0
Your Καλαθι
Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας 1100-1669 Κ
Σιρόκος-σταματώ
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Ο 20ος τόμος (σιρόκος-σταματώ) είναι ο πρώτος που βλέπει το φως της δημοσιότητας μετά τον θάνατο του εμπνευστή, θεμελιωτή και ιδρυτή του Εμμ. Κριαρά. Βαδίζει στα ίχνη του μνημειώδους έργου που συνέλαβε ο δημιουργός του, ο οποίος πρόλαβε και συνέταξε τους πρώτους 14 τόμους, 1969-1997 (α-παραθήκη).
Το "Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 ("Λεξικό Κριαρά")" αποτελεί γέφυρα μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών. Έργο τιμημένο με δεκάδες επαινετικών κριτικών σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και με μεγάλες διακρίσεις συνιστά, εδώ και δεκαετίες, βασικό εργαλείο για τη μελέτη τόσο της μεσαιωνικής γραμματείας μας, όσο και της νέας ελληνικής γλώσσας διεθνώς. Το Λεξικό ικανοποιεί πρώτα απ' όλα τις ανάγκες των ερευνητών των βυζαντινών δημωδών κειμένων. Εξίσου αποφασιστικά, όμως, προωθεί και τη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, καλύπτοντας την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου ιστορικού λεξικού της ελληνικής γλώσσας. Προπάντων όμως η αποδελτιωμένη και λεξικογραφημένη δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία προσφέρει ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο στη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής.
Στους είκοσι τόμους του έργου, τεκμηριώνονται ταυτόχρονα η γλώσσα και ο πολιτισμός. Πρώτα, αποκαλύπτεται η μεσαιωνική γλώσσα στη βαθιά διαστρωμάτωσή της, η οποία αποτελείται από λέξεις: (α) δημώδεις της περιόδου από τον 12ο έως τον 17ο αιώνα (αρκετές από τις οποίες έχουν επιβιώσει, σημασιολογικά αμετάβλητες, στη νέα ελληνική γλώσσα, π.χ. προχθεσινός)· (β) δάνειες κυρίως από τα ιταλικά, τα παλαιότερα γαλλικά, και τα τουρκικά (π.χ. πρόζα)· (γ) βυζαντινές της εποχής (δημώδεις ή αρχαΐζουσες, π.χ. προκάτοχος)· (δ) ελληνιστικές, οι οποίες επιβιώνουν στα μεσαιωνικά χρόνια, με ή χωρίς αλλοιώσεις (π.χ. προοδεύω), και (ε) αρχαιοελληνικές, που επιβιώνουν, είτε αναλλοίωτες είτε νομοτελειακά αλλοιωμένες, κατά τύπον, σημασία ή χρήση, στα μεσαιωνικά χρόνια (π.χ. πωλάριον, πωλώ). Έπειτα, αναδεικνύεται όλος ο πλούτος των πολιτισμικών στοιχείων της εποχής, εφόσον καταγράφονται όροι που αναφέρονται σε αξιώματα (π.χ. προεστός) ή στη φυσιολογία (π.χ. προσμυχίς)· ακόμη, όροι εκκλησιαστικοί [π.χ. πρόσφορο(ν)], ιατρικοί (π.χ. προφορητικός), ναυτικοί (π.χ. πρύμνα), νομικοί (π.χ. προτέστο), οικονομικοί (π.χ. προσόδιον), στρατιωτικοί (π.χ. πρόσφυγος), και φαρμακευτικοί (π.χ. προζούλαπον).
Το "Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας 1100-1669 ("Λεξικό Κριαρά")" αποτελεί γέφυρα μεταξύ αρχαίων και νέων ελληνικών. Έργο τιμημένο με δεκάδες επαινετικών κριτικών σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά και με μεγάλες διακρίσεις συνιστά, εδώ και δεκαετίες, βασικό εργαλείο για τη μελέτη τόσο της μεσαιωνικής γραμματείας μας, όσο και της νέας ελληνικής γλώσσας διεθνώς. Το Λεξικό ικανοποιεί πρώτα απ' όλα τις ανάγκες των ερευνητών των βυζαντινών δημωδών κειμένων. Εξίσου αποφασιστικά, όμως, προωθεί και τη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιωμάτων, καλύπτοντας την έλλειψη ενός ολοκληρωμένου ιστορικού λεξικού της ελληνικής γλώσσας. Προπάντων όμως η αποδελτιωμένη και λεξικογραφημένη δημώδης βυζαντινή λογοτεχνία προσφέρει ένα ανεκτίμητο κεφάλαιο στη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής.
Στους είκοσι τόμους του έργου, τεκμηριώνονται ταυτόχρονα η γλώσσα και ο πολιτισμός. Πρώτα, αποκαλύπτεται η μεσαιωνική γλώσσα στη βαθιά διαστρωμάτωσή της, η οποία αποτελείται από λέξεις: (α) δημώδεις της περιόδου από τον 12ο έως τον 17ο αιώνα (αρκετές από τις οποίες έχουν επιβιώσει, σημασιολογικά αμετάβλητες, στη νέα ελληνική γλώσσα, π.χ. προχθεσινός)· (β) δάνειες κυρίως από τα ιταλικά, τα παλαιότερα γαλλικά, και τα τουρκικά (π.χ. πρόζα)· (γ) βυζαντινές της εποχής (δημώδεις ή αρχαΐζουσες, π.χ. προκάτοχος)· (δ) ελληνιστικές, οι οποίες επιβιώνουν στα μεσαιωνικά χρόνια, με ή χωρίς αλλοιώσεις (π.χ. προοδεύω), και (ε) αρχαιοελληνικές, που επιβιώνουν, είτε αναλλοίωτες είτε νομοτελειακά αλλοιωμένες, κατά τύπον, σημασία ή χρήση, στα μεσαιωνικά χρόνια (π.χ. πωλάριον, πωλώ). Έπειτα, αναδεικνύεται όλος ο πλούτος των πολιτισμικών στοιχείων της εποχής, εφόσον καταγράφονται όροι που αναφέρονται σε αξιώματα (π.χ. προεστός) ή στη φυσιολογία (π.χ. προσμυχίς)· ακόμη, όροι εκκλησιαστικοί [π.χ. πρόσφορο(ν)], ιατρικοί (π.χ. προφορητικός), ναυτικοί (π.χ. πρύμνα), νομικοί (π.χ. προτέστο), οικονομικοί (π.χ. προσόδιον), στρατιωτικοί (π.χ. πρόσφυγος), και φαρμακευτικοί (π.χ. προζούλαπον).
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις