που, έχοντας ήδη κάνει το θαυμαστό ταξίδι, έχει παγιδευτεί εκεί. Τόπος άφιξης το Κάστελγκαρ, μια οχυρωμένη πόλη στη Νότια Γαλλία, και χρόνος το 1357, περίοδος που ανήκει στον Υστερο Μεσαίωνα και ονομάστηκε Αιώνας του Σκότους, χαρακτηρισμό που ο συγγραφέας δεν αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «η ιδέα περί κτηνώδους Μεσαίωνα ήταν μια επινόηση της Αναγέννησης». Στην πραγματικότητα, συνεχίζει, ήταν «μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι αναζητούσαν τη γνώση, δημιούργησαν σπουδαία πανεπιστήμια, καλλιέργησαν τη μάθηση, προώθησαν με ενθουσιασμό την τεχνολογία». Ωστόσο, ο Μεσαίωνας που σχεδιάζει ο ίδιος κάθε άλλο παρά τέτοιος εμφανίζεται στο έργο του. Είναι μάλλον ένας αποκρουστικός, αμοραλιστικός κόσμος, που ακόμη και στην καθημερινότητά του λειτουργεί ως ένα εντυπωσιακό θρίλερ με προδιαγραφές κόμικς, η μυθολογία του οποίου, καθώς και όλη του η δομή και η συγκρότησή της προέρχονται από το λαϊκό, ψευδοϊστορικό μυθιστόρημα. Η βαρβαρότητα, η βία, η κτηνωδία, η αγριότητα, η μηχανορραφία, η δολοπλοκία, η θρησκοληψία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του, ενώ η σκηνογραφία, η ενδυμασία και το τοπίο παραπέμπουν σε φιλμ ανάλογης εποχής με σιδερόφρακτους ιππότες, προκλητικές αν όχι και διεφθαρμένες πυργοδέσποινες και φονικές κονταρομαχίες. Η ίδια η ιστορία του έργου, παρόλο που παραμένει μέσα σε ρεαλιστικά όρια, δεν αποφεύγει τις ακρότητες και τις κραυγαλέες απιθανότητες, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η όποια, έστω και περιστασιακή, αληθοφάνειά του. Οι ήρωες, και των δύο στρατοπέδων, παγιδευμένοι και εγκλωβισμένοι στην απίστευτη περιπέτειά τους, δεν έχουν στην κυριολεξία το χρόνο όχι μόνο να ωριμάσουν ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά ούτε καν να ικανοποιήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Μερικοί, ωστόσο, ξεχωρίζουν, όπως ο σύγχρονος αδίστακτος Νότιγκερ, ο μεσαιωνολάτρης Μαρέκ, ο ανθρωπιστής Κρις, ο επιστήμονας Τζόνσον, η «σατανική» λαίδη Κλερ, οι οποίοι, έστω και υποτυπωδώς κατορθώνουν να αποκτήσουν ένα κάποιο σχετικό ανθρώπινο σχήμα· και είναι σίγουρο πως θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να εκπληρώσουν τον προδιαγεγραμμένο ρόλο τους, ο οποίος τους έχει αναγκάσει να βρίσκονται σε μια συνεχή και ασταμάτητη κινητικότητα.
Ο Μάικλ Κράιτον είναι οπωσδήποτε ένας ευφάνταστος, επινοητικός και δεξιοτέχνης συγγραφέας, μάστορας της λεγόμενης κινηματογραφικής γραφής. Δεν αποφεύγει, βέβαια τη φλυαρία, τις «κοιλιές» και την κατάχρηση της εξαντλητικής λεπτομέρειας, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά κουραστικός. Καταφέρνει, όμως, να οικοδομήσει πειστικά το φανταστικό του κόσμο χάρη στο ρεαλιστικό σχεδιασμό του και πιστεύω ότι τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν ο μύθος του ήταν πιο «σφιχτός» και είχε αποφύγει τις υπερβολές. Στις καλύτερες στιγμές του, όμως, και σε πείσμα της εμπορικότητας, κι αν ξεπεράσουμε πολλές απ' αυτές τις προαναφερθείσες απιθανότητες, το βιβλίο του αποκτά μια νότα πραγματικής λογοτεχνικής γραφής.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/07/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ασαφές και αινιγματικό πρόβλημα του χρόνου, πρόβλημα φιλοσοφικής διαστάσεως, κυρίως, απασχόλησε τον άνθρωπο από τη στιγμή που απέκτησε συνείδηση του εαυτού του και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ήταν υποχρεωμένος να κινηθεί. Η συνειδητοποίηση αυτή αφορούσε βασικά και, υπό ευρεία έννοια, την υπαρξιακή σημασία της πορείας του, η οποία αν μπορούσε να αναθεωρηθεί καθώς επίσης και να επαναπρογραμματιστεί, θα οδηγούσε σε ένα τελείως διαφορετικό μέλλον. Αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει ο άνθρωπος να διαθέτει την ικανότητα επέμβασης στο χρόνο, να επιστρέφει δηλαδή στο παρελθόν ή να εισβάλλει στο αύριο, διαμορφώνοντας κατάλληλα την πορεία του άρα και την παγκόσμια ιστορία.
Η επιστημονική φαντασία έχει επισημάνει από τα πρώτα της βήματα τη σημασία του χρόνου και τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ένα πιθανό ταξίδι σ' αυτόν. Γνωρίζοντας, όμως, τώρα πλέον ότι το εν λόγω θαυμαστό ταξίδι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο στη σφαίρα της φαντασίας, το επιχειρεί στο δικό της σύμπαν συμβολικά, καταφεύγοντας στις απεριόριστες δυνατότητες που μπορεί να της προσφέρει μια «ψευδοεπιστήμη». Το ταξίδι στο χρόνο γίνεται, κυρίως, για να ασκηθεί κριτική στην ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά και για να δηλωθεί η σχεδόν μυθική δυναμικότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ο οποίος συνεχώς και αενάως αυτοανακαλύπτεται ξεπερνώντας τα ίδια του τα όρια.
Πρώτος τολμηρός, εισηγητής και δημιουργός του «φανταστικού» αυτού εγχειρήματος, ο Χέρμπερτ Τζορτζ Ουέλς. Με το οριακό του μυθιστόρημα, «Η μηχανή που ταξιδεύει μέσα στο χρόνο» (1895), εξυμνεί, βεβαίως, την ανθρώπινη ευφυΐα αλλά, στην ουσία κριτικάρει την πορεία του δυτικού πολιτισμού, που με τις απερίσκεπτες πρακτικές του μοιάζει να οδηγείται σε ένα ζοφερό, αυτοκαταστροφικό μέλλον. Εκτοτε και μέχρι σήμερα, το ταξίδι στο χρόνο θα γίνεται πάντοτε για ποικίλους λόγους, πολιτικούς, θρησκευτικούς, φιλοσοφικούς, οικολογικούς και διάφορους άλλους.
Ο Μάικλ Κράιτον (γεν. 1942), εκφράζοντας το αμοραλιστικό πνεύμα του σύγχρονου κόσμου, το κάνει απλώς για τουριστικούς λόγους. Κάτι ανάλογο είχε πραγματοποιήσει ήδη το «Jurassic Park» (1990), όπου με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής δημιουργεί ένα πάρκο με δεινόσαυρους για να διασκεδάζουν την ανία τους οι Αμερικανοί μεγιστάνες. Τώρα, στο ανά χείρας μυθιστόρημα ταξιδεύει στο γαλλικό μεσαίωνα με τη δυνατότητα που του προσφέρει η κβαντική τεχνολογία, η επαναστατική θεωρία της οποίας είναι αντλημένη (και διαμορφωμένη κατάλληλα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας) από ενενήντα επιστημονικά βιβλία, οι τίτλοι των οποίων παρατίθενται στο τέλος του βιβλίου και που ο αναγνώστης καλείται να λάβει οπωσδήποτε υπόψη του προκειμένου να την καταλάβει· τελικά ο συγγραφέας ταξιδεύει στο χρόνο (κι ας διαβεβαιώνει τον αναγνώστη του για το ανέφικτο του πράγματος), ύστερα από... 235 σελίδες. Υπεύθυνος γι' αυτό, ωστόσο, είναι ένας υπερτέλειος κβαντικός υπολογιστής που μπορεί να περιγράψει και να συμπιέσει ένα τρισδιάστατο ζωντανό ον και να το μετατρέψει σε ροή ηλεκτρονίων, την οποία, στη συνέχεια, να μεταδώσει μέσα από μια συμπαντική σκουληκότρυπα και να την αναπλάσει σε ένα άλλο, παράλληλο σύμπαν που ανήκει σε ένα συγκρότημα άπειρων συμπάντων όπου το καθένα απ' αυτά διακλαδίζεται συνεχώς σε έναν άπειρο αριθμό κόσμων.
Σε έναν απ' αυτούς τους κόσμους καταφθάνουν οι σύγχρονοι ταξιδιώτες του χρόνου, προκειμένου να αναζητήσουν έναν επιστήμονα που, έχοντας ήδη κάνει το θαυμαστό ταξίδι, έχει παγιδευτεί εκεί. Τόπος άφιξης το Κάστελγκαρ, μια οχυρωμένη πόλη στη Νότια Γαλλία, και χρόνος το 1357, περίοδος που ανήκει στον Υστερο Μεσαίωνα και ονομάστηκε Αιώνας του Σκότους, χαρακτηρισμό που ο συγγραφέας δεν αποδέχεται, υποστηρίζοντας ότι «η ιδέα περί κτηνώδους Μεσαίωνα ήταν μια επινόηση της Αναγέννησης». Στην πραγματικότητα, συνεχίζει, ήταν «μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι αναζητούσαν τη γνώση, δημιούργησαν σπουδαία πανεπιστήμια, καλλιέργησαν τη μάθηση, προώθησαν με ενθουσιασμό την τεχνολογία». Ωστόσο, ο Μεσαίωνας που σχεδιάζει ο ίδιος κάθε άλλο παρά τέτοιος εμφανίζεται στο έργο του. Είναι μάλλον ένας αποκρουστικός, αμοραλιστικός κόσμος, που ακόμη και στην καθημερινότητά του λειτουργεί ως ένα εντυπωσιακό θρίλερ με προδιαγραφές κόμικς, η μυθολογία του οποίου, καθώς και όλη του η δομή και η συγκρότησή της προέρχονται από το λαϊκό, ψευδοϊστορικό μυθιστόρημα. Η βαρβαρότητα, η βία, η κτηνωδία, η αγριότητα, η μηχανορραφία, η δολοπλοκία, η θρησκοληψία είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του, ενώ η σκηνογραφία, η ενδυμασία και το τοπίο παραπέμπουν σε φιλμ ανάλογης εποχής με σιδερόφρακτους ιππότες, προκλητικές αν όχι και διεφθαρμένες πυργοδέσποινες και φονικές κονταρομαχίες. Η ίδια η ιστορία του έργου, παρόλο που παραμένει μέσα σε ρεαλιστικά όρια, δεν αποφεύγει τις ακρότητες και τις κραυγαλέες απιθανότητες, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η όποια, έστω και περιστασιακή, αληθοφάνειά του. Οι ήρωες, και των δύο στρατοπέδων, παγιδευμένοι και εγκλωβισμένοι στην απίστευτη περιπέτειά τους, δεν έχουν στην κυριολεξία το χρόνο όχι μόνο να ωριμάσουν ως ανθρώπινα πλάσματα αλλά ούτε καν να ικανοποιήσουν τις καθημερινές τους ανάγκες. Μερικοί, ωστόσο, ξεχωρίζουν, όπως ο σύγχρονος αδίστακτος Νότιγκερ, ο μεσαιωνολάτρης Μαρέκ, ο ανθρωπιστής Κρις, ο επιστήμονας Τζόνσον, η «σατανική» λαίδη Κλερ, οι οποίοι, έστω και υποτυπωδώς κατορθώνουν να αποκτήσουν ένα κάποιο σχετικό ανθρώπινο σχήμα· και είναι σίγουρο πως θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν αν δεν ήταν υποχρεωμένοι να εκπληρώσουν τον προδιαγεγραμμένο ρόλο τους, ο οποίος τους έχει αναγκάσει να βρίσκονται σε μια συνεχή και ασταμάτητη κινητικότητα.
Ο Μάικλ Κράιτον είναι οπωσδήποτε ένας ευφάνταστος, επινοητικός και δεξιοτέχνης συγγραφέας, μάστορας της λεγόμενης κινηματογραφικής γραφής. Δεν αποφεύγει, βέβαια τη φλυαρία, τις «κοιλιές» και την κατάχρηση της εξαντλητικής λεπτομέρειας, με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά κουραστικός. Καταφέρνει, όμως, να οικοδομήσει πειστικά το φανταστικό του κόσμο χάρη στο ρεαλιστικό σχεδιασμό του και πιστεύω ότι τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ καλύτερα αν ο μύθος του ήταν πιο «σφιχτός» και είχε αποφύγει τις υπερβολές. Στις καλύτερες στιγμές του, όμως, και σε πείσμα της εμπορικότητας, κι αν ξεπεράσουμε πολλές απ' αυτές τις προαναφερθείσες απιθανότητες, το βιβλίο του αποκτά μια νότα πραγματικής λογοτεχνικής γραφής.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/07/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις