0
Your Καλαθι
Πραγματώσεις και όνειρα
Σταθμοί μιας πορείας
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Ο τόμος περιλαμβάνει κείμενα του Εμμανουήλ Κριαρά, δημοσιευμένα και
αδημοσίευτα που σχετίζονται με αναμνήσεις και βιώματα του
κυρίως από την επιστημονική του δραστηριότητα. Ο συγγραφέας
αναφέρεται στα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια, καθώς και
στην κατόπιν επιστημονική του δραστηριότητα. Σκιαγραφεί
δασκάλους και συναδέλφους του. Εκθέτει γεγονότα που συνδέονται
άμεσα με τη ζωή και τη δράση του. Παρέχει εικόνες από την εποχή
του πολέμου του '40 και τα επακόλουθά του.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Γεννήθηκα στον Πειραιά το 1906. Τα παιδικά μου χρόνια τα έζησα στον Αδάμαντα της Μήλου. Ολοκλήρωσα τα μαθήματα της δημοτικής και της μέσης εκπαίδευσης στα Χανιά της Κρήτης κατά τα χρόνια 1914-1924. Σπούδασα φιλολογία στην Αθήνα στα χρόνια 1924-1929 και αργότερα στο πανεπιστήμιο του Μονάχου (1930) και του Παρισιού (1938-1939 και 1945-1948). Αναπολώντας τα γεγονότα μιας μακράς ζωής προσπαθώ να κατανοήσω ουσιαστικότερα τι ακριβώς είναι αποτυχία ή επιτυχία στη ζωή· ακόμη τι είναι αγαθή ή δυσμενής συγκυρία που παίρνει το χαρακτηρισμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας (...).
Δε θα χαρακτήριζα, εγώ τουλάχιστον, ατυχία της ζωής μου το ότι δε γεννήθηκα σε εύπορη οικογένεια. Καταλαβαίνω ότι πολύ συχνά η ευημερία δεν είναι καλή προϋπόθεση για την πρόοδο και την προκοπή του νέου ανθρώπου. Νομίζω οπωσδήποτε ότι το περιβάλλον στο οποίο βρέθηκα με τη γέννησή μου και ειδικότερα οι οικογενειακές μου συνθήκες δε με άφησαν να «αποκοιμηθώ» και να αμεριμνήσω, στηριζόμενος σε δυνάμεις και δυνατότητες που αντικειμενικά δεν υπήρχαν. Με τις προϋποθέσεις ακόμη αυτές τα μαθητικά μου χρόνια πέρασαν ομαλά στο χώρο της μάθησης και με ικανοποιητικές μάλιστα αποδόσεις. Ορισμένοι παράγοντες και ορισμένες προϋποθέσεις που προϋπήρξαν συνετέλεσαν ώστε να αναδεικνύομαι ένας μεταξύ των πρώτων κατά τα μαθητικά μου χρόνια. Ορισμένα εξωσχολικά διαβάσματα και επιδράσεις ορισμένων διδασκάλων μου βοήθησαν ώστε τελειώνοντας το γυμνάσιο στα Χανιά να έχω, πρόωρα ίσως, αποκρυσταλλώσει συγκεκριμένη ιδεολογία και στο γλωσσικό, που από παλιότερα απασχολούσε τη διανόηση της εποχής μας, και σε άλλα κοινωνικά και φιλοσοφικά θέματα. Παράλληλα διαπίστωνα ότι οι όποιες ικανότητές μου και τα όποια πνευματικά μου ενδιαφέροντα μού καλλιεργούσαν την έφεση να σπουδάσω φιλολογία, ενώ η οικονομική κατάσταση της οικογένειας δε με ευκόλυνε να πραγματοποιήσω το διακαή πόθο μου για τη φιλολογική επιστήμη. Όμως ο από μηχανής θεός δεν άργησε να φανεί. Στο σημείο αυτό θέλω να δηλώσω την ευγνωμοσύνη μου σε δύο δασκάλους μου της μέσης εκπαίδευσης: τον Εμμανουήλ Γενεράλι, που μου δίδαξε την ελληνική γλώσσα, και τον Ιωάννη Μοσχόπουλο, που μου άνοιξε τους πνευματικούς μου ορίζοντες.
Η επανάσταση του Πλαστήρα (1922-23), διαπιστώνοντας ότι ελάχιστοι νέοι παρουσιάζονταν τότε πρόθυμοι να σπουδάσουν φιλολογία, φυσικά και μαθηματικά, είχε αποφασίσει να ιδρύσει οικοτροφείο που θα παρείχε σίτιση και στέγαση σε νέους που θα ήθελαν να σπουδάσουν τις παραπάνω επιστήμες. Τη λειτουργία ενός τέτοιου ιδρύματος (του Ακαδημαϊκού Οικοτροφείου, όπως ονομάστηκε) την πραγματοποίησε η πρώτη δημοκρατική κυβέρνηση, η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1924). Είχε τότε δοθεί από το υπουργείο παιδείας η εντολή στους κατά τόπους συλλόγους καθηγητών των γυμνασίων να επιλέξουν ανάμεσα στους αποφοίτους τους εκείνους που θα ξεχώριζαν στις επιδόσεις τους και θα επιθυμούσαν να σπουδάσουν μια από τις επιστήμες που ανέφερα προηγουμένως. Από το γυμνάσιό μου τρεις νέους ξεχώρισε ο σύλλογος των καθηγητών: το Στέλιο Καψωμένο, το Νίκο Τωμαδάκη και το Μανόλη Κριαρά. Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ικανοποιήσω τον πόθο μου και να σπουδάσω τη φιλολογική επιστήμη.
Στο σημείο αυτό θα μπορούσα να δώσω μια γενική εικόνα της πνευματικής ατμόσφαιρας της Σχολής, στην οποία φοιτούσα, χαρακτηρίζοντας συνάμα και τη νοοτροπία ορισμένων τουλάχιστον δασκάλων μου στους φιλολογικότερους κλάδους που μπορούσαν να μας επηρεάσουν. Έχω και άλλοτε διατυπώσει εντυπώσεις σχετικές και κρίσεις. Συνοπτικά εδώ σημειώνω ότι εμείς τα παιδιά δεν ήμασταν ασφαλώς σε θέση να κρίνομε ακριβοδίκαια τους δασκάλους μας σε επιστημονικό επίπεδο, όμως μερικοί από μας μπορούσαμε να κρίνομε τη γενικότερη πνευματική τους νοοτροπία, καθώς εμείς είχαμε ήδη προσανατολιστεί προς ορισμένες ιδεολογίες. Διαπιστώναμε λοιπόν το κατεξοχήν συντηρητικό πνεύμα (ιδίως στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος) που χαρακτήριζε τους περισσότερους από τους καθηγητές της Σχολής. Λίγοι ξεχώριζαν από τη γενική κατεύθυνση. Ο Παναγής Λορεντζάτος π.χ. στάθηκε θαρραλέος υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας (απομακρύνθηκε μάλιστα από τη Σχολή κατά τις πρόσκαιρες και βιαστικές απολύσεις μετά το κίνημα του 1935). Και άλλοι νεότεροι καθηγητές της Σχολής, ο Κωνσταντίνος Αμαντος, ο Νίκος Βέης, ο Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, έφεραν κάποιαν ανανέωση της γλωσσικής νοοτροπίας της Σχολής, που ορισμένους από μας μας απογοήτευε. Και ο Σ. Κουγέας, παλιότερος καθηγητής μας, ενίσχυε το δημοτικισμό μας με την ανεκτικότητα και την ανεξιγλωσσία που έδειχνε. Θα σημείωνα επιπροσθέτως ότι στα 1926 η δικτατορία Παγκάλου για λόγους «αιματηρών οικονομιών», όπως έλεγαν τότε, μεταξύ άλλων μέτρων αποφάσισε την κατάργηση του λιγόζωου Ακαδημαϊκού Οικοτροφείου. Πάλι μου προβαλλόταν νέο εμπόδιο για να συνεχίσω τις σπουδές μου, που βρίσκονταν ακόμη στο μέσον τους. Όμως και πάλι από την εύνοια των περιστάσεων το προσωπικό μου πρόβλημα βρίσκει τη λύση του. Η υποχρέωσή μου να εκτελέσω τότε τη στρατιωτική θητεία μου στο πολεμικό ναυτικό (ήμουν γιος ναυτικού) διευκόλυνε τη συνέχιση των σπουδών μου. Υπηρετώ για ένα εξάμηνο σε πολεμικό πλοίο, αργότερα όμως μετατίθεμαι στο υπουργείο ναυτικών (το μέγαρό του πολύ κοντά στο πανεπιστήμιο) και τώρα με συγκατάθεση των προϊσταμένων της υπηρεσίας μου παρακολουθώ κατά το δυνατόν τα μαθήματά μου στο πανεπιστήμιο. Η απόλυσή μου από το ναυτικό (το Μάιο του 1928) συμπίπτει με το τέλος της παρακολούθησης των μαθημάτων στο πανεπιστήμιο. Αποκτώ το πτυχίο της φιλολογίας το φθινόπωρο του 1929.
Ως προς τις περαιτέρω σπουδές μου στο εξωτερικό σημειώνω ότι αναβλήθηκαν πρώτα πρώτα εξαιτίας του γεγονότος ότι αμέσως μετά τις βασικές μου πανεπιστημιακές σπουδές έγινε η πρόσληψή μου ως συνεργάτη στο τότε (1930) ιδρυμένο Μεσαιωνικό Αρχείο της Ακαδημίας Αθηνών και πριν απ' αυτήν η ολιγόμηνη σχετική με το έργο του Αρχείου μετεκπαίδευσή μου στο Μόναχο (πανεπιστήμιο - καθηγητής August Heisenberg - Θησαυρός της λατινικής γλώσσας). Κατόπιν επηρέασε το χρόνο έναρξης της μετεκπαίδευσης στο εξωτερικό το γεγονός ότι εξαιτίας των δημοτικιστικών μου αντιλήψεων συκοφαντήθηκα και στην επιτροπή παροχής υποτροφιών (Σταθάτειο κληροδότημα) και στις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες. Τρίτον, από το γεγονός της έναρξης του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου (1939) που με ανάγκασε, διακόπτοντας τις περαιτέρω σπουδές μου στη Γαλλία, να επιστρέψω στην Ελλάδα. Έτσι σε προχωρημένη για σπουδαστή ηλικία κατόρθωσα να συνεχίσω ανεμπόδιστα πια τις περαιτέρω σπουδές μου στην αλλοδαπή μετά το τέλος του πολέμου (Μάιος του 1945 - Απρίλιος του 1948). Κατά την περίοδο αυτήν και μετά την ανακήρυξή μου σε διδάκτορα από τη Φιλοσοφική της Αθήνας (φθινόπωρο του 1938) με διατριβή σχετική με τις πηγές του Ερωτόκριτου προετοίμαζα τον εαυτό μου για μια ακαδημαϊκή σταδιοδρομία για τη μελέτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, παλαιότερης και νεότερης, παρακολουθώντας όχι μόνο μαθήματα νεοελληνικής και μεσαιωνικής λογοτεχνίας (καθηγητές Andre Mirambel, Rodolphe Guilland, Alphonse Dain και άλλους), αλλά και μαθήματα συγκριτικής γραμματολογίας (καθηγητές Jean-Marie Carre, Paul Hazard, Paul van Tieghem). Επίσης ενδιαφερόμουν να κατατοπιστώ στη μεθοδολογία έρευνας των νεότερων λογοτεχνιών και μάλιστα της γαλλικής λογοτεχνίας. Το θέμα της διδακτορικής εργασίας μου, που σχετίζεται με έρευνα λογοτεχνικών πηγών, με παρακίνησε να ενδιαφερθώ ειδικότερα για τη συγκριτική γραμματολογία έχοντας τη γνώμη ότι ο τελευταίος αυτός κατατοπισμός θα με βοηθήσει στο μέλλον να ερευνήσω συστηματικότερα θέματα της νέας ελληνικής φιλολογίας. Είχα μάλιστα συλλέξει πλούσιο ερευνητικό υλικό για τη συγγραφή διδακτορικής διατριβής (doctorat d' etat), γαλλικά συγκροτημένης με τίτλο: «Les idees litteraires en Grece au XIXe siecle et l' influence francaise». Την ολοκλήρωση της μελέτης ματαίωσε η αποτυχία μου να εκλεγώ καθηγητής της νέας ελληνικής φιλολογίας το 1948 στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η μεταγενέστερη εκλογή μου το 1950 σε έδρα όχι της άμεσης προτίμησής μου την έδρα της βυζαντινής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, που με κράτησε, εν μέρει τουλάχιστον, μακριά από τις έρευνές μου της νέας ελληνικής λογοτεχνίας, μου έδωσε όμως την ευκαιρία να αποφασίσω τη σύνταξη του μεσαιωνικού λεξικού μου.
Στο σημείο αυτό μου παρέχεται η ευκαιρία να πω λίγα λόγια για το δημοτικισμό μου και τις σχετικές μ' αυτόν προσπάθειές μου. Δημοτικιστής ήμουν ήδη από τα τελευταία μαθητικά μου χρόνια στο γυμνάσιο (1923 και εξής). Η δημοτικιστική μου ιδεολογία με τον καιρό γινόταν συνεπέστερη και πιο ολοκληρωμένη. Όμως καθαρά επιστημονικά μου δημοσιεύματα, μικρότερα ή εκτενέστερα, έβλεπαν το φως διατυπωμένα σε καθαρεύουσα, μια και δε γίνονταν δεκτά σε επιστημονικά περιοδικά αν ήταν γραμμένα σε δημοτική γλώσσα. Από τα χρόνια της Κατοχής η συχνότητα της ανάγκης για αντίσταση κατά του κατακτητή ήταν για πολλούς φυσικό να συνδυαστεί με την ανάγκη να αναληφθεί αγώνας και τότε και αργότερα για κάποιο κοινωνικό μετασχηματισμό, που βέβαια θα έφερνε και μια πιο ικανοποιητική ρύθμιση των εκπαιδευτικών μας πραγμάτων. Οι σκέψεις αυτές οδηγούσαν σε ένα μαχητικότερο δημοτικισμό και στο γενικότερο αγώνα για αντίσταση κατά του κατακτητή. Και εγώ, καθώς και οι συνάδελφοί μου στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όταν έγινα μέλος της, και στο πλαίσιο των μαθημάτων μας και στις άλλες εξωπανεπιστημιακές πνευματικές εκδηλώσεις μας διακηρύσσαμε το δημοτικισμό μας.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις