0
Your Καλαθι
Ο Τούρκος στον κήπο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
78%
78%
Περιγραφή
Ιούλιος το 1958 -Νοέμβριος του 1998. Μεσολάβησαν σαράντα ακριβώς χρόνια ανάμεσα σ' αυτά τα δύο κρίσιμα «οκτάρια» του πρόσφατα τελειωμένου αγώνα. Θα μπορούσαν ΟΛΑ να συμβούν και γρηγορότερα, όμως τα μοιραία χρονοδιαγράμματα καθορίζουν ερήμην των ηρώων μιας ιστορίας τα παιχνίδια τους. Κι αυτό ακριβώς συνέβη στον κήπο του παλιού αρχοντικού του μακαρίτη Ζάννου Ριζούδη εκ Ρουμανίας, που μύριζε ντομάτα και κάρβουνο. Φαίνεται -μια υπόθεση κάνω- πως όλα ήταν έτοιμα από καιρό και περίμεναν το κατάλληλο πρόσωπο για να ξεκινήσει ο μηχανισμός του δράματος. Έτσι, τον Ιούλιο του 1958, παραμονές της γιορτής του Προφήτη Ηλία, ένας εντεκάχρονος ήρθε να ξυπνήσει πλήθος σκιών και παθών -χωρίς, βέβαια, να' χει καμιά τέτοια πρόθεση. Δεν υπήρχαν προθέσεις γενικώς. Υπήρχε μόνο η μισοσβησμένη φήμη μιας παραγράφου της επίσημης Ιστορίας. Όχι της δικής μου. Αυτής που συστηματικά παραμερίζει τις ευαισθησίες και τη δράση των δευτεραγωνιστών, για να φωτιστούν καλύτερα οι Πρώτοι.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Γιάννης Ξανθούλης είναι ένας παρεξηγημένος συγγραφέας. Το γεγονός ότι τα μυθιστορήματά του έγιναν πολύ γρήγορα μπεστ σέλερ σε συνδυασμό με τη μεταφορά στη μικρή οθόνη δύο εξ αυτών, του «Πεθαμένου λικέρ» και του «...υστερα, ήρθαν οι μέλισσες», δημιούργησε αυτομάτως μια καχυποψία στο συγγραφικό μας χώρο που δεν χρειάστηκε πολύ για να κατατάξει τα βιβλία του -χωρίς υποπτεύομαι να τα γνωρίζει- στην καλύτερη περίπτωση στο λαϊκό ανάγνωσμα, στη χειρότερη, στην παραλογοτεχνία. Ανήκω σ' αυτούς που έχουν παρακολουθήσει τη συγγραφική πορεία του Γ. Ξανθούλη και μπορώ να πω ότι αυτή πέρασε σταδιακά από τη φανερή ευκολία του συγγραφέα να γράφει (απομεινάρι της μακράς κι επιτυχούς δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας) με όλες τις παγίδες που κρύβει μια τέτοια ευχέρεια, στην καλοστημένη υπόθεση, στους στέρεους χαρακτήρες, στην εκφραστική ωρίμανση. Από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο η βελτίωση του συγγραφέα είναι φανερή. Το ίδιο φανερή είναι η δουλειά που κρύβεται πίσω από αυτήν. Τα στοιχεία αυτά συγκεντρώνονται στο καλύτερό του μυθιστόρημα, που κατά την άποψή μου είναι το «...ύστερα, ήρθαν οι μέλισσες». Είναι εξάλλου και το πρώτο μυθιστόρημα που ο Γ. Ξ. εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ενδύεται, μέσω της τριτοπρόσωπης, πολλά προσωπεία διαφορετικών φύλων και ηλικιών.
Φανταστικός ρεαλισμός
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο Τούρκος στον κήπο» ο Γ. Ξανθούλης επιχειρεί να διεισδύσει σε ακόμη πιο δύσκολα λογοτεχνικά τοπία. Τοπία που συνορεύουν με το θρίλερ και το φανταστικό μυθιστόρημα, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν το ρεαλισμό. Ο συγγραφέας δημιουργεί έναν εντεκάχρονο ήρωα, τον Ηλία, γιο ενός κηπουρού με καλλιτεχνικές ανησυχίες, που φροντίζει τον κήπο του παλιού αρχοντικού του εκ Ρουμανίας μακαρίτη Ζάννου Ριζούδη. Στο αρχοντικό αυτό κατοικεί η χήρα του Ριζούδη. Μια γηραιά παράξενη κυρία που τη φωνάζουν Μερόπη-Ιουστίνη, αλλά σύντομα μαθαίνουμε ότι το πραγματικό της όνομα είναι Ράνα και πρόκειται για πριγκίπισσα της οικογένειας των τελευταίων Οσμανλήδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν την οριστική εκδίωξή τους από τους Νεότουρκους την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Η Ράνα αλλαξοπίστησε, βαφτίστηκε χριστιανή ορθόδοξη, πήρε χριστιανικά ονόματα, μίλησε τα ελληνικά προκειμένου να παντρευτεί τον Ζάννο Ριζούδη και να εγκαταλείψει την πριγκιπική της οικογένεια μετά το βίαιο και ανεξιχνίαστο θάνατο του αγαπημένου -με μια έως ερωτική αγάπη- αμφίφυλου αδελφού της Τουρχάν μπέη. Ο αδελφός αυτός είχε ήδη παντρευτεί μια Ελληνίδα Κωνσταντινουπολίτισσα, την Αναστασία, που με τη σειρά της αλλαξοπίστησε, έγινε μουσουλμάνα, ονομάστηκε Ζεϊνέπ, εγκατέλειψε την οικογένειά της για να ακολουθήσει, τρελά ερωτευμένη, τον Τουρχάν μπέη στην Ανδριανούπολη, την Εντίρνε στα τουρκικά. Οι δύο γυναίκες, μετά την πτώση των Οσμανλήδων, δεν θα έχουν καμιά απολύτως επαφή μεταξύ τους και δεν θα γνωρίζουν τίποτε η μία για την τύχη της άλλης. Ώσπου ο εντεκάχρονος Ηλίας αρχίζει να παρουσιάζει ασυνήθιστες ιδιότητες, όπως να μιλάει τουρκικά, να φτύνει κουκούτσια από βύσσινα, να ακούει περίεργα βήματα στον κήπο, να βλέπει πράγματα που οι άλλοι δεν βλέπουν. Να καταλαμβάνεται δηλαδή από ό,τι ονομάζεται έκτη αίσθηση. Στην αντίπερα όχθη, στην Εντίρνε, από την ίδια αίσθηση καταλαμβάνεται και ο συνομήλικός του Μεχμέτ, γιος της οικονόμου της Αναστασίας-Ζεϊνέπ και τα δυο παιδιά ξεκινούν μια «επικοινωνία» μεταξύ τους που όμως γρήγορα διακόπτεται για να επικεντρωθεί η αφήγηση στον Ηλία και τις αντιδράσεις του. Αυτές οι αντιδράσεις γρήγορα αρχίζουν να δημιουργούν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και θρίλερ, αφού φέρνουν στην επιφάνεια ξεχασμένες σκιές και παλιά ανομολογήτα πάθη, που φτάνουν μέχρι τις βίαιες και αιματοβαμμένες παραδόσεις των σουλτάνων Οσμανλήδων. Η απρόβλεπτη λύση, ύστερα από σαράντα χρόνια και με μεσήλικα πια τον Ηλία, βρίσκεται κι αυτή στην κόψη του φανταστικού και του θρίλερ που διαπερνάει όλο το μυθιστόρημα.
Αυτή όμως είναι η πρώτη ανάγνωση, γιατί πίσω από τα όσα μυστηριώδη και σε μεγάλο βαθμό γοητευτικά συμβαίνουν στον κήπο της Ράνας - Ιουστίνης - Μερόπης του 1958 ή στην Κωνσταντινούπολη του 1998 -όσο δηλαδή διαρκεί χρονικά το μυθιστόρημα- κρύβονται η νοσταλγία, η χαρμολύπη για το χρόνο που περνάει αφήνοντας πίσω του ανεκπλήρωτα και ανικανοποίητα πάθη, φέρνοντας τη νομοτελειακή φθορά και τέλος το θάνατο. Πρόκειται για στοιχεία που, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, διαποτίζουν όλα τα μυθιστορήματα του Γ. Ξανθούλη δημιουργώντας το προσωπικό του συγγραφικό προφίλ. Ωστόσο η διαφορά στο τελευταίο του μυθιστόρημα είναι πως αυτά λειτουργούν μέσα από τη συνάντηση δύο γλωσσών, δύο πολιτισμών, δύο λαών, του ελληνικού και του τουρκικού. Οι δύο γυναίκες που αντίστοιχα αλλαξοπιστούν και αλλάζουν και τα ονόματά τους συμβολίζουν την Ιστορία δύο λαών που κάποτε συμβίωναν για αιώνες μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έχουν μνήμες κοινές που μέσα στο χρόνο μπερδεύονται, όπως και οι γλώσσες που κοιμούνται μέσα τους και βγαίνουν χάρη στα δύο περίεργα παιδιά, το Ελληνόπουλο για την Τουρκάλα, το Τουρκόπουλο για την Ελληνίδα. Από την άποψη αυτή ο Ξανθούλης κατορθώνει ν' αναδείξει μ' έναν ιδιαίτερα γοητευτικό και ευφάνταστο τρόπο -σαν ένα ακόμη ανατολίτικο παραμύθι- τις κοινές διαδρομές και ποικίλες διαπλοκές των δύο λαών.
Και δόση επιθεώρησης
Ωστόσο μέσα στις ατμοσφαιρικές σελίδες και στην όλη υπόθεση που παραπέμπει στο θρίλερ, όπως είπαμε, παρεισφρέουν και άλλες που χαρακτηρίζονται από έναν εύκολο κι επιθεωρησιακού τύπου ρεαλισμό, που παρατηρείται ιδιαίτερα στους διαλόγους των δευτεραγωνιστών, π.χ. των γονιών του Ηλία, και που μοιάζουν, ή σαν ν' ανήκουν σε άλλο μυθιστόρημα, ή δημιουργούν την εντύπωση της φλυαρίας και της έλλειψης οικονομίας. Η τελευταία είναι, νομίζω, η βασική αδυναμία του μυθιστορήματος του Γ. Ξανθούλη και παρουσιάζεται έντονα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου ο πενηντάχρονος πια κι επιτυχημένος επαγγελματικά Ηλίας Καπνάς βρίσκεται στην Ισταμπούλ του 1998. Εδώ ο συγγραφέας, προσπαθώντας ν' ακολουθήσει τα χνάρια του Κωνσταντινουπολίτη ομότεχνού του Ορχάν Παμούκ, επιχειρεί μια σειρά διαδρομών και συνομιλιών με την Πόλη. Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που δεν πείθει για την αναπαραστατική τους αλήθεια, ενώ η τελική λύση καθώς και όσα μεσολαβούν έως αυτήν δεν έχουν επαρκή αφηγηματικά υποστηρίγματα. Μια τελευταία παρατήρηση είναι οι υπερβολικά πολλές τουρκικές λέξεις και φράσεις που παρατίθενται στο κείμενο χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο γλωσσάρι. Και μ' αυτές τις αδυναμίες όμως το «Ο Τούρκος στον κήπο» είναι ένα γοητευτικό, ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 21/09/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το καινούργιο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη με τον ποιητικό τίτλο Ο Τούρκος στον κήπο συνιστά μια περιπλάνηση στο παρελθόν ως απόπειρα καταφυγής και παρηγορίας και ταυτόχρονα αποτελεί ένα εγχείρημα αναίρεσης της συγκροτημένης υπόστασης και δομής του χρόνου.
Ο συγγραφέας φαίνεται να πιστεύει ότι τα έντονα αισθήματα και οι καταστάσεις πάθους διατηρούν ένα δικό τους, ουσιώδη χρόνο λοιδορώντας την ευθύγραμμη ροή και τη συνέχεια. Γι' αυτό αναμοχλεύει το παρελθόν και ξετυλίγει με αξιοζήλευτη μαεστρία μια ιστορία παθών.
Τόπος εκτύλιξης της πλοκής η Κηφισιά ο κήπος ενός παλιού αρχοντικού , η Αδριανούπολη και η Κωνσταντινούπολη. Τυπικός χρόνος δράσης 40 χρόνια, μεταξύ Ιουλίου 1958 και Νοεμβρίου 1998. Πρωταγωνιστές της ιστορίας δύο ευφάνταστα ενδεκάχρονα αγόρια τα οποία αναλαμβάνουν να «διεκπεραιώσουν» παλιά ανεκπλήρωτα πάθη και αδικαίωτους καημούς, καθώς η ζωή επανέρχεται ακόρεστη στις ίδιες πάντα συντεταγμένες του πάθους ευλογώντας τα ελάχιστα οιστρήλατα άτομα για να υποστασιοποιούν αυτά και να αναδεικνύουν την ομορφιά και την αισθαντικότητα του κόσμου. Γιατί τελικά «οι ωραίοι είναι ελάχιστοι σ' αυτό τον κόσμο».
Ο Ηλίας, γιος κηπουρού, φαντασμένος και αλαφροΐσκιωτος, ζει κοντά σε μια γηραιά, απρόσιτη και μυστικοπαθή κυρία, τη Μερόπη-Ιουστίνη, άλλοτε Ράνα, απόγονο των τελευταίων Οσμανλήδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αδερφή του Τουρχάν μπέη, ο οποίος παντρεύτηκε με την Ελληνίδα Αναστασία, μετέπειτα Ζεϊνέπ, έζησε και δολοφονήθηκε «ένδοξα» στην Αδριανούπολη πάνω σε κλίνη ερωτική.
Ο γιος της οικονόμου τής Ζεϊνέπ, ο Μεχμέτ, είναι ο έτερος πόλος της ιστορίας, ο ομογάλακτος αδερφός που βρίσκεται στην Αδριανούπολη και συνάμα στην Κηφισιά ως μεταφυσική παρουσία, ως άλλος εαυτός του Ηλία. Τα δύο παιδιά αποτελούν τους μοχλούς ανάδειξης-ανάσυρσης της αφηγούμενης ιστορίας. Αυτά θα «επιλεγούν» να ξεδιαλύνουν και να υποστασιοποιήσουν το σκοτεινό παρελθόν, να διαλευκάνουν μύθους μακρινούς και θλιβερές ιστορίες έρωτα και θανάτου. Ξόρκια και αποτρόπαια, τεκμήρια μιας άδικης μοίρας, βασανισμένες φιγούρες που επιζητούν να δικαιωθούν, να ξαναζήσουν το πάθος σε ένα χρόνο μελλοντικό, για να ησυχάσουν κάποτε, σύμφωνα με τις δοξασίες που διέπουν τα σχετικά δημοτικά τραγούδια, αποτελούν καίρια στοιχεία της σύνθεσης της αφηγούμενης ιστορίας.
Η μεταφυσική του χρόνου και της βαθύτερης επικοινωνίας, η δικαίωση της ύπαρξης, ως απώτατο ζητούμενο, είναι ο πυρήνας της αναζήτησης του Γιάννη Ξανθούλη. Η διαρκής εναλλαγή των προσώπων στον χρόνο δεν μεταλλάσσει, κατά τον συγγραφέα, τη βασική υφή τους ούτε εξασθενεί την εκλεκτική συγγένεια των δύο λαών, Ελλήνων και Τούρκων. Οι ίδιες φιγούρες πάντα θα μας ακολουθούν από το μακρινό παρελθόν, ελάχιστα παραλλαγμένες. Το ίδιο συνειδησιακό υπόστρωμα θα συγκρατεί το άλλο μας εγώ. Ο Τούρκος αποτελεί αναπότρεπτο στοιχείο μιας άλλης βαθύτερης φύσης μας. Αυτές οι απόμακρες φιγούρες λαγοκοιμούνται μέσα μας και συγκροτούν τους κοινούς κώδικες επικοινωνίας και συγγένειας.
Ό,τι αναδεικνύει ο Ξανθούλης δεν είναι βέβαια κάποια επιδερμική, ανυπόστατη ίσως, φυλετική εγγύτητα αλλά η κοινή μοίρα των βιωματικών ατόμων. Όσων γεύτηκαν ένα έντονο, υπέρμετρο πάθος. Αυτοί, διατείνεται, θα διώκονται και θα περιπλανώνται πάντα, αδικαίωτοι μέσα στον χρόνο, αυτοί θα αλλάζουν διαρκώς τόπους και ονόματα, θα μπερδεύουν πατρίδες. Χωρίς ελπίδα να ξαναζήσουν το παλιό πάθος, όσο και αν καταργούν τον χρόνο και επισκέπτονται επίμονα τα ίδια στοιχειωμένα τοπία. Ο χωλός πρίγκιπας της μινιατούρας είναι μια τέτοια κυρίαρχη φυσιογνωμία της αφήγησης και βασικός ήρωας-σύμβολο το οποίο διέπει τον μύθο του. Τα δε παιδιά γίνονται το μέσον, οι αγωγοί για να αναβιωθούν τα ανεκπλήρωτα πάθη έστω και προς το τέλος της ζωής των πρωταγωνιστών. Η πιο κοντινή πατρίδα, ούτως ή άλλως, είναι για τον Ξανθούλη το σώμα.
Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ήρωές του κρυφά και συνεσταλμένα, ως εξωτερικός, έκθαμβος θεατής των τεκταινομένων. Προσηλώνεται στη λεπτομέρεια, την οποία περιγράφει με ζέση, δίνοντας την εντύπωση ότι τούτο αποβαίνει αυτοσκοπός, επικαλύπτοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την αφηγηματική τακτική του της επιβράδυνσης και της ανάσχεσης της ροής. Γνωρίζει ότι η ιστορία του κινδυνεύει από τον οίστρο του δημιουργού της και την απρόβλεπτη - υπερβατική φύση των ηρώων της. Επιτυγχάνει έτσι ο συγγραφέας να δικαιώσει τη φαινομενική φλυαρία ή ευκολία και να καταξιώσει την αφήγηση, αφού οι εικόνες και τα διανοήματα κυλούν αβίαστα, με σπάνια ενάργεια και βάθος. Ο Ξανθούλης με την ποιητική προοπτική του αναπαριστώμενου κόσμου αποκαθηλώνει την επίπλαστη σοβαροφάνεια και δυστοκία στην αφήγηση και αντιτάσσει τη γλωσσική ηδύτητα, την κομψή ειρωνεία και τον σαγηνευτικό μύθο. Ο αναγνώστης συμπλέει μαζί του χωρίς να δυσφορεί, αντίθετα αισθάνεται ανάλαφρος και ο ίδιος καθώς γεύεται τον παραμυθιακό του λόγο. Η καθ' υπερβολήν ίσως χρήση τουρκικών λέξεων, η γλωσσική μείξη, είναι σκόπιμη και στοχεύει να υποδηλώσει την ευρύτερη μείξη της συνείδησης των εμπλεκομένων αλλογενών ηρώων του. Ο διάχυτος ηδονισμός δοξάζεται, αφού όσοι αμάρτησαν τιμωρούνται αλλά και αυτοί μόνο δικαιώνονται με την ασίγαστη επαναφορά τους μέσα στον χρόνο, στο προσκήνιο της δράσης.
Τα επιθεωρησιακά στοιχεία των διαλόγων που παρεμβάλλει ο συγγραφέας και το θεατρικό υπόστρωμα της αφήγησης συντελούν στη διαμόρφωση μιας κινητικότητας του λόγου και των καταστάσεων, μιας ευεργετικής ελαφράδας ικανής να συγχωρέσει και να αποδεχθεί το εξωλογικό και υπερβατικό το οποίο παρεισφρέει συχνά όπως και την άγρια βία που κατατρύχει τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες.
Χαρακτήρες ωστόσο στέρεους και ευδιάκριτους, αποδεκτούς για τη γραφικότητα και την αγέρωχη αισθαντική ιδιοσυστασία τους. Το στοιχείο του grotesque και της υπερβολής που χαρακτηρίζει ίσως την αφήγηση δεν προκαλεί τον κορεσμό του αναγνώστη, αφού αυτός έχει πολύ νωρίς ενδώσει στο νοσταλγικό κλίμα και στους γλαφυρούς αφηγηματικούς τρόπους του συγγραφέα, παρά καθιστά το θαυμαστό ή παραφυσικό νόμιμο και ευπρόσδεκτο.
Δεν θα ήθελα να σπεύσω να χαρακτηρίσω το βιβλίο μυθιστόρημα του φανταστικού ή μαγικού ρεαλισμού στοιχεία που παραπέμπουν από τον Μάρκες ως τον Γκύντερ Γκρας είναι εύκολα αναγνωρίσιμα ούτε, πολύ περισσότερο βέβαια, ιστορικό μυθιστόρημα. Η ιστορία παρ' όλα αυτά φαίνεται να αποτελεί για τον συγγραφέα τη νησίδα καταφυγής όπου θα οχυρωθεί για να αντισταθεί σε μια πραγματικότητα ασφυκτική. Ο ιστορικός χρόνος είναι εσαεί παρών, εμποτίζει με τις οσμές του, πυροδοτεί με την ασίγαστη έντασή του.
Ο Ξανθούλης με τον παραμυθικό, παραμυθιακό του λόγο διατείνεται έμμεσα ότι δεν μπορούμε επ' ουδενί να ξεκόψουμε, οι δύο λαοί, ότι είμαστε δεμένοι στον ίδιο τροχό, όσοι βιώνουν με παρόμοιο τρόπο τη ζωή, η δε Ανατολή, ως δεύτερη φύση, θα χαρακτηρίζει και θα οριοθετεί την προοπτική μας.
Ανδρέας Μήτσου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 25-11-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις